Το ζήτημα της κυβέρνησης και η συζήτηση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Θεωρητική αναζήτηση και αντιπαράθεση μελλοντολογίας ή διαφοροποίηση πολιτικών ιεραρχήσεων και προτάσεων; [του Θάνου Ανδρίτσου]

Το ζήτημα της κυβέρνησης και η συζήτηση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Θεωρητική αναζήτηση και αντιπαράθεση μελλοντολογίας ή διαφοροποίηση πολιτικών ιεραρχήσεων και προτάσεων;

Ένα σύντομο σχόλιο

Ένα από τα ζητήματα που με εντονότερο τρόπο έχουν ανοίξει στη συζήτηση προς τη 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αυτό της κυβέρνησης και της στάσης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς απέναντι της. Ο διάλογος είναι πλούσιος, βαθύς, συχνά έντονος και γίνεται παράλληλα σε συνελεύσεις τοπικών επιτροπών αλλά και μέσω σοβαρών κειμένων, εκδηλώσεων περιλαμβάνοντας χιλιάδες αγωνιστές, οργανωμένους και ανένταχτους, διανοούμενους, πολιτικές δυνάμεις εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α.

Θεωρώ καταρχήν ότι όλες οι απόψεις είναι θεμιτές, εντάσσονται εντός ενός διαλόγου άκρως αναγκαίου για την επαναστατική τακτική και στρατηγική στο σήμερα και βεβαίως αντικατοπτρίζουν προβληματισμούς που συμμερίζονται εκατομμύρια εργαζόμενοι και νέοι στην κοινωνία. Με το παρόν σχόλιο δε θέλω να τοποθετηθώ σε βάθος σε αυτή την κουβέντα. Θα ήθελα να καταθέσω ένα προβληματισμό κυρίως μεθοδολογικό γιατί νομίζω ότι καμιά φορά τα ερωτήματα συσκοτίζονται και οι απόψεις δεν γίνονται τόσο ξεκάθαρες.

Ερώτηση. Η συζήτηση και αντιπαράθεση που έχει ανοίξει είναι κατά κύριο λόγο διαμάχη θεωρητική γύρω από πιθανά μελλοντικά σενάρια ή πολιτικής ιεράρχησης και στοχοθεσίας;

Με ευκολία θα απαντούσε κάποιος ότι είναι και τα δύο, ή ότι για τους επαναστάτες δεν υπάρχει χάσμα μεταξύ της επαναστατικής θεωρίας και της επαναστατικής πράξης. Σύμφωνοι, αλλά ο τρόπος που κάθε φορά τίθεται ένα ερώτημα υποδηλώνει πολύ περισσότερα. Ας γίνω περισσότερο επεξηγηματικός.

Είναι παραπάνω από προφανές ότι η σημερινή Αριστερά και ειδικά η κομμουνιστική οφείλει να συζητήσει σε βάθος για την τακτική και τη στρατηγική της, για όλα τα κρίσιμα ζητήματα που έχουν αναδειχθεί από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Δεν αρκούν σήμερα οι σιγουριές του χθες, η θεωρητική θολούρα, η αοριστολογία, ούτε και ο επαναστατικός βερμπαλισμός, καθώς η κατάσταση μας βάζει επιτακτικά ερωτήματα και καθήκοντα που δεν μπορούμε να αποφεύγουμε. Άρα συμφωνώ, πρέπει να συζητιέται και το θέμα της κυβέρνησης και να παραχθεί μια επαναστατική θεωρία που να τοποθετείται στο ζήτημα με σαφήνεια. Ωστόσο μόνο στο ζήτημα αυτό; Αυτή η επαναστατική θεωρία δεν θα πρέπει επίσης να αναλύσει και να επεξεργαστεί επαρκώς το θέμα του κράτους, της κατάστασης του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου, τον ιμπεριαλισμό, το διεθνή συσχετισμό, το εργατικό κίνημα, το κομμουνιστικό κόμμα και τόσα άλλα κολοσσιαία ζητήματα με τα οποία έχει καταπιαστεί ο μαρξισμός;

