• Παρ, 13/04/2018 - 20:31
4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Για ένα αντικαπιταλιστικό και διεθνιστικό προσανατολισμό. [συλλογικό κείμενο]

4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ:

Για ένα αντικαπιταλιστικό και διεθνιστικό προσανατολισμό.

 

Ο διεθνισμός ως βασικός πυλώνας της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής

Στη συγκυρία που βρισκόμαστε, ο διεθνισμός αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τη συγκρότηση ενός αντιπολεμικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, ως απάντηση στην αύξηση των ανταγωνισμών μεταξύ των εθνικών αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών τους συμμαχιών. Αποτελεί επίσης το βασικότερο κριτήριο που επικυρώνει τον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό κομμάτων, οργανώσεων και ρευμάτων της αριστεράς και τελικά και της ίδιας της ΑΝΤΡΣΥΑ. 

Όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά ήδη από την εποχή του Μαρξ και τις επαναστάσεις του 1848 και έχει επιβεβαιωθεί από τα σύγχρονα μαζικά κινήματα αμφισβήτησης, εξεγέρσεων και επαναστάσεων, οι αγώνες των καταπιεσμένων τάξεων έχουν ως πεδίο εκδήλωσης, ανάπτυξης και κορύφωσης το εθνικό αστικό κράτος, όμως η δυναμική τους το υπερβαίνει, διαμορφώνοντας τις δυνατότητες μιας διεθνιστικής συνεργασίας των αγωνιζόμενων μαζών. Αυτή η συνεργασία αποτελεί και τον απαραίτητο όρο της νίκης των αγώνων που εκδηλώνονται και κορυφώνονται σε εθνικό επίπεδο, επειδή:

α) η διεθνιστική συνεργασία των αγωνιζόμενων μαζών, δίνει τη δυνατότητα να μετατραπούν οι αγώνες αντίστασης σε συνειδητή αντικαπιταλιστική εξέγερση (συνειδητοποίηση ότι «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός»).

β) η διεθνιστική συνεργασία και αλληλεγγύη των καταπιεσμένων είναι η μοναδική απάντηση που μπορούν να αντιπαρατάξουν στις διεθνείς συμμαχίες με τις οποίες θωρακίζεται η εξουσία των εθνικών αστικών τάξεων για να καταστείλουν τις εξεγέρσεις των υποτελών τους. 

 

Στα ζητήματα του διεθνισμού:

Υποστηρίζουμε την πλήρη ρήξη με όλους τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, δηλαδή για έξοδο από ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, ΠΟΕ, Παγκόσμια Τράπεζα.

Θεωρούμε ότι η Ρωσία και η Κίνα είναι και αυτές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που βρίσκονται σε αντιδραστική διαμάχη με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ.

 Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες του ελληνικού καπιταλισμού.

Απατούμε τη ρήξη με το βασικό διεθνή άξονα στον οποίο έχει ενταχθεί ο ελληνικός καπιταλισμός, τον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου.

Αναγνωρίζουμε τη Δημοκρατία της Μακεδονίας με το συνταγματικό της όνομα και την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.

Αναγνωρίζουμε την επιθετικότητα του ελληνικού καπιταλισμού στα πλαίσια της αντιδραστικής του διαμάχης με το τούρκικο κεφάλαιο, στο Αιγαίο, στην Κύπρο, στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο η οποία οδηγεί σε πόλεμο και οργανώνουμε τον αγώνα για να αποτρέψουμε το ξέσπασμα του.

Χρειαζόμαστε ένα αντικαπιταλιστικό διεθνιστικό εργατικό μέτωπο και όχι «πατριωτικό - δημοκρατικό - αντιμνημονιακό μέτωπο».  Εκεί βρίσκεται σήμερα η βασική διαχωριστική γραμμή.

 

Θέσεις για το Μακεδονικό

Από μια πολύ ευρεία και παγκόσμια προοπτική, το «μακεδονικό ζήτημα» συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο ένα νέο κράτος θα ενταχθεί στις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές δικτυώσεις των διεθνών ιμπεριαλιστικών σχηματισμών.

Σε ένα πιο περιορισμένο, περιφερειακό επίπεδο, το «μακεδονικό ζήτημα» συνδέεται με τις προσπάθειες των πιο ισχυρών βαλκανικών δυνάμεων να διαμορφώσουν οι ίδιες τους κανόνες ένταξης του νέου κράτους στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς, με βάση τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους και τις περιφερειακές στρατηγικές τους. Σ’ αυτό, το περιφερειακό επίπεδο η Ελλάδα έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο : όχι μόνο το ελληνικό κεφάλαιο έχει διεισδύσει και ελέγξει ένα τεράστιο τμήμα της οικονομίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αλλά επίσης, για είκοσι χρόνια, η ελληνική διπλωματία είναι ο βασικός παράγοντας που καθορίζει τις σχέσεις αυτής της χώρας με τις υπόλοιπες των Βαλκανίων και κυρίως με τις χώρες του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Και θα συνεχίσει να το κάνει, παρά τις όποιες πιέσεις να αποδεχτεί άμεσα την ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση πέρα από την παγκόσμια και την περιφερειακή : το «μακεδονικό ζήτημα» συνδέεται άμεσα με την πάλη των λαϊκών μαζών στην Ελλάδα και στη Μακεδονία, ενάντια στις «δικές τους» αστικές τάξεις και ενάντια στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που εντάσσονται (ή επιδιώκουν να ενταχθούν). Τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών και στις δύο χώρες, επιβάλλουν τον αγώνα τους ενάντια και στους δύο εθνικισμούς αλλά και τη συνεργασία των κινημάτων σε Ελλάδα και Μακεδονία ενάντια στις πολιτικές των αστικών τους τάξεων και ενάντια στις στρατηγικές τους συμμαχίες με τον ιμπεριαλισμό.

Αλλά, μια επίκληση στον κοινό αγώνα των λαϊκών κινημάτων σε Ελλάδα και Μακεδονία, θα πρέπει να ξεκινάει από την σαφή αναγνώριση του δικαιώματος εθνικού αυτοπροσδιορισμού του λαού της Μακεδονίας και του δικαιώματός του να χρησιμοποιεί τον εθνικό προσδιορισμό με τον οποίο σηματοδοτήθηκαν όλοι οι εθνικοί προοδευτικοί αγώνες του (με πιο χαρακτηριστικές ιστορικές στιγμές την εξέγερση του Ίλιντεν το 1903 και τον αντιφασιστικό αγώνα του μακεδονικού λαού το 1941-1944). Μόνο αναγνωρίζοντας αυτό το δικαίωμα μπορεί το κίνημα και η αριστερά στην Ελλάδα να απευθύνει με ειλικρίνεια στον μακεδονικό λαό κάλεσμα για διεθνιστική ενότητα, διασκεδάζοντας τις υποψίες (οι οποίες αναπτύσσονται από την προπαγάνδα του μακεδονικού εθνικισμού) ότι πίσω απ’ αυτό το κάλεσμα κρύβονται απλώς οι ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης.

