- Κυρ, 15/04/2018 - 14:43
4η Συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ: μπροστά για την ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά ή πίσω στα πλατιά πολιτικά μέτωπα; [του Μάνου Σκούφογλου]
4η Συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ: μπροστά για την ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά ή πίσω στα πλατιά πολιτικά μέτωπα;
Η κατάσταση του κινήματος και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς Δύσκολα βρίσκει κανείς άρθρα ή τοποθετήσεις για οποιαδήποτε συνδιάσκεψη που να μην ξεκινούν με τη φράση «η συνδιάσκεψη γίνεται σε μια κρίσιμη συγκυρία». Η κοινοτοπία αυτή δεν είναι λάθος – αρκεί να μπορούμε να προσδιορίσουμε σε τι συνίσταται η κρισιμότητα της συγκυρίας. Η συζήτηση για την κατάσταση του κινήματος σήμερα και για το αν ηττηθήκαμε ή όχι ταλαιπώρησε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για καιρό εξαιτίας μιας αρκετά σχηματικής και συχνά άνευ ουσίας αντιπαράθεσης. Στο βαθμό που η ανάλυση της κατάστασης δεν οδηγεί σε συγκεκριμένα καθήκοντα, η διαμάχη καταντά σε μια διαρκή διπολική εναλλαγή μεταξύ ηττοπάθειας και τεχνητής υπερδιέγερσης. Σήμερα αυτό φαίνεται ότι μάλλον γίνεται κατανοητό εκατέρωθεν. Σε αυτό σίγουρα βοηθά ότι και η ίδια η κατάσταση έχει σε μεγάλο βαθμό αποσαφηνιστεί. Το εργατικό κίνημα στη χώρα έδωσε μεγάλους και πρωτότυπους αγώνες, οι οποίοι κορυφώθηκαν τη διετία 2010-2012, με πιθανώς ωριμότερη στιγμή τον απεργιακό Οκτώβρη του 2011. Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι οι αγώνες αυτοί δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τα μνημόνια, παρότι σε αρκετές περιπτώσεις μπόρεσαν να καθυστερήσουν σημαντικές πλευρές τους. Σε αυτό συνέβαλε η ανωριμότητα των παραδόσεων και των δομών του κινήματος, το μικρό μέγεθος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η άθλια συνδικαλιστική γραφειοκρατία και πολλοί άλλοι παράγοντες, οι οποίοι αναφέρονται συχνά από διάφορες κατευθύνσεις. Ωστόσο, η βασική πολιτική ευθύνη για την υποχώρηση του κινήματος βαραίνει τη δύναμη η οποία, παρότι πάντα στην πράξη έπαιζε μικρό και μάλλον περιθωριακό ρόλο στο κίνημα, κατάφερε για διάφορους λόγους να ηγεμονεύσει σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο την περίοδο 2011-2012 και να καθορίσει την ατζέντα μέχρι το 2015: τον ΣΥΡΙΖΑ. Το γιατί μπόρεσε να ηγεμονεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, ακόμα πιο επείγον είναι όμως να κατανοήσει κανείς το τι προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η υπόσχεση μιας κοινοβουλευτικής λύσης, με μια αριστερή κυβέρνηση η οποία δήθεν θα αξιοποιούσε συμμαχίες, θεσμούς, την πίεση του κινήματος κλπ. για να μας απαλλάξει από τη λιτότητα, αποδείχτηκε απάτη ακόμα και στα μάτια όσων ήθελαν να την πιστέψουν. Χειρότερη και από τα μνημόνια του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, ήταν η παθητική αναμονή των εκλογών, στην οποία το κόμμα εγκλώβισε μεγάλο τμήμα όσων είχαν κινητοποιηθεί την περίοδο 2010-2012. Η «προδοσία» του δημοψηφίσματος – που καθόλου «προδοσία» δεν ήταν, αντίθετα, για όποιον ήθελε να δει την πραγματικότητα, ήταν απόλυτα φυσιολογική κατάληξη της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ – βρήκε όσους είχαν ελπίσει στην αριστερή κυβέρνηση απροετοίμαστους και αμήχανους. Στο σημείο αυτό είναι που ανοίγει ένας κύκλος απογοητεύσεων, αποστρατεύσεων και «αναστοχασμών» στην αριστερά. Για δυο περίπου χρόνια, περιλαμβανομένης και της εποχής της 3ης συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην ατζέντα κυριαρχεί η αυτοκριτική για την ήττα, η αναθεώρηση πολιτικών σχεδίων και οι μετα-αποκαλυπτικές αφηγήσεις. Η «αυτοκριτική», βέβαια, φαίνεται ότι για τους περισσότερους είναι μια διαδικασία κατά την οποία όχι τόσο ο ίδιος ο «αυτοκρινόμενος», όσο κάποιοι άλλοι θα πρέπει να παραδέχονται τα λάθη τους – για παράδειγμα, αρκετά πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επανέλαβαν συχνά την άποψη ότι για την κατάντια του κόμματος που έχτισαν φταίει ότι το κίνημα δεν ήταν αρκετά δυνατό για να τον ελέγξει. Δηλαδή, με μια εντυπωσιακή στο θράσος της αντιστροφή, για τον ΣΥΡΙΖΑ φταίνε βασικά οι άλλοι. Αυτή η περίοδος του «αναστοχασμού» δεν έχει λήξει, όμως σήμερα η κατάσταση αναδεικνύει νέα θέματα. Το κίνημα ασφαλώς δεν έχει επιστρέψει στο επίπεδο του 2010-2012, ωστόσο δεν είναι στην κατάσταση αποπροσανατολισμού της πρώτης περιόδου ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ούτε στην παραλυτική ψυχολογία που ακολούθησε το 3ο μνημόνιο. Αγωνιστές και αγωνίστριες ξαναβγαίνουν στο δρόμο, έχοντας πλέον τοποθετήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στο στρατόπεδο των αντιπάλων. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί να παίξει τον ρόλο του σταθεροποιητή του ελληνικού καπιταλισμού, ωστόσο έχει φθαρεί ραγδαία, και το σύστημα δεν έχει ακόμα αξιόπιστη κυβερνητική εναλλακτική – επομένως νέα αστάθεια σοβεί. Από την άλλη πλευρά, παρά τη μετέπειτα απογοήτευση, οι αγωνιστικές εμπειρίες της περιόδου 2010-2012, και πριν από αυτές ο Δεκέμβρης του 2008 και τα κινήματα στην εκπαίδευση του 2006-2007, έχουν εξοπλίσει με αξιόλογη πολιτική εμπειρία ένα σημαντικό τμήμα της πρωτοπορίας των εργαζομένων και των καταπιεσμένων. Αυτό αντανακλάται και στο γεγονός ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά σήμερα, με σημείο αναφοράς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παίζει αναλογικά πολύ μεγαλύτερο ρόλο στο κίνημα από ό,τι συνέβαινε πριν από την κρίση. Είναι εύλογο λοιπόν να περιμένει κανείς νέες κοινωνικές εκρήξεις και αγώνες, παρότι σήμερα η ύφεση του κινήματος δεν έχει ξεπεραστεί. Στο μεσοδιάστημα, το βασικό καθήκον για την αντικαπιταλιστική αριστερά είναι να κάνει γρήγορη δουλειά υποδομής∙ να βγάλει καθαρά συμπεράσματα για την περίοδο της κυριαρχίας του σχεδίου ΣΥΡΙΖΑ∙ να οργανωθεί, να κατακτήσει νέες θέσεις στο κίνημα, να εμβαθύνει πολιτικά και οργανωτικά∙ να βρει τα κατάλληλα συνθήματα ώστε σε ενδεχόμενο νέο γύρο να είναι σε θέση να παίξει κεντρικότερο ρόλο από ό,τι στην πρώτη περίοδο των αγώνων ενάντια στη μνημονιακή λιτότητα.
