• Κυρ, 15/04/2018 - 17:03
Είμαστε ενάντια στον πόλεμο... όταν δεν γίνεται!!! [του Κώστα Κούσιαντα]

Κώστας Κούσιαντας

Είμαστε ενάντια στον πόλεμο... όταν δεν γίνεται!!!

 

Ένας πολεμικός ανταγωνισμός λίγο αντιδραστικός και λίγο προοδευτικός;

Αν εξαιρέσουμε τη ΛΑΕ, η οποία θεωρεί ότι έχει έρθει η κατάλληλη ιστορική στιγμή για να εμπλακεί η Ελλάδα σε πόλεμο με την Τουρκία, επειδή -σύμφωνα με τις «αναλύσεις» της «Ισκρα»- αυτό επιτάσσει το «λαϊκό συμφέρον» (άρα απ’ την πλευρά της Ελλάδας, πρόκειται για έναν «προοδευτικό» πόλεμο), η πλειοψηφία της υπόλοιπης αριστεράς έχει αναπτύξει την άποψη, ότι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, στην κορύφωση του οποίου μάλλον βρισκόμαστε, είναι αντιδραστικός και ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα αντιπολεμικό κίνημα το οποίο θα προσπαθήσει να τον αποτρέψει. Θα πρέπει μάλιστα να απειλήσει ότι θα ανατρέψει την ελληνική αστική τάξη, εάν αυτή προσπαθήσει να διεξάγει πόλεμο.

Μια ανάλογη, αν και πολύ πιο ριζοσπαστική θέση είχε υιοθετήσει με μεγάλη πλειοψηφία και η Δεύτερη Διεθνής στα συνέδριά της πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο: Εάν οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις κηρύξουν τον πόλεμο, η εργατική τάξη θα τους κηρύξει την επανάσταση.

Βέβαια, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, κάθε σχεδιασμός για την αποτροπή του είχε πια καταρρεύσει. Έτσι, η συντριπτική και πάλι πλειοψηφία των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς, αποφάσισε ότι απ’ τη στιγμή που ο πόλεμος αποτέλεσε ένα τετελεσμένο γεγονός, το βασικό τους καθήκον ήταν η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της κάθε ευρωπαϊκής χώρας, εναντίον της άλλης. Ή πιο απλά, η υπεράσπιση της πατρίδας. Για τέσσερα χρόνια λοιπόν, βασικό καθήκον της πλειοψηφίας των κομμάτων της δεύτερης Διεθνούς, ήταν να παροτρύνουν τις λαϊκές τους μάζες να αλληλοσφάζονται, γιατί τελικά, τα συμφέροντά τους θα καθορίζονταν από το εάν θα κερδίσει η δικιά τους πατρίδα.

Οι ιστορικές τραγωδίες επαναλαμβάνονται, έχοντας πάντα ένα στοιχείο φάρσας που, δυστυχώς, δεν τις καθιστά λιγότερο τραγωδίες.

Σήμερα, η πλειοψηφία των θέσεων της αριστεράς που καταδικάζουν ως αντιδραστικό τον πόλεμο πριν ξεσπάσει, συνοδεύονται από ένα επεξηγηματικό συμπλήρωμα, το οποίο αποσαφηνίζει, ότι ο πόλεμος, μόλις ξεσπάσει, για «εμάς», για τον «δικό μας λαό» ή για την «δικιά μας πατρίδα», αποκτά, ούτε λίγο – ούτε πολύ αναπόφευκτα, προοδευτικό χαρακτήρα. Σ’ αυτή την περίπτωση η εργατική τάξη και η νεολαία θα πρέπει να πολεμήσουν τον εχθρό «με μπροστάρη τους κομμουνιστές» – όπως οι τελευταίοι «έκαναν πάντα»!!!

Ποια όμως είναι αυτή η νομοτέλεια, η οποία μεταμορφώνει (πάντα μόνο για «εμάς» και ποτέ για την άλλη πλευρά) τον πόλεμο από αντιδραστικό σε προοδευτικό και καθιστά την υποστήριξή μας (και φυσικά και τη φυσική συμμετοχή μας) σ’ αυτόν ιστορικό καθήκον; Είναι το απαραβίαστο των «εθνικών μας συνόρων», της «εθνικής μας επικράτειας» ή του πλήγματος που μπορεί να δεχτεί ο «λαός μας» στα πλαίσια μιας πολεμικής σύγκρουσης.

Ας σταχυολογήσουμε κάποια από τα επιχειρήματα αυτής της συλλογιστικής.

Το ΚΚΕ επιτιθέμενο σε θέσεις του ΝΑΡ για τον πόλεμο θέτει το ερώτημα: «Θα πει τελικά το ΝΑΡ τι θα κάνει σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής και με την ισχυρή πιθανότητα εισβολής; Σε περίπτωση επιστράτευσης;» Και λίγο παρακάτω απαντάει το ίδιο για το τι πρέπει να γίνει «Το ΚΚΕ δεν αδιαφορεί ούτε για το απαραβίαστο των συνόρων, ούτε για την εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα. Γι’ αυτό και επιδιώκει να πρωταγωνιστήσει στη λαϊκή πάλη. Ούτε αδιαφορεί γενικά για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, τα κοιτάσματα πετρελαίου κ.λπ.»[1]

Σε ένα άλλο κείμενο τριών συγγραφέων αποσαφηνίζεται ότι:

«Αν παρόλα αυτά επιχειρηθεί από τον οποιονδήποτε να αμφισβητήσει την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας, ελάχιστη προϋπόθεση άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας, όχι μόνον με πολιτικούς και οικονομικούς όρους, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα από την Τρόικα που την δυναστεύει, αλλά και στρατιωτικά, τότε, όπως έπραξαν πάντοτε πρωτοπόρα οι κομμουνιστές, σε αντίθεση με την αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους [sic], θα την υπερασπιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις, με έναν αγώνα διττά απελευθερωτικό, και απέναντι στους ξένους επίδοξους κατακτητές μας και απέναντι στην ντόπια ξενόδουλη αστική τάξη, με ευθύνη της οποίας θα έχουμε οδηγηθεί στον πόλεμο.»[2]

