Συμβολή στη συγκρότηση της αντίληψής μας για τα πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα της ανατροπής. [του Δημήτρη Κρίθαρη]

Συμβολή στη συγκρότηση της αντίληψής μας για τα πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα της ανατροπής.

 

1.Γενικά

 

Το κείμενο αυτό δεν έχει συνταχθεί με σκοπό μια «βαθιά» ανάλυση, ούτε της πραγματικότητας που βιώνει ο Ελληνικός λαός σήμερα, αλλά πολύ περισσότερο ούτε παγκόσμια. Δεν έχει σκοπό δηλαδή να κάνει μια βαθυστόχαστη ανάλυση ούτε της καπιταλιστικής κρίσης αλλά ούτε και της διεξόδου από αυτή συνολικά. Θεωρώ ότι μάλλον είναι περισσότερο ανησυχίες και προβληματισμοί του κάθε ανθρώπου, που βλέπει τον εαυτό του στην αριστερά και θέλει να κρατήσει ζωντανό το όραμα μιας άλλης κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα κυρίαρχο στην σκέψη του είναι η προσωπική αξιοπρεπής στάση στη ζωή του και μάλιστα στις σημερινές βάρβαρες συνθήκες διαβίωσης.

Θα ρωτήσει κάποιος: καλά τι σόι αριστερός είναι  αυτός, της ριζοσπαστικής αριστεράς, της κομουνιστικής αριστεράς ή μήπως της επαναστατικής αριστεράς; Αν ψάξουμε σε κείμενα θα βρούμε πολύ περισσότερους προσδιορισμούς της αριστεράς, προσδιορισμούς που πάντα λειτουργούν σε επίπεδο διαφοροποίησης ρευμάτων, παρά αλληλοσυμπλήρωσης ή σύνθεσης. Οι διαφοροποιήσεις είναι πάντα τόσο «βαθιές» όσο και η χαράδρα του Βίκου, ποτάμια, για να μην πω ωκεανοί χωρίζουν τα ρεύματα αυτά.

Η αριστερά πάντα όφειλε και το έπραξε στις μεγάλες στιγμές της, να συνδυάζει τρία στοιχεία. Το πρώτο είναι το όραμα μιας άλλης κοινωνίας με κέντρο τις ανθρώπινες ανάγκες, ενάντια στην βαρβαρότητα που βιώνει ο άνθρωπος του μόχθου στην καθημερινότητα του. Το δεύτερο είναι η πολιτική αποτελεσματικότητα αιτημάτων και στόχων στην καθημερινή δράση, (ενταγμένων σ’ έναν σχεδιασμό τακτικής), αποτελεσματικότητα που μετριέται σε μετατόπιση συνειδήσεων και άρα την δυνατότητα ανάπτυξης σε ανώτερο επίπεδο της πάλης. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί παρά να ενοποιεί τόσο τους εργάτες και το λαό με βάση τα αιτήματα αυτά αλλά και να χτίζει συμμαχίες με άλλα κοινωνικά στρώματα με στόχο την ανατροπή της κυρίαρχης κοινωνικής δομής. Τέλος την ηθική, δηλαδή την προσωπική στάση του κάθε αγωνιστή, την συνέπεια λόγων και έργων, αυτό που λέει ο λαός μας μπεσαλίκι. Τα τρία αυτά στοιχεία μαζί δίνουν μια αριστερά που είναι χρήσιμη στην κοινωνία, μια αριστερά που μπορεί να αλλάζει συσχετισμούς, να έχει νίκες και να φέρνει την ανατροπή πιο κοντά.

Στον αντίποδα όλων των ανωτέρω είναι μια αριστερά είτε περιχαρακωμένη από την κοινωνία, που μπορεί να διατηρεί το όραμα μιας άλλης κοινωνίας στο μαυσωλείο των ιδεών, ως έναν παράδεισο στη μετά θάνατον ζωή (αντί μιας τέτοιας αριστεράς, προσωπικά προτιμώ την εκκλησία ως πιο γνήσιο εκφραστή τέτοιων ιδεών), είτε μια ενσωματωμένη διαχειριστική αριστερά της καθημερινότητας του λαού και των συμφερόντων του, που προσδοκά  την σταδιακή βελτίωση της ζωής του, μια αυταπάτη που στην σημερινή συγκυρία απλά είναι αδύνατον να υπάρξει. Σε κάθε περίπτωση όμως, μια τέτοια αριστερά με όποια από τις πιο πάνω μορφές, είναι άχρηστη για την κοινωνία.

Στην σημερινή λοιπόν βάρβαρη πραγματικότητα για τον καθένα από εμάς και τον λαό, που πολιτικός και φυσικός χρόνος δεν υπάρχει για την επιβίωσή μας, ο διαχωρισμός μεταξύ των διάφορων ρευμάτων, δεν μπορεί να γίνεται με όρους «ιδεολογικούς»  (χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω σε καμιά περίπτωση τον ρόλο της ιδεολογίας),  αλλά με βάση την αποτελεσματικότητα της πολιτικής πρότασης της κάθε δύναμης.

Έτσι το δίπολο που διαμορφώνεται πιο απλά και κατανοητά και τελικά πιο ουσιαστικά είναι: θέλουμε να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας «χρήσιμης» ή μιας «άχρηστης» κοινωνικά αριστεράς.

 

 

2. Το σημερινό επίπεδο πολιτικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

 

Το επίπεδο πολιτικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ  (και δεν μπορούσε να είναι αλλιώς) αποτυπώνεται στις θέσεις για τη 2η Συνδιάσκεψη. Ας δούμε κάποια σημεία, που θεωρώ ότι είναι κεντρικά ή θα όφειλε, στην επιδιωκόμενη οικοδόμηση της πολιτικής συγκρότησης του μετώπου μας.

Στις θέσεις υπάρχει μια εκτεταμένη αναφορά στην κρίση (αίτια – αποτελέσματα) στον ρόλο της Ε.Ε. και της πολιτικής της καθώς και στον δρόμο που το κεφάλαιο επιλέγει για το ξεπέρασμά της, σε παγκόσμιο επίπεδο. Κυρίαρχος άξονας του δρόμου αυτού είναι η ανατροπή της σχέσης κεφαλαίου - εργασίας προς όφελος του κεφαλαίου όπως αναφέρεται, αντιλαμβανόμενοι όμως στις θέσεις περισσότερο την σχέση αυτή, στο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής και όχι και στην πλήρη ιδιωτικοποίηση του συλλογικού πλούτου των εργαζομένων, όπως αυτός στρεβλά ενυπήρχε μέσα από το «κοινωνικό κράτος», αλλά και αγαθών που ήταν εκτός της σφαίρας της αγοράς, τουλάχιστον σε γενικευμένη μορφή (π.χ. Δημόσια γη - χώρος).

Με το ποιο πάνω θέλω να επισημάνω ότι το κεφάλαιο επιλέγει για το ξεπέρασμα της κρίσης, εκτός από την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων, καταστροφή τμήματος παραγωγικών δυνάμεων και κεφαλαίων, και τον δρόμο της οικειοποίησης του δημόσιου πλούτου των λαών όπως αυτός έχει κατοχυρωθεί ή υπάρχει σε κάθε χώρα. Έτσι κεφάλαια που «παρασιτούν» όπως αναφέρουν οι θέσεις, αλλά ακόμα και πλασματικό χρήμα (π.χ.   τα δολάρια στο Ιράκ), μετατρέπονται σε πραγματικές «παραγωγικές αξίες», μέσα από την ιδιωτικοποίηση του συλλογικού πλούτου των εργαζομένων, στον αδυσώπητο κηρυγμένο πόλεμο του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία αλλά και στον μεταξύ του, για την κυριαρχία σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία .

Αυτό γίνεται ακόμα καθαρότερο στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην κρίση στην Ελλάδα.  Μιλάμε για την ανατροπή των υπαρχόντων κοινωνικών δομών στην Ελλάδα, για ένα απελευθερωτικό όραμα, αλλά πουθενά δεν υπάρχει στις θέσεις μνεία για την κατάσταση της αστικής τάξης της χώρας τούτης, στην σημερινή περίοδο εντός οικονομικής κρίσης, (τομείς, κεφάλαια, επίπεδο ανάπτυξης, εθνικό ή διεθνικό και σχέση του, σχέση του κεφαλαίου με το κράτος και επίπεδο εμπλοκής κ.λ.π.). Ταυτόχρονα αφού απουσιάζει η όποια μνεία για τα πιο πάνω, είναι ευνόητο ότι δεν υπάρχει και σχολιασμός της τακτικής της αστικής τάξης της χώρας μας για την διέξοδο από την κρίση. Τα 11 σημεία στην 17 παράγραφο σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εκφράσουν τα πιο πάνω, τόσο σε όλο το εύρος της έντασης της εκμετάλλευσης της εργασίας αλλά πολύ περισσότερο στην σχέση του εθνικού κεφαλαίου με το διεθνές και τους τομείς ανάπτυξης τους, καθώς και το μοντέλο που προτάσσουν σε αυτούς.

Δεν γνωρίζω τις απαντήσεις σε όλα τα πιο πάνω ερωτήματα, όμως είναι σίγουρο ότι σ/φοι που έχουν ασχοληθεί με τα οικονομικά, έχουν αρκετά στοιχεία που μπορούν να εξαχθούν ενδιαφέροντα συμπεράσματα (υπάρχει όμως ο προσανατολισμός;). Θεωρώ όμως ότι μια γενική εικόνα μπορούμε να έχουμε.   

Βασικός όρος ανάπτυξης της κερδοφορίας, όπως είναι κοινά αποδεκτό, είναι η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας του εργαζόμενου. Στις σημερινές συνθήκες που η ανεργία και η επισφαλής και κακοπληρωμένη εργασία (των 300€/μήνα) φτάνει τουλάχιστον το 50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, η έννοια της αύξησης αυτής φτάνει σε νέα ποιοτικά επίπεδα. Δεν θα αναφερθώ εδώ στην παρουσίαση και στην κριτική μας για αυτά (συμβάσεις, εργασιακά δικαιώματα, μισθοί, ωράρια εργασίας, σχέσεις εργασίας κ.λ.π.) τόσο γιατί έχουμε γράψει στα κείμενα μας πολλά αλλά και γιατί συμφωνώ με αυτά. Όμως δεν είναι αυτοσκοπός μόνο αυτά και έτσι δεν μπορεί να είναι το μόνο στοιχείο που βάζουμε στο στόχαστρο. Αφού εξωθούν μια κοινωνία στην εξαθλίωση, τότε  μπορούν να καρπωθούν τον δημόσιο – συλλογικό πλούτο των εργαζομένων, και μάλιστα για να γίνει αυτό, η κοινωνική εξαθλίωση είναι όρος. Ταυτόχρονα στο βαθμό που ο πλούτος αυτός ενταχθεί σε παραγωγική διαδικασία, σε δεύτερο χρόνο, η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας του εργαζόμενου και η κοινωνική εξαθλίωση είναι όρος για ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία του κεφαλαίου.

