Να κλείσουμε έναν κύκλο, να ανοίξουμε έναν νέο
Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του καπιταλισμού να επανέλθει σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και ποσοστά κέρδους, γεγονός που αντανακλάται στη συνεχιζόμενη πολιτική αποσταθεροποίηση των καπιταλιστικών κρατών. Από την άλλη πλευρά, παρά τους μεγάλους αγώνες που έχουν δοθεί και γίνονται, η σημερινή κατάσταση στην ταξική πάλη καθορίζεται από την ανυπαρξία ικανών επαναστατικών δυνάμεων, που θα μπορούσαν να μετατρέψουν την καπιταλιστική κρίση σε επαναστατική κατάσταση. Στην Ελλάδα, πιο συγκεκριμένα, η αμηχανία του κινήματος οφείλεται στο γεγονός ότι η στρατηγική της υποστήριξης μιας «αριστερής» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ οδηγήθηκε σε οικτρή διάψευση.
Ακριβώς επειδή η πηγή της κινηματικής κάμψης είναι η απογοήτευση, και όχι κάποιου είδους μαζική ενσωμάτωση ή μια πλήρης διάλυση των οργανώσεων των εργαζομένων, πιστεύουμε ότι μπορεί να ξεπεραστεί και να οδηγηθούμε σε νέα απότομα κινηματικά ξεσπάσματα. Στην μεταβατική αυτή περίοδο είναι σημαντικό να στηριχθούν αποφασιστικά όλοι οι υφιστάμενοι αγώνες, αλλά και να γίνει μια δουλειά υποδομής, οργάνωσης και στρατηγικού εξοπλισμού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αντίθετα με την ιδέα ότι τώρα που δεν τα πάμε καλά, δεν έχουμε την πολυτέλεια να χωρίζουμε τους αγωνιστές σε ρεφορμιστές και επαναστάτες, είμαστε πεπεισμένοι ότι για να τα πάμε καλά, πρέπει ένας αντικαπιταλιστικός επαναστατικός πόλος να ορθωθεί ανεξάρτητα από τον ρεφορμισμό, που έδειξε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο την ικανότητά του να μετατρέπεται σε όργανο της αστικής τάξης μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Η συνύπαρξη με τον ρεφορμισμό στα ίδια πολιτικά μέτωπα και σχήματα λειτουργεί υπέρ του ρεφορμισμού και οδηγεί τελικά την εργατική τάξη σε ήττες και τις αντικαπιταλιστικές συνιστώσες στην καταστροφή – αυτό είναι το δίδαγμα που πρέπει να βγάλουν όσοι προσπαθούν να «αναστοχαστούν» την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ακολουθεί μια πλήρως καπιταλιστική και νεοφιλελεύθερη ατζέντα, και για αυτό βασίζεται και στο ανάλογο προσωπικό: τεχνοκράτες, πρώην πασόκους γραφειοκράτες, ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, γόνους εφοπλιστών και επιχειρηματιών, δίπλα σε πρώην αριστερούς που έχουν πλέον σοβαρέψει. Είναι μια κυβέρνηση αστική.
Η επιβίωση μιας τέτοιας κυβέρνησης δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση όριο στους αγώνες μας, με το επιχείρημα ότι, αν πέσει, θα έρθει η ΝΔ, που είναι πράγματι το πιο αυθεντικό κόμμα του κεφαλαίου. Δεν προσπαθούμε να επιλέξουμε μεταξύ του μικρότερου και του μεγαλύτερου κακού. Είναι σημαντικό να ηττάται και να πέφτει από το κίνημα όποια κυβέρνηση εξαπολύει επίθεση στην εργατική τάξη. Το αίτημα για την πτώση της κυβέρνησης μπαίνει σήμερα όλο και σε περισσότερα στόματα. Εφόσον, βέβαια, το κίνημα που μπορεί να τη ρίξει δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή, η ανατροπή της κυβέρνησης έχει περισσότερο το χαρακτήρα ενός συνθήματος ζύμωσης παρά ενός άμεσου συνθήματος, ακόμα. Για αυτό και πρέπει να συμπληρώνεται με όλη μας την πολιτική οπτική: οι εργαζόμενοι πρέπει να προετοιμαστούν για να ρίξουν την κυβέρνηση, με τα δικά τους όργανα, να μην εμπιστευθούν καμιά άλλη αστική κυβέρνηση στη θέση της, να διεκδικήσουν της εξουσία για τον εαυτό τους.