Τι έχει κατακτήσει και τι έχει χάσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ Εάν ο χαρακτήρας της περιόδου είναι όπως τον περιγράψαμε πιο πάνω, είναι σαφές ότι και η ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τα βαθιά της προβλήματα, έχει μεγαλύτερη σημασία. Είναι γνωστό ότι η λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει διαψεύσει τις ελπίδες των αγωνιστριών και των αγωνιστών που περίμεναν από αυτή να λειτουργεί από τα κάτω, στη βάση της ατομικής ιδιότητας του μέλους και στηριγμένη στις τοπικές της επιτροπές. Αυτό δεν έχει συμβεί σε καμία περίπτωση – αντιθέτως, εκτός κάποιων τιμητικών εξαιρέσεων, οι τοπικές επιτροπές βρίσκονται βασικά πριν τις συνδιασκέψεις ή σε περίπτωση εκλογών. Γραφεία και κοινό έντυπο, παρά τις αλλεπάλληλες αποφάσεις, δεν υπάρχουν. Τα ανένταχτα σε οργανώσεις μέλη συχνά αισθάνονται θεατές σε οργανωτικούς διαξιφισμούς μεταξύ των οργανώσεων, οι οποίοι δεν έχουν κανένα ουσιαστικό νόημα. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνεργάζονται καθημερινά σε σχήματα, σωματεία, δημοτικές κινήσεις, εργατικές λέσχες, κινηματικές δομές – αλλά δεν το κάνουν μέσω της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παρά τις προσδοκίες να γίνει μια πραγματική μετωπική οργάνωση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρέμεινε βασικά ένα μέτωπο οργανώσεων. Αυτό, φυσικά, δεν οφείλεται μόνο στο ότι δεν υπάρχει καλή διάθεση. Μια σειρά βαθιές διαφωνίες στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έκαναν αντικειμενικά πολύ δύσκολο να υπάρχει μεγαλύτερη σύγκλιση. Κάποιες από αυτές στην πορεία λύθηκαν, αλλά και αυτές δεν θα μπορούσαν να λυθούν αν οι διαφορετικές απόψεις δεν είχαν εκφραστεί και αναμετρηθεί ανοιχτά. Αν δεν συμμετείχε μια μικρή μειοψηφία στη συνδιοργάνωση των αντιεθνικιστικών κινητοποιήσεων ενάντια στις χρυσαυγίτικες παρελάσεις για τα Ίμια, όταν οι υπόλοιπες οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έβλεπαν καθόλου τη σημασία τους, δεν θα ήταν σε θέση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πυκνώσει με τον όγκο της τις γραμμές της συγκεκριμένης κινητοποίησης τα τελευταία δύο χρόνια. Αν μια μειοψηφία δεν επέμενε να συμμετέχει στους φεμινιστικούς και ΛΟΑΤΚΙ αγώνες, δεν θα είχαν κερδίσει αυτά τα θέματα τόσο έδαφος τα τελευταία χρόνια μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αν δεν υπήρχαν οι προηγούμενες αντιφασιστικές εμπειρίες συγκεκριμένων οργανώσεων, θα ήταν πολύ δυσκολότερο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμμετάσχει πρωταγωνιστικά σε τόσες αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, από τη δολοφονία Φύσσα και μετά – και ούτω καθεξής. Τα λάθη και οι αδυναμίες, παρότι έχουν οδηγήσει πολλούς αξιόλογους αγωνιστές και αγωνίστριες σε αποστράτευση, δεν σημαίνουν ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει πετύχει τίποτα. Αυτό εύκολα το λένε, μεταξύ άλλων, όσοι και όσες θα ήθελαν να απεμπλακούν από την υπόθεση μιας ανεξάρτητης ενωτικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, για να προσχωρήσουν σε ευρύτερα παναριστερά σχέδια. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει αναδειχτεί στο κέντρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που είναι ένα υπαρκτό ρεύμα μέσα στο κίνημα, με παρουσία στα εργατικά σωματεία. Συγκεντρώνει τη συμπάθεια αρκετά μεγάλων τμημάτων των εργαζομένων, της νεολαίας και των αγωνιστών και αγωνιστριών των κινημάτων, κυρίως λόγω της ακεραιότητας και της μαχητικότητας των δυνάμεών της. Η πολιτική και υλική της ανεξαρτησία από το κράτος, όπως και το γεγονός ότι ποτέ δεν έμπλεξε με τον ΣΥΡΙΖΑ, της δίνουν το περιβόητο «ηθικό πλεονέκτημα». Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δείχνουν σε αρκετές περιπτώσεις στοιχεία κινηματικής ωρίμανσης, επεκτείνοντας τη δράση τους και σε τομείς στους οποίους οι περισσότερες δεν είχαν παράδοση (γυναικεία απελευθέρωση, αντιφασιστικό, ΛΟΑΤΚΙ, διεθνιστικές επαφές και κινητοποιήσεις, υπεράσπιση διωκόμενων αγωνιστών και καταλήψεων), παρότι σε άλλες περιπτώσεις εξακολουθούν να έχουν αργά αντανακλαστικά και αγκυλώσεις. Ποτέ δεν υπήρχε ένας τόσο ορατός ανεξάρτητος πολιτικός πόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στη χώρα - αυτό δεν πρέπει να το υποτιμά ούτε να το ξεχνά κανείς, παρόλη τη συχνά δίκαιη απογοήτευση. Για αυτόν τον λόγο, αξίζει να ασχοληθεί κανείς και με την 4η Συνδιάσκεψη.