Τι εννοούμε όμως με τον όρο συλλογικό πλούτο των εργαζομένων; Ο όρος αυτός εκφράζει είτε φυσικά αγαθά που στο προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού ήταν γενικά αποδεκτό ότι ήταν εκτός της σφαίρας της αγοράς, τουλάχιστον σε γενικευμένη μορφή, είτε τομείς παραγωγικών διαδικασιών και υπηρεσιών, που τις διαχειριζόταν το εθνικό κράτος με βάση τον ρόλο του σε προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού.

Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται αγαθά όπως:

  • Το νερό. Η ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΔΑΘ οδηγεί στον έλεγχο των υδατικών πόρων που καλύπτει τις ανάγκες 7εκατομμυρίων περίπου κατοίκων της χώρας τούτης, (ας προσθέσουμε στο συλλογισμό μας ότι το νερό σε περιοχές του πλανήτη είναι πιο ακριβό από το πετρέλαιο). Ταυτόχρονα υπάρχει σχεδιασμός για την μέτρηση και πληρωμή τέλους άρδευσης γεωργικών εκτάσεων, βάση κατανάλωσης, στα πηγάδια και γεωτρήσεις που ο κάθε αγρότης άνοιγε στο χωράφι του, με δικά του έξοδα.
  • Η ιδιωτικοποίηση των Ελληνικών αλυκών είναι άλλο ένα τέτοιο παράδειγμα (το θαλασσινό αλάτι είναι είδος πολυτελείας και δεν παράγεται οπουδήποτε, ενώ γενικά είναι απαραίτητο για τη ζωή).
  • Η δημόσια γη. Το αίτημα της διανομής της, που δεν εκπληρώθηκε ποτέ από το 1821 έως σήμερα, θα γίνει σήμερα με όρους ξεπουλήματος προς τους δανειστές μας, αλλά και το ντόπιο κεφάλαιο – βλ. επισυναπτόμενο κείμενο.
  • Ο ήλιος και ο αέρας για ενεργειακή αξιοποίηση

Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται παραγωγικές διαδικασίες και υπηρεσίες όπως:

  • Ενέργεια (Αέριο, Πετρέλαιο, ΔΕΗ, ανανεώσιμες πηγές, απορρίμματα)
  • Ορυκτός πλούτος
  • Τηλεπικοινωνίες
  • Μεταφορές (λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμοι)
  • Εκπαίδευση
  • Υγεία

 

Τα πράγματα όμως είναι ακόμα χειρότερα απ’ ότι φαίνονται. Τα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι συγκεκριμένα επιχειρηματικά λόμπι σε συνεργασία με τμήμα της ντόπιας αστικής τάξης θα καρπωθούν τον πλούτο αυτό. Έτσι συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα Γερμανικής κύρια προέλευσης θα καρπωθούν τον τομέα της ενέργειας, Γαλλικά τις υπηρεσίες (βλ. νερά), ενώ Ολλανδοί θα ασχοληθούν με το Real Estate (βλ. εξαγορά της ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε., προχωρώντας  έτσι σε «καθετοποίηση της παραγωγής» ). Το χώρο του φαρμάκου και των υγειονομικών προμηθειών θα τον καρπωθεί Ισραηλινή εταιρεία, ενώ τέλος τον ορυκτό πλούτο μάλλον ο νικητής του παιχνιδιού. Ο κατάλογος είναι ακόμα μακρύς, αυτό που όμως είναι σίγουρο είναι ότι οι πρώτες επαφές και οι καταρχήν συμφωνίες έχουν κλίσει, απομένουν βέβαια οι εσωτερικές τους αντιθέσεις και οι τελικές υπογραφές.

Γιατί όμως η ντόπια αστική τάξη συμφωνεί με την διαδικασία αυτή; Θα μπορούσε να καρπωθεί η ίδια τον πλούτο αυτό μόνη της αφού αυτή κυβερνά; Την δυνατότητα αυτή την έδωσε η περίοδος που βιώνουμε σήμερα. Το ντόπιο κεφάλαιο υποτασσόμενο, στο κυρίαρχο Ευρωπαϊκό ή πολυεθνικό και σε αγαστή συνεργασία μαζί του παραχωρεί τμήμα της κυριαρχίας του με σκοπό την δική του παραπέρα ανάπτυξη, σ’ ένα διευρυμένο κύκλο οικονομικών δραστηριοτήτων, συνοδοιπορώντας με όποιο κομμάτι επιλέξει, ενώ τμήμα του μπορεί και να καταστραφεί στην πορεία αυτή. Η αντιφατική αυτή διαδικασία, δηλαδή τόσο οι συγκρούσεις μεταξύ μερίδων του κεφαλαίου, αλλά και η πιθανότητα καταστροφής τμήματός του στα πλαίσια του μεταξύ τους ανταγωνισμού, είναι η υλική βάση για την ύπαρξη πολιτικών επιλογών σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση σε σχέση με τις σημερινές επιλογές του κεφαλαίου. Ας θυμηθούμε αρθογραφίες σε οικονομικές εφημερίδες πριν από ενάμιση χρόνο που μίλαγαν για την αναγκαία στροφή στην εξωτερική μας πολιτική προς τον Αγγλοσαξονικό – Αμερικάνικο άξονα, που πρέπει να γίνει. Αναφέρανε ότι οι βορειοευρωπαίοι ποτέ δεν ήταν συμμάχοι μας ιστορικά και τέλος, ότι στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να δούμε μια Μεσογειακή ένωση με σύνδεση του νομίσματός της με το δολάριο.

Σε ιδεολογικό – πολιτικό επίπεδο, το κεφάλαιο προσπαθεί να πείσει τον λαό ότι η ιδιωτικοποίηση όλων αυτών των πλουτοπαραγωγικών πηγών και υπηρεσιών, θα οδηγήσει σε παραγωγική ανασυγκρότηση, νέες θέσεις εργασίας και τελικά έξοδο από την κρίση. Ο εξαθλιωμένος λαός, αυτός που είναι δύο χρόνια άνεργος, θα οδηγηθεί να πει: ας τα πουλήσουμε όλα αρκεί να βρω μια θέση εργασίας ακόμα και με 400€ το μήνα… (Δείτε λίγο τη Χαλκιδική, μήπως η συνολική εικόνα θυμίζει λίγο 1946;). Δεν διαμορφώνει λοιπόν η αστική τάξη με το ιδεολόγημα αυτό τους ιδεολογικούς όρους (οι υλικοί είναι η καθημερινή εξαθλίωση), για την νέα επέλαση προς το μέλλον;

Η κριτική στο μοντέλο αυτό οφείλει να είναι ένα από τα κεντρικά στοιχεία στην πολιτική μας παρέμβαση. Τι είδους οικονομία μπορεί να οικοδομηθεί προς όφελος των εργαζομένων, όταν όλα αυτά είναι στα χέρια του κεφαλαίου; Πως μπορεί να καρπωθεί τον πλούτο της χώρας του ο εργαζόμενος; Υπάρχει δυνατότητα ανεξάρτητης πολιτικής «εθνικής» ή οικονομικής, της Ελλάδας με αυτόν όλο τον πλούτο στα χέρια  του διεθνούς ή ντόπιου κεφαλαίου; Ταυτόχρονα, αυτός είναι ο δρόμος για την παρουσίαση στο σήμερα ενός διαφορετικού δρόμου, μιας άλλης πολιτικής που θα οδηγεί στην ανατροπή του σημερινού κοινωνικού status. Αυτό όμως θα αναφερθεί εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο.

 

Επίσης μιλάμε για την εργατική τάξη και την ενοποίηση της αλλά δεν υπάρχει πουθενά ανάλυση της διαστρωμάτωσης της Ελληνικής κοινωνίας μέσα στην κρίση. Ποια είναι η εργατική τάξη σήμερα και πια τα χαρακτηριστικά της;  Σε τι κατάσταση βρίσκονται τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα και σε ποια βάση και με τι αιτήματα είναι δυνατή η συμμαχία μαζί τους;  (μικροκαλλιεργητές, εργάτες γης, αυτοαπασχολούμενοι κ.λ.π.).  Μέσα από ποιους δρόμους και τρόπους ριζοσπαστικοποιήται σήμερα ο εργαζόμενος και ο νέος, μέσα από ποιους δρόμους διαμορφώνει συνείδηση και πως είναι δυνατόν να προσεγγίσει το όραμα μιας άλλης κοινωνίας στο σήμερα; Τα πιο πάνω ερωτήματα είναι η  βάση για τη χάραξη μιας μετωπικής πολιτικής όπως γράφουν οι θέσεις, για τη διαμόρφωση του μετώπου ρήξης και ανατροπής .  Πώς λοιπόν θα χαραχθεί μια τέτοια πολιτική;

 

Η ανυπαρξία ενός τέτοιου προβληματισμού θα πρέπει να ερμηνευτεί. Είτε λοιπόν δεν τολμάμε να ανοίξουμε τη συζήτηση για θέματα που μπορεί και να διαφωνήσουμε ακόμα και με μορφή παράλληλων κειμένων, είτε δεν θεωρούμε άξια σημασίας τα σημεία αυτά. Όποια από τις δύο πιο πάνω εκδοχές και να επιλέξουμε όμως, καταδικάζουμε την πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να είναι ατροφική και ανίσχυρη.