Ο πλήρης διαχωρισμός από μια τέτοια κυβέρνηση είναι ασφαλώς απαράγραπτος όρος για οποιαδήποτε συμμαχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όμως σε καμία περίπτωση δεν αρκεί. Μπορεί κάλλιστα να καταδικάζει κανείς την κυβέρνηση και ταυτόχρονα να ελπίζει σε μια παναριστερά στα πρότυπα του ΣΥΡΙΖΑ πριν το 3ο μνημόνιο ή σε ένα πατριωτικό Αντιμονοπωλιακό Αντιιμπεριαλιστικό Δημοκρατικό Μέτωπο, όπου ρεφορμιστικές και δημοκρατικές δυνάμεις είναι ευπρόσδεκτες. Και δυστυχώς αυτός ακριβώς είναι ο προσανατολισμός των περισσότερων οργανωμένων ομάδων που ήρθαν σε ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ.
Ήταν και είναι εκτίμησή μας ότι ένα σχέδιο μετωπικής συμμαχίας ή μόνιμης «πολιτικής συνεργασίας» με τέτοιες ομάδες και οργανώσεις είναι αδύνατο αυτή τη στιγμή, εκτός αν η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετακινηθεί δεξιότερα. Αντίθετα, υπάρχει ένα σημαντικό δυναμικό αγωνιστών και αγωνιστριών που αναζητά αγωνιστική ριζοσπαστική διέξοδο στην πράξη, και αυτό το δυναμικό πρέπει να είναι η προτεραιότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Για αυτό το λόγο, η ΠΑΑΕ διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να απευθύνει πρόταση «πολιτικής συνεργασίας στις αντικαπιταλιστικές, αντιιμπεριαλιστικές και αντιΕΕ δυνάμεις και τις ευρύτερες δυνάμεις της ανατροπής». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να απεγκλωβιστεί από την λογική που ταυτίζει την πολιτική πρόταση με μια πρόταση για ευρύτερες μετωπικές συνεργασίες. Η λογική αυτή οδήγησε παλιότερα στην αποτυχημένη συνεργασία με τη ΜΑΡΣ, η οποία περιελάμβανε σημαντικές υποχωρήσεις προγράμματος και φυσιογνωμίας, όπως σήμερα παραδέχονται και πολλοί από τους συντρόφους που τότε δεν ήθελαν να ακούσουν μια τέτοια κριτική. Ακόμα και σήμερα, όμως, η «πολιτική συνεργασία» περιγράφεται ως ο βασικός άξονας της πολιτικής πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για εμάς, η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει πρωτίστως να είναι πρόταση προς το κίνημα, για την ανάπτυξη και τη νίκη των αγώνων και για την οργάνωση της κοινωνίας.