Η Πλατφόρμα της πλειοψηφίας Μετά από μήνες έντονων διαφωνιών, οι δύο μεγαλύτερες οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΝΑΡ και ΣΕΚ, κατέληξαν σε κοινές θέσεις ενόψει της 4ης Συνδιάσκεψης. Το περιεχόμενο των θέσεων εκφράζει, από τη μια πλευρά, την αριστερή στροφή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το φθινόπωρο του 2015, μετά και την απομάκρυνση της πτέρυγας που εντάχθηκε στη ΛΑΕ∙ από την άλλη, τη διαιώνιση προγραμματικών ασαφειών, συμβιβασμών, εμπειρικών διατυπώσεων και παραδόσεων που μπορούν να αποτελέσουν το υπόβαθρο για μια νέα δεξιά στροφή στο μέλλον. Οι Θέσεις περιγράφουν τον χαρακτήρα της εποχής λίγο-πολύ σωστά, ως μια μακρόσυρτη περίοδο καπιταλιστικής ύφεσης και πολιτικής αστάθειας. Αποστασιοποιούνται από τη διαταξική λογική της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» του ελληνικού καπιταλισμού. Επιμένουν στην αναγκαιότητα υπεράσπισης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, γεγονός σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το σχέδιο αυτό έχει εγκαταλειφθεί για χάρη σχεδίων όπως το Ποδέμος στο Ισπανικό Κράτος, οι Εργατικοί του Κόρμπιν στη Βρετανία, το κόμμα Μελανσόν στη Γαλλία, η Αριστερά στη Γερμανία κλπ. Από την άλλη πλευρά, κρίσιμα ερωτήματα που δίχασαν και τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως η μέθοδος και η τακτική παρέμβασης στο εργατικό κίνημα, μάλλον αφέθηκαν συνειδητά κατά μέρος (τις αφήνουμε κι εμείς εδώ κατά μέρος, για να τοποθετηθούμε όταν η συζήτηση ανοίξει ουσιαστικά). Το ΣΕΚ επέλεξε να κατεβάσει τον πήχη της αντιπαράθεσης σε θέματα που τόνιζε τα τελευταία χρόνια, όπως ήταν η ακατανόητα και δύσκολα συμβιβάσιμη με την πραγματικότητα εμμονή ότι το κίνημα βρίσκεται διαρκώς σε ανοδική τροχιά. Στο ζήτημα του Μακεδονικού, υπαναχώρησε από την ιστορική του θέση για την αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το όνομά της και συμβιβάστηκε με μια αόριστη αναφορά στο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Το ΣΕΚ, έτσι, εγείρει τις διαφωνίες του σε λίγα συγκεκριμένα θέματα, τα οποία μάλιστα δεν είναι πειστικά. Αποδίδει τα πολιτικά προβλήματα, ακόμα και τους διχασμούς εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στον υποτιθέμενο σεκταρισμό της απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Μεταφέροντας μηχανιστικά τις λενινιστικές αναλύσεις για τα «αστικά εργατικά κόμματα» στον ΣΥΡΙΖΑ του σήμερα, το ΣΕΚ προτείνει μια παραλλαγή της πολιτικής του ενιαίου μετώπου που περιλαμβάνει έκκληση για κοινή δράση σε δυνάμεις και τμήματα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, διαφέρει ουσιαστικά από τη σοσιαλδημοκρατία του Μεσοπολέμου κατά το ότι δεν διαθέτει οργανικούς (παρά μόνο εκλογικούς) δεσμούς με κάποια εργατική βάση – γι’ αυτό άλλωστε και η προσχώρησή του στο αστικό στρατόπεδο συναντά πολύ λιγότερες εσωτερικές αντιστάσεις και ολοκληρώνεται πολύ ταχύτερα από ό,τι συνέβη με την ιστορική σοσιαλδημοκρατία. Το σενάριο της ύπαρξης εσωτερικών τάσεων στον ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του, οι οποίες μπορεί να έρθουν σε ρήξη και να ακολουθήσουν μια αντικαπιταλιστική τροχιά, φαντάζει εντελώς απίθανο. Έτσι, από την ενιαιομετωπική προσέγγιση του ΣΕΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μένουν πολλά περισσότερα από ορισμένους ΣΥΡΙΖΑίους ομιλητές σε εκδηλώσεις της ΚΕΕΡΦΑ, οι οποίοι υποτίθεται ότι θα τραβήξουν την προσοχή πλατύτερων ακροατηρίων – αυτό καταλήγει να είναι τελικά και μια δυσφήμιση του ίδιου του ΣΕΚ και εν μέρει της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η αβεβαιότητα του πολιτικού σχεδίου και οι παλινωδίες του «μετωπισμού» Η πολιτική και προγραμματική πολυφωνία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που αντικειμενικά εμποδίζει τη συγχώνευση σε μια ενιαία μετωπική οργάνωση, δεν είναι από μόνη της αδυναμία, αρκεί να υπάρχει δημοκρατική νοοτροπία και κοινή δράση στα συμφωνημένα – όμως αυτό δυστυχώς δεν είναι δεδομένο. Αδυναμία, ωστόσο, αποδείχτηκαν πολιτικές επιλογές που απορρόφησαν τη ζωτική ενέργεια του μετώπου για μεγάλο διάστημα. Η διετής περιπέτεια της «συμπόρευσης» με τη ΜΑΡΣ και το Σχέδιο Β’ του Αλαβάνου, εξακολουθεί τρία χρόνια μετά να έχει αφήσει κακή παρακαταθήκη. Οι υποστηρικτές της εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να υποστηρίζουν ότι η συνεργασία έγινε με το κατάλληλο πολιτικό πλαίσιο. Αυτό δεν είναι καθόλου αλήθεια – αρκεί να θυμίσουμε ότι η συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ τον Γενάρη