Όμως η κουβέντα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πιάνει με την ίδια θέρμη όλα αυτά τα ζητήματα. Οι σύντροφοι και οι πολιτικές δυνάμεις που θέτουν, και έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν, τόσο επιτακτικά και αποφασιστικά την ανάγκη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να απαντήσει θετικά εντάσσοντας στο πρόγραμμά της, το ζήτημα μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης, δεν είναι το ίδιο αποφασιστικοί στην ανάγκη απάντησης και όλων των παραπάνω ζητημάτων. Σαφώς, υπάρχουν κείμενα, απόψεις, αποφάσεις, αναλύσεις, για πάρα πολλά ζητήματα, αλλά η κεντρικότητα που έχει αποκτήσει το ζήτημα της κυβέρνησης, δεν προέρχεται βεβαίως από την ανάγκη αποκατάστασης της επαναστατικής θεωρίας σε σχέση με αυτό το ζήτημα.

Προέρχεται από την εκτίμηση, ότι η περίοδος είναι τέτοια που επιβάλλει από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ τη διαμόρφωση ενός προγράμματος που να έχει σαν βασική πλευρά του, την πρόταση για μια κυβέρνηση, ενός μετώπου στο οποίο θα συμμετέχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαζί με άλλες αντι- ΕΕ, αντι-ευρώ δυνάμεις (σαφώς υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις που δε θέλω απλοϊκά να ενοποιήσω) και θα υλοποιήσει βασικές πλευρές του προγράμματός της. Δεν είναι μια «ανάγκη» να απαντηθεί ένα επιτακτικό ερώτημα, που πράγματι υπάρχει σε εκατομμύρια – προφανώς μη επαναστάτες- προλετάριους, αλλά μια «θετική» επιλογή να εκφραστεί αυτός ο στόχος, ώστε να ενισχυθεί και η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η πρότασή της.

Θεωρώ αυτή την ιεράρχηση άστοχη. Γιατί;

Σίγουρα όχι γιατί πιστεύω ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα ποτέ να υπάρξει μια τέτοια κυβέρνηση. Τις περισσότερες φορές, αρκετοί σύντροφοι, χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα. «Δηλαδή αποκλείεται να υπάρξει πριν ή κατά τη διάρκεια επαναστατικών γεγονότων, μια τέτοια κυβέρνηση»; «Δηλαδή μια κυβέρνηση που θα πήγαινε μαζί το λαϊκό κίνημα, να υλοποιήσει μια τέτοια πολιτική, θα ήταν κακή»; Απαντάω με σαφήνεια και στα δύο ερωτήματα, Όχι. Κανείς, από όσους τοποθετούνται αρνητικά ή κριτικά απέναντι στις προτάσεις για κυβέρνηση, δεν έκατσε να μετρήσει πιθανότητες, δεν προσποιήθηκε το μέντιουμ, ώστε να απορρίψει κάθε πιθανή εξέλιξη της ταξικής πάλης, ούτε σαν τρελός και χωρίς «κοινή λογική» δεν υποστήριξε ότι κάθε σενάριο πέραν της εξουσίας των Σοβιέτ θα είναι εκ των πραγμάτων αρνητικό. Ωστόσο, είναι παραπάνω από προφανές, ότι η φλέγουσα συζήτηση, δεν έχει αυτό σαν επίδικο.