 

Θέσεις για τον Ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό

Το πλαίσιο στο οποίο οξύνεται σήμερα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας έχει διαμορφωθεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια μετά την εισβολή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Ιράκ, από την ίδια την εισβολή και τις συνέπειές της, την αδυναμία των ΗΠΑ να επιβάλλουν την αποδοχή του δικού τους ιμπεριαλιστικού σχεδιασμού για τη Μέση Ανατολή στους συμμάχους τους στην περιοχή, τις τεράστιες αναταράξεις της Αραβικής Άνοιξης και κυρίως τη συριακή επανάσταση και τον συριακό εμφύλιο, και την αναβάθμιση του ρόλου του ρωσικού ιμπεριαλισμού και των περιφερειακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Ιράν).

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο το τουρκικό κράτος αναγκάστηκε να ακολουθήσει μια πορεία, η οποία το απομάκρυνε όλο και περισσότερο από τους σχεδιασμούς που διαμόρφωνε για την περιοχή ο στρατηγικός του σύμμαχος, ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός και να ακολουθεί μια αυτόνομη πολιτική, η οποία αρκετές φορές προσέγγισε και προσεγγίζει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των αντιπάλων των ΗΠΑ/ΕΕ (της Ρωσίας και του Ιράν).

Η ελληνική αστική τάξη, αντίθετα, κατάφερε -καθώς δεν έχει εμπλακεί άμεσα στην κρίση της Μέσης Ανατολής- να ισχυροποιήσει τη θέση της ως νοτιοανατολικό πυλώνα του ΝΑΤΟ, συνάπτοντας στρατιωτικοπολιτικές συμμαχίες με άλλες χώρες ισχυρούς συνεργάτες του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού: άξονας Ελλάδας-Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου. Βασικοί στόχοι αυτής της συμμαχίας είναι η επιβολή της ιμπεριαλιστικής σταθερότητας στη Μέση Ανατολή και η σταθεροποίηση της κυριαρχίας των αρχουσών τάξεων που κλονίστηκε από τις αραβικές εξεγέρσεις. Ταυτόχρονα όμως στόχος είναι και ο αποκλεισμός της Τουρκίας από την Ανατολική Μεσόγειο. Για την Ελλάδα, η συμμαχία αυτή ενισχύει την πρόσδεση της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης στον ελληνικό ιμπεριαλισμό.

Ως εκ τούτου, η συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, παρέχει για τον ελληνικό καπιταλισμό μια πολύ σημαντική ευκαιρία προώθησης των ιμπεριαλιστικών του επιδιώξεων σε βάρος του βασικού του ανταγωνιστή, του τούρκικου καπιταλισμού. Την ευκαιρία αυτή προσπαθεί να την εκμεταλλευτεί με μια σειρά ενεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο, που διεξάγονται από κοινού με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και οι οποίες έχουν τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ, αλλά και στο χώρο του Αιγαίου. Επιδίωξη του ελληνικού καπιταλισμού είναι να αλλάξει υπέρ του τον συσχετισμό δύναμης που διαμορφώθηκε μετά το 1974, ανάμεσα στον ελληνικό και τουρκικό ιμπεριαλισμό, σε αυτή τη φάση σήμερα, κατά την οποία ο τουρκικός ιμπεριαλισμός είναι αναγκασμένος να στρέψει όλες του τις δυνάμεις στο χώρο της Μέσης Ανατολής, εναντίον κυρίως των απειλών που διαμορφώνονται για τα συμφέροντά του από το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα.

Πρόκειται λοιπόν για έναν ανταγωνισμό του οποίου το βασικό χαρακτηριστικό είναι η προσπάθεια δύο περιφερειακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της Ελλάδας και της Τουρκίας, να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τη δύναμή τους στην περιοχή, η μία εναντίον της άλλης και να αναδειχτεί η κάθε μία, στον βασικό τοπικό συνεργάτη του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο και για τη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, ο ελληνικός ιμπεριαλισμός αισθάνεται ότι έχει την ευκαιρία να κάνει αποφασιστικά βήματα εναντίον του αντιπάλου του. Η αντίδραση όμως του αντιπάλου του θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, άσχετα με την μορφή με την οποία μπορεί να εκδηλωθεί.

Για την αριστερά, η απάντηση απέναντι στον κίνδυνο μιας ελληνοτουρκικής πολεμικής σύρραξης θα έπρεπε να είναι δεδομένη: όχι στους πολεμικούς σχεδιασμούς της «δικιάς μας» αστικής τάξης, απεύθυνση στις λαϊκές μάζες και στα κινήματα της Τουρκίας για συντονισμό των προσπαθειών οικοδόμησης αντιπολεμικού κινήματος ενάντια και στους δύο ιμπεριαλισμούς.

Δυστυχώς, η πλειοψηφία της ελληνικής αριστεράς συνεχίζει να βλέπει το πρόβλημα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού σαν να πρόκειται για μια επίθεση των ΗΠΑ (με όχημα την Τουρκία) εναντίον των «εθνικών μας» συμφερόντων! (ΛΑΕ, ΚΚΕ).

Ή μέσα από μια ρητορική με την οποία, αν και αναγνωρίζεται ο αντιδραστικός χαρακτήρας των επιδιώξεων του ελληνικού καπιταλισμού, μετατοπίζει το πρόβλημα αποπροσανατολίζοντας τις λαϊκές μάζες, καθώς αναδεικνύει ως βασικό ζήτημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσει η αριστερά, τον κίνδυνο να «επιχειρηθεί από τον οποιονδήποτε να αμφισβητήσει την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας».

Τέτοιες απόψεις, όχι μόνο προεξοφλούν (ή και προετοιμάζουν) την αδυναμία των λαϊκών κινημάτων σε Ελλάδα και Τουρκία να αποτρέψουν, με τους δικούς τους όρους, έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, αλλά, ακόμα χειρότερα, ανάγουν σε καθοριστικά κριτήρια για τη στάση της αριστεράς, δευτερεύουσες και συμπτωματικές πτυχές που μπορεί να εκδηλωθούν κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής κλιμάκωσης, όπως το πού βρίσκεται η γραμμή του μετώπου, εντός ή εκτός των εδαφών του ελληνικού κράτους, οι οποίες πτυχές σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να μεταβάλλουν τα γενικά χαρακτηριστικά του πολεμικού ανταγωνισμού, ως αντιδραστικού και ιμπεριαλιστικού και από τις δύο πλευρές.

Άρα λοιπόν, στη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπο το εργατικό κίνημα, είναι η συγκρότηση ενός μαζικού αντιπολεμικού κινήματος, που θα θέσει ως στόχο του το μπλοκάρισμα της πολεμικής μηχανής. Όμως σε κάθε μετωπική πρωτοβουλία που θα παρθεί προς αυτή την κατεύθυνση (και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να συμβάλει σ’ αυτό), θα πρέπει να είναι σαφές, ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αντιδραστικό ανταγωνισμό και από τις δύο πλευρές (Ελλάδας – Τουρκίας) και ότι οι αγώνες του αντιπολεμικού κινήματος στη δικιά μας τη χώρα, ενάντια στη «δικιά μας» αστική τάξη, είναι η βασική και απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει επικοινωνία και συντονισμός με το αντιπολεμικό, λαϊκό κίνημα της «άλλης» πλευράς, το οποίο θα αποτελέσει τον κύριο αντίπαλο του τουρκικού ιμπεριαλισμού (της «δικιάς του» αστικής τάξης). Οι αγώνες των εργατών, της νεολαίας, των γυναικών και των εθνικών κινημάτων της Τουρκίας, αποτελούν μια πρώτη εγγύηση ότι μια τέτοια απεύθυνση μπορεί να βρει ανταπόκριση.