Ένας από τους τρεις υπογράφοντες το παραπάνω κείμενο, σε άλλο άρθρο του αναφέρει ότι:

«... οι κομμουνιστές οφείλουν να είναι σταθερά αντίθετοι σε κάθε πολεμικό τυχοδιωκτισμό [sic] της ελληνικής αστικής τάξης και να πείσουν την ελληνική εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για το ότι πρέπει να αντιταχθεί και να αποτρέψει κάθε τέτοιο εγχείρημα.» Αλλά επίσης: «Ταυτόχρονα όμως οι κομμουνιστές δεν χαρίζουν το ζήτημα της πατρίδας στην αστική τάξη. Οι εργαζόμενοι έχουν τόπο, το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα. [...] Σ’ αυτή την υπεράσπιση της πατρίδας των εργαζομένων οι έλληνες κομμουνιστές έχουν δώσει ανυπολόγιστες και ανιδιοτελείς [sic] θυσίες που έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη λαϊκή μνήμη. Απέναντι σε κάθε επιβουλή της εδαφικής ακεραιότητας μέσα στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών είναι προφανές ότι η θέση των κομμουνιστών είναι στην πρώτη γραμμή στην πάλη για την αποτροπή της.»[3]

Το ερώτημα τι κάνουμε εάν γίνει εισβολή, τίθεται και στις θέσεις της «Μετάβασης» (στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) όπου αναπτύσσεται η ίδια συλλογιστική:

«Σε ένα τωρινό ενδεχόμενο πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας, ο χαρακτήρας του πολέμου είναι αντιδραστικός και άδικος [η υπογρ. στο προτ.].» Και συνεχίζει με μια ελαφριά μετατόπιση: «Το ποιος θα τραβήξει πρώτος τη σκανδάλη έχει νόημα για το χαρακτηρισμό επιτιθέμενου-αμυνόμενου στην συνείδηση των λαών αλλά δεν αλλάζει το χαρακτήρα ενός ενδεχόμενου τέτοιου πολέμου.» Για να καταλήξει τελικά: «Φυσικά κάθε ενδεχόμενο δεν είναι το ίδιο. Είναι διαφορετική μια αναμέτρηση γύρω από την ΑΟΖ και διαφορετικές επεμβατικές επιθέσεις, παραβίαση συνόρων και κατοχή εδαφών. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι σαφής η κόκκινη γραμμή ενάντια σε παραβίαση συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων των χωρών, οποιαδήποτε αμφισβήτηση διεθνών συμφωνιών και κυρίως οποιαδήποτε επιθετική κίνηση ενάντια σε πληθυσμούς. Αυτό που αλλάζει το χαρακτήρα του πολέμου είναι όταν κάποια δύναμη επιτίθεται ενάντια στο λαό άλλης χώρας και μετατρέπεται σε κατοχική.»[4]

Σ’ αυτές τις θέσεις μπορούμε να παρατηρήσουμε εξαρχής την προσπάθεια συγκερασμού δυο αντικρουόμενων τάσεων, οι οποίες κατά βάση προκύπτουν από δύο αντικρουόμενες κοινωνικές πιέσεις: πρόκειται για την τάση (όχι στον πόλεμο) η οποία προκύπτει από μία μη σαφώς διαμορφωμένη αντιπολεμική διάθεση των λαϊκών μαζών και για την τάση η οποία προκύπτει από την πολύ συνειδητή και επιθετικά προωθούμενη επιθυμία της ελληνικής άρχουσας τάξης για κλιμάκωση του ανταγωνισμού με την Τουρκία, μέχρι ακόμα και του σημείου της πολεμικής σύγκρουσης.

Στην πραγματικότητα όλες αυτές οι αναλύσεις, οι οποίες ξεκινάνε με τη δήλωση των καλών, αντιπολεμικών προθέσεων με βάση τις οποίες καταγγέλλεται και η ελληνική αστική τάξη, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το καταλήγουν στην αναπαραγωγή του πάγιου ιδεολογήματος του ελληνικού εθνικισμού, το οποίο θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: «όσο καλές και ειρηνικές προθέσεις και να έχουμε “εμείς”, πάντα θα κινδυνεύουμε από την τουρκική επιθετικότητα και από τον κίνδυνο κατάληψης ελληνικών εδαφών από την Τουρκία, κι αυτό είναι το κρίσιμο.»

Έτσι, όσο κι αν διακηρύσσεται σ’ αυτές τις θέσεις το καθήκον της αριστεράς για τη συγκρότηση ενός αντιπολεμικού κινήματος αποτροπής του πολέμου (πριν αυτός ξεσπάσει), η μετατόπιση στην ανάγκη συμμετοχής στον πόλεμο - αφού αυτός ξεσπάσει, εξασθενεί το πρώτο καθήκον. Και ακόμα περισσότερο, προεξοφλεί την αδυναμία του αντιπολεμικού κινήματος να αποτρέψει τον πόλεμο. Ή, ακόμα χειρότερα, υπονομεύει το ίδιο το αντιπολεμικό κίνημα.

Θα πρέπει εντούτοις να αναγνωρίσουμε σ’ αυτές τις προσεγγίσεις που παραθέσαμε, ότι στον πυρήνα τους, εντοπίζουν το πραγματικό πρόβλημα και το αναδεικνύουν διαστρεβλώνοντάς το. Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι δεν μπορεί να συγκροτηθεί αντιπολεμικό κίνημα αποτροπής του πολέμου, εάν δεν έχει γίνει ξεκάθαρο πώς απαντάμε συνολικά στο πρόβλημα του πολέμου, σε όλες του τις πτυχές και τις πιθανές εκφάνσεις του.