 

 

3. Το Πολιτικό μεταβατικό πρόγραμμά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

 

Φτάνοντας με τις ελλείψεις αυτές στο επίπεδο της πολιτικής πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα περιλαμβάνει τους ελάχιστους ικανούς και αναγκαίους όρους χάραξης μιας άλλης πολιτικής:

  • Η άμεση και μονομερής καταγγελία των μνημονίων και η εκδίωξη της τρόικα .
  • Η διαγραφή του χρέους με άμεση στάση πληρωμών στους πιστωτές, η απόσπαση τμήματος από τα κέρδη με αυξήσεις στους μισθούς και με ριζικά αυξημένη φορολογία στο κεφάλαιο, η δέσμευση κεφαλαίων από τις πολυεθνικές και τους μεγιστάνες του πλούτου από ένα εθνικοποιημένο και εργατικά ελεγχόμενο τραπεζικό σύστημα είναι η μόνη απάντηση για το πού θα βρεθούν τα λεφτά για τις εργατικές διεκδικήσεις.
  • Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι αναγκαίος όρος για ν’ απαλλαγούμε από τη θηλιά του χρέους και των δανειακών συμβάσεων.
  • Η εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που κλείνουν και απολύουν, με εργατικό – λαϊκό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση για τους εργοδότες, είναι αίτημα που δυναμώνει την πάλη των εργαζόμενων, και αδυνατίζει την μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία.
  • Ο εργατικός έλεγχος δεν προβάλει σαν αίτημα στο τέλος του δρόμου της σύγκρουσης με το κεφάλαιο και τους μηχανισμούς του, αντίθετα είναι προϋπόθεση για να ξεκινήσει το κίνημα να επιβάλει τις δικές του λύσεις, ν’αντισταθεί στις αφόρητες πιέσεις που θα δεχτεί από την κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα και διεθνώς και ν’ ανοίξει την νικηφόρα προοπτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

 

Οι υπόλοιποι 4 άξονες δεν είναι τίποτα άλλο  από γενικές αρχές.

 

Το πρόγραμμα λοιπόν αυτό, δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα όραμα διεξόδου από την κρίση στα μάτια του εργαζόμενου σήμερα που συνθλίβεται μέσα στη βάρβαρη επίθεση που δέχεται. Δεν περιλαμβάνει και δεν είναι δηλαδή η άλλη πολιτική στην καθημερινότητά του. Πλατιά στρώματα σήμερα του λαού και των εργαζομένων (πολύ περισσότερα πάντως από την εκλογική μας δύναμη), μπορεί να συμφωνήσουν μαζί μας ότι η πολιτική των μνημονίων είναι αδιέξοδη, ότι η Ε.Ε. και το κεφάλαιο σ’ αυτή, οδήγησαν την Ελλάδα στην σημερινή ζοφερή πραγματικότητα, ότι τους τραπεζίτες τους έχουμε χρυσοπληρώσει τόσο πολύ που κανονικά το σύνολο του τραπεζικού συστήματος σήμερα στην χώρα θα έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια των εργαζομένων. Μπορεί ακόμα και να συμφωνήσουν, ότι πιθανά να έπρεπε θεωρητικά να αποχωρήσουμε σήμερα από μια τέτοια Ε.Ε. και την Ευροζώνη με την κοπή δικού μας νομίσματος, όμως δεν μπορούν να βρουν τον δρόμο για να γίνει αυτό. Με ποια πολιτική δηλαδή, θα μπορούσε να ορθοποδήσει η Ελληνική οικονομία προς όφελος των εργαζόμενων και του λαού. Πολλοί λοιπόν ενώ θεωρητικά μπορεί να συμφωνήσουν μαζί μας, πρακτικά θα σου πουν ότι αυτά δεν μπορούν να γίνουν, γιατί το κεφάλαιο θα σε πατήσει.. Έτσι ένας μεσοβέζικος, ρεφορμιστικός δρόμος φαντάζει πιο πραγματικός. Η πολιτική ουτοπία του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή φαντάζει στα μάτια τους πιο ρεαλιστική, από την μόνη πραγματική και σε καμία περίπτωση εύκολη, διέξοδο που προτείνουμε εμείς. Με τον τρόπο αυτό το ιδεολογικό μοντέλο «ανάπτυξης» του κεφαλαίου, που αναφέρθηκε πιο πάνω είτε με την λογική του μνημονίου, είτε με την ρεφορμιστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, νομιμοποιείται στη συνείδηση του κόσμου. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η αποδόμηση στη συνείδηση του κόσμου του μονόδρομου των μνημονίων, είτε με την πολιτική της τρικομματικής, είτε με τις ουτοπικές - ρεφορμιστικές πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ περνά εκτός των άλλων και από την ανίχνευση της άλλης πολιτικής, του δρόμου αν θέλετε οικοδόμησης ενός άλλου οικονομικού – παραγωγικού μοντέλου ανασυγκρότησης της Ελληνικής οικονομίας.

Η ανίχνευση του δρόμου για την έξοδο από την κρίση δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη με το πρόταγμα του οράματος μας μιας άλλης κοινωνίας των ελεύθερα συνεταιριζόμενων παραγωγών. Με τον τρόπο αυτό μετατρεπόμαστε στην θρησκευτικού τύπου αριστερά που αναφέρθηκε στην αρχή. Δεν μπορεί να είναι επίσης, μια σειρά διαχειριστικού τύπου μεταριθμήσεις, σε μια σταδιακή και αέναη πορεία προς ένα ιδεατό μέλλον. Δεν θέλουμε να είμαστε μια άχρηστη κοινωνικά αριστερά. Θα πρέπει να συγκροτηθεί ένα μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα που θα περιέχει όχι μόνο τους όρους άσκησης μιας άλλης πολιτικής αλλά και την άλλη πολιτική. Θα πρέπει δηλαδή να περιγράφει   άξονες της παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας σε βασικούς τομείς όπως, στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, κρίσιμο ζήτημα που αφορά το πως θα ταϊστεί ο λαός, ενέργεια, βασικούς παραγωγικούς κλάδους, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, σε επίπεδο βασικών υπηρεσιών όπως υγεία και παιδεία και τέλος ανασυγκρότηση του Δημόσιου Τομέα. (Δεν νομίζω ότι είναι αναγκαίο να εξηγηθεί γιατί επιλέγονται οι συγκεκριμένοι άξονες). Όλο αυτό το πρόγραμμα δεν μπορεί παρά να οικοδομηθεί σε αντίθεση και στον αντίποδα των επιλογών της αστικής τάξης, για το ξεπέρασμα της κρίσης προς όφελός της. Αν λοιπόν το κεφάλαιο συνολικά αναδιοργανώνει τόσο τις παραγωγικές σχέσεις αλλά και τις παραγωγικές δυνάμεις και το κράτος προς όφελός του, με τον ίδιο τρόπο οφείλει να απαντήσει η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι και ο λαός ακόμα και στο επίπεδο του μεταβατικού προγράμματος.

Προφανώς δεν μπορούμε να έχουμε σήμερα το κυβερνητικό πρόγραμμα μιας Λαϊκής εξουσίας. Μπορούμε όμως να έχουμε ένα σύνολο αιτημάτων πλατιά κατανοητών, που να απαντούν στις σημερινές ανάγκες των εργαζόμενων και  να σε βγάζουν έξω από τα όρια τούτης της κοινωνίας, να εμπεριέχουν δηλαδή τα στοιχεία μιας άλλης εξουσίας. Ας σημειώσουμε εδώ ότι από την πρώτη φορά που το μεταβατικό πρόγραμμα εμφανίστηκε στις θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι την έκδοση των σημερινών θέσεων της ΚΣΕ, δεν έχει γίνει κανένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.

Το σύνολο των αιτημάτων αυτών από την μία θα ισχυροποιεί τις θέσεις μας για τους ικανούς και αναγκαίους όρους άσκησης μιας άλλης πολιτικής – τα σημεία που σήμερα μπαίνουν στο μεταβατικό πρόγραμμα και αναφέρονται παραπάνω, ενώ από την άλλη θα είναι αιτήματα γύρω από τα οποία θα μπορεί να συγκροτείται τόσο η εργατική τάξη αλλά και ένα πλατύ κοινωνικό μέτωπο, αναγκαίο για την όποια ανατρεπτική πολιτική λύση, στη βάση ενιαίων συμφερόντων άμεσα αντιληπτών. Τα κοινωνικά μέτωπα δεν χτίζονται στην βάση της αλληλεγγύη αλλά σε επίπεδο κοινών συμφερόντων. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανυπαρξία ανάλυσης ή πολιτικής συμφωνίας για την  κοινωνική διαστρωμάτωση της Ελληνικής κοινωνίας που προαναφέρθηκε, δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στην διαμόρφωση του κοινωνικού μετώπου αλλά και την ανάδειξη των κατάλληλων αιτημάτων – στόχων για την συγκρότηση του. Η εργατική τάξη δηλαδή με ποια κοινωνικά στρώματα μπορεί ή πρέπει να συμμαχήσει και γύρω από ποια αιτήματα;

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αγροτική παραγωγή. Πάνω από τα 2/3 της τελικής τιμής του προϊόντος στον καταναλωτή είναι το κέρδος των μεσαζόντων (σε μερικά είδη φτάνει και το 1400%). Αυτό είχε σαν συνέπεια ακόμα και προ κρίσης τμήματα μικρών και μεσαίων παραγωγών δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους και έτσι τα εγκατέλειπαν. Την ίδια στιγμή σήμερα, ο άνεργος στην πόλη δεν μπορεί να αγοράσει το προϊόν. Το ερώτημα είναι λοιπόν το εξής : είτε αποδέχεσαι την ελεύθερη αγορά, είτε βάζεις αίτημα διατίμησης των προϊόντων  (ελάχιστη τιμή στον παραγωγό – μέγιστη τιμή στον καταναλωτή) ή ακόμα και κατάργηση του μεσάζοντα με κριτήριο από την μία την προστασία της μικρής και μεσαίας αγροτιάς (δηλαδή ο αγρότης να μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς από την εργασία του), και από την άλλη την δυνατότητα επιβίωσης με αξιοπρέπεια του εργαζόμενου.

Το σύνολο των εργατικών αιτημάτων και της αναδιανομής του πλούτου όπως σωστά μπαίνει σήμερα από το εργατικό κίνημα, θα πρέπει να εντάσσεται σε αυτήν την παραγωγική διαδικασία. Μόνο έτσι γίνεται αντιληπτό για παράδειγμα το αίτημα της κατάργησης των απολύσεων, αφού σήμερα  δεν έχει κανένα νόημα, σε μια μεσαία ή και μικρή επιχείρηση που κλίνει.

Θα πρέπει να περιλαμβάνει τέλος την περιγραφή του τρόπου άσκησης της εξουσίας, με ενίσχυση της δημοκρατίας και εργατικό έλεγχο.

Θα μπορούσε κάποιος να συμφωνήσει στην αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τέτοιου προγράμματος και να ισχυριστεί ότι δεν είναι δυνατή η σύνταξή του αυτή τη στιγμή, θέτοντας το υπαρκτό ερώτημα ποιος θα το κάνει.