του 2015 ήταν η μόνη εκλογική κάθοδος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην οποία η «εξουσία των εργαζομένων» απουσίαζε από το πρόγραμμα. Η πτέρυγα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ η οποία διαφωνούσε με μια συνεργασία, που προσέφερε ελάχιστα οφέλη με κόστος την αλλοίωση της αντισυστημικής εικόνας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, βρέθηκε στα πολιτικά της όρια. Από την άλλη, και οι πιο φανατικοί στης συμπόρευσης (ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ) έμειναν ανικανοποίητοι όταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αρνήθηκε, ευτυχώς, να προχωρήσει στο επόμενο βήμα της πολιτικής λογικής της συνεργασίας με το Σχέδιο Β’, που ήταν η ΛΑΕ – κι έτσι έφυγαν για να προσχωρήσουν στο εγχείρημα του Λαφαζάνη. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέβηκε με ένα σαφώς πιο αριστερό πρόγραμμα, σε συνεργασία με το ΕΕΚ. Η αναποφασιστικότητα και οι αντιφάσεις του ηγετικού κέντρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ωστόσο, ενώ είχαν ήδη δημιουργήσει σύγχυση, όπως ήταν αναμενόμενο απέτυχαν και να αποτρέψουν μια προδιαγεγραμμένη διάσπαση. Παρόλα αυτά, η μεθοδολογία της συμπόρευσης εξακολουθεί να σφραγίζει την πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με κύρια ευθύνη του ΝΑΡ. Χονδρικά, η μεθοδολογία αυτή βασίζεται στα εξής: Α. Η κατάληξη των θέσεων, όπου δικαίως περιμένει κανείς να δει το δια ταύτα της πολιτικής πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι πάντα μια πρόταση για ένα ευρύτερο μέτωπο. Αντί για ένα πολιτικό σχέδιο για το κίνημα, την εργατική τάξη και την κοινωνία, στο τέλος πάντα βρίσκουμε ένα νέο σχέδιο για την αριστερά. Β. Οι θέσεις περιγράφουν μια χαοτική μετωπική πολιτική σε 5 επίπεδα: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως συσπείρωση των πιο συνειδητών δυνάμεων, ένας αντικαπιταλιστικός πολιτικός πόλος γύρω από αυτή, μόνιμη «πολιτική συνεργασία» με τις δυνάμεις οι οποίες συμφωνούν προγραμματικά στα περισσότερα αλλά δεν αποδέχονται το σχέδιο του αντικαπιταλιστικού πόλου, μονοθεματική πολιτική συνεργασία με όσες δυνάμεις δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για «εφ’ όλης της ύλης» πολιτική συνεργασία, Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής με όσες δυνάμεις προσφέρονται μόνο για κοινή δράση. Η ακατανόητη αυτή δομή του ενός μετώπου μέσα στο άλλο, εν είδει μπάμπουσκας, είναι αποτέλεσμα μιας λάθος λογικής προσέγγισης των δυνάμεων που διαφοροποιούνται από τον ρεφορμισμό: αντί η αντικαπιταλιστική αριστερά να προσπαθεί να προσελκύσει στο αντικαπιταλιστικό σχέδιο, προτείνει να βρεθούμε κάπου στη μέση. Γ. Σε όλη την ιστορία της «συμπόρευσης» και της συνέχειάς της ως «πολιτική συνεργασία», η πρόταση μόνιμης πολιτικής συμμαχίας απευθύνεται σε δυνάμεις όχι μόνο αντικαπιταλιστικές, αλλά επίσης ενδιάμεσες, ταλαντευόμενες, «σε τροχιά ρήξης με τον ρεφορμισμό», «που τείνουν να υπερβούν τη διαχειριστική λογική» κλπ. Είναι δηλαδή μια πρόταση μόνιμης ενότητας με δυνάμεις που δεν έχουν ξεφύγει από τον ρεφορμισμό. Αν είχαν ξεφύγει, άλλωστε, θα χωρούσαν στο αντικαπιταλιστικό μέτωπο και δεν θα χρειαζόταν η «πολιτική συνεργασία». Με βάση την πρόταση της μόνιμης «πολιτικής συνεργασίας», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ήδη απευθυνθεί σε μια σειρά ομάδες που προέκυψαν από αποχωρήσαντες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και σε ορισμένες αντικαπιταλιστικές/επαναστατικές οργανώσεις που επιμένουν στην αυτοτελή τους ανάπτυξη. Στις συναντήσεις αυτές προέκυψαν ουσιαστικές διαφωνίες, οι οποίες άλλωστε δεν ήταν άγνωστες: Οι προερχόμενες από το ΚΚΕ ομάδες κινούνται γενικά στην υπεράσπιση του φλωρακισμού (δηλαδή της ταξικής συνεργασίας), κάνοντας δύσκολη τη διάκρισή τους με τη ΛΑΕ. Οι ομάδες που προέκυψαν από τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να ενταχθούν στη ΛΑΕ επιδιώκουν μια νέα παναριστερή συμμαχία στη βάση του ακτιβισμού, υπερασπίζονται τις υποτιθέμενες κατακτήσεις της πρώτης - αστικής - κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και δυσκολεύονται να διακόψουν οριστικά τις σχέσεις τους με τον ΣΥΡΙΖΑ στην πράξη. Και όλα αυτά να μην ίσχυαν, ωστόσο, το γεγονός και μόνο ότι το σημείο κατάληξης των θέσεων είναι μια πρόταση συνεργασίας σε μια σειρά δυνάμεις οι οποίες την έχουν ήδη απορρίψει ομόφωνα, θέτει σε δοκιμασία τη σοβαρότητα της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι θέσεις της 4ης Συνδιάσκεψης απομακρύνουν το ενδεχόμενο