Πώς η ανάγκη μας θα γίνει ιστορία, πριν η ιστορία γίνει μια σιωπή; [του Βασίλη Ζούμπου]

 

Πώς η ανάγκη μας θα γίνει ιστορία, πριν η ιστορία γίνει μια σιωπή;

Του Βασίλη Ζούμπου - Ανένταχτου μέλους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Τοπική Επιτροπή Λαμίας

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πετύχει σημαντικά πράγματα τα τελευταία 3-4 χρόνια. Έχουν συγκροτηθεί πυρήνες αγωνιστών στις περισσότερες περιοχές της Αττικής και στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις της χώρας. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει καταφέρει να συζητάνε μεταξύ τους, να συνυπάρχουν και να κάνουν κοινές δράσεις κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που είχαν για αμέτρητα χρόνια παράλληλες πορείες αλλά καμία επαφή μεταξύ τους. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει συμμετάσχει αυτόνομα σε όλα τα μεγάλα αγωνιστικά ραντεβού των τελευταίων χρόνων. Έχει καταφέρει να εξηγήσει με μεγάλη σαφήνεια τις πραγματικές αιτίες της παγκόσμιας κρίσης. Έχει καταφέρει να προτάξει ένα αντικαπιταλιστικό, πραγματικά ανατρεπτικό μεταβατικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει τις άμεσες ενέργειες που πρέπει να κάνει η εργατική τάξη και ο λαός εδώ και τώρα, ως τα πρώτα βήματα μιας πορείας προς τον σοσιαλισμό, εκ διαμέτρου αντίθετης με το δρόμο της βάρβαρης καπιταλιστικής ανθρωποφαγίας στην οποία βαδίζουμε τώρα. Στον αντίποδα της βίαιης δεξιάς στροφής του ΣΥΡΙΖΑ και της έλλειψης βούλησης του ΚΚΕ για αγώνα και σύγκρουση στο «εδώ και τώρα», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει καταφέρει να αναδείξει (ομολογουμένως σε όχι όσο μεγάλο ακροατήριο θα θέλαμε) τα πραγματικά πολιτικά ζητήματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της Ελλάδας από τις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Παρ’ όλα τα προχωρήματα, παρ’ όλους τους αγώνες που έχει δώσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα τελευταία χρόνια, και ενώ κάποιες από τις ιδέες, τις εκτιμήσεις και τις προτάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (όπως π.χ. η μονομερής διαγραφή χρέους και η έξοδος από την Ευρωζώνη) διαπερνούν ένα σεβαστό κομμάτι της κοινωνίας, το σύνολο των πολιτικών πραταγμάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για μια αντικαπιταλιστική ανατροπή με εργατικό έλεγχο συνεχίζει να έχει μικρή διείσδυση μέσα στην κοινωνία. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει την απήχηση που θα έπρεπε να της αναλογεί, αν λάβει κανείς υπόψη του το τεράστιο πολιτικό κενό που έχει δημιουργηθεί στην πολιτική σκηνή της χώρας από την αρχή του 2010. Κενό που δημιούργησαν και οι αντικειμενικές συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης, και οι υποκειμενικές συνθήκες της ανεπαρκούς (για να μην χρησιμοποιήσω άλλους όρους) τοποθέτησης και πολιτικής πρακτικής των δύο κομματικών σχηματισμών της αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει την απήχηση που θα έπρεπε να της αναλογεί, δεδομένου ότι κανένα από τα δύο κόμματα της αριστεράς δεν εξέθεσε με γενναιότητα τις πραγματικές αιτίες της κρίσης και δεν έθεσε ένα τολμηρό ρεαλιστικό εφαρμόσιμο αντικαπιταλιστικό και αντι-ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα για την αντεπίθεση της εργατικής τάξης στο εδώ και τώρα. Αυτό το έκανε μόνο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρ’ όλες τις σχετικά μικρές τις αριθμητικά δυνάμεις.