Η σύνταξη ενός τέτοιου προγράμματος θα έπρεπε να γίνει από τις κλαδικές οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπου όμως, λόγω απίστευτης «ολιγωρίας», που εξηγείται μόνο λόγω ύπαρξης πολιτικών διαφωνιών για την συγκρότησή τους, παρότι υπάρχει απόφαση για αυτό, δεν υπάρχουν ακόμα. Εκεί σε ζωντανή σχέση με τον κόσμο που αγωνίζεται, μέσα σε διαδικασίες κινήματος και με πλούσια συζήτηση στο εσωτερικό των οργανώσεων θα μπορούσαν να συνταχθούν βασικοί άξονες ανά χώρο ενός τέτοιου προγράμματος, που δεν θα ήταν ιδεολογισμοί συμβουλίων σοφών. Στους χώρους αυτούς συγκροτούνται τα κοινωνικά μέτωπα και αυτά βγάζουν τα αιτήματά τους. Στους  χώρους αυτούς, γίνονται και τα πρώτα αναγκαία βήματα συγκρότησης των πολιτικών μετώπων. Αυτή όμως δεν είναι όλη η αλήθεια. Ακόμα και σε χώρους που είχαμε κινήματα και δραστηριοποιήθηκαν δυνάμεις μας όπως στην υγεία και την εκπαίδευση, ευαίσθητοι τομείς στην Ελληνική κοινωνία, στο μεταβατικό πρόγραμμα στις θέσεις δεν συμπεριλαμβάνεται τίποτα από τα αιτήματα που ανάδειξαν οι χώροι αυτοί. Τείνω λοιπόν να θεωρήσω ότι η μη ύπαρξη μιας τέτοιας λογικής στην σύνταξη του μεταβατικού προγράμματος μάλλον είναι θέμα πολιτικής αντίληψης δυνάμεων εντός του μετώπου μας (με τον όρο δυνάμεις δεν φωτογραφίζω σε καμιά περίπτωση τις οργανώσεις).

 

Το επόμενο καθοριστικό ερώτημα το οποίο δεν απαντάται με σαφήνεια από τις θέσεις είναι το ποιος θα εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Συμφωνώντας με την θέση ότι σήμερα δεν μπορεί να μπαίνει μια λογική «Αριστερής προοδευτικής, κυβέρνησης»  τύπου  ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υποχρεωτικά πρέπει να βάλεις το ζήτημα της εργατικής εξουσίας και της επανάστασης, θα πρέπει να προσέξουμε να μην μετατραπούμε πάλι σε μια θρησκευτικού τύπου αριστερά της μετά θάνατον ζωής. Το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί δυνητικά να επιτελέσει δύο ρόλους. Στο μεν πρώτο, μπορεί απλά να συσπειρώσει τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα επιτρέψουν την επαναστατική ανατροπή της σημερινής κοινωνίας παίρνοντας την εξουσία από μια κυβέρνηση «ταξικής συνεργασίας»  όπως αναφέρουν οι θέσεις. Μπορεί όμως να είναι και το πρόγραμμα μιας μεταβατικής κυβέρνησης μικρού χρονικού ορίζοντα, που θα ανοίξει το δρόμο για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Το βασικό λοιπόν δεν είναι να φτιάχνουμε σενάρια και να ξορκίζουμε την συμμετοχή σε κυβερνήσεις. Η μη ενσωμάτωση και η επαναστατική προοπτική εξασφαλίζεται τόσο μέσα από τον χαρακτήρα του μεταβατικού προγράμματος, αλλά και από το πολιτικό μέτωπο που έχεις συγκροτήσει με βάση το πρόγραμμα αυτό.

 

 

4. Το Πολιτικό Μέτωπο για την ρήξη και την ανατροπή.

 

Έτσι λοιπόν ανοίγει το κεφάλαιο των πολιτικών συμμαχιών και της διαμόρφωση του πολιτικού μετώπου για την κοινωνική ανατροπή, ενός μετώπου  αναντίρρητα αναγκαίου για την όποια πολιτική εξέλιξη. Βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη ενός τέτοιου μετώπου είναι η ύπαρξη ή ακόμα και η συνδιαμόρφωση του μεταβατικού προγράμματος που προαναφέρθει, με όλα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει όπως παρουσιάστηκαν, ως πλατφόρμα συμφωνίας και κοινής δράσης. Ενός προγράμματος που θα βγει μέσα από την κοινή δράση. Θα πρέπει δηλαδή να μεταφερθεί η συζήτηση στο επίπεδο της συγκρότησης όχι μόνο των όρων διαμόρφωσης μιας άλλης πολιτικής αλλά και της άλλης πολιτικής. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα να ισχυρίζεσαι   ότι μπορείς να ακολουθήσεις πολιτική ενάντια στις αγορές για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών των εργαζομένων, στα πλαίσια της Ε.Ε.. Αν πείσεις για το πρώτο, τον λαό πρώτα απ’ όλα, τότε το δεύτερο (η έξοδος από την Ε.Ε.) είναι επακόλουθο συμπέρασμα.

Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη δηλαδή, από την διαδικασία συγκρότησης του κοινωνικού μετώπου. Απαραίτητο λοιπόν είναι όχι μόνο το άνοιγμα της συζήτησης στους εργασιακούς χώρους και στις γειτονιές στα πλαίσια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και μεταξύ των οργανώσεων που θέλουν να μπουν σε μια τέτοια διαδικασία, καθώς και των ανεξάρτητων αριστερών ανθρώπων. Όλων αυτών που πέρασαν (και είναι χιλιάδες), από οργανώσεις της κοινοβουλευτικής ή και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και που αποχώρησαν γιατί διαφώνησαν με τους πολιτικούς τους χώρους, ενώ κράτησαν μια αξιοπρεπή στάση στην προσωπική τους ζωή.  Όλους αυτούς τους αριστερούς που δεν εντάχθηκαν ποτέ σε οργανώσεις, κρατάν ζωντανό όμως το όραμα της ανατροπής και αναζητούν μια λύση σε συλλογική βάση.  Τους χιλιάδες παλιούς συντρόφους και φίλους μας, που τους συναντήσαμε στις μεγαλειώδης διαδηλώσεις του λαού μας το προηγούμενο διάστημα και έψαχναν ένα μπλοκ για να ακολουθήσουν. Η συνεισφορά των οργανώσεων και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είναι να βοηθήσει στην συνεύρεση όλου αυτού του κόσμου. Θα πρέπει δηλαδή τόσο κεντρικά αλλά και ανά περιοχή, οι οργανώσεις της αριστεράς που κινούνται σε μια τέτοια κατεύθυνση και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να οργανώσουν την συζήτηση και την δράση του κόσμου τόσο στην λογική διαμόρφωσης του κοινωνικού αλλά και του πολιτικού μετώπου που είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την όποια ανατρεπτική, επαναστατική διαδικασία.

Στόχος δηλαδή δεν μπορεί να είναι άλλος, από την κοινή δράση, τη συγκρότηση συλλογικοτήτων και δομών αυτοοργάνωσης των εργαζομένων και του λαού όπως αναφέρουν οι θέσεις, και τέλος η συγκρότηση ενός μεταβατικού προγράμματος όπως προαναφέρθει. Η αυτοτελής δράση και παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλο αυτό το εγχείρημα όχι μόνο είναι απαραίτητη αλλά και επιβεβλημένη.

Είναι πραγματικά άδικο το πολιτικό σχεδιασμό για την συγκρότηση του πολιτικού μετώπου όπως προανέφερα, να τον  υποβιβάζουμε στα πλαίσια μιας εκλογικής συνεργασίας ή ακόμα χειρότερα την μετωπική πολιτική να την συζητάμε με βάση τον κατάλογο των ομιλητών σε μια εκδήλωση. Δεν νομίζω ότι μια τέτοια αντιμετώπιση  μας  αξίζει.

Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει μια οργανωτική δομή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πολύ διαφορετική από αυτό που έχουμε σήμερα. Προϋποθέτει δηλαδή συγκρότηση των οργανώσεων ανά κλάδο εργασίας και ανά περιοχή, οργανώσεις που δεν θα δρουν ως απλή συγκόλληση πολιτικών φορέων, που θα έχουν εσωτερική ζωή, αποφασιστικό και επιτελικό ρόλο στη χάραξη γραμμής στον χώρο ευθύνης τους. Προϋποθέτει ακόμα και μια εσωτερική δομή από την ΚΣΕ έως τις τοπικές ή κλαδικές οργανώσεις. Αυτές είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις για να έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυτοτελή δυνατότητα παρέμβασης στο πλαίσιο ενός τέτοιου πολύμορφου μετώπου χωρίς να φοβάται την διάχυση μέσα σε αυτό. Ταυτόχρονα είναι και ο μόνος δρόμος για πραγματική πολιτική παρέμβαση στις γειτονιές και στους χώρους ευθύνης της κάθε οργάνωσης, παρέμβασης που δεν θα έχει καμπανιακό χαρακτήρα (3 εκδηλώσεις ανά εξάμηνο, 3 συνελεύσεις, και 10 μοιράσματα κεντρικών προκηρύξεων). Πρέπει να θέλουμε η κάθε οργάνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μπορεί να δημιουργεί γεγονότα στον χώρο της να παρεμβαίνει σε ότι αφορά τη ζωή των εργαζομένων του λαού και της νεολαίας, είτε στο χώρο εργασίας, είτε στη γειτονιά. Με τον τρόπο αυτό να διαμορφώνει γραμμή για το χώρο της. Χαρακτηριστικό και πρόσφατο παράδειγμα είναι η εκπαίδευση. Στο χώρο αυτό λέμε από την  αρχή του χρόνου ότι υπάρχει αναταραχή, τι όμως ακριβώς γίνεται, τι μέτρα προωθούνται, υπάρχει χώρος και αντικείμενο ουσιαστικής παρέμβασης, και με τι γραμμή εμείς πάμε, δεν έχει συζητηθεί ποτέ. Πως λοιπόν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα κάνουμε παρέμβαση σοβαρή;