Χωρίς σαφή καταδίκη της δικιάς μας αστικής τάξης και του ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή στην οποία επιχειρεί να κυριαρχήσει, οι λαϊκές μάζες που θα θέλουν να παλέψουν ενάντια στον πόλεμο θα αποπροσανατολίζονται και θα καθίστανται δεκτικές στην εθνικιστική προπαγάνδα, η οποία αναπαράγεται από μεγάλα τμήματα της αριστεράς (ΛΑΕ, ΚΚΕ). Ως εκ τούτου, κάθε ενιαιομετωπική απεύθυνση, θα πρέπει να γίνεται παίρνοντας υπ’ όψη ότι η εθνικιστική προσαρμογή της ρεφορμιστικής αριστεράς δεν επιτρέπει συμφωνίες στη «μίνιμουμ βάση» που μπορεί αυτή να αποδεχτεί ενώ την ίδια ώρα εξακολουθεί να αναπαράγει την αστική πολιτική για τα «εθνικά μας συμφέροντα» και τα «κυριαρχικά μας δικαιώματα» (δήθεν κοινά συμφέροντα εργαζόμενων και αφεντικών).

Και αν παρά τις προσπάθειες του αντιπολεμικού κινήματος ξεσπάσει πολεμική σύγκρουση, τότε, όχι μόνο δεν πρέπει να αναστέλλεται η ταξική πάλη αλλά να κλιμακώνεται, με στόχο την επαναστατική ανατροπή της αστικής τάξης, που είναι και ο μοναδικός τρόπος για την εξασφάλιση μιας σταθερής ειρήνης.

 

Για το διεθνισμό και τον αντιιμπεριαλισμό

Μια συνεπής διεθνιστική, αντικαπιταλιστική στρατηγική προϋποθέτει επίσης τη σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό ως παγκόσμιο σύστημα ιεραρχικής οργάνωσης των εθνικών αστικών τάξεων (ανάλογα με τη δυναμική τους), σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα και συμμαχίες. Και προϋποθέτει επίσης την υποστήριξη των εξεγέρσεων και των αγώνων των καταπιεσμένων μαζών ενάντια στους καταπιεστές τους, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε ηγεσίες οι οποίες μπορεί να ηγεμονεύουν σ’ αυτούς τους αγώνες και ανεξάρτητα από τη στάση που μπορεί να κρατήσουν απέναντι στα μαζικά εξεγερσιακά κινήματα οι διεθνείς και περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Για μεγάλα τμήματα της ελληνικής και παγκόσμιας αριστεράς, το πρόβλημα του ιμπεριαλισμού αφορά αποκλειστικά και μόνο τη μια από τις μορφές με τις οποίες μπορεί να εκδηλωθεί: την στρατιωτική/πολιτική επιθετικότητα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και των συμμάχων του. Οι αντίπαλοι ιμπεριαλιστικοί σχηματισμοί, της Ρωσίας κυρίως, αντιμετωπίζονται ως εκ τούτου, συχνά, όχι μόνο με ανοχή απέναντι στα εγκλήματα που διαπράττουν, αλλά και ως εν δυνάμει σύμμαχοι του «δικού μας» αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, ή του «λαού μας»  (με χαρακτηριστική περίπτωση και πάλι τη ΛΑΕ).

Η βάση αυτής της θέσης είναι η άποψη ότι ο λιγότερο ισχυρός ιμπεριαλισμός (ρωσικός) παίζει αντικειμενικά έναν προοδευτικό ρόλο στη σύγκρουσή του με τον ισχυρότερο (αμερικανικό).

Αυτό που κυρίως παραβλέπεται σε αυτή την από κάθε άποψη λανθασμένη προσέγγιση, είναι το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων αφορά το ποιο από αυτά θα αναδειχτεί το ισχυρότερο στον ρόλο της οργάνωσης των συμφερόντων των εθνικών αστικών τάξεων στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, καθώς και μέσα από ποια οικονομικά/στρατιωτικά και πολιτικά δίκτυα θα ενταχθούν οι εθνικοί καπιταλισμοί στην παγκόσμια αγορά. Γι αυτό, οι στρατηγικές όλων των ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων έχουν ως βασικό και κοινό τους στοιχείο την αναπαραγωγή των περιφερειακών συγκρούσεων, από τις οποίες κρίνονται τα συμφέροντα των περιφερειακών τους συμμάχων και η δυναμική της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας στην οποία εντάσσονται. Ταυτόχρονα οργανώνουν και την καταστολή κάθε αμφισβήτησης των λαϊκών μαζών ενάντια στις εθνικές αστικές τάξεις. Ο νεοφιλελευθερισμός, ως η οικονομικοπολιτική μορφή της κυριαρχίας των εθνικών αστικών τάξεων, αποτελεί την μοναδική προοπτική με την οποία οι αντίπαλοι ιμπεριαλιστικοί σχηματισμοί εντάσσουν τους εθνικούς καπιταλισμούς στη διεθνή αγορά και η εμβάθυνσή του την μοναδική προοπτική που προσφέρουν για έξοδο από την κρίση.

Ως εκ τούτου, η επιλογή της αριστεράς να συνταχτεί με ένα από τα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, το θεωρούμενο ως το πιο αδύναμο (το ρωσικό - για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής και παγκόσμιας αριστεράς) ή ως το πιο προοδευτικό (των ΗΠΑ/ΕΕ – για ένα επίσης μεγάλο μέρος της παγκόσμιας αριστεράς, αλλά και ένα μέρος της ελληνικής), όχι μόνο παραβλέπει τη φύση και τη λειτουργία του ιμπεριαλισμού, αλλά έχει ως καταστροφικό αποτέλεσμα να υιοθετεί η αριστερά εχθρική στάση απέναντι σε λαϊκά κινήματα τα οποία στρέφονται ενάντια στον ιμπεριαλισμό με τον οποίο έχει συνταχθεί.

 

Η περίπτωση της Συριακής Επανάστασης

Η πιο χαρακτηριστική και τραγική περίπτωση απ’ αυτή την άποψη είναι η συριακή επανάσταση.

Η συριακή επανάσταση ξέσπασε τον Μάρτιο του 2011, αρχικά ως ειρηνικές διαδηλώσεις που απαιτούσαν εκδημοκρατισμό και στη συνέχεια, μετά την άγρια καταστολή που εξαπέλυσε η μπααθική δικτατορία και ως ένοπλο κίνημα, στηριζόμενο στους στρατιώτες οι οποίοι αρνούνταν να πυροβολήσουν τους διαδηλωτές και προσχωρούσαν μαζικά στις γραμμές τους.

Από τις πρώτες μέρες ήδη της επανάστασης, στις περιοχές στις οποίες το καθεστώς έχανε τον έλεγχο, αναπτύχθηκε μια σειρά μορφών αυτοοργάνωσης του συριακού λαού για τη στήριξη της επαναστατικής διαδικασίας και την οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Μέσα σ’ αυτές τις δημοκρατικές δομές των από κάτω δόθηκε η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης και διεκδίκησης όλων των καταπιεσμένων της συριακής κοινωνίας: των γυναικών, των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων, των νέων.