Η λογική που αναγορεύει τα ευρύτερα μέτωπα σε στρατηγικό σκοπό είχε σοβαρές συνέπειες όχι μόνο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και σε αυτόνομους χώρους που εξαρτώνται εν μέρει από αυτή, όπως είναι τα ΕΑΑΚ. Η περσινή εκλογική συνεργασία με ΑΡΕΝ και ΑΡΔΙΝ, δηλαδή με δυνάμεις που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς, όμως, να αποχωρήσουν και από την ρεφορμιστική πολιτική σε καίρια ζητήματα όπως η συνδιοίκηση και η λογική της διαπραγμάτευσης, είχε εξαιρετικά φτωχά εκλογικά αποτελέσματα, ενώ ταυτόχρονα αύξησε αντί να μειώσει τις αντιφάσεις εντός των σχημάτων της ΕΑΑΚ. Η υποτονική εντός των διαδικασιών πολιτική αντιπαράθεση με τις τραμπούκικες πρακτικές μελών της ΛαΕ στα σχήματα της ΕΑΑΚ, στο όνομα της προστασίας της ενότητας, βοήθησε στο να διοχετευτεί η ένταση σε απαράδεκτες φυσικές συγκρούσεις, και τελικά δεν μπόρεσε να προστατέψει καμία ενότητα. Στην πράξη, τα σχήματα έχουν διασπαστεί ακόμα και εκλογικά, σε πάρα πολλές σχολές, ακριβώς πάνω στο θέμα της συνεργασίας με ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ. Φυσικά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί και δεν πρέπει να βγάζει τη γραμμή των σχημάτων της ΕΑΑΚ, και βέβαια καθόλου δεν αρνούμαστε τη δυνατότητα τα σχήματα στους κοινωνικούς χώρους να περιλαμβάνουν ευρύτερες δυνάμεις με τις οποίες υπάρχει συμφωνία απόψεων και πρακτικών, ίσα ίσα αυτό επιδιώκουμε. Στα όσα αναφέρουμε, θέλουμε απλώς να θίξουμε της συνέπειες μιας πολιτικής λογικής.
Παρά τις αντιρρήσεις της, η ΠΑΑΕ σεβάστηκε την απόφαση της συνδιάσκεψης και του ΠΣΟ και παρακολούθησε τις συναντήσεις με τις οργανώσεις στις οποίες απευθύνεται η «πολιτική συνεργασία», χωρίς να τις υπονομεύει. Με βάση και την εμπειρία αυτών των συναντήσεων, μπορούμε να πούμε σήμερα πως οι διεργασίες έδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν βρίσκει αποδέκτες. Το γεγονός αυτό μπορεί και θα έπρεπε να γίνει κατανοητό από τον καθένα, ανεξαρτήτως του αν συμφωνούσε ή διαφωνούσε με την πρόταση αρχικά.
Οι ηγεσίες των οργανώσεων που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ δεν έχουν ξεκαθαρίσει τη στάση τους στα πιο θεμελιώδη ζητήματα. Υπάρχει ενδεχομένως μια πρόοδος ως προς τη συνειδητοποίηση του αντιδραστικού χαρακτήρα της ΕΕ, ωστόσο δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τη σημασία της ανεξαρτησίας από το αστικό κράτος και τους θεσμούς του. Οι αποχωρήσαντες του ΚΚΕ εξακολουθούν να υπερασπίζονται τον Φλωρακισμό και τη συγκυβέρνηση του 1989. Οι αποχωρήσαντες του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούν, στην πλειοψηφία τους, να απεγκλωβιστούν από τη λογική της συμμετοχής σε διαλόγους υπουργείων, συνδιοικήσεις κλπ. Και το βασικό στοιχείο που μοιράζονται όλες αυτές οι οργανώσεις είναι ότι θεωρούν την αυτοτέλεια του αντικαπιταλιστικού χώρου σεκταρισμό και υποστηρίζουν σταθερά και συνειδητά τη συνύπαρξη και πολιτική ενότητα με δυνάμεις του ρεφορμισμού.
Οι οργανωμένες δυνάμεις που συναντήσαμε έχουν τα δικά τους συγκεκριμένα σχέδια, που είναι εμφανώς ασύμβατα με το σχέδιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και προχωρούν κανονικά. Το πρώτο, γύρω από τη Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, την πρώην νεολαία και άλλους αποχωρήσαντες του ΣΥΡΙΖΑ, είναι μια πρόταση για ένα είδος πολιτικο-κοινωνικής συσπείρωσης όλης της αριστεράς στα πρότυπα του φόρουμ, η οποία σαφώς περιλαμβάνει και τη ΛαΕ. Το δεύτερο συγκροτείται γύρω από ομάδες αποχωρησάντων από το ΚΚΕ, μαζί με πρώην μέλη του ΕΠΑΜ και κάποιες ακόμα ομάδες, και αποτελεί μια αναβίωση του ΑΑΔΜ, της παλιάς λαϊκομετωπικής γραμμής του ΚΚΕ, με πιο πατριωτικό χαρακτήρα.