 

Θεωρίες και δόγματα πολέμου

Για τα πολεμικά επιτελεία της αστικής τάξης, το ζήτημα αυτό (περίπου στη λογική που το θέτουν και οι παραπάνω αναλύσεις, αλλά με διαφορετικές ιεραρχήσεις των διαφόρων πτυχών του), έχει σε γενικές γραμμές απαντηθεί. Την πιο σαφή περιγραφή έχει κάνει (τι σύμπτωση!) ένας από τους σημαντικότερους αριστερούς διανοούμενους, ο Παναγιώτης Κονδύλης, στο βιβλίο του Θεωρία του πολέμου[5] και σε αρκετά άλλα άρθρα του. Η ανάλυση του Κονδύλη (συστηματοποίηση στην πραγματικότητα των πολεμικών δογμάτων της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας) έχει γνωρίσει έκτοτε μια ευρεία αποδοχή. Πολύ πρόσφατα, την επικαλέστηκε ο βουλευτής και δεύτερος ηγέτης της Χρυσής Αυγής σε ομιλία του στη βουλή. Πρόκειται για το περιβόητο «πρώτο χτύπημα» που θα πρέπει να επιφέρει η Ελλάδα στην Τουρκία, εάν θέλει να αυξήσει τις (περιορισμένες κατά τον Κονδύλη) πιθανότητες νίκης σε περίπτωση ελληνοτουρκικής πολεμικής σύρραξης.

Έχει σημασία να παρουσιάσουμε συνοπτικά τις απόψεις του Κονδύλη (διατυπώθηκαν το 1997 στο «Επίμετρο» του βιβλίου που αναφέραμε):

Ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας βαίνει διαρκώς κλιμακούμενος, σύμφωνα τον Κονδύλη, σε βάρος της Ελλάδας. Οι παράγοντες οι οποίοι εξασθενούν την Ελλάδα σ’ αυτήν την κλιμάκωση, είναι το καλό επίπεδο διαβίωσης των ελληνικών λαϊκών μαζών, οι δημοκρατικές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα (ξαναθυμίζουμε, το βιβλίο γράφτηκε πριν από 21 χρόνια), η υπογεννητικότητα, αλλά και το γεγονός ότι η επεκτατική ορμή του ελληνικού κράτους έχει εξασθενίσει μετά το 1922, καθώς πια δεν υπάρχουν ελληνικοί πληθυσμοί εκτός συνόρων τους οποίους θα μπορούσε να επικαλεστεί για την επέκτασή του.

Αντιθέτως, η Τουρκία έχει μια σειρά από προτερήματα (πάντα σύμφωνα με τον Κονδύλη) που της επιτρέπουν να αναπτύσσει διαρκώς τη δύναμή της, σε βάρος της Ελλάδας, καθιστώντας την «δορυφόρο» της. Τα προτερήματα αυτά είναι ότι στην Τουρκία δεν υπάρχει ουσιαστική δημοκρατία, ότι ο πληθυσμός της αποτελείται από «[μ]άζες μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες - μάζες τέτοιες [οι οποίες], καθοδηγούμενες από ξεσκολισμένες, μακροπρόθεσμα και ψυχρά σκεπτόμενες διπλωματικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτελούν όργανο επέκτασης...»[6]

Γι’ αυτό και η Τουρκία είναι από στρατιωτική και «γωστρατηγική» άποψη πιο δυνατή απ’ την Ελλάδα, στην οποία, δυστυχώς (κατά Κονδύλη), υπάρχει «[...] ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου ύψιστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη διατήρηση αυτού του μέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητας[7]

Φυσικά, αυτή η κατάσταση στην Τουρκία δημιουργεί εκρηκτικές αντιφάσεις, αλλά «[γ]ενικά, οι εσωτερικές αντιφάσεις επιδρούν παραλυτικά στους ανίσχυρους, ενώ αποδεσμεύουν επεκτατικές δυνάμεις σε όσους έχουν εκ των πραγμάτων ένα τέτοιο γεωπολιτικό δυναμικό, ώστε δεν τους απομένει παρά το άλμα ή η φυγή προς τα εμπρός[8] Οι εσωτερικές αντιφάσεις της Τουρκίας είναι λοιπόν προς όφελος του «τουρκικού επεκτατισμού».

Διαβάζοντας αυτό το ρατσιστικό παραλήρημα του αριστερού διανοούμενου, δεν απορούμε πια γιατί τον επικαλείται εγκωμιαστικά ο Κασιδιάρης.

Αλλά αν τα πράγματα είναι έτσι όπως τα περιγράφει ο Κονδύλης, τότε η Ελλάδα μοιάζει να είναι καταδικασμένη σε μόνιμη «δορυφοριοποίηση» στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας. Ή διαφορετικά, σε μία κατάσταση διαρκώς καταρρέουσας άμυνας απέναντι σε μία διαρκώς νικηφόρα τουρκική επιθετικότητα. Έτσι είναι και έτσι θα είναι, διαβεβαιώνει ο Κονδύλης, εκτός εάν... η Ελλάδα κάνει το εξής: αποφασίσει, στα πλαίσια αυτού του διαρκώς αμυντικού αγώνα της, να επιφέρει ένα καθοριστικό πολεμικό πλήγμα εναντίον της Τουρκίας. Θα δούμε στη συνέχεια ποιο ή τι θα μπορούσε να είναι αυτό.