Μέσα σ’ αυτές τις επαναστατικές συνθήκες όμως, τα πιο πρωτοπόρα τμήματα δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν μια ενιαία πολιτική προοπτική, γύρω από την οποία οι εξεγερμένες μάζες θα μπορούσαν να συσπειρωθούν και να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέχρι τη νίκη. Η επίσημη –και φιλοκυβερνητική- συριακή αριστερά υποστήριξε από την πρώτη στιγμή τη δικτατορία του Άσαντ και τη σφαγή των εξεγερμένων. Οι μικρές αριστερές διασπάσεις της ήταν πολύ αδύναμες για να αναλάβουν αυτό το καθήκον. Εξάλλου τα περισσότερα μέλη τους σάπιζαν ήδη στις φυλακές του Άσαντ ή είχαν εξοντωθεί. Έτσι, οι μόνες ορατές δυνάμεις που μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο της αντιπολίτευσης ήταν ο αστικός φιλελευθερισμός και οι μετριοπαθείς ισλαμιστικές οργανώσεις, που προσπάθησαν με επιμονή να βρουν διεθνή υποστήριξη (κυρίως από χώρες της Μέσης Ανατολής) για να αντιμετωπίσουν τη σφαγή που εξαπέλυσαν εναντίον της επανάστασης οι δυνάμεις του καθεστώτος και οι σύμμαχοί τους (οι πολιτοφυλακές της Χεζμπολλάχ, οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ιράν, οι σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ και αργότερα και η ρωσική αεροπορία). Οι τυχοδιωκτικές πολιτικές της πολιτικής αντιπολίτευσης και των διαφόρων ηγετών του Ελεύθερου Συριακού Στρατού καθώς και η απουσία μιας σαφούς πολιτικής επαναστατικής προοπτικής, διαμόρφωσαν το έδαφος για να εμφανιστούν και να αναπτυχθούν διάφορες ισλαμιστικές οργανώσεις (από μετριοπαθείς μέχρι τζιχαντιστικές), οι οποίες αποδείχτηκαν ικανότερες στην αντιμετώπιση της μαζικής εξόντωσης του συριακού λαού που εξαπέλυσαν οι καθεστωτικές και φιλοκαθεστωτικές δυνάμεις.

Ο εξεγερμένος συριακός λαός συγκρούστηκε και εξακολουθεί να συγκρούεται με τις προσπάθειες των τζιχαντιστικών δυνάμεων να επιβάλουν τους σκοταδιστικούς τους νόμους και να καταργήσουν τις δομές αυτοοργάνωσης. Όμως η δυνατότητα της συριακής επανάστασης να απαλλαγεί από αυτές τις ομάδες είναι πάντα περιορισμένη όσο ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις επαναστατημένες μάζες παραμένει η μαζική καταστολή και εξόντωσή τους από το καθεστώς Άσαντ.

Μια ανάλογη τραγική πορεία ακολούθησε η επαναστατική διαδικασία και στη Ροζάβα. Ο κουρδικός πληθυσμός βρέθηκε από την αρχή στην πρώτη γραμμή της επανάστασης, διεκδικώντας να σταματήσει η ανελέητη καταπίεση που είχε βιώσει επί δεκαετίες κάτω από το μπααθικό καθεστώς. Όμως η ηγεσία του αποφάσισε να μην επιτρέψει στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα της Συρίας να ενώσει τις δυνάμεις του με την επανάσταση της οποίας στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος της. Αντί να συνεργαστεί με τις συριακές μάζες που διεκδικούσαν δημοκρατία και ελευθερία, η ηγεσία του κουρδικού κινήματος προτίμησε να συνεργαστεί με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ο οποίος ήταν πρόθυμος να ενισχύσει το κουρδικό κίνημα αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια του «πολέμου εναντίον του ISIS» και όχι και εναντίον του μπααθικού καθεστώτος. Δυστυχώς, αυτές οι επιλογές ήταν καταστροφικές, όπως αποδεικνύεται από την κατάληψη του Αφρίν από τον τούρκικο στρατό. Η δημοκρατία της Ροζάβα κινδυνεύει αυτή τη στιγμή να συντριβεί μαζί με την υπόλοιπη συριακή επανάσταση, απ’ την οποία γεννήθηκε.

Η αμερικανική υποστήριξη στο κουρδικό PYD δείχνει επίσης το εξής: οι ΗΠΑ υποστήριξαν μια στρατιωτική δύναμη η οποία είχε αποφασίσει να μην συγκρουστεί με τη δικτατορία του Άσαντ, επειδή ποτέ οι ΗΠΑ δεν θέλησαν την πτώση του μπααθικού καθεστώτος. Παρά τις ανά περιόδους σχέσεις αντιπαλότητας μεταξύ του μπααθικού καθεστώτος και των ΗΠΑ (οι οποίες εναλλάσσονταν με περιόδους στενής συνεργασίας), όταν ξέσπασε η συριακή επανάσταση, οι ΗΠΑ αξιολόγησαν ως μεγαλύτερο κίνδυνο τη διάλυση της Συρίας και το γενικότερο κλονισμό της ιμπεριαλιστικής σταθερότητας που θα προκαλούνταν στη Μέση Ανατολή εάν ανατρέπονταν το μπααθικό καθεστώς. Γι’ αυτό και η λύση που προσπάθησαν να προωθήσουν αρχικά ήταν η απομάκρυνση του Άσαντ και η διατήρηση του καθεστώτος του. Αλλά τελικά φάνηκαν πρόθυμες να αποδεχτούν και τον Άσαντ, προκειμένου να διεξάγουν τον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας» στον οποίο ο Άσαντ θεωρήθηκε σύμμαχος.

Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, η στάση ενός πολύ μεγάλου τμήματος της παγκόσμιας αριστεράς ήταν να καταδικάσει εξαρχής την επανάσταση του συριακού λαού, καθώς απειλούσε να ανατρέψει έναν δικτάτορα ο οποίος, εσφαλμένα, θεωρήθηκε εχθρός του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού (και άρα φίλος της αριστεράς).

Ένα άλλο τμήμα της αριστεράς αποφάσισε να καταδικάσει εξίσου το δολοφονικό καθεστώς και την επανάσταση με βασικό επιχείρημα, την κυριαρχία των τζιχαντιστικών δυνάμεων σε περιοχές της αντιπολίτευσης, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι ίδιες οι επαναστατημένες μάζες αγωνίζονται καθημερινά ενάντια στις πρακτικές αυτών των ένοπλων ομάδων, υπερασπιζόμενες τις κατακτήσεις της επανάστασης.

Μεγάλο μέρος επίσης της αριστεράς επέδειξε μια επιλεκτική αλληλεγγύη, μόνο προς το κουρδικό κίνημα, αποφεύγοντας μάλιστα κάθε κριτική στην καταστροφική πολιτική της ηγεσίας του.

Γενικά, το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς αντιμετώπισε τη συριακή επανάσταση υπό το πρίσμα «γεωστρατηγικών αναλύσεων» και ως ένα «παιγνίδι των μεγάλων δυνάμεων» και όχι ως μια ζωντανή επαναστατική διαδικασία στην οποία εμπλέκονται λαϊκές μάζες διεκδικώντας ελευθερία και δημοκρατία. Μια διαδικασία που η εξέλιξη της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη διεθνιστική αλληλεγγύη, την οποία όμως η αριστερά δεν πήρε την πρωτοβουλία να την οργανώσει.