Παρότι το κείμενο εισήγησης στο ΠΣΟ αναγνώριζε αυτή τη μερικότητα των ρήξεων με τον ρεφορμισμό και τη διαφωνία «πάνω στο σχέδιο, τις δυνάμεις και τις πρωτοβουλίες που μπορούν να οδηγήσουν σε συνεργασία», αρνούνταν να αναγνωρίσει το γεγονός ότι η πρόταση της «πολιτικής συνεργασίας» δεν έχει έδαφος. Αντιθέτως, επιχείρησε να βγει από το αδιέξοδο κάνοντας ένα τυφλό άλμα προς τα εμπρός, επιδιώκοντας μια «πρώτη αποκρυστάλλωση» των αποτελεσμάτων της πολιτικής πρότασης μέσα από τη συγκρότηση μιας μόνιμης δομής: μιας «μόνιμης συνάντησης διαλόγου και κοινής δράσης δυνάμεων και αγωνιστών για την προώθηση της πολιτικής συνεργασίας των αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντιΕΕ δυνάμεων». Η πρόταση για μια νέα δομή, εδώ και τώρα, δείχνει καθαρά πως σκοπός της «πολιτικής πρότασης» δεν είναι απλώς η ζύμωση ή η άσκηση πίεσης σε άλλες οργανώσεις ώστε να μην προσχωρήσουν σε νέα ρεφορμιστικά σχέδια, όπως έχει υποστηριχθεί από κάποιους. Είναι ένα σχέδιο που επιδιώκει να αποκρυσταλλωθεί άμεσα σε κάτι υλικό. Καμία δύναμη που θα μπορούσε να πάρει μέρος σε μια τέτοια δομή δεν κατονομάζεται, βέβαια, και αυτό είναι απολύτως φυσικό, γιατί καμία οργάνωση δεν συμφώνησε στην πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εξάλλου, το κείμενο αλλού λέει πως: «δεν συμφωνούμε με λογικές που θέλουν τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις να συγκροτούνται αυτοτελώς μόνο σαν τμήμα ενός «ευρύτερου» ρεφορμιστικού / διαχειριστικού πολιτικού μετώπου, στο όνομα της επίδρασης σε αυτό». Όμως, αυτό ακριβώς είναι το σχέδιο των οργανώσεων για τις οποίες συζητάμε.
Τι σκοπό εξυπηρετεί επομένως η επιμονή σε μια πρόταση που δεν έχει δεχτεί κανείς και που γνωρίζουμε ότι αντίκειται στα σχέδια που υλοποιούν οι αποδέκτες τις πρότασης; Αν η πρόταση για τη μόνιμη δομή συνάντησης γίνεται για την τιμή των όπλων, για να μην φανεί ότι η «πολιτική συνεργασία» έπεσε στο κενό, τότε απλώς δεν πρόκειται να δουλέψει, και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα υποχρεωθεί να παραδεχτεί την αποτυχία της την επόμενη φορά. Αν όμως η νέα δομή προορίζεται πράγματι να δουλέψει, και επειδή κανείς δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει πως οι άλλες οργανώσεις θα αλλάξουν μυαλά και θα εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους απλώς και μόνο επειδή οι ηγεσίες τους θα συζητούν τακτικά με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τότε δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε μια διαδικασία προγραμματικών και πολιτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ ασύμβατων σχεδίων, με τις πολιτικές θέσεις να μπαίνουν στην κλίνη του Προκρούστη. Η ύπαρξη τέτοιων προθέσεων δεν είναι αποκύημα δικής μας φαντασίας και κακοπιστίας: έχουν κατατεθεί πράγματι σε συγκεκριμένα εσωτερικά κείμενα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όμως, συγκροτείται ήδη στη βάση μιας μίνιμουμ συμφωνίας μεταξύ των οργανώσεων και αγωνιστών/αγωνιστριών που την συναποτελούν. Αν πέσει κάτω από αυτό το απαραίτητο μίνιμουμ πολιτικό και προγραμματικό όριο για χάρη ορισμένων συμμαχιών, είναι βέβαιο πως θα μπει σε μια διαλυτική διαδικασία. Αυτή η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν έχει τίποτα το σεκταριστικό.
