- Πέμ, 17/05/2012 - 16:19
Από Κίμωνα Ρηγόπουλο
Εδώ μας θέλω, σύντροφοι Ο Πάνος ήταν ο αριστερός της γειτονιάς. Μακρονησιώτης και μπαρουτοκαπνισμένος, είχε χτίσει φάλαγγα τον φάλαγγα και εξορία την εξορία τον μύθο του. Αυτός, βέβαια, υπηρετούσε μόνο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ιστορία του τόπου του. Ο μύθος του ήταν έργο της γειτονιάς. Ήταν το συλλογικό πόνημα των άλλων. Αχ αυτοί οι άλλοι, που κεντούσαν σταυροβελονιά τα πάθη και τα παθήματα του γείτονα για να συνδέονται δωρεάν- οι τζαμπατζήδες της ιστορίας- με το ανθρώπινο των ανθρώπων. Όταν περνούσε ο Πάνος και χαιρετούσε, μια σκιά δέους απλωνόταν και ένας ψίθυρος διαβρωτικός: τουλάχιστον αυτός είναι ιδεολόγος. Δεν καταλάβαινα, αλλά ένιωθα. Αργότερα, όταν πέρασα από τα κλασσικά εικονογραφημένα στον μαρξισμό χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, ανακάλυψα και την σκοπιμότητα του μύθου. Ο Πάνος δεν ήταν πια μόνο ο Άγιος Γιώργης που σκότωνε το καταραμένο φίδι, αλλά και το πεισματάρικο υποκείμενο της ιστορίας, ο εντολοδόχος της συμπαντικής αρμονίας. Αυτός που διευκόλυνε με τις πράξεις του την επικράτηση της ιστορικής αναγκαιότητας. Έτσι ο Άγιος Γιώργης έγινε Ρόζα, έγινε Λένιν, έγινε Τρότσκι, έγινε Τσε. Και το αίσθημα της ηθικής υπεροχής διαπερνούσε την αριστερή μου συνείδηση για να γονιμοποιήσει τον αγώνα, που χωρίς αυτό θα παρέμενε ισοβίως άνοστος, ισοβίως άγονος, ισοβίως δέσμιος των δυσμενών συσχετισμών. Μετά φτάσαμε αισίως στην μεταπολίτευση και «απαισίως» στα χρόνια της εξαργύρωσης των τίτλων, κίβδηλων και αυθεντικών, από τον μεγάλο αργυραμοιβό, το ΠΑΣΟΚ. Άνθρωποι εξουθενωμένοι, στην «απ’έξω» του συστήματος, άρχισαν να καταθέτουν τα τιμαλφή της συνείδησής τους και αντ’αυτών αποκτούσαν τα καθρεφτάκια της ένταξης σε μια «νομιμότητα» που είχε ακόμα να δώσει. Ο καπιταλισμός παρείχε στους ιθαγενείς αρκεί να υπέγραφαν ευσεβώς στο κομματικό πελατολόγιο. Δοκιμασμένη από την μετεμφυλιακή δεξιά συνταγή, που είχε επιπλέον να δελεάσει με το γαρνίρισμα της αποκατάστασης-ηθικής και οικονομικής- των αγωνιστών της αντίστασης. Τα «περήφανα γηρατειά» του Ανδρέα Παπανδρέου έπαιρναν επιτέλους, σχεδόν άκοπα, την εκδίκησή τους. Η αριστερά αγκομαχούσε να επιβιώσει ως ηθικό αίτημα του εξανθρωπισμού του ανθρώπου κόντρα στο φουσκωμένο ρεύμα της εκτεταμένης συναλλαγής. Αυτό που η κυρίαρχη αριστερά είχε ως ύστατο επιχείρημα, δηλαδή η ΕΣΣΔ, κατέρρευσε εν τω μεταξύ. Το υπαρκτό παράδειγμα ενός άλλου κόσμου για τον οποίον αξίζει κανείς να θυσιαστεί, αποδείχτηκε φούσκα. Το αίσθημα της ηθικής υπεροχής, τσακισμένο από τον σταλινικό πραγματισμό, κατάντησε περίγελως των νικητών, κάτι σαν τα ράκη μιας ουτοπίας αιρετικών. Θυμάμαι ακόμα ένα γιαπάκι του ’90 να έχει στο μπρελόκ του το σήμα της ΕΣΣΔ και να μου το δείχνει ειρωνευόμενος. Σαν να μου έλεγε: ιδού λοιπόν το ταριχευμένο σώμα σου, ανόητε αριστερέ. 2012. Πώς πέρασαν τα χρόνια, ε; Η μεγαλύτερη κρίση, δομική ή όχι, δεν ξέρω, του καπιταλισμού εξοντώνει ανθρώπους. Ένα δαιμονικό εντομοκτόνο στα χέρια τους σκορπάει τον θάνατο. Αλλά είμαστε έντομα; Και αν δεν είμαστε, αν δεν έρπουμε έχοντας εγκαταλείψει την όρθια στάση, τι κάνουμε; Θα σηκωθούμε και θα παλέψουμε. Και η «χρηστική» αριστερά θα αποκτήσει την αξία χρήσης της μόνο αν ξαναγίνει και Άη Γιώργης. Μόνο αν τα «άλματα της ιστορίας» επιχειρηθούν από το εφαλτήριο της ηθικής μας υπεροχής. Μόνο αν ο κομμουνιστής Πάνος της γειτονιάς συναντηθεί στα μαρμαρένια αλώνια με τους απέναντι έχοντας στην φαρέτρα του την ουτοπία του άλλου κόσμου. Ένας κόσμος που διευρύνει την συνείδησή μας τόσο ώστε να τον δικαιούμαστε. Ένας κόσμος όπου ο πολιτισμός του είναι ήδη εγκατεστημένος στις σχέσεις μας. Ένας κόσμος όπου οι «προσωπικότητες της αριστεράς» είναι τα πρόσωπα της αριστεράς. Ένας κόσμος όπου θριαμβεύει η καταχτημένη από τώρα συντροφικότητα. Ένας κόσμος όπου οι καριερίστες της συμφοράς είναι ήδη απολιθώματα. Μπορούμε; Μπορεί να προχωρήσει έτσι η αριστερά; Μπορούμε εμείς να προχωρήσουμε με μια τέτοια αριστερά; Αυτά δεν είναι ρητορικά ερωτήματα. Είναι η ιστορική αναγκαιότητα που βιάζεται να προικίσει τη μοίρα των ανθρώπων με τον σοσιαλισμό των ανθρώπων. Σύντροφοι, ό,τι έγραψα ίσως θεωρηθεί από κάποιους επιλήσμονες του πανανθρώπινου προορισμού μας ως ανεδαφικό, ως λογοτεχνία που φλυαρεί πάνω στα συντρίμια, ως αφ’υψηλού θέαση της «πραγματικής» ζωής. Όμως όταν το έδαφος τρίζει συθέμελα, εμείς, οι επαρκείς σεισμογράφοι, δεν απαντούμε μόνο με το τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι. Δεν αναλύουμε για να αθροίσουμε αλλά για να συνθέσουμε την μελωδία των άνω θρωσκόντων. Καλούμαστε να απαντήσουμε με τους όρους εκείνης της ηθικής που περιέχει το παρόν ως το άνθος του μέλλοντος.
Κίμων Ρηγόπουλος Categories: |