Αλλά ο Κονδύλης δεν είναι πολύ αισιόδοξος ούτε με αυτή τη δυνατότητα την οποία αποκαλύπτει στα γεράκια της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας. Αποσαφηνίζει ότι αυτό, στη συγκεκριμένη παγκόσμια πολιτική συγκυρία (ξαναθυμίζουμε, το 1997), δεν μπορεί να συμβεί. Η Τουρκία είναι βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ - και μάλιστα απαιτητικός σύμμαχος, και οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν χτύπημα εναντίον της από έναν άλλο (μη απαιτητικό, κατά Κονδύλη) σύμμαχο, δηλαδή από την Ελλάδα. Γι’ αυτό λοιπόν ο Κονδύλης επενδύει τις ελπίδες του στη μελλοντική τύχη: «ο μεγαλύτερος μελλοντικός κίνδυνος για την Τουρκία - και η μεγαλύτερη, αν όχι η μοναδική ελπίδα για την Ελλάδα - έγκειται στο ενδεχόμενο της ανάδυσης Δυνάμεων ικανών να συναγωνισθούν την αμερικανο-τουρκική επιρροή τόσο στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία όσο και στα Βαλκάνια. Μονάχα μια ισχυρή εθνικιστική και επεκτατική Ρωσσία θα μπορούσε να αποτελέσει δραστικό φραγμό των τουρκικών φιλοδοξιών στα Βαλκάνια (όπου θα αναζωπυρώνονταν οι παλαιοί ρωσσικοί δεσμοί με τη Σερβία και τη Βουλγαρία) και στην Ανατολή (όπου επίσης θα ενεργοποιούνταν ο παλαιός αντιτουρκικός άξονας Ρωσσίας και Ιράν)[9]

Δεν θα σχολιάσουμε εδώ τη διορατικότητα του Κονδύλη για το μέλλον των αμερικανο-τουρκικών και ρωσο-τουρκικών σχέσεων, αλλά θα επιμείνουμε στη ψυχωτική του εμμονή στο ζήτημα της κρατικής ισχύος εναντίον του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας και των στοιχειωδών βελτιώσεων των συνθηκών διαβίωσης των λαϊκών μαζών. Συνεχίζει: «Είναι άγνωστο αν αυτό το ενδεχόμενο θα επισυμβεί ή αν η Ρωσσία θα τελματωθεί μακρόχρονα. Πάντως μια φιλελευθεροποίησή της με την έννοια της προσαρμογής της στα αμερικανικά πρότυπα και στις αμερικανικές επιθυμίες πιθανότατα θα σήμαινε την αποθράσυνση της Τουρκίας και τη χαριστική βολή για την ουσιαστική, αν όχι και για την τυπική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Όσοι σκέφτονται φιλελεύθερα και οικονομιστικά ασφαλώς θα δυσκολευθούν πολύ να το καταλάβουν αυτό, όμως είναι αλήθεια[10] Οι φόβοι του δεν βγήκαν αληθινοί. Ο αυταρχισμός και η λιτότητα αυξάνονται στη Ρωσία.

Οι σκέψεις αυτές τροφοδότησαν για αρκετά χρόνια τις πολεμικές φαντασιώσεις ενός τμήματος της ελληνικής αριστεράς, αλλά και της ακροδεξιάς. Εξάλλου δεν έχουν καμιά πρωτοτυπία. Αποτελούν απλώς θεωρητικά αναμασήματα του πιο καθυστερημένου τμήματος του ελληνικού αστικού πολιτικού συστήματος, ήδη από την εποχή της συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Ήδη από τότε, το ρωσικό κόμμα και στη συνέχεια οι διάφοροι πολιτικοί επίγονοί του, επενδύανε σε μία συμμαχία με τη ρωσική αυτοκρατορία, στην προοπτική ενός κοινού αντιτουρκικού πολέμου προκειμένου να επεκταθεί το ελληνικό κράτος, αδυνατώντας να κατανοήσουν, ότι η στρατηγική των πολιτικών τους αντιπάλων (των φιλοάγγλων) ήταν η μόνη ρεαλιστική για τα επεκτατικά σχέδια του ελληνικού καπιταλισμού: μόνο η συμμαχία με τον πολύ πιο ισχυρό, αγγλικό ιμπεριαλισμό μπορούσε να εξασφαλίσει την επέκταση του ελληνικού κράτους σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Αλλά για τον Κονδύλη, ισχύει το αντίθετο:

«Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίσθηκε ψυχή τε και σώματι στην “Ευρώπη για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας[11]

Για να αποφύγει λοιπόν αυτόν τον κίνδυνο, ο οποίος σε αρκετά σημεία περιγράφεται είτε ως προετοιμασία της Τουρκίας να επιτεθεί στην Ελλάδα στρατιωτικά, είτε ως ήδη επιτυχία κατάκτησης της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να το πάρει απόφαση και να δράσει πρώτη, επειδή σε κάθε περίπτωση, η δράση της συνιστά αντιμετώπιση μιας υπαρξιακής απειλής (η οποία υπάρχει και μόνο λόγω της διαφοράς «γαιοστρατηγικού δυναμικού» μεταξύ των δύο χωρών):

«μπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας, η Ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό[12]

Αυτό το καθοριστικό στρατιωτικό πλήγμα (ο Κονδύλης θα το προτιμούσε να διεξάγεται από το έδαφος της Κύπρου) θα πρέπει να συνοδευτεί και από «[μ]ια γρήγορη προέλαση τεθωρακισμένων μονάδων στην Ανατολική Θράκη, την οποία ευνοεί το πεδινό έδαφος και οι περιορισμένες αποστάσεις, [που] θα μπορούσε να αποφέρει στην Ελλάδα το σημαντικότερο πιθανό αντίβαρο απέναντι σε οποιεσδήποτε εδαφικές απώλειες σε άλλες περιοχές[13] Δηλαδή, η Ελλάδα θα χρειαστεί να έχει κατακτήσει μια σημαντική σε έκταση περιοχή της Τουρκίας, προκειμένου να αντισταθμίσει τις βέβαιες εδαφικές απώλειες, οι οποίες θα υπάρξουν ως απάντηση της Τουρκίας στο «πρώτο (μαζικό) πλήγμα» της Ελλάδας.