Το πιο άμεσο ερώτημα είναι, το ποιό πρέπει να είναι το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ποιοί οι κεντρικοί τις στόχοι, πώς θα συμβάλλει στην αναγέννηση, ανασυγκρότηση και ουσιαστικά αναγέννηση του εργατικού κινήματος, ποιες πρωτοβουλίες πρέπει να πάρει κτλ.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει σα στόχο την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, προωθεί και πρέπει να εμβαθύνει ένα μεταβατικό πρόγραμμα που δεν είναι απλά κάποια αιτήματα αλλά μια συνολική πολιτική λογική από σήμερα μέχρι την επανάσταση. Αυτός που θα υλοποιήσει αυτό το μεταβατικό πρόγραμμα είναι ένα ρωμαλέο, επικίνδυνο, ανασυγκροτημένο, με νέα όργανα και δομές εργατικής εξουσίας αλλά και πολιτική συνείδηση, εργατικό κίνημα. Όλες οι αγωνιζόμενες πολιτικές και κυρίως κοινωνικές δυνάμεις οφείλουν να ενωθούν σε αυτή τη μάχη σε ένα Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όμως, δεν πιστεύει ότι είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να προωθήσει μια τέτοια πολιτική πρόταση για αυτό παλεύει για τη διεύρυνση του αντικαπιταλιστικού μετώπου, για τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου στην Αριστερά μέσα από τη συμπόρευση με άλλες δυνάμεις που οριοθετούνται από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ και προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο το αντικαπιταλιστικό, αντιιμπεριαλιστικό, αντι ΕΕ περιεχόμενο.

Αυτό περίπου περιγράφουν οι Θέσεις που βεβαίως χρειάζονται εμβάθυνση, καλύτερη επεξεργασία κτλ. Όμως, το κεντρικό τους στίγμα είναι, κατά τη γνώμη μου σωστό. Γιατί περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη –και διαφορετική από την υπόλοιπη αριστερά- επαναστατική πολιτική πρόταση, που πατά σε μια συγκεκριμένη –και επίσης διαφορετική από την υπόλοιπη αριστερά- ανάλυση για την κρίση. Απαντά σε όλα τα πιθανά σενάρια, ερωτήματα κτλ; Όχι. Όμως περιγράφει τη δικιά της πρόταση. Το ζήτημα της κυβέρνησης είναι, ένα μόνο από τα ζητήματα που δεν απαντιούνται πλήρως, γιατί αυτό συγκεκριμένα θα πρέπει να απαντηθεί πρώτο;

Το ερώτημα επομένως δε είναι αν θα απαντηθεί θεωρητικά, πράγμα προφανώς κρίσιμο αλλά αδύνατο χωρίς μια συνολική ανάλυση του σύγχρονου κράτους κτλ. Όπως τίθεται, είναι ότι το ζήτημα της κυβέρνησης θα έπρεπε να περιλαμβάνεται μέσα σε αυτό το πολιτικό πρόγραμμα, σαν κρίσιμος στόχος. Όμως γιατί θα πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να απαντήσει σε ένα από τα πιθανά σενάρια, που κατά τη γνώμη μου δεν είναι καν τόσο κοντινά στο σήμερα; Υπάρχουν τόσες κυβερνητικές προτάσεις από την Αριστερά, που όλο και περισσότερο φαίνεται ότι δεν είναι απλά διαχειριστικές αλλά δεν αμφισβητούν στην ουσία την αστική πολιτική μέσα στην κρίση. Γιατί θα είναι περισσότερο σημαντικό να παρουσιάσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ άλλη μια κυβερνητική πρόταση, μιας «πραγματικής» Αριστερής Κυβέρνησης που θα υλοποιήσει ένα «πραγματικό» αριστερό πρόγραμμα, από το να είναι εκείνη η δύναμη της Αριστεράς που θα προσπαθεί να περιορίσει τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που προφανώς έχει ο ελληνικός λαός, να ενισχύσει την οργάνωση και τη συνειδητοποίηση των εργατών και να προωθήσει την επαναστατική προοπτική; Γιατί είναι τόσο σίγουροι οι σύντροφοι ότι το πρώτο θα φέρει μαζικοποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι το δεύτερο; Είναι πιθανότερο οι εν δυνάμει προδομένες κοινοβουλευτικές ελπίδες από το ΣΥΡΙΖΑ να κινηθούν προς τις πιο αριστερές κοινοβουλευτικές ελπίδες ή προς τις λιγότερο κοινοβουλευτικές και περισσότερο επαναστατικές; Και σε κάθε περίπτωση, τι είναι προτιμότερο;