Μπορεί όλος αυτός ο προβληματισμός να φαντάζει μεγαλεπήβολα σχέδια επί χάρτου στα μάτια κάποιων. Ο πολιτικός και φυσικός χρόνος για να είμαστε πολιτικά «χρήσιμη» αριστερά  για την κοινωνία και τον λαό μικραίνει. Ο χρόνος δεν περιμένει τις δικές μας συζητήσεις, ζυμώσεις, και προθέσεις για παρέμβαση και τελικά την όποια δράση. Ο χρόνος μετριέται με το χρόνο ανεργίας, με τα λεφτά που μπαίνουν στο σπίτι, με το γάλα που λείπει στο παιδί, με το ψωμί που δεν υπάρχει στο τραπέζι, το κρύο τον χειμώνα. Ο χρόνος μετρά με τις ανάγκες που δεν μπορεί να εκπληρώσει η κάθε οικογένεια, και με τα όνειρα που γκρεμίζονται. Η αγωνία και οι προβληματισμοί που υπάρχουν στις σελίδες αυτές είναι αν μπορούμε να κάνουμε μαζικά πολιτική για τα συμφέροντα του κάθε εργαζόμενου και τις ανάγκες του στο σήμερα ψηλαφίζοντας ένα δρόμο. Είτε λοιπόν θα βρούμε αυτόν το δρόμο σήμερα, είτε η ζωή η ίδια, ο άνεργος, ο εργαζόμενος ή ο νέος θα μας προσπεράσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

 

 

1. Γενικά

 

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μία προσπάθεια καταρχήν παρουσίασης κάποιον στοιχείων και ανάλυσης, της τακτικής του κεφαλαίου την τελευταία δεκαετία ως σήμερα γύρω από την διαχείριση και αξιοποίηση της γης. Είναι μια προσπάθεια επίσης χάραξης μιας αντίληψης, αιτημάτων και στόχων για το θέμα αυτό, στα πλαίσια ενός αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος. Τα αιτήματα - στόχοι  αυτά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν  στόχους ενός κινήματος και ενός κοινωνικού μετώπου μεταξύ εργαζόμενων και παραγωγών. Μια γέφυρα μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Προφανώς μπορεί κάποια από τα επιμέρους αιτήματα, να θέλουν τροποποίηση, συμπλήρωση ή και να απορριφθούν. Είναι θέμα συζήτησης σε μία ζωντανή διεργασία εντός ενός κινήματος, σε μια προσπάθεια συγκρότησης ενός κοινωνικού μετώπου. Η αξία αυτού του κειμένου – αν έχει – έγκειται στην διαμόρφωση περισσότερο μιας αντίληψης για την διαμόρφωση μιας πραγματικά ανατρεπτικής πολιτικής παρέμβασης με βάση υπάρχουσες ανάγκες στο σήμερα, σε ότι αφορά το ζήτημα της γης και συνεπακόλουθα και της αγροτικής παραγωγής. 

 

 

2. Η κατάσταση έως το 2004

 

Γενικά η γη στην Ελλάδα ήταν ένας τομέας κερδοφορίας, μάλλον παρασιτικών στρωμάτων της Ελληνικής αστικής τάξης. Η κερδοφορία τους σε πρώτο στάδιο αφορούσε την οικειοποίηση δημοσίων εκτάσεων και την μεταπώλησή, στον τομέα του Real Estate δηλαδή, όπως έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε τα τελευταία χρόνια τους μεταπράτες γης. Σε δεύτερο χρόνο αφορούσε πιο παραγωγικά τμήματα του κεφαλαίου με οικοδομικές δραστηριότητες, του κατασκευαστικού κεφαλαίου. Η κατασκευή, είτε ατομική επί μικρών κλήρων, είτε με μορφή συνεταιρισμών για  εξοχική κατοικία, είτε το περιβόητο «rooms to let», ή τέλος ξενοδοχειακά συγκροτήματα, γιγαντώθηκε, από την περίοδο της χούντας και μετά. Από την μεταπολίτευση όμως και μέχρι πριν από λίγα χρόνια η επιχειρηματική δράση του κεφαλαίου περί της γης, σε καμία περίπτωση δεν αφορούσε γεωργικές ή κτηνοτροφικές δραστηριότητες.

Η συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα εμφάνιζε μεγάλη κερδοφορία, χωρίς όμως πραγματικά μεγάλο ύψος αρχικών κεφαλαίων. Έτσι η μεγάλη κατάτμηση που υπήρχε  στον κλήρο στην Ελλάδα (περίπου 32 στρ. κατά μέσο όρο), δεν μεταβάλλονταν. Οι δύο μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, το Ελληνικό δημόσιο (Εθνικές Γαίες) και η εκκλησία δεν εμφάνιζαν κανένα ενδιαφέρον στην με όποιο τρόπο αξιοποίηση της γης.

Από την δεκαετία του ’50, εμφανίζεται το φαινόμενο της εγκατάλειψης κλήρων.  Αιτία γι’ αυτό είναι η εγκατάλειψη των ορεινών χωριών. Στην δεκαετία του ’80 εμφανίζεται νέο κύμα με άλλες όμως γεννησιουργούς αιτίες. Την περίοδο αυτή εγκαταλείπονται οι λοφώδεις και ημιορεινές περιοχές, που μέχρι τότε καλλιεργούνταν, λόγω της ανάπτυξης της παραγωγικότητας των πεδινών περιοχών με την χρήση γεωργικών μηχανημάτων και την τιμή στον παραγωγό των αγροτικών προϊόντων. Ένα επιπρόσθετο ιδιόμορφο φαινόμενο εγκατάλειψης από τους αρχικούς ιδιοκτήτες τους αγροτεμαχίων, εμφανίζεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά. Οι αιτίες κατά την φάση αυτή βρίσκονται στην αστικοποίηση της υπαίθρου και την ανόδου του τουρισμού, που έδινε την δυνατότητα εύρεσης εργασίας σε άλλο τομέα, ακόμα και εποχιακά, ενώ ταυτόχρονα οι επιδοτήσεις, που έπαιρνε ο παραγωγός από την ΕΟΚ τότε, έδιναν την δυνατότητα μιας μάλλον άνετης διαβίωσης. Η κατάσταση αυτή οδήγησε ιδιαίτερα από το τέλος της δεκαετίας του ’90 και μετά σημαντικό κομμάτι της γης ιδιαίτερα στις μονοετής καλλιέργειες (σιτηρά, καλαμπόκια κ.λ.π.) να σπέρνετε μόνο για την επιδότηση χωρίς ποτέ να γίνεται συγκομιδή.

Η διαδικασία αυτή εξηγεί πως από 32% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού που ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία το 1981 στην είσοδό μας τότε στην ΕΟΚ., φτάσαμε σήμερα να απασχολείτε το 19% αποκλειστικά, ενώ υπάρχει και ένα 6% που απασχολείται δευτερευόντως.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με την είσοδό μας στην ΕΟΚ η κατεύθυνση ήταν να φτάσει ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας στο 12%, ενώ σήμερα ο στόχος αυτός έχει αναπροσαρμοστεί στο 6%. Τελικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συνολικά εκμεταλλεύσιμη γη έχει μειωθεί.

Για την πληρότητα της εικόνας θα πρέπει να πούμε ότι το μοντέλο τουριστικής αξιοποίησης  που προωθήθηκε κατά την περίοδο αυτή, προς το τέλος της περιόδου άρχισε να εμφανίζει σαφώς κάμψη, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε τις αγοροπωλησίες γης και την επιχειρηματική δραστηριότητα γύρω από αυτήν. Η ένεση των «Ολυμπιακών Αγώνων» δεν λειτούργησε. Στην αγροτική παραγωγή με την είσοδο νέων παικτών στον χώρο, λόγω της Κοινής Αγροτικής Παραγωγής της E.E., αλλά κύρια μάλλον, λόγω μιας συγκεντροποίησης του κεφαλαίου που επιτεύχθει σε όλη αυτή την πορεία στον χώρο της Ε.Ε. από τη μία, ενώ από την άλλη είχες μια κατακερματισμένη μικρή αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στον παραγωγό σταδιακά  μειώνονται. Η τιμές μερικών ειδών έφτασαν να είναι ακόμα και σε απόλυτες τιμές μικρότερες από εκείνες της δεκαετίας του ’80  (π.χ. πορτοκάλια), ενώ οι τιμές των εφοδίων είχαν άνοδο έως και 2500%. 

 

 

3. Η περίοδος από το 2004 έως το 2008

 

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την είσοδο μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων στο χώρο αυτό. Έτσι έχουμε αγοροπωλησίες δεκάδων χιλιάδων στρεμμάτων. Η μορφή της συγκεντροποίησης της γης μεταβάλλεται. Ταυτόχρονα μεταβάλλονται και οι χρήσεις για τις οποίες προορίζονται οι νεοαποκτηθείσες γαίες. Αξίζει να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα τα οποία είναι διαφωτιστικά και αποδεικνύουν ότι δεν μιλάμε για μια τυχαία περίπτωση αλλά για συγκεκριμένη επενδυτική τάση.

 