Ούτε η λύση είναι η καταφυγή σε μονοθεματικά υποκατάστατα μιας πολιτικής συνεργασίας ή μετώπου. Όπως ακριβώς συνέβη και με τις προηγούμενες μονοθεματικές πρωτοβουλίες ενάντια στην ΕΕ, η ΔιΕΕξοδος οδηγήθηκε στον μαρασμό λίγο μετά τη γέννησή της, γεγονός που η εισήγηση του ΠΣΟ αναγνώριζε, ζητώντας μάταια την «επανεκκίνηση του εγχειρήματος». Καλώς η κακώς, η εξέλιξη δικαιώνει την εκτίμηση ότι δεν μπορεί να είναι χρήσιμο ένα εγχείρημα που συγκροτείται πάνω σε ένα στοιχείο του προγράμματος αποκεκομμένο από όλα τα υπόλοιπα και που δεν διαθέτει συγκεκριμένο πεδίο κινηματικής δράσης.
Στην πραγματικότητα, οι διατυπώσεις για τη συνέχεια της «πολιτικής συνεργασίας» προσπαθούν να συμβιβάσουν διαφορετικές απόψεις. Όσοι υποστηρίζουν τη συνεργασία με τις συγκεκριμένες οργανώσεις που έφυγαν από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, θέλουν να δουν κάποια πρακτική πρόοδο∙ όσοι είναι επιφυλακτικοί ή αρνητικοί, θέλουν να δουν κριτική. Όμως, οι ισορροπίες κρατούν μόνο όσο μια οριστική απόφαση μπορεί να αναβληθεί, μετά καταρρέουν, καταλήγοντας πολύ συχνά στη χειρότερη δυνατή απόφαση.
Προεκτείνεται η πρόταση της «πολιτικής συνεργασίας» και στη ΛαΕ; Σύμφωνα με την εισήγηση (και, κυρίως και ευτυχώς, σύμφωνα με την πλειοψηφία των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), όχι, και αυτό είναι θετικό. Δεν είναι όμως αρκετό. Υπάρχουν εσωτερικές τάσεις για μια πιθανή συμμαχία με τη ΛαΕ, πράγμα το οποίο αντανακλάται και στη μετατροπή των αρχικών διατυπώσεων που απαντούσαν αρνητικά στο ενδεχόμενο της εκλογικής συνεργασίας σε μια αποστροφή που επισημαίνει απλώς και μόνο πόσο άκαιρο είναι σήμερα να μιλάμε για εκλογές (είναι πράγματι, ωστόσο το ενδεχόμενο μιας τέτοιας συνεργασίας συζητιέται και απαιτεί από εμάς απάντηση), χωρίς να απαντά συγκεκριμένα. Και πάλι, η διατήρηση ισορροπιών σε ένα τόσο καίριο θέμα, το οποίο συμπυκνώνει το τι σχέδιο θέλει να οικοδομήσει σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα, αντίθετα θα μας φέρει αντιμέτωπους με μεγαλύτερα προβλήματα την επόμενη μέρα. Άλλωστε, η πολιτική των ισορροπιών ήδη απέτυχε: οι αόριστες διατυπώσεις της εισήγησης δεν έπεισαν ούτε το τμήμα του ΠΣΟ που ήθελε να παραμείνει ανοιχτός ο δρόμος για μια πρόταση εκλογικής συνεργασίας προς τη ΛαΕ.