Η διεθνιστική, αντικαπιταλιστική αριστερά θα πρέπει να τοποθετηθεί με σαφήνεια:

Είμαστε αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες στον αγώνα των συριακών λαϊκών μαζών για την ανατροπή της δικτατορίας του Άσαντ, για ελευθερία και δημοκρατία. Υποστηρίζουμε τον αγώνα και το δικαίωμα του κουρδικού λαού στη Συρία και στις άλλες χώρες για εθνική αυτοδιάθεση.

Αγωνιζόμαστε για να σταματήσουν άμεσα οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Συρία: του ρωσικού ιμπεριαλισμού που σφαγιάζει τον συριακό λαό, του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού που με πρόσχημα τον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας» επιχειρεί να αναβαθμίσει την κλονισμένη του κυριαρχία στην περιοχή, των περιφερειακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Ιράν, Τουρκία, Σαουδική Αραβία και μοναρχίες του Κόλπου), οι οποίες εκμεταλλεύονται το αίμα του συριακού λαού στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς.

Αγωνιζόμαστε ενάντια σε κάθε εμπλοκή του ελληνικού κράτους στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή.

Συνεργασία με τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που προωθούν τα δημοκρατικά και προοδευτικά αιτήματα της συριακής επανάστασης και του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος και συγκρούονται καθημερινά με τον τζιχαντιστικό σκοταδισμό. Κάνουμε ταυτόχρονα ανοιχτή κριτική στις λανθασμένες και καταστροφικές πολιτικές των ηγεσιών τους (για συνεργασία με διεθνείς και περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, για διάσπαση του επαναστατικού αγώνα).

Παλεύουμε για ανοιχτά σύνορα, ίσα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα για τις επαναστατημένες συριακές μάζες οι οποίες αναγκάζονται να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς για να γλιτώσουν από τη δολοφονική μηχανή του μπααθικού καθεστώτος, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και την τζιχαντιστική βία (όπως άλλωστε το ίδιο διεκδικούμε για όλους/όλες τους/τις πρόσφυγες και τους/τις μετανάστες/τριες).

Στηρίζουμε τους/τις Σύριους/ες πρόσφυγες στη χώρα μας, για να συνεχίσουν τον αγώνα για τη δημοκρατία και την ελευθερία στη Συρία και τη Μέση Ανατολή. Αυτός ο αγώνας είναι και δικός μας.

 

Η σημασία της αυτόνομης ύπαρξης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής πολιτικής.

 

Η ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να λογοδοτεί στην αναγκαιότητα οικοδόμησης ενός πολιτικού εργαλείου για την ίδια την εργατική τάξη τόσο στην πάλη για τις άμεσες διεκδικήσεις όσο και στον αγώνα για την εργατική εξουσία.

Η οικοδόμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να παίξει σημαντικό ρόλο τόσο στη συγκρότηση πολιτικού προγράμματος απέναντι στις ρεφορμιστικές πολιτικές προτάσεις όσο και στην ενιαία κινητοποίηση της εργατικής τάξης.

Ιδιαιτέρα στην συγκυρία που βρισκόμαστε, χρειάζεται να αναδειχθεί ο αντικαπιταλισμός - ο αγώνας για την ανατροπή της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης - σαν η επίκαιρη πρόταση από την πλευρά του εργατικού κινήματος απέναντι στην καπιταλιστική κρίση. Χρειάζεται επίσης να προβληθεί ο αντικαπιταλισμός σαν η απάντηση στον αδιέξοδο δρόμο της διαχείρισης του συστήματος από την αριστερά, είτε με την εκδοχή της προσαρμογής στις απαιτήσεις της κυρίαρχης αστικής πολιτικής - σύμφωνα με το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, του Κόμματος Εργατών στην Βραζιλία (PT), του Ντε Λίνκε, των Ποντέμος, του Μπλόκο - είτε με την εναλλακτική πρόταση της αριστερής κεϋνσιανής διαχείρισης, του συμβολαίου με την εθνική αστική τάξη, που προτείνουν η ΛΑΕ, ο Μελανσόν, ο Κόρμπιν.

Χρειάζεται να προβάλουμε το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα, σαν το πολιτικό περιεχόμενο ενός ανασυγκροτημένου ταξικού ενωτικού εργατικού κινήματος που θα επιβάλει την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Ιδιαιτέρα στην Ελλάδα χρειάζεται να προβάλλουμε το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα και την εργατική δημοκρατία απέναντι στην πολιτική του ΚΚΕ που θέλει να ελέγξει και να περιορίσει το μαζικό κίνημα σε ρόλο απλού εργαλείου για την δική του κοινοβουλευτική προοπτική.

 

 

Αντικαπιταλιστική Ανασύνθεση ή Μέτωπο της Αριστεράς;

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στα εννέα χρόνια της ύπαρξής της κατόρθωσε να κάνει ορατή μέσα στην κοινωνία τη δυνατότητα μιας ανατρεπτικής εργατικής πολιτικής στηριγμένης στο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα και να συσπειρώσει ένα μειοψηφικό μεν αλλά υπαρκτό κοινωνικό δυναμικό.

Όμως δεν κατόρθωσε να ενοποιήσει τις κινηματικές δράσεις των μελών και των συνιστωσών της με ενιαία λειτουργία, ενιαία παρέμβαση και ενιαία πολιτική δράση. Παρέμεινε ένα πολιτικό άθροισμα των συνιστωσών, που λειτουργεί κυρίως ως εκλογικό μέτωπο. Δεν έγινε ένα πολιτικό εργαλείο για το σημαντικό δυναμικό των ανένταχτων αγωνιστών και αγωνιστριών, που έχουν αποδεσμευτεί -και συνεχίζουν να αποδεσμεύονται- από την επιρροή των ρεφορμιστικών κομμάτων του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ και δεν κατόρθωσε να καθορίσει τις μεγάλες κινηματικές και πολιτικές μάχες από το 2010 μέχρι σήμερα.

Αυτές οι αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επιδεινώνονται από τη διαρκή αναζήτηση νέων πολιτικών σχημάτων και συμμαχιών που αμφισβητούν την κεντρική πολιτική σημασία της συγκρότησης της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Βασικό πρόβλημα αυτών των αναζητήσεων –που δεν υπάρχουν μόνο στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- είναι ότι παραβλέπουν συνειδητά τις βαθιές στρατηγικές διαφορές ανάμεσα στην αντικαπιταλιστική-επαναστατική και τη ρεφορμιστική αριστερά. Θεωρούν ότι παρακάμπτοντας αυτές τις διαφορές, θα υπάρξει μια γρήγορη «συγκέντρωση δυνάμεων», μια επανάληψη του φαινομένου «ρουκέτας» του ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος προγραμματικός συμβιβασμός, οι κατάλληλες συμμαχίες και να δοθεί η υπόσχεση ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα πάνε «όπως πρέπει» και δεν θα επαναληφθεί η «προδοσία του Τσίπρα».

Σε αυτό το σημείο θέλουμε να είμαστε ξεκάθαροι. Η επανάληψη του 2004 και η στήριξη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε ένα νέο εγχείρημα «ανασύνθεσης της αριστεράς» σε λίγο πιο ριζοσπαστική εκδοχή από αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν μια καταστροφική επιλογή.