Ο Κονδύλης φροντίζει να καταστήσει σαφές, ότι η Ελλάδα σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να αποφύγει καταλήψεις εκτεταμένων εδαφών της από την Τουρκία, ή ακόμα και πλήγματα εναντίον αμάχων, αλλά δηλώνει, ότι αυτά δεν πρέπει να ενδιαφέρουν την ηγεσία της γιατί δεν θα κριθεί από αυτά η έκβαση του πολέμου:

«μεγάλη επαγρύπνηση και διαίσθηση απαιτείται από την πλευρά της ελληνικής ηγεσίας, η οποία θα πρέπει να ξεκόψει εξ αρχής από την αντίληψη ότι είναι δυνατή η ίση προστασία των πάντων, θα πρέπει επίσης, λόγω της αριθμητικής μειονεξίας και της απόλυτης αναγκαιότητας αεροπορικής παρουσίας σε όλα τα καίρια επιχειρησιακά σημεία, να θέσει σε δευτερεύουσα και τριτεύουσα μοίρα την προάσπιση πόλεων καί αμάχων πληθυσμών και να επικεντρώσει τα διαθέσιμά της όχι στην κάλυψη χώρου, αλλά αποκλειστικά στη συντριβή του κύριου όγκου των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων, εκεί όπου αυτές θα ρίξουν το βάρος τους και ει δυνατόν πρίν προλάβουν να αναπτυχθούν πλήρως. Προκειμένου να εκπληρωθεί ο υπέρτατος αυτός σκοπός ίσως χρειασθεί να διακινδυνεύσει ο αριθμητικά υποδεέστερος την απώλεια εδαφών ή και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων με ανοιχτά τα πλευρά του, πράγμα που θα πρέπει ν’ αναπληρώνει με ευελιξία και ταχύτητα. Όμως η τελική έκβαση θα κριθεί με βάση τα όσα θα γίνουν στο επίπεδο εκείνο που άπτεται της ίδιας της ουσίας του πολέμου. Πόλεμος σημαίνει πρωταρχικά επιδίωξη συντριβής των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων, απ’ αυτήν εξαρτώνται κι απ’ αυτήν απορρέουν όλα τα άλλα. Καί εάν αυτή επιτευχθεί, τότε αναπληρώνονται αργά ή γρήγορα όλα, όσα θυσίασε κανείς θέλοντας να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του την αποφασιστική στιγμή στο αποφασιστικό σημείο.»[14]

Άραγε οι χαμένες ανθρώπινες ζωές (για τις οποίες ο Κονδύλης προτείνει στην ελληνική ηγεσία να αδιαφορήσει και να μην τις προστατεύσει) πώς θα «αναπληρωθούν»;

 

Θεωρίες και πραγματικότητες πολέμου

Επιμείναμε σε μια κάπως εκτενή παράθεση των απόψεων του Κονδύλη επειδή συμπυκνώνουν ή και εμπνέουν τις απόψεις αυτών που θα ήθελαν έναν πόλεμο με την Τουρκία. Άσχετα με την σοβαρότητά τους (ελάχιστη στην πραγματικότητα), οι απόψεις αυτές είναι παρόμοιες (αν δεν είναι οι ίδιες) με τη στρατηγική την οποία η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας, επιχείρησε να εφαρμόσει στην κρίση των Ιμιών. Πίστευε, ότι ο συσχετισμός ναυτικής δύναμης Ελλάδας - Τουρκίας το βράδυ της κρίσης των Ιμίων (ελληνική υπεροχή) επέτρεπε στην ελληνική πλευρά να επιφέρει το πρώτο μαζικό πλήγμα, βυθίζοντας τον αιγαιακό πολεμικό στόλο της Τουρκίας[15]. Τι θα γινόταν ύστερα; απλώς θα παρενέβαιναν άμεσα οι ΗΠΑ και θα εμπόδιζαν τα τουρκικά αντίποινα προκειμένου να αποφευχθεί ένας ολοκληρωτικός πόλεμος μεταξύ των δύο πιο ισχυρών μελών του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο. Όλα αυτά, σύμφωνα πάντα με τις φαντασιώσεις της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο παραθέσαμε τις καραβανάδικες κοινοτοπίες του Κονδύλη, είναι ότι σ’ αυτές τις «αναλύσεις» φαίνεται καθαρά ένας πολεμικός σχεδιασμός, στον οποίο οι καταλήψεις εδαφών και οι βομβαρδισμοί περιοχών με αμάχους θεωρούνται βέβαιοι και δεδομένοι και για τις δύο πλευρές, αλλά τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς, δεν αξιολογούνται ως σοβαρό πολεμικό ζήτημα. Μάλιστα ο Κονδύλης συμβουλεύει την ελληνική ηγεσία, ότι δεν θα πρέπει να παρασυρθεί και να επιχειρήσει να προστατεύσει αυτούς τους άνευ πολεμικής «ουσίας» στόχους, δηλαδή τους αμάχους.