 

Με την τοποθέτηση που ακολουθεί, δεν έχω σκοπό να αντιπαρατεθώ με κανένα σύντροφο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παραθέτω απλά τις δικές μου σκέψεις και εκτιμήσεις πάνω στα ζητήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε σχέση με την πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Εκτιμώ βαθύτατα κάθε άνθρωπο που αυτοπροσδιορίζεται και αγωνίζεται μέσα από τις τάξεις της  πραγματικά ανατρεπτικής, αντικαπιταλιστικής  αριστεράς. Έχω αμέτρητο σεβασμό για όλους τους συντρόφους που συμμετέχουν στο εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν το λέω συμβατικά. Το εννοώ. Ζω στην επαρχία, σε ένα υπερσυντηρητικό κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο συνθλίβει με χίλιους δυο τρόπους κάθε τι το διαφορετικό. Θεωρώ την ΑΝΤΑΡΣΥΑ την πολιτική και κοινωνική πρωτοπορία μέσα σε μια πολύ συντηρητική κοινωνία. Θεωρώ πως όποιος έχει το θάρρος, το σθένος και την πολιτική συγκρότηση να αυτοπροσδιορίζεται και να συμμετέχει ενεργά στην υπόθεση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, είναι σύντροφός μου.

 

Η αιτία της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, μέρος της οποίας είναι και η ελληνική, έχει βεβαίως να κάνει, όπως πολύ σωστά προσδιορίζεται στις «Θέσεις της Κ.Σ.Ε. για τη 2η Συνδιάσκεψη», με την πτώση του ποσοστού κέρδους του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν δύναται κανείς να εξηγήσει τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις σε Ελλάδα και Ευρώπη αναφερόμενος μόνο στη συμμετοχή της χώρας σε περιφερειακές καπιταλιστικές ενώσεις όπως η Ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως θα ήταν λάθος να παραγνωρίσει κανείς ότι η ΕΕ και η ΟΝΕ είναι τα οχήματα μέσα από τα οποία η ευρωπαϊκή και η ελληνική άρχουσα τάξη έχει εφαρμόσει τις βάναυσες αντεργατικές, αντιλαϊκές, αντιδημοκρατικές της πολιτικές στους λαούς της Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι λάθος να μην λαμβάνει κανείς επαρκώς υπόψη του ότι η συμμετοχή της χώρας στα αγριοκαπιταλιστικά-ιμπεριαλιστικά μορφώματα της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν στρατηγικές επιλογές της ελληνικής άρχουσας τάξης ώστε αυτή να εντείνει την εκμετάλλευση απέναντι στην εργατική τάξη και το λαό. Και πως αυτή η συμμετοχή έχει μεγεθύνει την ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας από τις αστικές τάξεις του ευρωπαϊκού κέντρου. Για όλους αυτούς τους λόγους, δική μου ταπεινή εκτίμηση είναι πως είναι λάθος να θεωρεί κανείς ότι το πρόταγμα της εξόδου από την Ευρωζώνη και την ΕΕ δεν είναι αρκετά αντικαπιταλιστικό.

 

Η τακτική που ακολουθεί ένα πολιτικό υποκείμενο πρέπει να είναι γειωμένη στην πραγματικότητα. Και γείωση με την πραγματικότητα σημαίνει να λαμβάνεις υπόψη σου τις συνθήκες μέσα στις οποίες καλούμαστε να αναπτύξουμε ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα ανατροπής, τις συνθήκες μέσα στις οποίες ήμαστε αναγκασμένοι να προσπαθήσουμε να πολιτικοποιήσουμε τους εργατικούς αγώνες των διαφόρων κλάδων των εργαζομένων. Ένας κρίσιμος παράγοντας που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι το επίπεδο της συνείδησης της εργατικής τάξης και του λαού. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ανοίξατε πολιτική κουβέντα με κάποιον άνθρωπο για την οικονομική κρίση, για τα μνημόνια και την ανεργία, για όλη αυτή την καταστροφή που βιώνουμε, λέγοντας του ότι η αιτία της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και των δεινών του είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα;

 