Ζούμε σε μια περίοδο διαρκών και επαναλαμβανόμενων κυμάτων ριζοσπαστικοποίησης αλλά και διαδοχικών απογοητεύσεων των λαϊκών μαζών από τις ρεφορμιστικές ηγεσίες. Στην ρίζα αυτής της ιστορικής τάσης βρίσκεται το βάθεμα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στα πλαίσια της καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε το 2008. Αυτή ακριβώς η επίθεση αποκλείει την επιτυχία ενός ρεφορμιστικού προγράμματος, κλιμακώνει τον θυμό των προλεταριακών μαζών και υπονομεύει την δυνατότητα των αρχουσών τάξεων να οικοδομήσουν σταθερές κοινωνικές συμμαχίες. Σε μια τέτοια περίοδο, είναι ανοιχτό το ζήτημα των διαρκών πολιτικών ανατροπών. Οι επιθετικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται από την άρχουσα τάξη σε παγκόσμιο επίπεδο, γεννούν ρεύματα αντιστάσεων τα οποία σε πολλές περιπτώσεις έχουν διαλύσει και ανακατασκευάσει πλήρως ή εν μέρει το πολιτικό σκηνικό σε πολλές χώρες. Πιο πρόσφατα, αυτό συνέβη στη Γαλλία, στη Μ. Βρετανία, αλλά και στην Καταλονία. Οι εκλογικές επιτυχίες των Κόρμπιν και Μελανσόν, όπως επίσης και η προσπάθεια για πολιτική έκφραση του κινήματος στις ΗΠΑ μέσα από την υποψηφιότητα Σάντερς, εντάσσονται σε αυτό το φαινόμενο. Πρόκειται σαφέστατα για απόπειρες διατύπωσης μιας νέο-κεϋνσιανής διαχείρισης σαν απάντηση στο σκληρό και καταστροφικό νεοφιλελευθερισμό του συστήματος που συνδέονται με νέες και σοβαρές απόπειρες των υποτελών τάξεων να επανέλθουν στο προσκήνιο μετά από μεγάλα χρονικά διαστήματα ήττας.

Στην Ελλάδα, όμως, ο πολιτικός προβληματισμός της αντικαπιταλιστικής αριστεράς οφείλει να βρίσκεται κάποια βήματα πιο μπροστά από τους απλούς πανηγυρισμούς για την «εμφάνιση της νέας αριστεράς». Η ελληνική αριστερά υπήρξε ένα «εργαστήρι» μέσα στο οποίο δοκιμάστηκαν ήδη και απέτυχαν με το σκληρότερο τρόπο τα αντίστοιχα πολιτικά σχέδια. Κυρίως απέτυχε η επιλογή του τμήματος εκείνου της ελληνικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, (οργανωμένου και ανοργάνωτου) το οποίο είχε ακολουθήσει την πρακτική να στηρίξει το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, από το 2004, συμβαδίζοντας με μια εξίσου αποτυχημένη πρακτική της ευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η οποία οδήγησε σχεδόν το σύνολό της σε διάλυση.

Σήμερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχει κάνει πλέον φανερό και στους πιο «αθώους» ψηφοφόρους της, ότι δεν διαχειρίζεται το μνημόνιο «με ανθρώπινο πρόσωπο», αλλά έχει αναλάβει την ανασυγκρότηση του καπιταλιστικού σχηματισμού στην Ελλάδα με ό,τι αυτό σημαίνει. Εξάλλου και η ίδια έχει σταματήσει να αρνείται την «ιδιοκτησία του προγράμματος» και έχει περάσει στην αφήγηση του success story δηλώνοντας περήφανη για τη σωστή εφαρμογή του δικού της μνημόνιου.

Αν θέλουμε να αντλήσουμε διδάγματα από το παρελθόν, πρέπει να ξεπεράσουμε τις (εντός και εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ) τοποθετήσεις που κλίνουν την «ενότητα της αριστεράς» σε όλες τις πτώσεις αποφεύγοντας ή αναβάλλοντας τη συζήτηση για το περιεχόμενο. Γιατί, η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι μια ενιαία διαδικασία ρήξης, είναι κομμάτι μιας επαναστατικής στρατηγικής.

Η έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ έχει ένα σοβαρότατο επίδικο: προς όφελος ποιανού θα γίνει; ή αλλιώς ποιος «θα πληρώσει το μάρμαρο». Και η απάντηση που δίνει ο κάθε πολιτικός χώρος, έχει απόλυτη σχέση με την τοποθέτηση για το ενιαίο ή όχι της διαδικασίας. Κατά την άποψή μας, η διαδικασία είναι ενιαία και είναι διαδικασία ρήξης, είναι κομμάτι μιας επαναστατικής στρατηγικής. Η έξοδος μόνο από την ευρωζώνη, μπορεί να νοηθεί παρά μόνο ως τμήμα ενός προγράμματος συναινετικής διαδικασίας εξόδου σε συνεργασία με την ΕΕ και την ΕΚΤ. Δηλαδή, μια συναινετική έξοδος που θα συμπεριλαμβάνει νέα μνημόνια και νέες θυσίες και θα έχει πολιτικό προσανατολισμό τη συμμαχία με εκείνα τα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης τα οποία πλήττονται από την ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού που επιχειρεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια τέτοια προοπτική, βρίσκονται σε πρώτη και απόλυτη προτεραιότητα οι εργατικές ανάγκες και δικαιώματα. Δεν είναι αποδεκτό ένα πλαίσιο συζήτησης στο οποίο προτεραιότητα έχει ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης με στόχο την αύξηση του ΑΕΠ από την πορεία του οποίου εξαρτάται η ικανοποίηση μέρους των εργατικών αιτημάτων. Αντίθετα επιβάλλεται μια άμεση γενναία μεταφορά εισοδήματος, πλούτου, ιδιοκτησίας, οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, από το κεφάλαιο στην εργατική τάξη.

 

Ενιαίο Μέτωπο και ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής προοπτικής

Σε όλα τα σημαντικά ζητήματα, τόσο αυτά που αφορούν τη σύγκρουση με την οικονομική και πολιτική εξουσία της άρχουσας τάξης όσο και στα ζητήματα διεθνισμού, υπάρχουν στρατηγικού χαρακτήρα διαφορές με το ΚΚΕ και με τον κορμό που συγκροτεί τη ΛΑΕ. Διαφορές που έχουν βαθύνει ακόμα περισσότερο με την επιθετική εθνικιστική στάση που έχουν υιοθετήσει τόσο στο ζήτημα του μακεδονικού όσο και στα θέματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.

Για τους λόγους αυτούς, η απάντηση στο ζήτημα της εκλογικής ή πολιτικής συνεργασίας με τη ΛΑΕ (με το ΚΚΕ δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα ούτως η άλλως) πρέπει να είναι καθαρή: καμιά τέτοια συνεργασία δεν μπορεί να υπάρξει.

Το γεγονός όμως ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες εκλογικής και πολιτικής συνεργασίας με ρεύματα και κόμματα της αριστεράς, δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται η κοινή δράση και το ενιαίο μέτωπο στο εργατικό κίνημα, στο αντιφασιστικό κίνημα, στα κοινωνικά κινήματα. Η κοινή δράση μέσα στο κίνημα ανταποκρίνεται στην ανάγκη της εργατικής τάξης να συσπειρώσει τις δυνάμεις της για να παλέψει με επιτυχία απέναντι στις επιθέσεις της άρχουσας τάξης. Ακριβώς γι αυτό το λόγο, η κοινή δράση και οι πρωτοβουλίες για κοινή δράση στα κινηματικά μέτωπα έχουν αυτόνομη αξία. Κάθε λογική που συνδέει ευθέως την κοινή δράση στο κίνημα με τις πολιτικές συνεργασίες (είτε για να τις δικαιολογήσει είτε για να τις απορρίψει), είναι τελείως λανθασμένη. 