Άλλα επιμέρους σημεία στο κείμενο της εισήγησης λειτουργούσαν, συνειδητά ή μη, ως γέφυρες με τις απόψεις των ομάδων που αποχώρησαν από το ΚΚΕ κάνοντάς του βασικά κριτική εκ δεξιών. Η μετριασμένη κριτική στο ΚΚΕ στην εισήγηση και η μονόπλευρη έμφαση στον «αριστερισμό» του, και όχι στη νομοταγή, δεξιόστροφη πολιτική που εφαρμόζει στην πράξη και στο άτυπο μορατόριουμ που έχει κηρύξει με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν να ιδωθούν και υπό αυτό το πρίσμα. Η αναφορά στη «διαρκή υποδούλωση» της χώρας είναι ένα άνοιγμα στον αριστερό πατριωτισμό, εντελώς ασύμβατο με την αντικαπιταλιστική άποψη που βλέπει στη σχέση της ελληνικής αστικής με τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις μια στρατηγική συνεργασία, παρά τους ανταγωνισμούς, και αντιμετωπίζει τις ελληνικές κυβερνήσεις ως βασικούς παίχτες στην επιβολή των μνημονίων και της λιτότητας, και όχι απλώς ως ανίσχυρα ή άβουλα όργανα που υποχωρούν στις πιέσεις των ξένων. Όπως ειπώθηκε εξαρχής, όμως, η περίοδος δεν ενδείκνυται για πολιτικούς μέσους όρους, αλλά για σαφήνεια και στρατηγική εμβάθυνση.
Η σαφήνεια και η εμβάθυνση είναι ένα καθήκον που πρέπει να εμπλέξει το σύνολο των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να εγκαινιαστεί μια συζήτηση σε όλες τις τοπικές γύρω από κεντρικής σημασίας θέματα: τη λογική και μεθοδολογία της παρέμβασης στο εργατικό κίνημα, το σύγχρονο επαναστατικό πρόγραμμα, το πρόταγμά μας για την κοινωνία και το πώς θα κάνουμε ξανά την ιδέα του κομμουνισμού ελκυστική. Η διεθνής διάσκεψη που προγραμματίζεται για τα 100 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης μπορεί να αποτελέσει σταθμό σε μια σύγχρονη συζήτηση για τη στρατηγική, και για αυτό θα πρέπει να οργανωθεί σοβαρά.
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, η Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική, μαζί με ένα ακόμα τμήμα του ΠΣΟ, υπερασπίστηκε στη συνεδρίαση της 18ης του Ιούνη έναν προσανατολισμό διαφορετικό από την κεντρική εισήγηση, αλλά και από την αντιπολίτευση εκείνη που θεωρούσε την εισήγηση σεκταριστική και προέκρινε μια ακόμα πιο πλατιά πολιτική συμμαχιών. Η Πρωτοβουλία προέβαλε μια τρίτη θέση, προτείνοντας μια εκτεταμένη τροποποίηση που αφενός έλεγε ρητά πως δεν υπάρχει θέμα πολιτικής και εκλογικής συμμαχίας με τη ΛαΕ, αφετέρου έκανε τον απολογισμό των πολιτικών συναντήσεων των τελευταίων μηνών, λέγοντας ευθέως πως δεν υπάρχει έδαφος για «πολιτική συνεργασία» με τις αμφιταλαντευόμενες οργανώσεις που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Αντιθέτως, προέκρινε την ενότητα στη δράση πάνω σε συγκεκριμένους στόχους, την οικοδόμηση κινηματικών δομών και οργάνων και μια δουλειά υποδομής για την ενίσχυση του διακριτού αντικαπιταλιστικού πόλου που εκπροσωπεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στο βαθμό που η κεντρική αυτή τροποποίηση δεν υπερψηφίστηκε παρά από μια μειοψηφία του ΠΣΟ, η Πρωτοβουλία δεν μπορούσε να υπερψηφίσει την εισήγηση.