  • Την περίοδο αυτή αποκτήσαμε 2 νέα γήπεδα γκολφ χιλιάδων στρεμμάτων, στην μονή Τοπλού στην Κρήτη και στην Κοιλάδα στο Κρανίδι. Ας σημειώσουμε ότι μιλάμε για την κατασκευή εκτός του γηπέδου και μικρού ξενοδοχειακού συγκροτήματος , bungalows με παροχή του συνόλου των υπηρεσιών σε κάθε πελάτη που θα μπορούσε να πληρώσει (πισίνες, spa, εστιατόρια, μπαρ και γενικά η εικόνα είναι ενός κανονικού οικισμού.
  • Αγοράστηκαν 90.000 στρ. από επιχειρηματία στην περιοχή πλησίον των πηγών του Ευρώτα. Ο ίδιος επιχειρηματίας  αγόρασε το σύνολο των κοπαδιών αιγοπροβάτων στην περιοχή, μετατρέποντας τους πρώην κτηνοτρόφους σε εργάτες. Έχτισε ένα τυροκομείο – σφαγείο 9.000 τ.μ., ενώ ταυτόχρονα φύτεψε ζωοτροφές οικολογικής καλλιέργειας. Τα προϊόντα της μονάδας προωθούνται σε αγορές της δυτικής Ευρώπης.
  • Στην ίδια λογική κινούνται και οι κληρονόμοι του Noel Βacker, του τελευταίου τσιφλικά που διατηρήθηκε έως σήμερα από τον 19ο αιώνα έως σήμερα στο Προκόπι Ευβοίας. Νομίζω ότι δεν εκπλήσσει κανέναν ότι τα δικαστήρια με το Ελληνικό δημόσιο που είχε την συγκεκριμένη περίοδο άρχισε να τα κερδίζει.
  • Αγοράστηκαν 10.000 στρ. στη νότιο Μεσσηνία από επιχειρηματία.
  • Οι γνωστοί Εβραίοι τραπεζίτες Ρότσιλ, αγόρασαν μια χερσόνησο στην Λευκάδα.
  • Ο Σαρόν παζάρευε την βραχονησίδα Πάτροκλο στο Σαρωνικό.
  • Λιβανέζοι παζαρεύουν την βραχονησίδα Οβριό στον κόλπο των Μεγάρων  κοντά στα παράλια της Αργολίδας. 
  • Αγοράζονται και συγκεντρώνονται χιλιάδες στρέμματα στην περιοχή των Γρεβενών. Φήμες αναφέρουν εμπλεκόμενο τον όμιλο Μπόμπολα.
  • Ο Αμπράμοβιτς αγοράζει γη στη Λακωνία, ενώ άλλοι Ρώσοι μεγιστάνες προτιμούν την Κοιλάδα που πλέον μεταμορφώνεται σιγά - σιγά σε κλειστή περιοχή τουρισμού και διακοπών της μεγαλοαστικής τάξης της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης.
  • Το τμήμα real estate της Agricol bank, της τράπεζας που είχε αγοράσει την Εμπορική ζήτησε 1000 σπίτια σε παραδοσιακούς οικισμούς της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, μέσα σε 5 περίπου μήνες, με προδιαγραφές την καλή οδική πρόσβαση (Εθνικό οδικό δίκτυο) και την έως 2 ώρες απόσταση από διεθνές Αεροδρόμιο. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι την ίδια περίοδο τα στρατιωτικά αεροδρόμια της Σπάρτης και της Καλαμάτας γίνονται μελέτες για την μετατροπή τους σε διεθνής αερολιμένες που θα μπορούν να δέχονται πτήσεις charters. Μετά από λίγους μήνες ακριβώς στις περιοχές που φωτογραφίζει η πιο πάνω περιγραφή εκδηλώθηκαν οι μεγάλες πυρκαγιές στην Πελοπόννησο. (Απλά παραθέτω γεγονότα).
  • Μια άλλη προσπάθεια έκανε η CITIBANK. Αφορούσε την είσοδό της στην εμπορία ελαιολάδου. Επιδοτούσε λοιπόν παραγωγούς να βγάλουν την όποια παραγωγή είχαν σε κτήματά τους και να φυτέψουν ένα υβρίδιο μιας νάνας ποικιλίας ελιάς στην οποία μπορεί να συλλεγεί ο ελαιόκαρπος με μηχανικά μέσα. Ό χρόνος και το κόστος έτσι της συγκομιδής ελαχιστοποιείται. Το μηχάνημα αυτό το παραχωρούσε η τράπεζα (ανά δύο παραγωγούς, ένα). Προϋπόθεση για να γίνει η επένδυση ήταν ανά περιοχή να δηλώσουν διαθεσιμότητα αγρότες που συγκέντρωναν 1000 στρέμματα γης. Οι όροι της σύμβασης είχαν χρονικό ορίζοντα ισχύς 20 χρόνια. Ο παραγωγός είχε την  υποχρέωση να δίνει το 20% της παραγωγής του στην τράπεζα, ενώ μετά από τα 20 χρόνια θα έμενε στους παραγωγούς το μηχάνημα. (Να σημειώσουμε ότι η ποικιλία αυτή καλλιεργείται γενικευμένα στην Ισπανία, δλινει ελαιόλαδο χαμηλότερης ποιότητας, όμως λόγω της ελαχιστοποίησης του κόστους το Ισπανικό ελαιόλαδο πωλείται από τον παραγωγό έως και 1.5€/κιλό)
  • Την περίοδο αυτή αποφασίζεται από την Ελληνική εκκλησία η αξιοποίηση της περιουσίας της. Γίνεται μάλιστα και επαφή με τον όμιλο Μπόμπολα για την δημιουργία της ανάλογης εταιρείας. «Δυστυχώς» το σκάνδαλο στο Βατοπέδι ματαίωσε ή καλύτερα ανέβαλε την όποια επιχειρηματική δράση.

 

Τα πιο πάνω είναι λίγα από τα στοιχεία που «έπεσα» πάνω τους κατά την περίοδο αυτή. Την περίοδο εκείνη Έλληνας επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στο Λονδίνο αναφέρει χαρακτηριστικά: «το Eldorado του χρήματος στην Ευρώπη είναι η αγορά γης στην Ελλάδα». 

Κινητικότητα επίσης εμφανίζεται την περίοδο αυτή και σε θεσμικό επίπεδο. Ένα από τα βασικά «προβλήματα» της Ελληνικής νομοθεσίας που έπρεπε να ξεπεραστεί ήταν, η δυνατότητα μεγάλης κατάτμησης  (π.χ. να είναι δυνατή η κατάτμηση της γης σε αγροτεμάχια του 1 στρ.) στις εκτός σχεδίου περιοχές και η δυνατότητα οικοδόμησης σε τέτοια γήπεδα, για να υπάρχει μεγαλύτερη αποδοτικότητα στην επένδυση (στα 4 στρ. να χτίζονται 4 σπίτια αντί 1 που επιτρεπόταν έως τότε). Ας προσεχθεί ότι αυτό δεν θα έπρεπε να γίνει με τρόπο που το μικρό αγροτεμάχιο να χτίζει, γιατί έτσι θα είχαμε αύξηση της αξίας του. Ένας τρόπος που υπήρχε ήταν η ιδιωτική πολεοδόμηση. Η διαδικασία αυτή όμως ήταν χρονοβόρα (πάνω από 7 χρόνια). Η λογική που μου αναφέρθει από τον επιχειρηματία που προανέφερα ήταν ότι, από την στιγμή της αγοράς της γης το κέρδος θα έπρεπε να έχει εισπραχθεί εντός διετίας, έτσι θα έπρεπε να βρεθεί άλλος δρόμος. Ας σημειωθεί εδώ παρενθετικά ότι, η διετία για την είσπραξη όχι μόνο του κεφαλαίου της επένδυσης αλλά και του κέρδους εξασφαλίζεται μόνο χρηματιστηριακά. Την περίοδο λοιπόν αυτή είχαμε τόσο τροποποιήσεις στην αρτιότητα στις εκτός σχεδίου περιοχές αλλά και μια προσπάθεια από την τότε υπουργό κα Πετραλιά, να παρακάμψει τον νόμο περί ιδιωτικής πολεοδόμησης μέσω μιας διαδικασίας με ταυτόχρονη λειτουργία μικρής ξενοδοχειακής μονάδας και το υπόλοιπο της δόμησης θα μπορούσε να είναι οικίες οι οποίες θα πωλούνταν. Ο νόμος αυτός τότε δεν πέρασε λόγω αντίδρασης των μεγαλοξενοδόχων. (Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε επί υπουργίας του κ. Γερουλάνου τώρα με τις  μνημονιακές κυβερνήσεις).

Ξαφνικά όλη αυτή η κινητικότητα σταμάτησε λες και πάγωσε ο χρόνος στα μέσα του 2008. Γίνεται φανερό από τα παραπάνω, ότι το ξεπούλημα είχε ήδη ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα, απλά κανένας εκτός του χώρου που σχετίζεται επαγγελματικά ή επιχειρηματικά με τη γη, δεν το είχε αντιληφθεί.

 

 

4. Η «αξιοποίηση» της γης μέσα στην κρίση.

 

Από το 2008 έως σήμερα η αγορά γης έχει παγώσει. Αιτία είναι προφανώς η αναμονή όλου του επενδυτικού λόμπι, τόσο στο να κατακρημνιστούν οι αγοραίες αξίες γης και έτσι να αγοράσουν φτηνά, αλλά και να καθοριστεί σαφώς ένα ευέλικτο και βολικό γι’ αυτούς θεσμικό πλαίσιο γρήγορης επενδυτικής δράσης, ενώ ταυτόχρονα να υπάρχει σαφώς καθορισμένο το τι χτίζει το κάθε τμήμα γης.

Στην περίπτωση της γης γίνεται φανερός ο διπλός στόχος που θα επιτευχθεί μέσω της εξαθλίωσης του λαού. Από τη μία δημιουργείται το φτηνό εργατικό δυναμικό για αύριο, ενώ ταυτόχρονα βουτάν τη γη από τα χέρια των πολλών, αναστήνοντας τα τσιφλίκια στον 21ο αιώνα.

Συγκεκριμένα ο στόχος της συγκέντρωσης της γης θα επιτευχθεί μέσα από δύο βασικούς δρόμους : την χαμηλή τιμή των αγροτικών προϊόντων στον παραγωγό από τη μία με ταυτόχρονη την όλο και μεγαλύτερη αύξηση της τιμής των εφοδίων, ενώ από την άλλη η φορολόγηση των αγροτεμαχίων, η σύνδεση της δήλωσης στο Ε9 με την βάση του ΟΠΕΚΕΠΕ (δηλώσεις αγροτών για τις επιδοτήσεις) και ο έλεγχος του νερού άρδευσης με την θεσμοθέτηση τέλους ανά κ.μ. νερού. Το πρώτο τμήμα παραγωγών που θα πληγεί θα είναι αυτοί που δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες (6% του οικονομικά ενεργού ποσοστού).  Οι παραγωγοί αυτοί έχουν γενικά μικρό κλήρο, ενώ για την καλλιέργεια  της γης το σύνολο των εργασιών που απαιτείται το πληρώνουν σε τρίτους. Έτσι από την δραστηριότητα αυτή σήμερα το μόνο πιθανό κέρδος είναι το μέρος του προϊόντος που καταναλώνουν οι ίδιοι (π.χ. λάδι). Με την φορολόγηση λοιπόν των αγροτεμαχίων τους για την διατήρησή τους θα πρέπει να πληρώνουν επιπλέον ποσό που σε αυτές τις συνθήκες θα είναι αδύνατον. Μαζί με αυτή την κατηγορία θα συγκεντρωθούν και οι γαίες που έχουν εγκαταλειφθεί όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενες δεκαετίες, αφού η διατήρησή τους θα συνεπάγεται κόστος για γη που δεν δίνει κανένα κέρδος στον ιδιοκτήτη της. Σε δεύτερη φάση θα πληγούν όλοι οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί που από τον συνδυασμό της τιμής των προϊόντων τους, των εξόδων καλλιέργειας και της φορολογίας δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν. Έτσι θα ξεκινήσει ένας γενικευμένος κύκλος κατασχέσεων είτε από της τράπεζες είτε από το δημόσιο επιλεγμένων ακινήτων. Ταυτόχρονα πολλοί παραγωγοί ή και ιδιοκτήτες εκτάσεων θα πουλούν πριν φτάσουν στο σημείο της κατάσχεσης τα ακίνητα τους. Να σημειωθεί ότι η τιμή που πλήρωναν οι μεγαλοεπενδυτές γης την περίοδο 2004-2008 ήταν έως 6000€/στρ. για εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων. Σήμερα ακόμα και με 2500€/στρ. δεν αγοράζουν θεωρώντας την τιμή αυτή υψηλή.