Κι αυτό είναι σωστό με βάση την κυνική και απάνθρωπη πολεμική λογική. Καμιά από τις δύο πλευρές δεν θα διεξάγει τον πόλεμο με βασικό στρατιωτικό στόχο την κατάληψη εδαφών του αντιπάλου, ή από επιθυμία να πλήξει αμάχους. Ο ανταγωνισμός και των δυο πλευρών αφορά στην ιμπεριαλιστική τους κυριαρχία και εξάπλωση στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, πρωτίστως, στα Βαλκάνια δευτερευόντως. Αν αυτός ο ανταγωνισμός πάρει τη μορφή του πολέμου, η βασική επιδίωξη της κάθε πλευράς θα είναι καθοριστικά πλήγματα εναντίον του αντιπάλου, με τα οποία θα αλλάξει ριζικά σε βάρος του ο στρατιωτικός συσχετισμός και η αλλαγή αυτή θα αποτυπωθεί τελικά στις συμφωνίες κατάπαυσης του πολέμου και άρα και στη θέση που θα πάρουν στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Οι καταλήψεις εδαφών και από τις δύο πλευρές μπορεί να είναι ένα από τα μέσα με τα οποία θα επιτευχθεί ο τελικός στόχος, δεν αποτελούν όμως την αιτία του πολέμου. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα πλήγματα τα οποία θα δεχτούν οι άμαχοι πληθυσμοί, τα οποία θα αποτελέσουν «παράπλευρες απώλειες» των βασικών πολεμικών στόχων (πχ. βομβαρδισμοί πολεμικών εγκαταστάσεων, βάσεων και στρατοπέδων κοντά σε μεγάλες πόλεις κτλ). Αυτά φυσικά ισχύουν και για τις δύο πλευρές και ο Κονδύλης (αναπαράγοντας απλώς τα στρατιωτικά δόγματα της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας), επιμένει σ’ αυτό. Εξηγεί μάλιστα, ότι σ’ αυτόν τον πόλεμο (τον οποίο, θυμίζουμε ξανά, σύμφωνα με τον Κονδύλη πρέπει να τον ξεκινήσει η Ελλάδα), λόγω διαφόρων παραγόντων (πληθυσμιακή υπεροχή της Τουρκίας, μεγαλύτερη έκτασή της και συμπαγής χερσαίος χώρος, από τη μια, μικρότερη έκταση της Ελλάδας και κυρίως πολλά και διάσπαρτα νησιά τα οποία πρακτικά δεν μπορεί να τα υπερασπίσει), η κατάληψη ελληνικών εδαφών από την Τουρκία, θεωρείται κάτι περισσότερο από βέβαιη. Και φυσικά, το ίδιο θα πρέπει να επιδιώξει και η ελληνική πλευρά, εστιάζοντας όμως σε κατάληψη τουρκικών εδαφών, τα οποία θα μπορέσει να κρατήσει (Ανατολική Θράκη).

Ο Κονδύλης όμως πιστεύει ότι όλα αυτά είναι δύσκολο να γίνουν, εξαιτίας της αναποφασιστικότητας της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, της προσήλωσής της σε ιδανικά, όπως ο φιλειρηνισμός, η δημοκρατία, η ευημερία των κατοίκων αυτής της χώρας και φυσικά κυρίως εξαιτίας του προσανατολισμού της προς τη δύση (τις ΗΠΑ και την ΕΕ), η οποία δεν θα επιτρέψει έναν τέτοιο πόλεμο (ή θα βοηθήσει την Τουρκία). Αν όμως βρεθεί μια πολιτική ηγεσία η οποία ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική στρατηγική και φυσικά προσανατολιστεί προς τη Ρωσία (για την οποία τότε ο Κονδύλης έλπιζε να γίνει κάποτε μεγάλη δύναμη), τότε θα υπήρχαν πολλές πιθανότητες να κερδίσει η Ελλάδα σε έναν τέτοιο πόλεμο.

Αυτές τις απόψεις ασπάζεται μεγάλο μέρος της αριστεράς και η ακροδεξιά. Η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της χώρας όμως είναι μάλλον πιο «προσγειωμένη», τουλάχιστον ως προς το ζήτημα των συμμαχιών της Ελλάδας στην περίπτωση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Ήδη από την κρίση των Ιμίων, το «σχέδιο» της στρατιωτικής ηγεσίας «προέβλεπε» την παρέμβαση των ΗΠΑ, οι οποίες θα εμπόδιζαν την Τουρκία να απαντήσει.

Αν το «σχέδιο» αυτό τότε, αποτελούσε περισσότερο ευσεβή πόθο, παρά πραγματικότητα (το πιθανότερο ήταν ένα αποφασιστικό πλήγμα της Τουρκίας ως απάντηση πριν οι ΗΠΑ προλάβουν να παρέμβουν και να την εμποδίσουν), σήμερα, μπορεί να φαίνεται πολύ πιο ρεαλιστικό. Ο τουρκικός καπιταλισμός βρίσκεται αναγκασμένος να διεξάγει έναν πόλεμο στα νοτιοανατολικά του σύνορα καθώς εκεί κρίνονται υψίστης σημασίας συμφέροντά του. Αυτές όμως οι πολεμικές του δραστηριότητες τον έχουν φέρει σε σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Και επί πλέον, η συνεργασία της Τουρκίας με τους αντιπάλους των ΗΠΑ -τη Ρωσία και το Ιράν- οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη όξυνση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ την ΕΕ και τους συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή. Αντιθέτως, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει καταφέρει να αναβαθμίσει το ρόλο του στην Ανατολική Μεσόγειο, σε βάρος της Τουρκίας, υπογράφοντας στρατιωτικοπολιτική συμφωνία με τους ισχυρότερους συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και ενισχύοντας την πρόσδεση της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης στον ελληνικό ιμπεριαλισμό (ο άξονας Ελλάδας-Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου). Ένας από τους βασικούς στόχους αυτής της συμμαχίας είναι ο αποκλεισμός της Τουρκίας από την Ανατολική Μεσόγειο. Μέσα σ’ αυτές τις ευνοϊκές για τον ελληνικό καπιταλισμό συνθήκες, είναι μεγάλος ο πειρασμός για ένα αποφασιστικό πρώτο βήμα από ελληνικής πλευράς που θα μετατοπίσει ριζικά υπέρ της Ελλάδας τον συσχετισμό δύναμης ο οποίος παγιώθηκε μετά το 1974. Αυτή τη φορά με την υποστήριξη των ΗΠΑ.