Δεν πρέπει, λένε, να είναι κανείς δημοσίως απαισιόδοξος. Ανήκουμε στην επαναστατική αριστερά, στον πολιτικό χώρο της ιστορικής αισιοδοξίας. Όμως όλα τα αμείλικτα δεδομένα μου λένε πως οι πιθανότητες να αναχαιτίσουμε την καπιταλιστική επέλαση και να αντεπιτεθούμε χαράζοντας έναν τελείως διαφορετικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, είναι ισχνές. Θεωρώ πως οι τελευταίες ελπίδες που έχουμε είναι η συσπείρωση όλων εκείνων των υγιών πολιτικών δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς που συμφωνούν πως η αρχή μιας τέτοιας αντεπίθεσης και ταυτόχρονα η βραχυπρόθεσμη φυσική επιβίωση της εργατικής τάξης και του λαού περνάει μέσα από τη διπλή έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη και την ΕΕ, τη μονομερή διαγραφή τους χρέους και τα άλλα μέτρα που διατυπώνονται στο μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο σπάσιμο δηλαδή των ιμπεριαλιστικών δεσμών με τις ευρωπαϊκές και υπερατλαντικές δυνάμεις. Γιατί αν δεν βρούμε τον τρόπο να συσπειρώσουμε το λαό και να τον συγκροτήσουμε σε μαχόμενο πολιτικό υποκείμενο υλοποιώντας σαν άμεσα μέτρα για την φυσική του επιβίωση το μεταβατικό μας πρόγραμμα, τότε αυτό το πρόγραμμα θα παραμείνει άσκηση επί χάρτου. Για να υλοποιήσουμε όμως αυτό το πρόγραμμα χρειαζόμαστε τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση. Διαβάζοντας τα 6 σημεία της «πρότασης για συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών σε έναν άλλο δρόμο διεξόδου από την κρίση» δεν βλέπω ποιες είναι εκείνες οι ασυγχώρητες εκπτώσεις που κάνει σε σχέση με το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Με μεγάλο σεβασμό προς τους συντρόφους που αναφέρουν ότι αυτή η πρόταση δεν βάζει στο προσκήνιο την εργατική τάξη, ότι δεν δεσμεύεται ρητά ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα των 6 σημείων θα το επιβάλλει με τους αγώνες της και τον έλεγχό της η εργατική τάξη, η απάντηση πραγματικά προκύπτει από μόνη της: Ποιος άλλος αν όχι η εργατική τάξη θα μπορούσε  να φέρει, να επιβάλλει τέτοιες θεμελιώδεις ανατροπές; Μια αστική κυβέρνηση της αριστεράς; Όχι βέβαια!  Προφανώς αυτά τα 6 σημεία θα τα υλοποιήσει η εργατική τάξη και ο λαός. Ποιος άλλος θα τα υλοποιούσε; Οι μερικές εκατοντάδες αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Δυστυχώς δεν είμαστε αρκετοί. Αυτά τα 6 σημεία δεν είναι ένα «τακτικίστικο άθροισμα κάποιων σημείων»[1]. Σίγουρα δεν είναι μια συνολική πολιτική τοποθέτηση. Είναι όμως οι απολύτως αναγκαίοι ανατρεπτικοί – αντικαπιταλιστικοί – αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι που την ίδια στιγμή θα επιτρέψουν την συσπείρωση ικανού αριθμού πολιτικών δυνάμεων και αγωνιστών προς αυτούς του στόχους.

 

Υπάρχει στο μυαλό κανενός η αυταπάτη ότι εάν η εργατική τάξη καταφέρει μέσα από ανείπωτους αγώνες και συγκρούσεις να επιβάλλει τη μονομερή διαγραφή του χρέους και την έξοδο από την Ευρωζώνη και την ΕΕ, θα είναι τίποτα στην χώρα το ίδιο; Υπάρχει περίπτωση εάν συμβούν όλα αυτά, να μην χρειαστεί παράλληλα η μετωπική σύγκρουση και η συντριβή του αστικού κράτους, να μην χρειαστεί η δημιουργία εργατικών οργάνων αντι-εξουσίας και βαθιές τομές στον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών προς μια σοσιαλιστική κατεύθυνση;