πολιτικής σύγκλισης με τη ΛΑΕ, γεγονός που είναι ασφαλώς θετικό. Ο ήδη προβληματικός πολιτικά χαρακτήρας της ΛΑΕ κατά την ίδρυσή της έχει γίνει ακόμα χειρότερος στην πορεία: η ΛΑΕ είναι το κόμμα του παραδοσιακού πατριωτικού ρεφορμισμού, υπό την απόλυτη κυριαρχία μιας παλιάς γραφειοκρατικής ομάδας, που έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα από τη θητεία της στην περίοδο της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Τόσο η κομματική της βάση όσο και η δυναμική της δεν έχουν καμία σχέση με τις προσδοκίες των ιδρυτών της. Οι διαπραγματεύσεις της με κόμματα εκτός αριστεράς, από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και το ΕΠΑΜ μέχρι τη Χριστιανική Δημοκρατία, παραπέμπουν στις πιο απεχθείς παραδόσεις της πολιτικής των λαϊκών μετώπων και της ταξικής συνεργασίας. Με τις ξεδιάντροπα εθνικιστικές της θέσεις και την ακραία αντιτουρκική ρητορική, η ηγεσία της ΛΑΕ συστρατεύεται με την ελληνική αστική τάξη στον ανταγωνισμό της ενάντια στην τουρκική. Με την πλήρη άρνηση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού στη Μακεδονία και με την αναπαραγωγή των αστήριχτων ιδεολογημάτων περί «σκοπιανού αλυτρωτισμού», στοιχίζεται πίσω από την εθνική γραμμή που ενώνει τη δεξιά με την πατριωτική αριστερά. Επειδή τα σενάρια για ενδεχόμενη συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη ΛΑΕ επανέρχονται συνεχώς στη δημοσιότητα, είναι σημαντικό το γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα διαψεύδει. Ακόμα και σε αυτό, ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν αντιφάσεις. Διατυπώσεις που απέκλειαν με πιο σαφή τρόπο την πολιτική ή εκλογική συνεργασία με την ΛΑΕ αποσύρθηκαν τελικά, και οι θέσεις γράφουν: «Για τις δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΛΑΕ με βάση το περιεχόμενο της πολιτικής τους, την κατεύθυνση της μετωπικής τους πρότασης, τις δυνάμεις που απευθύνονται και την κινηματική τους πρακτική δεν υπάρχουν προϋποθέσεις εφ’ όλης της ύλης πολιτικής συνεργασίας». Τι σημαίνει όμως «εφ’ όλης της ύλης»; Ήδη μια τάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η Μετάβαση, έχει τοποθετηθεί επίσημα λέγοντας πως μια εκλογική συνεργασία δεν είναι εφ’ όλης της ύλης πολιτική συνεργασία, οπότε δεν πρέπει να αποκλειστεί. Το ΣΕΚ, από την άλλη, όσο κι αν σήμερα φαίνεται να τηρεί μεγαλύτερες αποστάσεις, δεν πάει καιρός που επέμεινε μέχρις εσχάτων ότι το ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν θα πρέπει να αποκλείσει από τώρα ενδεχόμενη πολιτική ή/και εκλογική συνεργασία με τη ΛΑΕ, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν «αμυντικό».
Νέα «μετωπικά» ρήγματα Ωστόσο, εάν οι αντιφάσεις της μετωπικής πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δέχονται την παραπάνω κριτική από τα αριστερά, επικρίνονται και από την αντίθετη πλευρά, στο όνομα της επιδίωξης πλατύτερων μετώπων και ανοιγμάτων. Όπως παλιότερα δεν ικανοποίησαν την ΑΡΑΝ και την ΑΡΑΣ, οι συμβιβαστικές «συμπορευτικές» προτάσεις της ηγεσίας του ΝΑΡ, που από τη μια απευθύνει πλατιές εκκλήσεις για συνεργασία και από την άλλη δεν μπορεί να αγνοήσει τις υπαρκτές στρατηγικές διαφωνίες που εμποδίζουν μια τέτοια συνεργασία, έτσι και σήμερα δεν ικανοποιούν μια ολόκληρη πτέρυγα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που καταλογίζει στη μετωπική πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ατολμία και εμμονή στον αντικαπιταλισμό. Πρόσφατα, η πτέρυγα αυτή ενοποιήθηκε σε μόνιμη τάση με το όνομα Μετάβαση. Οι αποχωρήσεις από το ΝΑΡ και οι εξελίξεις εντός ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έμειναν απαρατήρητες. Η ΛΑΕ ξαφνικά έστειλε δημόσια επιστολή πρόσκλησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μόνιμη πολιτική συνεργασία, προσαρμόζοντας καταφανώς τη ρητορική της για την περίσταση – π.χ. αυτό που περιγράφει στις υπόλοιπες δυνάμεις με τις οποίες συνομιλεί ως «δημοκρατικό, πατριωτικό αντιμνημονιακό μέτωπο», στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ το μετονομάζει σε «ριζοσπαστικό μέτωπο» στη βάση ενός «ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος με σοσιαλιστικό στόχο». Είναι παραπάνω από σαφές ότι η επιστολή ήταν βασικά μια παρέμβαση στον προσυνεδριακό διάλογο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με την προσδοκία ότι οι εξελίξεις κάνουν το έδαφος πιο ευνοϊκό για μια στροφή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή τμημάτων της προς το σχέδιο της ΛΑΕ. Και πράγματι, η ΛΑΕ έχει δίκιο να βλέπει κάτι πιο συγγενικό