Σε πόσες δεκαετίες άραγε θα παρουσιαστεί ξανά μια τέτοια ευκαιρία για τους έλληνες καπιταλιστές;

 

Και τι θα κάνουμε αν ξεσπάσει πόλεμος;

Μπορούμε να κατανοήσουμε λοιπόν, ότι με βάση τους σχεδιασμούς της ελληνικής ηγεσίας, ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα έχει και ως δευτερεύουσες μορφές εξέλιξής του παραβιάσεις συνόρων, καταλήψεις εδαφών και πλήγματα εναντίον αμάχων και από τις δύο πλευρές. Ως εκ τούτου λοιπόν θα πρέπει να ξανατεθεί το ερώτημα: αυτές οι δευτερεύουσες, ως προς τον κεντρικό στόχο του πολέμου πολεμικές ενέργειες, γιατί θα πρέπει να διαφοροποιούν τον χαρακτήρα του, ως αντιδραστικό και ιμπεριαλιστικό και από τις δύο πλευρές; Γιατί η αριστερά να μην μπορεί να δει αυτή την πραγματικότητα ιεραρχώντας τη σχέση της φύσης του πολέμου και των μορφών με τις οποίες αυτός εκδηλώνεται, με κριτήριό της πάντοτε τον αντιδραστικό του χαρακτήρα;

Ο Λένιν είχε αναφέρει σε μία διάλεξή του τον Μάιο του 1917:

«Ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Κάθε πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει. Την ίδια πολιτική που ένα ορισμένο κράτος, μια ορισμένη τάξη στα πλαίσια αυτού του κράτους εφαρμόζει σε μια μακρόχρονη περίοδο πριν τον πόλεμο, η ίδια αυτή τάξη τη συνεχίζει αναπόφευκτα και στη διάρκεια του πολέμου αλλάζοντας μόνο μορφή δράσης.»[16]

Εάν η αριστερά η οποία καταδικάζει τον πόλεμο ως αντιδραστικό και ιμπεριαλιστικό και από τις δύο πλευρές, πριν αυτός ξεσπάσει, γιατί μετά το ξέσπασμά του θα πρέπει να καλεί την ελληνική νεολαία να δεχτεί να σφαγιαστεί και να σφάξει την νεολαία της άλλης πλευράς, αφού το βασικό κριτήριο με το οποίο θα υποστηρίξει τον πόλεμο (κατάληψη εδαφών, πλήγμα εναντίον αμάχων), διαμορφώνεται στην πραγματικότητα από δευτερεύουσας σημασίας πολεμικές ενέργειες που θα πραγματοποιηθούν και από τις δύο πλευρές; Ας σκεφτούμε την καταστροφική (για τις λαϊκές μάζες, αλλά και για την αριστερά και των δυο χωρών) παράνοια, να υποστηρίξει τελικά η ελληνική αριστερά την αστική «της» τάξη επειδή ο αντίπαλός (η τουρκική αστική τάξη και ο στρατός της) κατέλαβαν κάποια ελληνικά νησιά, ενώ την ίδια στιγμή και με το ίδιο κριτήριο, η τουρκική αριστερά θα υποστηρίξει τη δικιά «της» αστική τάξη, επειδή ο ελληνικός στρατός κατέλαβε ένα κομμάτι της Ανατολικής Θράκης (ή και ολόκληρη) και βομβάρδισε μια κατοικημένη περιοχή στα μικρασιατικά παράλια (πολεμικές ενέργειες που και οι δύο θα τις επιχειρήσουν).

Δεν μπορούμε λοιπόν να αποφύγουμε το ερώτημα: τι θα πρέπει να κάνει η αριστερά όταν ξεσπάσει πόλεμος; Το ερώτημα αυτό θα πρέπει να απαντηθεί με καθαρότητα, χωρίς ταυτόχρονα να προεξοφλείται ότι το αντιπολεμικό κίνημα δεν θα μπορέσει να τον αποτρέψει.

Θα αναφερθούμε και πάλι στον Λένιν. Έγραφε το 1915:

«Σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησης της. Αυτό είναι αξίωμα. Και το αξίωμα αυτό το αμφισβητούν μόνο οι συνειδητοί οπαδοί ή οι ανίκανοι υπηρέτες των σοσιαλσοβινιστών. [...] Επαναστατική δράση, όμως, ενάντια στην κυβέρνηση σου στη διάρκεια του πολέμου σημαίνει, αναμφισβήτητα, αναντίρρητα, όχι μόνο να εύχεσαι να ηττηθεί η κυβέρνηση σου αλλά και να συμβάλεις έμπρακτα σ' αυτήν την ήττα[17]

Και διευκρίνιζε τι σήμαινε αυτό:

«Επανάσταση σε καιρό πολέμου σημαίνει εμφύλιος πόλεμος, η μετατροπή, όμως, του πολέμου των κυβερνήσεων σε εμφύλιο πόλεμο, από το ένα μέρος, διευκολύνεται από τις στρατιωτικές αποτυχίες (από την “ήττα”) των κυβερνήσεων, ενώ, από το άλλο μέρος, είναι αδύνατο, τείνοντας στην πράξη προς μια τέτοια μετατροπή να μη συμβάλεις έτσι στην ήττα[18]

«Η μοναδική πολιτική που σημαίνει ρήξη της “ταξικής ειρήνης”, ρήξη πραγματική και όχι στα λόγια, και αναγνώριση της ταξικής πάλης, είναι η πολιτική του να επωφελείται το προλεταριάτο από τις δυσκολίες της κυβέρνησης του και της αστικής του τάξης για να τις ανατρέψει. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να το πετύχει κανείς, δεν μπορεί να το επιδιώκει χωρίς να εύχεται την ήττα της κυβέρνησης του, χωρίς να συμβάλλει σ’ αυτήν την ήττα[19]

Κατά τη διάρκεια λοιπόν ενός αντιδραστικού πολέμου, η εργατική τάξη όχι μόνο δεν σταματάει να αγωνίζεται για τα δικαιώματά της και τα συμφέροντά, αλλά προσπαθεί να μετατρέψει τον αντιδραστικό πόλεμο σε εμφύλιο, εναντίον της κυβέρνησής «της» και της αστικής «της» τάξης.