 

Θεωρώ πως στην υπόθεση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αμείλικτη η ανάγκη για μια άμεση διπλή υπέρβαση. Πρώτον, να βρεθεί τρόπος να συμμαχήσουμε πολιτικά με τις δυνάμεις εκείνες της αριστεράς που  συμφωνούνε με το μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεύτερον, αυτή η συμμαχία/μέτωπο να είναι η αρχή της δημιουργίας ενός νέου πόλου/κόμματος της αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής αριστεράς. Όχι μόνο να είναι μια συμμαχία των μελών. Όχι μόνο να μπούνε σε δεύτερη μοίρα οι συνιστώσες. Να είναι μια βαθιά και σφιχτή συμμαχία/μέτωπο στην οποία θα καλλιεργήσουμε την εμπιστοσύνη και τη συντροφικότητα μεταξύ των συντρόφων όλων των συνιστωσών, όλων των ανένταχτων αριστερών και προπαντός όλου του κόσμου της εργασίας που κοιτάζει με κρυφή ελπίδα προς τον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, έχοντας προδοθεί από όλους εκείνους που μέχρι χθες εμπιστεύονταν.

 

Με απέραντο σεβασμό προς όλους τους συντρόφους που ανήκουν στις μικρές και μεγάλες συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς και στα υπόλοιπα μικρά κομμάτια της επαναστατικής αριστεράς: είναι ανάγκη να νικήσουμε το αίσθημα της ιδιοκτησίας που διακατέχει όλα τα μικρά και μεγάλα κόμματα της αριστεράς. Όπως είπε και ο σύντροφος Γιώργος Ρούσης όταν πρόσφατα ρωτήθηκε για την πολυδιάσπαση της αριστεράς: «δυστυχώς και η αριστερά είναι επηρεασμένη από τις κυρίαρχες αξίες και δη από τον ατομισμό που επικρατεί στην αστική ιδεολογική σκέψη» [2]. Αυτός θεωρώ πως είναι ο κυριότερος λόγος που αποτελεί τροχοπέδη στην συγκρότηση ενός ενιαίου, σφιχτού σε δομή και οργάνωση, αντικαπιταλιστικού πόλου από όλα τα μικρά σε μέγεθος (μεγάλα όμως σε καρδιά και πολιτικούς στόχους) κόμματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, εντός και εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και είναι ο κυριότερος λόγος που η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν είναι ενωμένη και συγκροτημένη σε ένα ενιαίο πολιτικό κόμμα.

 

Σε αυτό το μακελειό που ζούμε, δεν διακυβεύεται η πολιτική επιβίωση του ενός ή του άλλου κόμματος της αριστεράς, όσο μικρό ή μεγάλο και να είναι αυτό. Δεν παίζεται η συντήρηση ή η αύξηση του αριθμού των μελών ενός κόμματος. Διακυβεύεται η συντριπτική ιστορική ήττα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Το διακύβευμα είναι η υποδούλωση του συνόλου της εργατικής τάξης και του λαού σε συνθήκες βάρβαρου, εγκληματικού ανθρωποφαγικού καπιταλισμού, χωρίς ούτε τα στοιχειώδη εργασιακά, πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Διότι όπως πολύ σωστά επισήμανε και μέσα στο τελευταίο του βιβλίο[3] ο σύντροφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου, δεν πρόκειται να βγούμε από την κρίση επιστρέφοντας στα Κευνσιανά μοντέλα του χθες, ακριβώς επειδή είναι η κρίση και η κατάρρευση του Κευνσιανισμού που οδήγησαν τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε αυτή την κρίση: «από τη σκοπιά του συστήματος δεν υπάρχει ομαλή, ειρηνική έξοδος από τη χρόνια ύφεση, παρά μόνο η «λύση» του αδυσώπητου ταξικού πολέμου και των απολυταρχικών κρατών έκτακτης ανάγκης».