στην εναλλακτική πλατφόρμα που καταθέτει στη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ η Μετάβαση. Τα μέλη της νέας τάσης έκαναν για καιρό μια γενικόλογη αυστηρή κριτική στον σεκταρισμό και στην ανικανότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αφουγκραστεί την εποχή και να χαράξει τακτική – χωρίς ποτέ να έχουν πει τι σημαίνει αυτό στην πράξη και με ποιους θα έπρεπε να πάει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στα λεγόμενα «εθνικά», η Μετάβαση παίρνει τις πλέον πατριωτικές («σοσιαλ-σοβινιστικές») θέσεις εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στην Πλατφόρμα της, φροντίζει να διαβεβαιώσει ότι η ελληνική αστική τάξη είναι λιγότερο επιθετική από την τουρκική. Για τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, τα μέλη της στο ΠΣΟ πρότειναν σύνθετη ονομασία, δηλαδή αναπαρήγαγαν την εθνική γραμμή που καθιέρωσε ο Καραμανλής και κληρονόμησαν οι Τσίπρας-Κοτζιάς-Καμμένος. Οι επικλήσεις στη δημοκρατία δυστυχώς ακυρώνονται από την ανυποχώρητη μάχη που δίνει η Μετάβαση ενάντια στην εκλογή των οργάνων με πλατφόρμες-ψηφοδέλτια και απλή αναλογική. Η Μετάβαση υπερασπίζεται το άθλιο σύστημα της ενιαίας λίστας, που κάνει υποχρεωτικές τις σκοτεινές κυκλικές σταυροδοσίες και αποκλείει τις μικρότερες τάσεις και οργανώσεις, εκτός εάν έχουν προσκολληθούν σε κάποια από τις μεγαλύτερες. Η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν τα μέλη της Μετάβασης (και άλλοι, για να είμαστε δίκαιοι), σύμφωνα με την οποία η απλή αναλογική είναι καλή για την αστική δημοκρατία, αλλά όχι για την εργατική, όπου τα συμφέροντα όλων είναι ούτως ή άλλως κοινά, είναι εφιαλτική, καθώς μας φέρνει στο νου τη σταλινική λογική: μια τάξη, μια άποψη, ένα κόμμα (και τελικά ένας γραμματέας). Με τέτοιες απόψεις, έχουμε διαφορά οράματος. Όπως και η ΕΠΠΔ πριν από αυτή, η Μετάβαση υπογραμμίζει με κάθε τρόπο τις ήττες του εργατικού κινήματος, τους αρνητικούς (για την εργατική τάξη) πολιτικούς συσχετισμούς και την εξαθλίωση της κοινωνίας. Τι το εξαιρετικά πολιτικό έχει αυτή η έμφαση στην ήττα; Τι άλλο θέλει να πει, αν όχι ότι η επαναστατική στρατηγική ή «το να κλείνεις τον αντικαπιταλισμό σε όλους τους χρόνους» είναι μια ανάρμοστη πολυτέλεια σήμερα, κάτι παιδαριώδες και ανούσιο; Για να ξεπεραστεί ο σεκταρισμός και η αντικαπιταλιστική αφέλεια, η Μετάβαση προτείνει μια Αριστερή Συμμαχία Ανατροπής, θυμίζοντας σε ανησυχητικό βαθμό το Αριστερό Ριζοσπαστικό Μέτωπο της εποχής ΜΑΡΣ. Αυτό που ελλοχεύει ως κίνδυνος ανάμεσα στις αντιφάσεις του κειμένου των Θέσεων της πλειοψηφίας, στην πλατφόρμα της Μετάβασης είναι η πολιτική ουσία της πρότασης: μια μόνιμη συμμαχία μεταξύ επαναστατικών/αντικαπιταλιστικών και μαχητικών ρεφορμιστικών δυνάμεων. Είναι ενδιαφέρον ότι η τελευταία ενότητα της Πλατφόρμας της Μετάβασης αφορά την εκλογική τακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και καταλήγει στο ότι η εκλογική τακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα αποφασιστεί πριν τις επόμενες εκλογές, αφήνοντας ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο συνεργασίας και με τη ΛΑΕ, αφού οι εκλογικές συμφωνίες δεν είναι «εφ’ όλης της ύλης» πολιτικές συνεργασίες. Όσο και αν διαμαρτύρονται οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες της Μετάβασης όταν τους καταλογίζεται ότι κοιτούν προς τη ΛΑΕ, παραμένει γεγονός ότι το δια ταύτα της πλατφόρμας τους είναι να μην κλείσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την πόρτα της συγκεκριμένης συνεργασίας.
Η παρέμβαση της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική Η ΠΑΑΕ δημιουργήθηκε την περίοδο της συμπόρευσης με τη ΜΑΡΣ και σε αντιπολίτευση με αυτή. Αργότερα, ήταν η μόνη τάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που εξαρχής επεσήμανε τον πατριωτικό ρεφορμιστικό χαρακτήρα της ΛΑΕ και τάχθηκε κατά της διαπραγμάτευσης μαζί της ενόψει των εκλογών του Σεπτέμβρη του 2015. Τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυσή της, εξακολουθεί να λειτουργεί ως μόνιμη συσπείρωση εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προσπαθώντας να προωθήσει έναν πιο σαφή προγραμματικό προσανατολισμό, να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του αντικαπιταλιστικού χώρου και να πάρει έμπρακτα πολιτικές πρωτοβουλίες (όπως ήταν η επιτυχημένη διοργάνωση του διεθνούς διημέρου τον Νοέμβρη). Στην 4η Συνδιάσκεψη, η ΠΑΑΕ καταθέτει τη δική της Πλατφόρμα, με τη μορφή δύο εκτεταμένων κεντρικής σημασίας τροποποιήσεων πάνω στο κείμενο των Θέσεων.