Πέρα όμως από τις αγοροπωλησίες μεταξύ ιδιωτών ή και σε τρίγωνα μεταξύ επενδυτή από την μια και τράπεζας και ιδιώτη σε φάση κατάσχεσης, θα υπάρξει και η γη που θα μαζέψει το Ελληνικό δημόσιο από τις κατασχέσεις προστιθέμενη στις δημόσιες εκτάσεις που διαχειρίζεται έως τώρα. Έτσι θα υπάρξει μια τράπεζα γης που θα την διαχειρίζεται η «Επιτροπή Ξεπουλήματος της Δημόσιας Περιουσίας».  Ήδη σήμερα που μιλάμε στην Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου υπάρχουν προτάσεις για παραχώρηση γης για την δημιουργία δύο οικισμών των 2000 κατοίκων έκαστος, για συνταξιούχους Ασφαλιστικού ταμείου της Γερμανίας και της Αυστρίας, στην περιοχή της Μάνης και της Μεθώνης. Ας σημειώσουμε ότι το θεσμικό πλαίσιο για τέτοιες διαδικασίες, είναι ήδη έτοιμο από την ψήφιση του εφαρμοστικού του δεύτερου μνημονίου. Προφανώς οι περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους  θα είναι οι πρώτες που θα πουληθούν (λόγω ζήτησης). Κινδυνεύουμε λοιπόν να έχουμε μιας ανυπολόγιστης έκτασης περιβαλλοντική καταστροφή στο όνομα της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα είναι πρόταση επιχειρηματία που μελετά το Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (καταρχήν υπάρχει συμφωνία) για να του παραχωρήσει 1000 στρ. καλλιεργήσιμης γης στην οποία θα φτιάξει θερμοκήπια θα παράγει διάφορα αγροτικά προϊόντα τα οποία και θα εξάγει. Η πρόταση «προέκυψε» , μετά από την «αποτυχία» του προγράμματος διάθεσης γης στην Β. Ελλάδα σε νέους αγρότες του υπουργείου. (Για την μετεγκατάσταση και τον εξοπλισμό για να καλλιεργήσει κάποιος απαιτούνται 50000€ περίπου. Ποιος άνεργος σήμερα έχει τόσα λεφτά;). Ένα από τα «πλεονεκτήματα»  που «βάρυνε» στη καταρχήν θετική γνώμη του υπουργείου  (η επίσημη δηλαδή δικαιολογία) ήταν ότι η συγκεκριμένη επένδυση θα δημιουργήσει έως και 1000 νέες θέσεις εργασίας.

Ας σημειώσουμε επίσης ότι αν επιχειρηματίες (τσιφλικάδες) ασχοληθούν με την γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, η διαδικασία αυτή θα επιταχύνει την καταστροφή των μικροπαραγωγών.

Στο μέτωπο του Real Estate έχουμε την προσπάθεια πώλησης της «Κτηματολόγιο Α.Ε.» σε Ολλανδικό όμιλο συμφερόντων. Με τον τρόπο αυτό θα υπάρχουν στα χέρια του ιδιώτη επιχειρηματία όλα τα στοιχεία για κάθε ακίνητο (όνομα ιδιοκτήτη, συμβόλαια, νομιμότητα κατασκευών, γεωμετρικά στοιχεία πολυγώνου ιδιοκτησίας).  Η χρησιμότητα του εργαλείου αυτού είναι προφανής. Ταυτόχρονα αναμένεται η τροποποίηση της νομοθεσίας για την εκτός σχεδίου δόμηση, έτσι ώστε να είναι δυνατή, εύκολη και γρήγορη η κατάτμηση μεγάλων εκτάσεων και η δόμηση σε μικρά τμήματα αυτών.

Ας σημειώσουμε ότι και για τις δύο τάσεις επιχειρηματικής αξιοποίησης της γης που προαναφέρθηκαν, αν κάποιος περιμένει ότι θα οδηγήσουν σε νέες θέσεις εργασίας ή ανάπτυξης μάλλον θα περιμένει πολύ. Για μεν τις επενδύσεις στον τομέα του Real Estate, η πρώτη σειρά αγοραστών θα καρπωθεί το κέρδος της από την χρηματιστηριακή αγορά. Το αν θα προχωρήσει σε κατασκευές, πότε και με τι ρυθμούς, αυτό εξαρτάται από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως η οικονομική κατάσταση στην χώρα προώθησης του προϊόντος και το επενδυτικό ενδιαφέρον στην εκεί εσωτερική αγορά. Για τις επενδύσεις που αφορούν την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, επειδή αυτή θα είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές, το μέγεθος και η ένταση της παραγωγής επίσης θα εξαρτάται από την πώληση των προϊόντων στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλο τμήμα της έκτασης που θα έχει αγοραστεί δεν θα χρησιμοποιηθεί παρά μόνο μελλοντικά. Η εικόνα δηλαδή θα είναι, μια Ελληνική ύπαιθρος που όχι μόνο θα έχει πουληθεί αλλά κινδυνεύει να κάθεται χωρίς να προσφέρει τίποτα  στον Ελληνικό λαό, χωρίς καν να μπορεί να τον ταΐσει. Τέτοια παραδείγματα στην υφήλιο υπάρχουν δυστυχώς πολλά από το Μεξικό έως την Ινδία.

Ένα άλλο παράδειγμα όλης αυτής της διαδικασίας είναι η Ρουμανία. Εκεί με μέσο κλήρο 90 στρ. οι παραγωγοί με βάση τα έσοδα που είχαν από τις σοδιές τους δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την περιουσία τους. Έτσι δημιουργήθηκαν τσιφλίκια (έχω υπ’ όψη μου ένα με 50.000στρ. έκταση) που στην αρχή οι πρώην ιδιοκτήτες προσεληφθήκαν ως μόνιμοι εργαζόμενοι. Μάλιστα αυτό ήταν το δέλεαρ για την πώληση των ακινήτων τους. Μετά όμως από δύο χρόνια απολυθήκαν και χρησιμοποιούνται πλέον ως εποχιακοί εργάτες γης. (Είδα τον τσιφλικά με ένα τεράστιο αμερικάνικο τζιπ να περνά από τα χωριά του τσιφλικιού του, να πετά χαρτονομίσματα του 1 leu, και να τρέχουν να τα μαζέψουν από παιδιά έως άντρες 30 και 40 χρονών αλλά και γριές και παππούδες).

 

 

5. Μερικές σκέψεις για την τακτική μας.

 

Στο τοπίο αυτό λοιπόν (στο βαθμό που συμφωνηθεί αυτό) καλούμαστε να χαράξουμε μία τακτική που να εκφράζει τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού. Καταρχήν θα πρέπει να ορίσουμε ποια είναι αυτά τα συμφέροντα και πως ιεραρχούνται, ενώ θα πρέπει να δούμε  με ποια άλλα συμφέροντα συγκρούονται ή συμπλέκονται.

Υποστηρίζω πιο πάνω ότι έχουμε μια τάση συγκεντροποίηση της γης στα χέρια λίγων μεγαλοεπενδυτών, με σκοπό είτε το Real Estate, είτε την είσοδό τους στην επιλεγμένη   αγροτική ή κτηνοτροφική παραγωγή. Ας σημειώσουμε ότι το κεφάλαιο αυτό είναι έξω από την σημερινή διαχείριση της γης και είναι κατά πολύ ισχυρότερο από αυτόν που λέμε σήμερα μεγαλοαγρότη. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος που είναι μεγαλοαγρότης, που για οποιονδήποτε λόγο έχει επάρκεια κεφαλαίων, δεν μπορεί να επωφεληθεί αρχικά, την περίοδο αυτή, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα μπορέσει να φτάσει τον μεγαλοεπενδυτή - επιχειρηματία. Ταυτόχρονα την περίοδο που διανύουμε δεν γνωρίζω ποιος στην Ελληνική γη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεγαλοαγρότης. Γνωρίζω αγρότες με κλήρο  σε πεδινές περιοχές, 130 στρ. (πολύ μεγαλύτερο από τον μέσο όρο), με τζίρο ετήσιο τις καλές χρονιές 10.000€. Θέλω να πω ότι το μέγεθος του κλήρου δεν μπορεί να είναι το μόνο κριτήριο, αλλά και η αποδοτικότητα του με βάση το είδος των καλλιεργειών που μπορείς να αναπτύξεις στον κλήρο αυτό. Ερχόμαστε λοιπόν έτσι στο δεύτερο κοινωνικό στρώμα που εμπλέκεται στην διαδικασία αυτή και είναι οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι. Σήμερα συντελείται, βάση όσων αναφέρθηκαν, ένα ακόμα μεγαλύτερο ξεκλήρισμα των παραγωγών αυτών.  Τρίτος εμπλεκόμενος είναι ο εργαζόμενος λαός στις πόλεις που λόγω της διαμεσολάβησης των μεσαζόντων φτάνει να αγοράζει τα προϊόντα όπως είδη αναφέρθηκε πιο πάνω 300% τουλάχιστον ακριβότερα, από την τιμή που καρπώνεται ως τζίρο ο παραγωγός.

Ας δούμε όμως πως καθορίζεται η τιμή του προϊόντος στον καταναλωτή. Η τιμή του προϊόντος δεν καθορίζεται με βάση την προσφορά και ζήτηση στην εγχώρια αγορά, αλλά στην Ευρωπαϊκή, αφού υπάρχει ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων. Έτσι ενώ εμείς παράγουμε ντομάτες για παράδειγμα και θα μπορούσε η τιμή της στον καταναλωτή να είναι μικρή, αυτή καθορίζεται με βάση την τιμή που μπορεί να πιάσει στην Γερμανία που είναι είδος πολυτελείας. Ισχυρίζομαι δηλαδή ότι δεν μπορείς να περιμένεις να αυτορυθμιστεί η αγορά και να πέσουν οι τιμές όπως λένε οι διάφοροι αστοί οικονομολόγοι, διότι αυτό απλά δεν θα γίνει ποτέ.