 

Όπως είπε ο σύντροφος Π. Παπακωνσταντίνου σε μια πρόσφατη συνέντευξή του «Αν το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα καταφέρει να σταθεροποιηθεί, ξεπερνώντας, μέσα από ανείπωτες κοινωνικές καταστροφές, τη μεγάλη κρίση που άρχισε το 2007, το εργατικό κίνημα της Δύσης θα πάει πίσω μισό αιώνα - αν όχι και περισσότερο - εργασιακά, κοινωνικά, πολιτικά. Φυσικά η ταξική πάλη δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να σταματήσει, αλλά η επανεκκίνηση θα γίνει από ένα πολύ κατώτερο επίπεδο - ίσως και εκτός αριστερού νοήματος, με οποιαδήποτε έννοια. Ελπίζω ότι το αγώι θα ξυπνήσει, τελικά, τον αγωγιάτη κι ότι ο κόσμος της εργασίας θα επιβάλει στις κομματικές ηγεσίες αυτό που θα έπρεπε να του υπαγορεύει αν όχι η φιλοσοφία και η ιστορία τους, τουλάχιστον το απλό ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης και αυτό το σπάνιο πράγμα, που λέγεται κοινή λογική»[4].

 

Και βέβαια, επειδή έχουμε αργήσει, επειδή έχουν περάσει 3 χρόνια συμπυκνωμένου πολιτικού χρόνου από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, θεωρώ, όπως ανέφερα και πιο πάνω, πως και αυτή ακόμα η συζήτηση για τη δημιουργία ενός πιο σφιχτού, πιο δημοκρατικού και πιο οργανωμένου αντικαπιταλιστικού μετώπου/συμμαχίας είναι παρωχημένη. Όπως έγραψε και ο σύντροφος Παναγιώτης Σωτήρης: «…η απόπειρα συσπείρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων γύρω από το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα και σε κατεύθυνση αναμέτρησης με το ερώτημα της εξουσίας με όρους ενός εν δυνάμει «ιστορικού μπλοκ» των υποτελών τάξεων, δεν μπορεί παρά να γίνει σε τομή και ρήξη με τους υπάρχοντες σχηματισμούς της Αριστεράς»[5]. Και βέβαια αυτό πρέπει να γίνει χωρίς καμία πρόθεση να κρύψουμε «κάτω από το χαλί» της συμπόρευσης τις υπαρκτές πολιτικές μας διαφωνίες ή τις πολιτικές μας διαδρομές ή τα ιστορικά ρεύματα στα οποία ανήκουμε. Ούτε για να κάνουμε αυτοσκοπό την άμβλυνση των διαφορών μας. Πρέπει να γίνει αναγνωρίζοντας επιτέλους αυτό που βλέπει όλη η υπόλοιπη κοινωνία: πως εκείνα που μας ενώνουν, τα ζητήματα στα οποία συμφωνούν όλες οι τάσεις, τα κόμματα, τα μετωπικά σχήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, καθώς και εκείνες οι αριστερές δυνάμεις που έχουν μετακινηθεί προς τα αριστερά τα τελευταία 3 χρόνια, είναι απείρως περισσότερα σε ποιότητα και ποσότητα, από εκείνα που μας χωρίζουν, από εκείνα στα οποία διαφωνούμε.

 

Την ίδια στιγμή όμως, γνωρίζω σε γενικές γραμμές τις πολιτικές ισορροπίες μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρ’ όλη την σχετική απομόνωση και την έλλειψη πληροφόρησης για το τι συμβαίνει στο κέντρο, που είναι απόρια της διπλής μου ιδιότητας ως ανένταχτου μέλους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν ανήκει σε καμία συνιστώσα και ως ενός ανθρώπου που ζει και έχει σαν βάση του την επαρχία. Γνωρίζω ότι οι δύο μεγαλύτερες συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΝΑΡ και το ΣΕΚ, διαμορφώνουν εν πολλοίς τη γραμμή του εγχειρήματος, και δεν συμφωνούν με αυτή την ανάλυση και την πρόταση που διατυπώνω.

 

Φοβάμαι πως όσες θετικές οργανωτικές αλλαγές και να γίνουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και υπάρχει περιθώριο για πολλές θετικές αλλαγές), ως απόρια της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, αν η μαχόμενη αριστερά δεν προχωρήσει άμεσα σε αυτές τις υπερβάσεις, θα χαθεί μια ακόμα ιστορική ευκαιρία για τη συγκρότηση ενός αριστερού, αντικαπιταλιστικού, κομμουνιστικού κόμματος που θα έχει τη συγκρότηση, τη στόχευση και τη θέληση, αλλά πάνω από όλα και το πολιτικό μέγεθος για να αποπειραθεί να ανατρέψει τον όλεθρο που ζούμε. Θα χαθεί η ευκαιρία να συγκροτηθεί ένας πόλος ελπίδας που θα συσπειρώσει τους εργαζόμενους και το λαό πάνω σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα, με αιχμή του δόρατος τη μονομερή διαγραφή του χρέους και τη διπλή έξοδο από Ευρώ και ΕΕ. Ένας πόλος που θα έχει ως ξεκάθαρο στόχο στην πορεία υλοποίησής αυτών των άμεσων στόχων να επιχειρήσει έναν ευρύτατο μετασχηματισμό της κοινωνίας και της οικονομίας προς σοσιαλιστική κατεύθυνση.

 

Ένας πόλος που θα έχει – το ξαναλέω – και το απαραίτητο πολιτικό μέγεθος για να τα κάνει όλα αυτά πράξη. Γιατί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρ’ όλη την αυτοθυσία των μελών της, δεν έχει – και δεν φαίνεται στο άμεσο μέλλον να δημιουργούνται οι συνθήκες για να αποκτήσει – το απαραίτητο κρίσιμο μέγεθος για να ανατρέψει από μόνη της αυτή την καταστροφή.

 

Τέλος, θέλω να επαναλάβω μια εκτίμηση που ανέφερα παραπάνω. Ακόμα και αν συγκροτηθεί ένας νέος σφιχτοδεμένος, οργανωμένος και μαχητικός πόλος, ένα ενιαίο κόμμα της επαναστατικής, κομμουνιστικής, αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που θα είναι κατά πολύ μαζικότερο αυτών που υπάρχουν τώρα στο προσκήνιο, θεωρώ πως είναι μικρή η απόπειρα να αναχαιτιστεί η επίθεση του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας. Αυτή όμως η συγκρότηση ενός τέτοιου κέντρου-εγκέφαλου που θα οργανώνει την αντίσταση του αγωνιζόμενου λαού, είναι το μόνο που μπορεί να υπονοήσει την ύπαρξη μιας ελπίδας ανατροπής. Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι με την παρούσα μορφή, πολυδιασπασμένη και ανταγωνιστική μεταξύ της, η πραγματικά επαναστατική αριστερά, δεν μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στις εξελίξεις.

 



[1] Με όπλο την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Αντώνης Δραγανίγος, 03/05/13

http://aristeroblog.gr/node/1625

 

[2] Μια Συζήτηση (7/2/13) Με τον Γιώργο Ρούση «Για τον Γκραμσιανό "Πόλεμο Θέσεων", Την Επικαιρότητά Του Και Όχι Μόνο», Blog “Ελευθερία ή Τίποτα”, 09/02/13 http://eleftheriahtipota.blogspot.gr/

http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=_CMYuHrgEgM

 

[3] Η μεγάλη πρόκληση: η κρίση, η αριστερά, η εξουσία, Π. Παπακωνσταντίνου, Λιβάνης, 2013

http://www.livanis.gr/ViewPreRelease.aspx?ProductId=1157113

 

[4] ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤ. ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΧΡ. ΑΒΡΑΜΙΔΗ ΚΑΙ ΤΟ Βlog «ΚΟΙΤΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ» 15/04/13, http://afterhistory.blogspot.gr/2013/04/blog-post_15.html

 

[5] Ιστορικές ευκαιρίες και ιστορικές ευθύνες, Παναγιώτης Σωτήρης, Μάιος 2013

http://www.anasynthesi.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=463&Itemid=542