Φυσικά, αυτό θα περιορίζει τις δυνατότητες πολεμικής νίκης, ή ακόμα και θα οδηγεί σε ήττες, τις οποίες και πάλι η εργατική τάξη θα πρέπει να τις εκμεταλλευτεί για να οξύνει την ταξική σύγκρουση. Η ήττα της κυβέρνησής «μας» στον πόλεμο, που θα αποτελέσει ένα σοβαρό πλήγμα για την εξουσία της αστικής τάξης, θα διαμορφώσει και τη δυνατότητα για την εργατική τάξη να την ανατρέψει.

Ένα αντιπολεμικό κίνημα το οποίο θα συγκροτηθεί αποφασισμένο να συνεχίσει να παλεύει ενάντια στον πόλεμο, ακόμα και αν δεν έχει καταφέρει να αποτρέψει το ξέσπασμά του, αποτελεί στην πραγματικότητα την σημαντικότερη εγγύηση για να μην ξεσπάσει ο πόλεμος. Εάν η αστική τάξη βρεθεί αντιμέτωπη με την αποφασιστικότητα των λαϊκών μαζών να συνεχίσουν να παλεύουν ενάντια στον πόλεμο και μετά το ξέσπασμά του, όταν δηλαδή η αστική τάξη συνειδητοποιήσει ότι η δράση του αντιπολεμικού κινήματος κατά τη διάρκεια του πολέμου θα υπονομεύσει την πολεμική της ικανότητα και θα την οδηγήσει στην ήττα, μια ήττα η οποία θα έχει σαν συνέπεια μια κρίση εξουσίας και την όξυνση της ταξικής σύγκρουσης, τότε θα σκεφτεί πολύ πιο σοβαρά το ενδεχόμενο εμπλοκής της σε έναν πόλεμο.

Αυτό το αντιπολεμικό κίνημα θα πρέπει να οικοδομήσουμε σήμερα, σε συνεργασία με τους αγωνιστές και της αγωνίστριες της άλλης πλευράς που θα κάνουν το ίδιο.

 

Κώστας Κούσιαντας, ΤΕ Καλλιθέας

 

[1] Κωστής Μπορμπότης, «Πασιφιστικός αφοπλισμός του εργατικού κινήματος ή αποφασιστικός αγώνας σε όλες τις συνθήκες;», Ριζοσπάστης, 31 Μαρτίου 2018, https://www.rizospastis.gr/page.do?id=17171&publDate=31%2F3%2F2018&pageNo=17

[2] Σταύρος Μαυρουδέας, Γιώργος Ρούσης, Αλέξανδρος Χρύσης, «Όχι στον πόλεμο, ναι στην υπεράσπιση της πατρίδας», Πριν, 1 Απριλίου 2018. http://prin.gr/?

[4] Μετάβαση – Κίνηση για μια Μετωπική Ανατρεπτική Αριστερά, «Τίποτα δεν τελείωσε το ρήγμα παραμένει ανοιχτό. Πολιτικές θέσεις για την 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ», στο «Κείμενα θέσεων για την 4η Συνδιάσκεψη», ΑΝΤΑΡΣΥΑ, http://antarsya.gr/node/4677 και http://antarsya.gr/media/theseis-metavasi.pdf

[5] Παναγιώτης Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνο-τουρκικού πολέμου», Επίμετρο στο Θεωρία του πολέμου, Θεμέλιο, Αθήνα 1997, σσ. 381-411. Το Επίμετρο σε ηλεκτρονική μορφή: http://library.antibaro.gr/text/Kondylhs/_Kondylhs_.pdf. Βλ. επίσης σχετικά: «Πολεμική Σωμερίτη - Κονδύλη 1997», Π.Κονδυλης (Kondylis), 24 Νοεμβρίου 2008, https://kondylis.wordpress.com/2008/11/24/someritis/ (5 άρθρα στο Βήμα τον Δεκέμβριο του 1997)

[6] Π. Κονδύλης, ό.π., σελ. 386

[7] Ό.π.,

[8] Ό.π., σελ. 386.

[9] Ό.π., σσ. 391-392.

[10]              Ό.π., σελ. 392.

[11]              Ό.π., σσ. 408, 409.

[12]              Ό.π., σσ. 396, 397.

[13]              Ό.π., σελ. 394.

[14]              Ό.π., σελ. 395.

[15]               Τάσος Κωστόπουλος, «Το γκρίζο “έπος” των βραχονησίδων», Εφημερίδα των Συντακτών, 31 Ιανουαρίου 2016, http://www.efsyn.gr/arthro/gkrizo-epos-ton-vrahonisidon

[16]              Λένιν, «Πόλεμος και Επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 32. Αναδημοσιευμένο στη συλλογή κειμένων για τον πόλεμο: Β. Ι. Λένιν, Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013, σσ. 331, 332.

[17]              Λένιν, «Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», Άπαντα, τόμ. 26. Αναδημοσιευμένο στη συλλογή κειμένων για τον πόλεμο: Β. Ι. Λένιν, Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013, σσ. 82, 83.

[18]              Ό.π., σελ. 84.

[19]              Ό.π., σσ. 87, 88.