 Χρειάζονται διαρκείς κινηματικές πρωτοβουλίες και προτάσεις για κοινή δράση προς όλο το φάσμα των οργανώσεων και των αγωνιστών του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων. Αυτή η διαδικασία και η πολιτική συζήτηση που παράγει, μπορεί να διαμορφώνει και στρατηγικές συγκλίσεις, οι οποίες όμως δεν προκύπτουν αυτόματα και μηχανιστικά από τις κινηματικές πρωτοβουλίες. Αυτό που διαμορφώνεται μέσα σε πλατιές πρωτοβουλίες κοινής δράσης πάνω σε συγκεκριμένα μέτωπα, είναι η δυνατότητα για την αντικαπιταλιστική αριστερά, να συζητήσει με τη βάση του ρεφορμισμού, να πείσει για τις στρατηγικές της επιλογές και να αποσπάσει αγωνιστές/τριες και πολιτικά ρεύματα από την ιδεολογική και οργανωτική επιρροή των ρεφορμιστικών ηγεσιών. Αυτή είναι η μοναδική –και αναμφίβολα δύσκολη- διαδικασία πολιτικών μετατοπίσεων προς τις επαναστατικές ιδέες.

 

Η παρέμβαση της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο εργατικό κίνημα και η τακτική του Ενιαίου Μετώπου.

 

Είναι γνωστό ότι γι αυτό το ζήτημα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις σε ζητήματα τακτικής που διχάζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για να υπάρξει όμως ενοποίηση της τακτικής και της παρέμβασης, απαραίτητη προϋπόθεση είναι μια πλατιά, βαθιά και δημοκρατική συζήτηση στη βάση.

Σε αυτή τη συζήτηση, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι η γέννηση και η κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας παράγεται από την ίδια την φύση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, από την κατάσταση της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό, μέσα στην μη επαναστατική καθημερινότητα της σαν κυριαρχούμενη τάξη.

Δεν αποτελεί έναν παράγοντα που εισάγεται «από τα έξω», από την άρχουσα τάξη, και η επιρροή του δεν στηρίζεται σε ένα μικρό στρώμα καλοπληρωμένων εργατών ξεκομμένων από την εργατική μάζα, αλλά έχει ρίζες στην κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας της τάξης. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτήν, καταγγέλλοντας την απλά σαν ένα «εργατοπατερικό» στρώμα, ξένο προς την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων.

Σε «κανονικές συνθήκες» η εργατική τάξη δεν χαρακτηρίζεται από καμιά ομοιογένεια. Συνυπάρχουν μέσα στα συνδικάτα –και στην ηγεσία τους ακόμα και εθνικιστικές και ρατσιστικές και θρησκευτικές αντιλήψεις. Γιατί τα συνδικάτα ενώνουν –ή θα πρέπει να ενώνουν το σύνολο της τάξης για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της –και όχι μόνο την πρωτοπορία. Η δύναμη των συνδικάτων είναι η μαζικότητα και η δυνατότητα να κινήσουν το σύνολο της τάξης. Γι αυτό αποτελούν και την πρωταρχική μορφή ενιαίου μετώπου.

Σε περιόδους επαναστατικής κατάστασης, η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης θα συνδικαλιστεί, αφού όλο και περισσότερες εργατικές μάζες που προηγούμενα κρατούσαν παθητική στάση, θα συμμετέχουν στον αγώνα και θα ενδιαφέρονται για την πολιτική. Όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα συνδικάτα θα αποτελέσουν τον ηγετικό πυρήνα των νέων οργάνων της μαζικής επαναστατικής δράσης. Αντίθετα σε επαναστατικές καταστάσεις, η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι τα εργοστασιακά συμβούλια και τα σοβιέτ θα αποτελέσουν τα νέα όργανα επαναστατικής δράσης των μαζών.

Αυτό βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την σημασία της δουλειάς που πρέπει να γίνεται μέσα στα συνδικάτα. Γιατί οι επαναστατικές συνθήκες δεν εμφανίζονται από τον ουρανό αλλά είναι αποτέλεσμα και προϊόν της ταξικής πάλης. Όσο περισσότερες νίκες σημειώνει η εργατική τάξη, μέσα στους αγώνες, τόσο αυξάνεται η αυτοπεποίθηση της, τόσο αυξάνονται οι εμπειρίες αυτοοργάνωσης της βάσης, τόσο δυναμώνει και η συνδικαλιστική οργάνωση. Αποδεικνύεται έτσι, ότι πραγματικά τα συνδικάτα, αποτελούν τα απαραίτητα όργανα ταξικής πάλης στα πλαίσια της καπιταλιστικής καθημερινότητας.

Η αποχή από τα συνδικάτα είναι λανθασμένη. Είτε προβάλλεται σαν εναλλακτική πρόταση για την «υπέρβαση» των πραγματικών συνδικαλιστικών αγώνων με συμβολικές δράσεις της πρωτοπορίας, είτε ως δημιουργία «κόκκινων επαναστατικών συνδικάτων». Και είναι λαθεμένη γιατί αυτή η γραφειοκρατία, όσο πουλημένη κι αν είναι έχει δυνατότητα να βάζει σε κίνηση τα κομμάτια της εργατικής τάξης. Αν αγνοήσει κανένας αυτή την πραγματικότητα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει γιατί «φουσκώνουν» οι «επίσημες» συγκεντρώσεις των συνδικάτων όταν η εργατική τάξη αρχίζει να κινείται.

Η δράση της αντικαπιταλιστικής αριστερά στοχεύει:

Στην αναζωογόνηση και μαζικοποίηση των υπαρχόντων σωματείων και την ίδρυση νέων. Ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα που η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και η κατάργηση δικαιωμάτων έχει σημάνει την ευθεία επίθεση στις συνδικαλιστικές ελευθερίες

Στην οικοδόμηση ενός δικτύου αγωνιστών της βάσης, που θα οργανώνει ενωτικά τους αγώνες και θα ασκεί πίεση (με όλους τους κινηματικούς τρόπους) πάνω στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία προκειμένου να προχωρά σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις  και θα δημιουργεί τους όρους ώστε οι κινητοποιήσεις να βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των ίδιων των εργαζομένων.

Η καρδιά ενός τέτοιου δικτύου είναι τα αυτόνομα σχήματα και συσπειρώσεις που ήδη υπάρχουν σε μια σειρά από μαζικούς χώρους.

Ο οριζόντιος συντονισμός των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων και γενικότερα των οργανώσεων βάσης, που συσπειρώνονται πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα δράσης και κινηματικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες πρέπει να στοχεύει  να υποχρεώσει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία των Ομοσπονδιών-Συνομοσπονδιών να κινηθεί απεργιακά.

Ο συνδυασμός αυτών των πρακτικών πρέπει να έχει σαν στόχο την ανακατάληψη των συνδικάτων και της ίδιας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ από ένα πλατύ μαζικό κίνημα βάσης. Μια ανακατάληψη που δεν πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε σαν ένα ζήτημα που περνάει αποκλειστικά από την «ανατροπή των συσχετισμών» στις διοικήσεις των συνδικάτων, δηλαδή κυρίως μέσα από την εκλογική διαδικασία. Βασικό πεδίο ανάπτυξης αυτού του κινήματος είναι η ίδια η δημοκρατία της βάσης, με την ανάπτυξη του κυρίαρχου ρόλου των ίδιων των γενικών συνελεύσεων και των επιτροπών αγώνα.