Ένα άλλο θέμα που θα πρέπει να προσεχθεί είναι η επάρκεια των αγροτικών προϊόντων. Όπως ανάφερα πιο πάνω υπήρξε μια σταδιακή εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής, αλλά και των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Τελικό στάδιο ήταν οι πολιτική των επιδοτήσεων πού έβγαλε τον παραγωγό από το χωράφι. Ας σημειώσουμε ότι πολλά από αυτά που λέγονται για το πώς καταναλώθηκαν οι επιδοτήσεις είναι αλήθεια, όμως αυτές ποτέ δεν δόθηκαν για παραγωγικό σκοπό. Είναι τουλάχιστον «ουτοπία» να ελπίζεις ότι ο μπάρμπα – Γιώργος στην Κάτω ραχούλα, από παραγωγός ξαφνικά θα γίνει από μόνος του επιχειρηματίας και θα μπορέσει να προωθήσει τα προϊόντα του στο λιανεμπόριο ενώ ταυτόχρονα θα επεκτείνει τις επενδύσεις του. Στην πιο πάνω εικόνα προσθέστε ότι το Ελληνικό Δημόσιο ήταν εξαφανισμένο. Όποια πρόταση για αλλαγή καλλιεργειών έγινε ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, οδήγησε τελικά σε καταστροφικά αποτελέσματα για τους παραγωγούς. Τέλος θα πρέπει να συμπληρωθεί ότι υπάρχει, ένας έμφυτος συντηρητισμός των παραγωγών – δικαιολογημένος - που προέρχεται από το ότι η καλή συγκομιδή τελικά δεν εξαρτάται από αυτόν και μόνο, αλλά από πολλούς άλλους αστάθμητους παράγοντες, όπως ο καιρός. 

Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι σήμερα να εισάγουμε όσπρια ή πατάτες γιατί τα δικά μας δεν επαρκούν να ταΐσουν τον Ελληνικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα βέβαια με αυτά, στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς εισάγουμε λάδι –δεν είναι πρωταπριλιάτικο αστείο – από την γνωστή ελαιοπαραγωγό χώρα Γερμανία, η οποία δεν έχει ούτε ένα δένδρο.

Θα πρέπει λοιπόν να ανασυγκροτηθεί η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή με στόχο την επάρκεια των παραγόμενων προϊόντων για να καλύψουν τις ανάγκες των εργαζόμενων της χώρας αυτής. Η ανάπτυξη πρέπει να είναι τόσο εκτατική, αλλά και εντατική. Προϋπόθεση γι’ αυτό  είναι να διασφαλιστεί ένα κέρδος για τον παραγωγό, το οποίο θα του εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή διαβίωση (για να ξαναγυρίσει στο χωράφι). Ταυτόχρονα το παραγόμενο προϊόν θα πρέπει να  φτάσει φτηνό στον εργαζόμενο.

Δεν μπορούν να επιτευχθούν όλοι αυτοί οι στόχοι στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς. Δεν μπορεί να χαραχθεί καμιά φιλολαϊκή τέτοια πολιτική αν δεν έρθει σε πλήρη αντίθεση με την επιδιωκόμενη κυρίαρχη πολιτική του κεφαλαίου στον χώρο, όπως αυτή περιγράφεται πιο πάνω (φοροεπιδρομές, έλεγχος υδατικών πόρων, κ.λ.π.). Δεν θα αναφερθώ εδώ αναλυτικά, για την διαμόρφωση των στόχων αντίθεσης με την κυρίαρχη πολιτική. Τους στόχους αυτούς τους θεωρώ ευνόητους και δεδομένους.

Αξία έχει να δούμε πως μπορεί να διαμορφωθεί ένα πλέγμα αιτημάτων - στόχων στα πλαίσια  ενός κινήματος που θα διεκδικεί μια άλλη πολιτική προς όφελος του λαού και των εργαζομένων και που μπορεί να σε οδηγήσει στην ανατροπή των υπαρχόντων συσχετισμών και της κοινωνίας αυτής. Επιγραμματικά κάποιοι πρώτοι στόχοι  - αιτήματα, θα μπορούσε να είναι οι ακόλουθοι:

  • Διατίμηση στα αγροτικά προϊόντα (ελάχιστη τιμή στον παραγωγό, μέγιστη στον καταναλωτή).
  • Προστατευτική φορολογικά πολιτική για τα εγχώρια προϊόντα.

Οι δύο πιο πάνω στόχοι προσδιορίζουν την πλήρη αντίθεση και κατάργηση της ελεύθερης αγοράς.

  • Ανάπτυξη των συνεταιρισμών και ενίσχυσή τους, όχι μόνο στον τομέα της διακίνησης ή τυποποίησης των προϊόντων αλλά και στον τομέα της παραγωγής.
  • Υποχρεωτικοί αναδασμοί για την συγκεντροποίηση της κατακερματισμένης διάσπαρτης γης του κάθε παραγωγού.

Οι στόχοι αυτοί μπορούν να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας που θα οδηγήσουν στην πτώση του κόστους παραγωγής, η οποία μπορεί να μοιραστεί μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή.

  • Ανασχεδιασμός του χάρτη των παραγόμενων προϊόντων χωρικά με βάση τις εγχώριες ανάγκες, το είδος των εδαφών, και τα διαθέσιμα υδατικά διαθέσιμα.
  • Κρατική στήριξη σε επίπεδο προώθησης των παραγόμενων  συνεταιριστικών προϊόντων τόσο στην εγχώρια αγορά αλλά και στο εξωτερικό.
  • Κρατική στήριξη σε επίπεδο, τεχνογνωσίας τυποποίησης- μεταποίησης και οικονομικής διαχείρισης, στους συνεταιρισμούς.

Οι πιο πάνω στόχοι μπορούν να εξασφαλίσουν την δυνατότητα απευθείας προώθησης των προϊόντων στην αγορά χωρίς τη μεσολάβηση κανενός μεσάζοντα.

Όλη η παραπάνω διαδικασία μπορεί να εξασφαλίσει πραγματικά κέρδη στον μικρό και μεσαίο παραγωγό για μια αξιοπρεπή διαβίωση και ένα πραγματικά φτηνό προϊόν στον καταναλωτή. Διαμορφώνεις έτσι τους όρους αυτοοργάνωσης των παραγωγών και προωθείς σαν στόχο στο σήμερα, ως αποτέλεσμα συμφερόντων και όχι ιδεολογικής ζύμωσης,  ένα άλλο μοντέλο παραγωγικής διαδικασίας που μπορεί να οδηγήσει, έξω από αυτό το σύστημα. Τέλος με ένα πλέγμα τέτοιων στόχων στηρίζεις και ενοποιείς τους μικρούς και μεσαίους καλλιεργητές   της Ελληνικής υπαίθρου, με τους εργαζόμενους στην πόλη στην βάση πραγματικών συμφερόντων. Χτίζεις δηλαδή το κοινωνικό μέτωπο  που αναφερόμαστε στις θέσεις, με υλικούς – πραγματικούς όρους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυναμικής ενός τέτοιου προγράμματος είναι το περιβόητο «κίνημα της πατάτας», που οδήγησε στις δομές αλληλεγγύης (που κύρια στήνει ο ΣΥΡΙΖΑ) και διαμεσολαβούν μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών για την προώθηση προϊόντων χωρίς μεσάζοντες. Στο αίτημα λοιπόν στην πόλη για φτηνό προϊόν θα έπρεπε να πούμε ως πολιτικός φορέας εκτός των άλλων ότι, όσο καλές και αν είναι οι προσπάθειες αυτές, δεν αρκούν για να καλύψουν το σύνολο των αναγκών των εργαζομένων και του λαού, στο σύνολο των προϊόντων. Μόνο ένα πολιτικό μεταβατικό πρόγραμμα όπως παρουσιάστηκε πριν, μπορεί να απαντήσει στο σύνολο των αναγκών. Θα έπρεπε να ζυμώνουμε ότι το ζήτημα της αλληλεγγύης δεν είναι μόνο να δώσεις φτηνά τρόφιμα, (ο άνεργος μπορεί να μην έχει καθόλου χρήματα), αλλά να στηρίξεις τον γείτονα σου, τον συνάδελφο, τον φίλο να σταθεί με αξιοπρέπεια πάνω απ’ όλα στη ζωή του. Η αξιοπρέπεια αυτή δεν κερδίζεται αν δεν κάνει κάτι ο ίδιος για την ζωή του, αν δεν πιάσει την ζωή από τα κέρατα σαν ταύρο να την «κατεβάσει κάτω», αν δεν αγωνιστεί για κάτι. Η αξιοπρέπεια δεν καταχτιέται αν γυρνάς από συσσίτιο σε συσσίτιο. Θα έπρεπε να ζυμώνονται αιτήματα αγώνα και πάλης όπως αυτά που προαναφέρθηκαν. 

 

Με βάση τα πιο πάνω και τη λογική που αναπτύχθηκε στο προηγούμενο κείμενο, οι πιο παραπάνω στόχοι στα πλαίσια σύνταξης ενός μεταβατικού προγράμματος που θα περιέγραφε την άλλη πολιτική, όπως θεωρώ ότι όφειλε να κάνει και όχι μόνο τους όρους εφαρμογής της άλλης πολιτικής, όπως κάνει, θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται.

 

Ας σημειώσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, στο προεκλογικό πρόγραμμά του υποστήριζε, την στήριξη μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος των εξαγωγέων αγροτικών προϊόντων. Πρότεινε δηλαδή την ενίσχυση των σημερινών μεταπρατών – μεσαζόντων που έχουν ρουφίξει το αίμα των παραγωγών, και των επιχειρηματιών που θα δραστηριοποιηθούν στον χώρο και όχι των παραγωγών. Θαυμάστε «αριστερή» πολιτική!!!

 

Για ότι αφορά την προωθούμενη συγκεντροποίηση γης σε μία διαδικασία Real Estate, μια θέση αντίθεσης είναι προφανής. Πέραν αυτού όμως θα έπρεπε να υπάρχει μια συζήτηση στον χώρο μας αλλά και στην κοινωνία για την λογική διαχείρισης των φυσικών βιότοπων, και γενικά την εκτός πόλεως γη, με όποια χρήση και αν έχει σήμερα. Αυτή είναι μια άλλη κουβέντα που δεν μπορεί να καλυφθεί στο παρόν κείμενο.

Κρίθαρης Δημήτρης, Τ.Ε. Ιλίου - Πετρούπολης - Καματερού - Αγίων Αναργύρων