Ο εθνικισμός, κορυφαίο ταξικό θέμα Η πρώτη τροποποίηση της ΠΑΑΕ αφορά τα λεγόμενα «εθνικά», δηλαδή τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Οι τελευταίοι μήνες σφραγίστηκαν από την έντονη διάχυτη εθνικιστική ρητορική σχετικά με τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, που βρίσκεται σε έξαρση, και με το όνομα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η πλειοψηφία της αριστεράς, με προεξάρχοντες τη ΛΑΕ και το ΚΚΕ, έσπευσε, σύμφωνα με τις παραδόσεις της, να πλειοδοτήσει σε πατριωτισμό και επιθετική ρητορική εναντίον των γειτονικών χωρών. Καλώντας σε επαγρύπνηση εναντίον της υποτιθέμενης μονομερούς επιθετικότητας της Τουρκίας και του επίσης υποτιθέμενου αλυτρωτισμού της ΠΓΔΜ (για το ΚΚΕ) ή των «Σκοπίων» (για τον Λαφαζάνη), ΚΚΕ και ΛΑΕ συστρατεύονται με την ελληνική αστική τάξη και το κράτος ενάντια στον εξωτερικό εχθρό και προετοιμάζουν την εργατική τάξη να δώσει το αίμα της για τους σκοπούς των ελλήνων καπιταλιστών. Το γεγονός αυτό και μόνο θα έπρεπε να βάλει τέρμα στη συζήτηση για πολιτική συνεργασία με τη ΛΑΕ. Το ζήτημα του εθνικισμού και του πολέμου ήταν που διαχώρισε οριστικά την σοσιαλδημοκρατία της 2ης Διεθνούς από τα κομμουνιστικά κόμματα της 3ης Διεθνούς, και εξακολουθεί και σήμερα να φέρνει αντιμέτωπες, την κρίσιμη στιγμή, την επαναστατική αριστερά και τον ρεφορμισμό. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ασφαλώς δεν πήρε εθνικιστικές θέσεις. Ο διεθνισμός και οι Θέσεις της, ωστόσο, παραμένουν συγκεχυμένες και αντιφατικές, επιτρέποντας «αριστερές» πατριωτικές ερμηνείες. Στην παράγραφο για την επιτροπεία, οι Θέσεις, παρότι παραδέχονται την εθελοντική προσφυγή της ελληνικής αστικής τάξης στα μνημόνια, θέτουν ζήτημα υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας, την οποία αποκαλεί πονηρά «ανεξαρτησία και απελευθέρωση του έθνους των εργαζομένων» από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, κακοποιώντας μια έκφραση του Μαρξ που καμία σχέση δεν έχει με την υπεράσπιση της πατρίδας. Από αυτό τον υφέρποντα πατριωτισμό πηγάζουν και οι περιορισμοί των θέσεων στα τρία βασικά «εθνικά» θέματα που αναφέρουν οι θέσεις: το μακεδονικό, το κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Η τροποποίηση της ΠΑΑΕ περιλαμβάνει την κατάργηση της παραγράφου για την επιτροπεία/εθνική ανεξαρτησία και διαφορετικές θέσεις για τα παραπάνω θέματα. Στο Μακεδονικό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήρε έγκαιρα θέση ενάντια στα εθνικιστικά συλλαλητήρια και προσπάθησε να συσπειρώσει και άλλες δυνάμεις πάνω σε αυτό, ανέδειξε την αστειότητα της υποτιθέμενης πολεμικής απειλής από μια πολύ ασθενέστερη χώρα και κατήγγειλε γενικώς τους «νονούς των Βαλκανίων». Ωστόσο, δεν έθεσε το κρίσιμο αίτημα της αναγνώρισης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το συνταγματικό της όνομα, το οποίο είναι η συγκεκριμένη εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αδυνατεί να πει ευθέως πώς θα πρέπει να ονομάζεται το γειτονικό κράτος. Ένα τμήμα του ΝΑΡ υπεκφεύγει λέγοντας ότι το όνομα δεν έχει σημασία. Δεν είναι όμως σοβαρό να το λέει κανείς αυτό, τη στιγμή που όλος ο εθνικιστικός παροξυσμός γίνεται ακριβώς για το όνομα, κι ενώ είναι σαφές ότι η επιβολή του ονόματος κατά βάθος κρύβει την πολιτική και οικονομική επιβολή των ελλήνων καπιταλιστών στη Μακεδονία. Από την άλλη, το ΣΕΚ εθελοτυφλεί λέγοντας ότι η εναντίωση στους «νονούς των Βαλκανίων» είναι από μόνη της σαφής. Ωστόσο, υπάρχει κάποιος λόγος που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να ονοματίσει τη γειτονική χώρα, και αυτός είναι ότι υπάρχουν στο εσωτερικό της απόψεις υπέρ της σύνθετης ονομασίας, που είναι και η γραμμή του ελληνικού κράτους. Αυτή την πρόταση κατέθεσε στο πρώτο προσχέδιο των Θέσεων το ΝΑΡ, και αυτή υπερασπίστηκε μέχρι τέλους η Μετάβαση. Οι αντιφάσεις για το Μακεδονικό εκφράστηκαν στην πράξη με την αδυναμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμμετέχει ως σύνολο στην ιστορική αντισυγκέντρωση της 4ης Φλεβάρη. Αντίστοιχες αντιφάσεις δεν επέτρεψαν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πάρει μέχρι σήμερα πρωτοβουλία για μια αντιεθνικιστική κινητοποίηση ενάντια στην επιθετικότητα και τον τυχοδιωκτισμό της ελληνικής πλευράς, που θα έδινε το μήνυμα ότι η εργατική τάξη και τα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας δεν θα συρθούν σε πόλεμο. Ο λόγος και πάλι είναι οι πατριωτικές απόψεις που υπάρχουν εντός του μετώπου, που αναζητούν δικαιολογίες με επιχειρήματα όπως ότι η κυβέρνηση Ερντογάν είναι πιο αντιδραστική από την ελληνική, ότι η Τουρκία είναι πιο επιθετική διότι την ευνοεί ο συσχετισμός δύναμης κλπ. Οι αριστεροί υπερασπιστές της πατρίδας εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επανέλαβαν συχνά ότι δεν είναι σοβαρή η άποψη ότι οι βραχονησίδες ανήκουν στα κατσίκια τους και το Αιγαίο στα ψάρια του. Ας μην ανησυχούν οι σύντροφοι, κανείς δεν καλεί σε απελευθερωτικό αντάρτικο αιγοπροβάτων και ψαριών. Η θέση του αντιεθνικιστικού αντιπολεμικού κινήματος, την οποία καταγγέλλουν, δεν είναι ότι δεν πολεμάμε για κατσίκια και ψάρια, αλλά ότι δεν πολεμάμε για τα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών και των συμμάχων πολυεθνικών. Το κάλεσμα του διεθνιστικού μπλοκ που διαμορφώθηκε στην αντισυγκέντρωση της 4ης Φλεβάρη (ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, ΑΔΚ, ΕΕΚ, ΟΡΜΑ, Ροσινάντε) για μια καμπάνια ενάντια στον ελληνικό εθνικισμό και τον πόλεμο είναι μια καλή ευκαιρία και για την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να ξεκαθαρίσει τις απόψεις της και να δράσει μαζικά. Οι τροποποιήσεις-πλατφόρμα της ΠΑΑΕ απαιτούν την αναγνώριση της γειτονικής χώρας με το συνταγματικό της όνομα, Δημοκρατία της Μακεδονίας∙ κάνουν σαφές ότι μια δίκαιη λύση στο κυπριακό, που ευνοεί την ενότητα των εργαζομένων στο βόρειο και στο νότιο τμήμα του νησιού, θα πρέπει να είναι ομοσπονδιακή∙ θέτουν ως πρώτιστο ζήτημα την καταγγελία του «δικού μας» ελληνικού εθνικισμού και της επιθετικότητας της ελληνικής άρχουσας τάξης στο Αιγαίο, που προσπαθεί σήμερα να εμφανιστεί ως ο πιστός εκπρόσωπος του γνήσιου δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή εκβιάζοντας τον αντίπαλο τουρκικό καπιταλισμό.