Η λογική της καταψήφισης από την πλευρά μας, βέβαια, ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετη με την λογική με την οποία ένα άλλο τμήμα του ΠΣΟ καταψήφισε την εισήγηση. Η «αντισεκταριστική» αντιπολίτευση ανάλωσε πρακτικά όλο το χρόνο της παρέμβασής της σε έναν αγώνα να μετριαστεί η κριτική στη ΛαΕ, να μην πάρει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τις απαραίτητες αποστάσεις από το φόρουμ για ένα «αντιμνημονιακό πατριωτικό μέτωπο» και να παραμείνει το κείμενο όσο το δυνατόν περισσότερο ανοιχτό σε συνεργασίες με μη αντικαπιταλιστικά, ρεφορμιστικά ρεύματα. Αυτό σηματοδότησε εντυπωσιακές μεταστροφές σε σχέση με το παρελθόν και εκλεκτικές συγγένειες. Η λογική που εξέφρασε αυτή η αντιπολίτευση αδυνατεί τελείως να αντιληφθεί ότι το βασικό στοίχημα σήμερα, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, δεν είναι η ενότητα γενικώς, ούτε οι τακτικοί ελιγμοί προς τον ρεφορμισμό, αλλά η ύπαρξη διακριτών αντικαπιταλιστικών και επαναστατικών κομμάτων ή μετώπων, ικανών να αντιστέκονται στην ατζέντα του ρεφορμισμού, που επιχειρεί να επιβληθεί παντού δια του εκβιασμού της ενότητας. Η τραγική κατάληξη όσων προσπάθησαν να κάνουν τακτικούς ελιγμούς με τον ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να είναι ένα καθαρό δίδαγμα. Δεν είμαστε καθόλου εναντίον της τακτικής, αλλά όσο αυτή δεν λογοδοτεί σε ένα σαφές στρατηγικό σχέδιο, εγκυμονεί απείρως περισσότερους κινδύνους από ό,τι ευκαιρίες. Σε μια τόσο πολιτικά ρευστή εποχή, οι προτάσεις για συνεργασία με ρεφορμιστικές δυνάμεις, όπως η ΛαΕ και άλλες, είτε αυτές αποκαλούνται «τακτικές» είτε όχι, αντικειμενικά θολώνουν τα όρια μεταξύ αντικαπιταλισμού και ρεφορμισμού και διασπείρουν σύγχυση στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που κοιτούν προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Όπως σωστά επεσήμαινε στο κείμενο εισήγησης στο ΠΣΟ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει αποδείξει την ικανότητά της να παίζει κεντρικό ρόλο στις κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος. Έχει αποδείξει τη μαχητικότητά της σε δύσκολες συνθήκες. Έχει καταφέρει να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις στο δρόμο, όχι επειδή είναι καλή στις διαπραγματεύσεις και τις δημόσιες σχέσεις, αλλά επειδή πήρε έγκαιρες πρωτοβουλίες. Ανταποκρίνεται όλο και καλύτερα και στα κινηματικά καλέσματα άλλων, όταν πρέπει, κάνοντας βήματα για να ξεπεραστεί η λογική να στηρίζει κανείς μόνο όσες κινηματικές δράσεις μπορεί αν ελέγξει. Έχει αποδείξει την ικανότητά της να συμβαδίζει και με χώρους έξω από τις άμεσές της συγγένειες, όπως είναι ο αναρχικός. Παρά τα προβλήματα που έχει, την αναιμική λειτουργία των ΤΕ και μια ορισμένη επιρροή από την ευρύτερη απογοήτευση, είναι σαφές ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει έναν αναβαθμισμένο ρόλο στο κίνημα σήμερα. Αγωνιστές και αγωνίστριες κοιτάζουν προς αυτή. Μέσα από αυτή της τη δράση και από τη συνύπαρξη τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες στις καθημερινές μάχες, και όχι μέσα από, κατά κοινή ομολογία, άμαζες μετωπικές διαπραγματεύσεις, θα κερδίσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οργανωμένα και ανοργάνωτα τμήματα εργαζομένων, και θα επιτύχει και πολιτικές μετατοπίσεις.
Το πολιτικό της σχέδιο, όμως, δεν είναι σαφές. Ακροβατεί μεταξύ της επιδίωξης ενός νέου, ευρύτερου μετώπου ή «πολιτικής συνεργασίας» και της αυτοτελούς ανάπτυξης ενός αντικαπιταλιστικού πόλου. Πρέπει με τόλμη να διαλέξει το δεύτερο, κάνοντας έναν τίμιο απολογισμό της «πολιτική συνεργασίας» και κλείνοντας τον κύκλο, για να ανοίξει έναν άλλο.
Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική