- Τρί, 21/05/2013 - 16:58
Η 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προγραμματισμένη για τις 1-2 Ιούνη, διεξάγεται σε μια κρίσιμη καμπή της ταξικής πάλης, της κοινωνικής και πολιτικής αναμέτρησης που εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα με την είσοδο στα Μνημόνια το 2010, εδώ και τρία δηλαδή χρόνια.
Η κρισιμότητα αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με τους αντικειμενικούς παράγοντες (την φάση της οικονομικής κρίσης, τις πολιτικές εξελίξεις, το επίπεδο του κινήματος και ούτω καθεξής), αλλά και με τους υποκειμενικούς. Από τον Οκτώβρη του 2011, οπότε και διεξήχθη η πρώτη της Συνδιάσκεψη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει κατορθώσει να μετατραπεί σε υπαρκτό πολιτικό πόλο μέσα στην Αριστερά και το κίνημα, με τρόπο που η επαναστατική Αριστερά δεν το είχε καταφέρει ποτέ στην πλούσια ιστορία της.
Στην πολιτική συζήτηση που διεξάγεται αυτούς τους μήνες μέσα στους δύο μεγάλους κομματικούς φορείς της Αριστεράς λόγω και των συνεδρίων τους, του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι πανταχού παρούσα: είτε σαν αντιπαράδειγμα οπορτουνισμού ή σεκταρισμού (ανάλογα αν την εκτίμηση την κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ ή του ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα), είτε σαν πιθανός σύμμαχος (στις παρεμβάσεις πολλών μελών και στελεχών και των δύο κομμάτων).
Το γεγονός αυτό συνεπάγεται βαρύτερες ευθύνες και αυξημένα καθήκοντα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ: οι πολιτικές απαντήσεις που θα δώσει η Συνδιάσκεψη του Ιούνη μπορούν να δώσουν τον τόνο της συζήτησης σε ολόκληρη την Αριστερά και να επηρεάσουν την εξέλιξη του κινήματος. Τα ερωτήματα εξάλλου που έχει να απαντήσει η Αριστερά αυτή την περίοδο είναι κοινά.
Αφετηρία των απαντήσεων για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι το κείμενο των Θέσεων που συνέταξε η Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή της και που αποτυπώνει το κεκτημένο του Μετώπου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Ωστόσο, θα χρειαστεί να εντοπίσουμε εκείνα τα σημεία στα οποία η συζήτηση πολώνεται και στα οποία διαμορφώνονται εναλλακτικές απαντήσεις. Να ξεχωρίσουμε τέσσερα: το εργατικό κίνημα και η κατάστασή του, η μάχη ενάντια στο ρατσισμό και τον φασισμό, οι προτεινόμενες συμμαχίες και η στρατηγική της αριστερής κυβέρνησης, τα επόμενα βήματα του κινήματος.
Η εργατική τάξη και το κίνημά της: “αναντίστοιχο” ή πρωτοπόρο;
Στο κέντρο των αναλύσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται η εκτίμηση ότι κινητήρια δύναμη των εξελίξεων (κοινωνικών και πολιτικών) των τελευταίων τριών χρόνων είναι οι αγώνες της εργατικής τάξης. Η εκτίμηση αυτή είναι αντικείμενο αμφισβήτησης από διάφορες πλευρές που συνολικά υποτιμούν το βάθος της κίνησης της τάξης και των αποτελεσμάτων που αυτή παρήγαγε.
Έτσι, το ΚΚΕ εκτιμά ότι “οι εργατικές και λαϊκές μάζες βρέθηκαν σημαντικά απροετοίμαστες απέναντι στη νέα επίθεση του κεφαλαίου... Εγιναν εύκολη λεία στη νέα περίοδο του ρεφορμισμού-οπορτουνισμού” (Θέσεις ΚΕ ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο). Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και αποφεύγει να δώσει μια συνολική αποτίμηση των αγώνων των τριών τελευταίων χρόνων, μέσα από δηλώσεις κορυφαίων στελεχών του προωθεί την άποψη της εκλογικής “ανάθεσης” από πλευράς των μαζών σε μια μελλοντική κυβέρνηση της Αριστεράς, κάτω από συνθήκες ήττας και ύφεσης των αγώνων – μια γραμμή που δικαιολογεί όλες τις δεξιές προσαρμογές της ηγεσίας του. Ο χώρος της αυτονομίας περιγράφει το κίνημα ως μία διαδοχή ηττών και περαιτέρω απόδειξη του μικροαστισμού της ελληνικής κοινωνίας (εργατικό κίνημα “δημόσιων υπαλλήλων”, κλπ). Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των αναλύσεων είναι η υποτίμηση του υπαρκτού κινήματος των τριών τελευταίων χρόνων.
Αντίθετα με αυτές τις θεωρήσεις, πρέπει να επιμείνουμε σε μια εκτίμηση του συσχετισμού που δεν είναι αποσπασματική, αλλά βλέπει τη συνολική εικόνα. Η εκτίμηση της ταξικής πάλης δεν προκύπτει απλώς από το άθροισμα των συνδικαλιστικών νικών ή ηττών μιας περιόδου, αλλά από μια συνθετική ανάλυση της πάλης στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο ιδεολογικό πεδίο. Οι αγώνες των τριών τελευταίων χρόνων έχουν δημιουργήσει τεράστιες δυσκολίες στην εφαρμογή των Μνημονίων και έχουν σημάνει τεκτονικές ιδεολογικές μετατοπίσεις, με αποτέλεσμα τη διάλυση του πολιτικού συστήματος με τον τρόπο που το γνωρίσαμε μετά τη Μεταπολίτευση. Η εκλογική άνοδος της Αριστεράς δεν ήταν αποτέλεσμα “ήττας των αγώνων”, “ανάθεσης” ή “αποδοχής ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού σχεδίου”. Η μορφή που έλαβε η εργοδοτική επίθεση (Μνημόνια με τη διαρκή απειλή χρεωκοπίας) σήμανε ότι κανένα οικονομικό ή συνδικαλιστικό αίτημα δεν μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς να έρθει σε σύγκρουση με το μαύρο μέτωπο της εργοδοσίας, της κυβέρνησης, των κομμάτων της και της Τρόικας. Μακράν του να είναι αποτέλεσμα της ήττας των αγώνων, η πολιτικοποίηση της ταξικής σύγκρουσης προήλθε από μια εργατική τάξη με αυτοπεποίθηση, που σήκωσε το γάντι της πρόκλησης που της πέταξε το αντίπαλο στρατόπεδο.
Μόνο αν έχει κανείς αυτή την εικόνα μπορεί να ερμηνεύσει σωστά τις εξελίξεις. Η λιτότητα αποσταθεροποιεί κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Αλλά είναι το επίπεδο των ταξικών αγώνων στην Ελλάδα – και όχι κάποιου είδους “αντικειμενική” αιτία – που καθόρισε τη συγκεκριμένη μορφή της πολιτικής κρίσης. Στην Ισπανία η πρώτη σοβαρή πολιτική συνέπεια της κρίσης ήταν το δυνάμωμα των αποσχιστικών τάσεων, στην Ιταλία ήταν η άνοδος τού λαϊκίστικου κινήματος αμφισβήτησης του Μπέπε Γκρίλο, στην Βρετανία είναι η ανάδυση ενός ξενόφοβου ευρωσκεπτικιστικού κόμματος, του UKIP. Οι εξελίξεις αυτές δεν είναι εφάπαξ, το ξεδίπλωμα της ταξικής πάλης μπορεί να επιδράσει αποφασιστικά στο τι πρόκειται να ακολουθήσει. Το βέβαιο είναι ότι το εργατικό κίνημα και η Αριστερά στην Ελλάδα είναι στην πρωτοπορία των διεργασιών αυτών ως αποτέλεσμα της έντασης και της έκτασης της εργατικής αντίστασης.
Ίδια είναι η εικόνα αν εκτιμήσει κανείς τον ριζοσπαστισμό της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, όχι μόνο απέναντι στους ομοίους της στην Ευρώπη, αλλά απέναντι στις αντιδράσεις άλλων τάξεων που χτυπιούνται από την επιβολή των Μνημονίων εδώ. Υπάρχει μια διάχυτη θεωρία (που εκτείνεται περιέργως σε χώρους τόσο διαφορετικούς, από τον ΔΟΛ μέχρι την αναρχία) ότι οι Πλατείες του 2011 – και όχι ο Άγιος Παντελεήμονας ή τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών – ήταν ο τόπος γέννησης του χρυσαυγίτικου ναζισμού. Πρόκειται για την απόλυτη διαστρέβλωση. Είναι αλήθεια ότι στις Πλατείες το 2011 συμμετείχαν πλατύτερα μικροαστικά στρώματα, αλλά και ανοργάνωτα κομμάτια της εργατικής τάξης, γεγονός που έδωσε στο συγκεκριμένο κίνημα τον εκρηκτικό, αυθόρμητο χαρακτήρα του. Αλλά ήταν η κίνηση της οργανωμένης εργατικής τάξης, η διαδοχή των γενικών απεργιών και η συνέχιση του απεργιακού κινήματος μετά την ύφεση των Πλατειών (στις 19-20 Οκτώβρη του 2011 και στις 12 Φλεβάρη 2012, για να θυμίσουμε τις κορυφώσεις), που καθόρισε τελικά τον χαρακτήρα τους.
Έχοντας αυτά ως δεδομένα, δεν σημαίνει ότι υποτιμάμε τις συνέπειες που έχει για την εργατική τάξη, τις κατακτήσεις της και τις συνθήκες ζωής της, η εφαρμογή των Μνημονίων. Το τσάκισμα της αυτοπεποίθησης της εργατικής τάξης, με τη μαζική ανεργία και την ακραία φτώχεια, είναι κομμάτι της προσπάθειας της αστικής τάξης να λυγίσει το κίνημα της αντίστασης. Αλλά η υπόδειξη των ολοένα χειρότερων συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης δεν ισοδυναμεί με ανάλυση των ταξικών συσχετισμών. Για να το πούμε αλλιώς: το εργατικό κίνημα στον Μεσοπόλεμο δεν μετριέται με απλές αναφορές στο γεγονός ότι περίπου το 1/3 του πληθυσμού (μαζί και των οργανωμένων εργατών) ήταν κοντά στη φυματίωση. Παρομοίως, το εργατικό κίνημα στην Κατοχή δεν αποτιμάται μόνο από το γεγονός ότι οι εργάτες μπορεί να πέθαιναν από την πείνα. Σήμερα, όπως και τότε, η αστική τάξη θα χρειαστεί να αναμετρηθεί και να νικήσει πολιτικά το εργατικό κίνημα, όπως το έκανε το 1936 και το 1944.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει στο επόμενο διάστημα να πρωταγωνιστήσει για την υπεράσπιση και την επέκταση των κατακτήσεων της εργατικής τάξης. Για να το κάνει αυτό, πρέπει να είναι καθαρή για το ρόλο των αγώνων που μας έφεραν ως εδώ και για το ότι υποκείμενο της αλλαγής είναι η ίδια η εργατική τάξη. Αποτέλεσμα των αγώνων είναι η διαμόρφωση μαχητικών (και σχετικά μαζικών) πρωτοποριών σε κάθε εργατικό χώρο, σε αντιπαράθεση με τα όρια που βάζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Η κινηματική και πολιτική στήριξη αυτών των πρωτοποριών, η ποσοτική και ποιοτική τους ανάπτυξη, ο συντονισμός τους, η αλληλεγγύη ώστε κανένα κομμάτι να μην μένει μόνο του στη μάχη, εξακολουθούν να είναι τα βασικά καθήκοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η υπεράσπιση της ενότητας της εργατικής τάξης (απέναντι στους διαχωρισμούς συνδικαλισμένοι-ασυνδικάλιστοι, εργαζόμενοι-άνεργοι, δημόσιοι-ιδιωτικοί, κλπ) και των ριζοσπαστικών πολιτικών της προοπτικών θα κρίνει την εξέλιξη της συνολικότερης μάχης.
Η μάχη ενάντια στο ρατσισμό και τον φασισμό
Κομμάτι της υπεράσπισης της ενότητας της εργατικής τάξης είναι η μάχη ενάντια στο ρατσισμό. Είναι αλήθεια ότι η εκτίμηση αυτή ως θέση αρχής είναι ομόφωνα αποδεκτή μέσα στην Αριστερά. Αλλά, ας μην κρυβόμαστε: η πλειοψηφία της Αριστεράς δεν χάραξε την καθημερινή πολιτική της με βάση αυτή τη γραμμή. Όπως υπήρξαν κομμάτια της αυτονομίας και του αριστερισμού που αρνούνταν τη σημασία των απεργιακών αγώνων, αντιμετωπίζοντάς τους ως “σπασμούς μιας εργατικής αριστοκρατίας που χάνει τα προνόμιά της”, έτσι υπήρξαν και μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς που αντιμετώπισαν υποτιμητικά τον αντιρατσισμό ως “ανθρωπισμό” και τον αγώνα για τα δικαιώματα των μεταναστών ως κινηματική πολυτέλεια.
Στις χειρότερες εκδοχές της, αυτή η γραμμή αντιμετώπιζε τους μετανάστες ως “λούμπεν”, “ντεκλασέ” στοιχεία, που πλημμυρίζουν τα κέντρα των πόλεων δημιουργώντας προβλήματα και ευνοούν το “ντάμπινγκ” (τη μείωση) των μισθών των ντόπιων. Η αποδοχή αυτών των επιχειρημάτων από ολόκληρα κομμάτια της Αριστεράς και η απουσία αντιρατσιστικής/αντιφασιστικής δράσης ήταν κομβική στον αφοπλισμό των αγωνιστών του κινήματος και στην άνοδο της Χρυσής Αυγής. Ευτυχώς το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα έχει στο μεταξύ κάνει άλματα. Η Μανωλάδα είναι ένα τέτοιο άλμα, που με τις κατάλληλες πρωτοβουλίες μπορεί να γίνει σταθμός χωρίς επιστροφή για την Αριστερά στην Ελλάδα.
Στη Μανωλάδα, αυτό που συνέβη δεν ήταν απλά η αποκάλυψη της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, ειδικά αυτού του είδους της “ανάπτυξης” που τόσο έχουν επαινέσει οι Παπανδρέου και οι Σαμαράδες. Αυτά ήταν γνωστά εδώ και πολλά χρονιά. Η συγκλονιστική εξέλιξη (που βέβαια, ως συνήθως, χάθηκε από τη δημοσιογραφική κάλυψη) ήταν ότι οι μετανάστες εργάτες σήκωσαν κεφάλι και απαίτησαν τους μισθούς τους, αντιμέτωποι με τα δίκανα των επιστατών. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο φόβος της παρανομίας δεν κατόρθωσαν να λυγίσουν το φρόνημα των εργατών. Κάτω από το βάρος των αντιδράσεων, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να συλλάβει επιστάτες και επιχειρηματία και να στείλει τον Δένδια στη Μανωλάδα. Η συνέχεια ήταν μια μεγάλη συγκέντρωση των αγρεργατών στις 28 Απρίλη με πρωτοβουλία της ΚΕΕΡΦΑ. Και πάλι, αξίζει να προσέξουμε τις αλλαγές: σε αντίθεση με αντίστοιχες παρεμβάσεις της ΚΕΕΡΦΑ στο παρελθόν (βλ. Σκάλα Λακωνίας), η συμμετοχή από σωματεία της περιοχής, κόσμο της αριστεράς και συλλογικότητες ήταν τώρα εντυπωσιακή (το ΚΚΕ έκανε τη δική του κινητοποίηση, ο ΣΥΡΙΖΑ απείχε). Η προοπτική της δημιουργίας ενός σωματείου εργατών γης είναι σήμερα πιο κοντά από ποτέ.
Η Αριστερά πρέπει να διαβάσει σωστά την εμπειρία της Μανωλάδας. Κρίσιμα είναι δύο σημεία: αφενός, οι μετανάστες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εργατικής τάξης, γι' αυτό και μονόδρομος για την νίκη του εργατικού κινήματος είναι η νομιμοποίηση των μεταναστών και η οργάνωσή τους στα συνδικάτα. Θεωρίες που βλέπουν τη “λύση” του μεταναστευτικού στο ότι οι μετανάστες θα φύγουν από τη χώρα (συνέπεια, μάλιστα, ακόμα και της ρήξης με το ευρώ...) θα πρέπει τώρα να αναθεωρηθούν. Αφετέρου, η ταξική διάσταση του ζητήματος δεν θα πρέπει να οδηγεί σε υποστολή των αντιρατσιστικών επιχειρημάτων. Να το πούμε αλλιώς: η ταξική διάσταση της Μανωλάδας θα πρέπει να σταθεί αφορμή ανάδειξης και όχι εξαφάνισης του αγώνα ενάντια στο ρατσισμό (μιας και “το έγκλημα ήταν ταξικό και όχι ρατσιστικό”, όπως έγραψε ο Ριζοσπάστης...).
Ο ρατσισμός έχει μια διπλή λειτουργία: θεσμοποιεί ένα πλέγμα απαγορεύσεων και νομικών εμποδίων για ένα κομμάτι των εργατών (βλ. στρατόπεδα, Ξένιος Δίας) και των παιδιών τους (βλ. ιθαγένεια), καθιστώντας τους πιο αδύναμους και φτηνούς, ενώ την ίδια στιγμή χρησιμεύει σαν ιδεολογία που διασπά και αποπροσανατολίζει την ταξική οργή της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Η μάχη ενάντια στον ρατσισμό δεν υποκαθίσταται από την οικονομική ταξική πάλη, τουναντίον αποτελεί απαραίτητη πολιτική πρωτοβουλία για την αποκατάσταση της ενότητας της εργατικής τάξης και τη νικηφόρα προοπτική των αγώνων της.
Το κίνημα ενάντια στην φασιστική απειλή αναδείχτηκε στο κεντρικότερο εμπόδιο απέναντι στην προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να χτίσει την εκλογική επιρροή της στο δρόμο. Η 19 Γενάρη είναι η καλύτερη απόδειξη τού τι δυνατότητες έχει η αντικαπιταλιστική Αριστερά να μετατρέπει τις πρωτοβουλίες της όχι σε συνεργασίες γραφείων, αλλά σε τεράστια κινηματικά γεγονότα. Το πλάτεμα και το βάθεμα αυτών των αντιφασιστικών πρωτοβουλιών με τα αντιρατσιστικά επιχειρήματα, όπως το έχει δείξει έμπρακτα η ΚΕΕΡΦΑ, μπορεί να είναι η πολιτική συμβολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο μέτωπο ενάντια στα Μνημόνια και τους νεοναζί.
Συμμαχίες και αριστερή κυβέρνηση
Στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξακολουθεί να είναι ανοιχτή η συζήτηση για τις απαιτούμενες συμμαχίες στη μάχη ενάντια στα Μνημόνια. Στην πρώτη της Συνδιάσκεψη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρότεινε ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα σαν άμεση διέξοδο από την κρίση, μαζί με ένα “αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής” για την κοινή δράση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς στο κίνημα και τους αγώνες. Σήμερα, οι ρωγμές που εμφανίζονται στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, αλλά και οι διαφοροποιήσεις που προκάλεσε η κινηματική εμπειρία, δημιουργούν νέες διεργασίες μετωπικής συμπόρευσης. Ποιές είναι οι προϋποθέσεις αυτής της συμπόρευσης; Και πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν πρωτοβουλίες, όπως η συνυπογραφή πλατφόρμας από μειοψηφικό τμήμα αγωνιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαζί με το “Σχέδιο Β” του Αλέκου Αλαβάνου, κα;
Στην 1η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένα τμήμα των συνέδρων (κύρια γύρω από τις οργανώσεις Αριστερή Ανασύνθεση και Κομμουνιστική Ανανέωση) είχαν καταθέσει πρόταση για “αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο” που να συνενώνει ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία δεν υπερψηφίστηκε (έλαβε λιγότερο από το 20% του σώματος). Αναμφίβολα, η τωρινή πρόταση είναι ένα βήμα μπροστά: απευθύνεται στις αριστερές διαφοροποιήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, και όχι στις ηγεσίες τους. Η απεύθυνση στις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ για οικοδόμηση κοινού πολιτικού μετώπου ήταν και είναι μια αυταπάτη: υποτιμά το στρατηγικό βάθος των επιλογών των ρεφορμιστικών ηγεσιών της Αριστεράς και παραλύει την αυτοτελή οικοδόμηση του τρίτου πόλου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Το σχέδιο αυτό ορθώς απορρίφθηκε από την Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (σήμερα το προωθούν δυνάμεις όπως η “Πρωτοβουλία των 1000”, κλπ).
Ωστόσο, η πλατφόρμα που συνυπογράφτηκε και παρουσιάστηκε έναν μήνα πριν τη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τμήμα αγωνιστών της, είναι ταυτόχρονα πολλά βήματα πίσω. Κι αυτό, γιατί η πλατφόρμα αγκαλιάζει τη στρατηγική της διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας στο έδαφος του καπιταλισμού, “με βαθιές ριζοσπαστικές/δημοκρατικές αλλαγές στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία, το κράτος”, τον “ριζικό εκδημοκρατισμό όλων των τομέων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής”, κλπ. Πρόκειται για στρατηγικό αφοπλισμό της επαναστατικής αριστεράς που η σημασία του υπερβαίνει κατά πολύ την όποια διχογνωμία πάνω στο μέτωπο των συνεργασιών. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ήδη τοποθετηθεί στην 1η της Συνδιάσκεψη πάνω στο ζήτημα της “κυβερνητικής προοπτικής”, με καθαρό τρόπο:
“Από αυτή τη σκοπιά, πιστεύουμε ότι το κίνημα και η δυναμική του δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε αυταπάτες για μια «προοδευτική εναλλακτική αριστερή διακυβέρνηση» ή για μια «λαϊκή εξουσία» στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας... Το ζήτημα της εξουσίας δεν μπορεί παρά να τεθεί με όρους ρήξης και ανατροπής της ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, με όρους επαναστατικού περάσματος της πραγματικής εξουσίας στους θεσμούς αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης, με όρους συντριβής του αστικού κράτους... Η θέση μας είναι ότι μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δεν περνάει μέσα από τη συμμετοχή στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας εντός της καπιταλιστικής κυριαρχίας, αλλά από τη συγκρότηση αυτοτελών οργάνων πάλης για την εργατική εξουσία, ανταγωνιστικών και εξωτερικών προς το αστικό κράτος.”
Η άποψη που θέλει την αντικαπιταλιστική αριστερά να θυσιάζει την επαναστατική στρατηγική της για να συμπορευθεί με τις δυνάμεις του “Σχεδίου Β” ή του “Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου” δεν θα λύσει το στρατηγικό έλλειμμα της Αριστεράς, όπως το βιώνουμε είκοσι χρόνια τώρα στην πρακτική του ΚΚΕ και του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα το ανακυκλώσει. Θαρρετά και αποφασιστικά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να διεκδικήσει τη μετωπική συμπόρευση με τρόπο που θα βοηθά τις διαφοροποιήσεις του ρεφορμισμού να ολοκληρώσουν τη ρήξη μαζί του, και όχι να αφήνουν το θετικό τους βήμα μετέωρο.
Τα επόμενα βήματα: νέος γύρος αγώνων και επαναστατική στρατηγική
Πάνω σε ποιά επόμενα βήματα μπορεί να οικοδομηθεί αυτή η συμπόρευση; Το πρώτο βήμα που θα πρέπει να στοχεύσει και να υλοποιήσει η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι ένας νέος γύρος αγώνων απέναντι στην τρικομματική συγκυβέρνηση (κόντρα σε εκτιμήσεις ότι οι αγώνες έχουν τελειώσει, κλπ). Η επιμονή σε νέο γύρο αγώνων δεν είναι “κινηματισμός”, όπως διάφοροι μέσα στην Αριστερά χαρακτηρίζουν οτιδήποτε δεν αφορά την “διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας”. Σήμερα ωστόσο ο νέος γύρος αγώνων δεν μπορεί παρά να είναι πολύ πιο προωθημένος, πρακτικά στοχευμένος και στρατηγικά εξοπλισμένος, μετά την τρίχρονη συσσωρευμένη πείρα του κινήματος.
Στρατηγικός εξοπλισμός σημαίνει, πχ, ξεκαθάρισμα ότι κορύφωση του κινήματος ήταν οι καταλήψεις των Υπουργείων τον Οκτώβρη του 2011 και οι απεργίες διαρκείας στους Δήμους, όχι οι ατελείωτες συζητήσεις στις Συνελεύσεις για το στρατιωτικό σχέδιο “περικύκλωσης της Βουλής”. Στον νέο γύρο απολύσεων από το Δημόσιο που ανοίγεται μπροστά μας, αυτή είναι μια εμπειρία που θα πρέπει να είναι εξαρχής κεκτημένη. Εφαρμοσμένη εργατική ηγεμονία σε μια γειτονιά δεν είναι η δημιουργία κοινωνικού φαρμακείου, αλλά η απεργία του προσωπικού ενός τοπικού νοσοκομείου που κλείνει και που – με τις κατάλληλες πρωτοβουλίες – μπορεί να εξελιχθεί στην Κερατέα ή την Ιερισσό μιας ολόκληρης γειτονιάς ή πόλης. Μπροστά στην επιχειρούμενη διάλυση της υγείας και της παιδείας, η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει να εξασφαλίσει ότι αυτή η εμπειρία δεν θα πάει χαμένη και το κίνημα θα ξεκινήσει απο καλύτερες θέσεις.
Κρίσιμες θα είναι οι μάχες για το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου (νερό, ενέργεια, μεταφορές, κλπ), αλλά και οι μάχες για τις συμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα. Τα διδάγματα των τριών χρόνων δείχνουν ότι τέτοιες μάχες φτάνουν συχνά σε σταυροδρόμια, είτε γιατί οι εργαζόμενοι δοκιμάζουν τη δύναμή τους εξασκώντας μορφές εργατικού ελέγχου είτε γιατί το κράτος αντιδρά κατασταλτικά μέσω επιστρατεύσεων. Επαναστατική πολιτική σήμερα δεν σημαίνει εγκεφαλικά σχήματα επαναστατικής μετάβασης, αλλά την οργάνωση εκείνου του πολιτικού εργαλείου που θα είναι χρήσιμο για τη νίκη των αγώνων αυτών εδώ και τώρα. Μόνον έτσι θα ανοίξει η όρεξη των εργαζόμενων για συνολικότερο έλεγχο της οικονομίας και της κοινωνίας απο τα κάτω, και όχι μέσα από τις αποτυχημένες συνταγές της κυβερνητικής διαχείρισης.
Μέσα σ' έναν τέτοιο γύρο αγώνων, η αντικαπιταλιστική Αριστερά θα πρέπει να κερδίσει στο αντικαπιταλιστικό της πρόγραμμα, κρίκος του οποίου είναι η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, πλατύτερα τμήματα της εργατικής τάξης, που ήταν μέχρι σήμερα επιφυλακτικά και πιο πρόσφατα πίστεψαν στην προοπτική μιας εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια τέτοια προσπάθεια, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να χτίσει τη μετωπική της συμπόρευση με δυνάμεις που αποδεσμεύονται από τον ρεφορμισμό. Αλλά, το σημαντικότερο, μπορεί να οικοδομήσει έναν μαζικό αντικαπιταλιστικό πόλο, μέσα από τον οποίο θα γεννηθεί η επαναστατική Αριστερά που χρειάζεται η εποχή μας. Οι δυνάμεις που στρατεύονται στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα θα δώσουν, μέσα από την ενεργητική τους συμμετοχή στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τον καλύτερο τους εαυτό για την ευδοκίμηση αυτής της προσπάθειας.
Δημοσιεύθηκε στο Σοσιαλισμός από τα Κάτω, Τεύχος 97