Τα καθήκοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χωρίς τον βραχνά του «μετωπισμού» Στην κατάληξη των Θέσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα περίμενε κανείς να διαβάσει με ποια αιτήματα, με ποια συνθήματα, με ποια μέσα πάλης, με ποιες μορφές οργάνωσης και μέσα από ποιες κινηματικές διεργασίες θα προσπαθήσει να βοηθήσει το κίνημα να αντεπιτεθεί και να αλλάξει τους συσχετισμούς εντός του, υπέρ της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αντί για αυτό, βρίσκει και πάλι τη φόρμουλα της φανερά ανεπιτυχούς «πολιτικής συνεργασίας». Η προσέγγιση της ΠΑΑΕ είναι πολιτικά και μεθοδολογικά διαφορετική. Η αντεπίθεση του εργατικού κινήματος απαιτεί ένα μαζικό και συνειδητό αντικαπιταλιστικό μέτωπο, και αυτός είναι ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το μέτωπο θα γίνει πιο συνειδητό εάν οι πολιτικές αντιφάσεις που αναφέραμε επιλυθούν∙ εάν το μεταβατικό πρόγραμμα εξελιχθεί πέρα από το αρκετά τυχαίο συμπίλημα αιτημάτων που χωρίς καμία ιεραρχία απαριθμούν οι Θέσεις της πλειοψηφίας του ΠΣΟ, ώστε να αποτελεί οργανικό σύνολο που ξεκινά από τις άμεσες διεκδικήσεις και καταλήγει στις μορφές οργάνωσης του κινήματος που μπορούν να γίνουν η μήτρα της αυτοδιεύθυνσης και της εξουσίας των εργαζομένων – και στην ίδια την εργατική εξουσία. Το μέτωπο θα γίνει μαζικότερο εάν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πάρει πρωτοβουλίες, εάν πρωταγωνιστήσει στην κοινή δράση με όλους όσους και όσες θέλουν να αγωνιστούν, δεν φοβηθεί να μπει δυναμικά και σε αγώνες στους οποίους δεν είχε παραδοσιακά την ηγεμονία. Όχι με την αποτυχημένη τακτική των διαπραγματεύσεων με φθαρμένες γραφειοκρατίες ή με ηγεσίες που δεν έχουν βγάλει ουσιαστικά συμπεράσματα από την καταστροφική τους θητεία στα ρεφορμιστικά κόμματα. Στη θέση των χαοτικών επικαλυπτόμενων μετώπων των Θέσεων της πλειοψηφίας, η ΠΑΑΕ προτείνει ένα απλό τρίπτυχο:
Η σημασία της ανεξαρτησίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από τις γραφειοκρατίες, τον ρεφορμισμό αλλά και τις αμφιταλαντευόμενες ηγεσίες δεν έχει να κάνει μόνο με το καθαρό μας κούτελο. Ας υποθέσουμε, πχ. ότι η συνεργασία με το Σχέδιο Β’ είχε συνεχιστεί. Κατά τη διαπραγμάτευση για τη συμπόρευση, το Σχέδιο Β’ έβαζε βέτο ενάντια στο αίτημα για «ανοιχτά σύνορα» για όλους τους πρόσφυγες και μετανάστες. Εάν είχε δεσμευτεί σε ένα κοινό πρόγραμμα που θα απέκλειε αυτό το σύνθημα, πώς θα μπορούσε ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κάνει την καμπάνια του στο κίνημα της αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες, που είχε στην αιχμή του ακριβώς το άνοιγμα των συνόρων; Εάν είχε δεσμευτεί σε συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις που στα λεγόμενα «εθνικά» συμμερίζονται τις εθνικιστικές απόψεις της Iskra, που στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία έβλεπαν εκδηλώσεις λαϊκής αντίστασης, τι παρέμβαση θα μπορούσε να κάνει στη σημερινή κρίσιμη περίοδο η αντικαπιταλιστική αριστερά; Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κερδίσει εάν συνδυάσει την πλατιά αγωνιστική ενότητα πάνω σε συγκεκριμένους στόχους και την ανυποχώρητη μαχητικότητα με την πλήρη πολιτική της ανεξαρτησία, ώστε να μιλά τη δική της γλώσσα και να προβάλει τις δικές της προτάσεις στο ενιαίο κίνημα, χωρίς δεσμεύσεις προς τον ρεφορμισμό. Αυτή την προοπτική υπηρετούν οι προτάσεις της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική στην 4η Συνδιάσκεψη.
Μάνος Σκούφογλου Μέλος της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος και της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική
|