Το εργατικό κίνημα δεν χρειάζεται άλλη μια περιχαρακωμένη «τακτοποίηση» της πολιτικής επιρροής μέσα στα συνδικάτα. Δεν πρέπει οι ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ να αφεθούν μόνες και ανενόχλητες με τον κόσμο που τις ακολουθεί, ούτε το ΠΑΜΕ να δικαιώνει τις διασπαστικές επιλογές του. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια ενωτική λογική που συσπειρώνει την εργατική τάξη και «ανακατώνει» την γραφειοκρατική τακτοποίηση παίρνοντας την ηγεμονία από την γραφειοκρατία μέσα στις δικές της κινητοποιήσεις -στα «δικά της χωράφια» και μέσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις στις οποίες κυριαρχεί ακόμη ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός.

 

Και πάλι, για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ δυνατή, επαναστατική, δημοκρατική, ανοιχτή!

Σήμερα, είναι αναγκαίο και επείγον  να εξασφαλίσουμε τους υλικούς του όρους της ύπαρξης και λειτουργίας, τη δημοκρατική συγκρότηση και την ενίσχυση της λειτουργίας των ΤΕ και της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με συχνές διαδικασίες βάσης, συγκροτημένη παρέμβαση σε γειτονιές και σε εργασιακούς χώρους. Για να ανοιχτεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλο το αγωνιστικό υλικό της τάξης, και να αναπτυχθεί οργανωτικά είναι απαραίτητο να σταματήσει να λειτουργεί ως άθροισμα συνιστωσών όπου τα πάντα αποφασίζονται με βάση τους συσχετισμούς πλειοψηφίας και μειοψηφίας στην ΚΣΕ και το ΠΣΟ.

Ο απαραίτητος όρος που κατοχυρώνει ένα δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η ισότιμη συμμετοχή στη συζήτηση και η προβολή της κάθε άποψης που διαμορφώνεται στο εσωτερικό της, είτε πλειοψηφικής είτε μειοψηφικής. Αυτός είναι ο τρόπος για να ενοποιηθούν ουσιαστικά οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε ζητήματα τακτικής που διχάζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπως είναι π.χ. η δράση στο εργατικό κίνημα και η στάση απέναντι στα συνδικάτα. Και είναι ο μοναδικός τρόπος γιατί έτσι μπορούν να συζητήσουν απευθείας τα ίδια τα μέλη και όχι μόνο οι Κεντρικές Επιτροπές, διατηρώντας τα μέλη τους σε υγειονομική καραντίνα αποχής από τις διαδικασίες των ΤΕ.

Η διαδικασία δημοκρατικής συζήτησης μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη δυνατότητα συγκρότησης πλατφορμών και τάσεων και με αναλογική εκπροσώπηση στα όργανα. Η κατοχύρωση του δικαιώματος συγκρότησης πλατφορμών και τάσεων αποτελεί μια αναγκαιότητα που προκύπτει από την πραγματικότητα της ταξικής πάλης. Διαφωνίες υπάρχουν και θα συνεχίσουν υπάρχουν και μόνο από την περιπλοκότητα της κάθε νέας συγκυρίας. Άλλωστε, τα πρωτοπόρα κομμάτια του κινήματος, είναι φορείς διαφορετικών και συχνά αντιφατικών εμπειριών. Συχνά αντιμετωπίζουν την περιπλοκότητα της ταξικής πάλης από τα ιδιαίτερα πεδία της ταξικής τους δράσης και επίσης συχνά μπορεί να καταλήγουν σε διαφορετικά πολιτικά συμπεράσματα για τα καθήκοντα της περιόδου, ή απλώς για τις αναγκαίες μορφές οργάνωσης των αγώνων. Αυτές οι διαφορετικές αφετηρίες και προσεγγίσεις μπορούν να ενοποιηθούν πολιτικά και δυναμικά μόνο μέσα σε ένα πολιτικό και οργανωτικό πλαίσιο, στο οποίο η κάθε διαφορετική άποψη αποτελεί μια πραγματική ταξική εμπειρία, η οποία πρέπει να αντιπαρατεθεί επί ίσοις όροις με τις υπόλοιπες, για να υπάρχει η δυνατότητα χάραξης μιας ενιαίας τακτικής, την οποία να αποδέχεται το σύνολο, αλλά και η οποία να μπορεί συλλογικά να διορθωθεί εάν αποδειχτεί λανθασμένη ή ελλιπής.

Μόνο με διαδικασίες που θα επιτρέπουν την πλήρη και ισότιμη ανάπτυξη και συζήτησή τους θα μπορούμε τελικά να συνθέσουμε τις διαφωνίες. Αυτό έχουν δείξει εξάλλου οι πιο σημαντικές εμπειρίες του κομμουνιστικού κινήματος: το μπολσεβίκικο κόμμα, το κόμμα που καθοδήγησε στη νίκη την εργατική επανάσταση του Οκτώβρη, λειτουργούσε παρέχοντας πλήρη ελευθερία στις ομαδοποιήσεις και στις τάσεις στο εσωτερικό του να εκφράζονται ανοιχτά και δημόσια σε πλήρη ισοτιμία με την πλειοψηφική άποψη. Και αντιστρόφως, η απαγόρευση των τάσεων στο εσωτερικό του, αποτέλεσε το καθοριστικό σημείο του εκφυλισμού του.

Μια τέτοιου τύπου λειτουργία θα παρέχει τη δυνατότητα της υπέρβασης των λογικών των διαφορετικών οργανώσεων, οι οποίες φρενάρουν την πολιτική ενοποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα δώσει τη δυνατότητα να οργανωθούν σε επίπεδο πλατφόρμας οι πολιτικές ιδέες και προτάσεις που διαπερνούν οριζόντια όλες τις οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαμορφώνοντας συνθήκες για την υπέρβαση των οργανώσεων.

Μια υπέρβαση που ταυτόχρονα, με μια τέτοια δημοκρατική μορφή οργάνωσης της εσωτερικής ζωής και λειτουργίας, είναι απαραίτητη για να ανοιχτεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλο το αγωνιστικό αντικαπιταλιστικό δυναμικό που υπάρχει στο εργατικό κίνημα και τα κοινωνικά κινήματα.

 

Αυθίνος Παντελής, Τ.Ε. Καλλιθέας

Κατσιματίδου Χρύσα, Τ.Ε. Νέας Σμύρνης -Π. Φαλήρου

Κόνιας Γιάννης, Τ.Ε. Νέας Σμύρνης-Π. Φαλήρου

Κούσιαντας Κώστας, Τ.Ε. Καλλιθέας

Λάσκαρης Αντώνης, Τ.Ε. ΤΕ Ν.Ιωνίας Ν. Φιλαδέλφειας Ν. Χαλκηδόνας

Μελαμπιανάκη Ζέττα, Τ.Ε. Νέας Σμύρνης-Π. Φαλήρου

Περδικομάτης Μάκης, Τ.Ε. Μαρουσιού-Πεύκης

Πολίτη Λήδα, Τ.Ε. Θεσσαλονίκη-Κέντρο

Ταβουλάρης Μάνθος, Τ.Ε. Πειραιά