Η εικόνα κάποιων διαλλακτικών και προβληματισμένων «λογικών» ανθρώπων που θέλουν να συζητήσουν το σενάριο μια πιθανής κυβέρνησης αριστερής ή και αντικαπιταλιστικής σαν κομμάτι της πρότασης μας που μάχονται με κάτι αφιονισμένους αριστεριστές δογματικούς που κρατάνε ψιλά τα λάβαρα της επανάστασης και δε θέλουν να συζητήσουν κανένα ενδεχόμενο πριν την επανάσταση, είναι μακριά από την πραγματικότητα. Περισσότερο φαίνεται σαν κάποιοι να θέλουν να διαμορφώσουν τους όρους και τα προτάγματα (άμεσα και μακροπρόθεσμα) που θα μας οδηγήσουν σε μια ανατρεπτική πορεία και κάποιοι να κάνουν απευθείας ένα άλμα που ούτε σαν άμεσο ενδεχόμενο εμφανίζεται, ούτε σαν κεντρικός στόχος, ούτε σαν όραμα, αλλά σαν μια πιθανότητα που για να φτάσουμε εκεί μεσολαβούν εκατομμύρια βήματα.

Και εδώ βρίσκεται η ουσία του προβλήματος και του πιο έντονου κομματιού του διαλόγου. Από τους συντρόφους και ειδικά τις οργανωμένες δυνάμεις που υπερασπίζονται την πρόταση της κυβέρνησης, ενώ γίνεται μια διαρκής προσπάθεια και κατάθεση απόψεων για αυτήν, για το αριστερό μέτωπο κ.α., δε γίνεται αντίστοιχα έντονη κουβέντα για το εργατικό κίνημα, τα όργανα του αγώνα κτλ. Παράδειγμα: Σε όλες τις τοπικές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συζητήθηκαν όλα τα θέματα και κατατέθηκαν τροποποιήσεις και προτάσεις. Για τα μέτωπα, τις κυβερνήσεις κ.α. έγινε τεράστια κουβέντα. Για το εργατικό κίνημα – και ενώ οι θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ελλιπείς- η τροποποίηση της ΑΡΑΝ περιλαμβάνει μόνο ένα γενικό κάλεσμα για κοινή παρουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μάλιστα καταδικάζοντας κάθε επιμέρους πολιτική κίνηση. Τι γίνεται όμως για το περιεχόμενο, για τη σχέση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, για την ανάγκη βαθιάς τομής με το υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα, για τα συμπεράσματα από τον τελευταίο χρόνο, για τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις μας; Το ίδιο συμβαίνει με τα θέματα των αγώνων στη γειτονιά κτλ. Το ΝΑΡ κατέθεσε κεντρικά (πέρα από προτάσεις συντρόφων σε τοπικές) 4 βασικές προτάσεις- τροποποιήσεις στις συνελεύσεις για το κείμενο των πολιτικών θέσεων. Οι 3 από αυτές ήταν για το εργατικό κίνημα και το κίνημα στην πόλη και η μία για το πολιτικό μέτωπο. Η ΑΡΑΝ και η ΑΡΑΣ κατέθεσαν τουλάχιστον 15, από τις οποίες (πέρα από κάποια σωστά αλλά σχεδόν προφανή για το αντιφασιστικό και τη νεολαία) στη συντριπτική τους πλειονότητα αφορούσαν τις πολιτικές συνεργασίες, την αποτίμηση για τις πολιτικές συμμαχίες, το πρόγραμμα κτλ… Και για να μη φαίνομαι γραφικός με τα κείμενα, ούτε να κεντρίσω εκεί τη συζήτηση, το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει παρακολουθώντας και τις περισσότερες τοποθετήσεις των συντρόφων στις συνελεύσεις, τα κείμενα κτλ. Ενώ στα κείμενα τους υπάρχουν πάντα φράσεις που κλείνουν σε όλους τους τόνους την πρωταρχική σημασία του εργατικού κινήματος, αναφέρονται με διάφορους τρόπους τα όργανα της εν- δυνάμει αντιεξουσίας, της δυαδικής εξουσίας κτλ., δε δίνεται περισσότερη προσοχή, ούτε αποτελεί κεντρικό κομμάτι της κουβέντας.

Δεν προσπαθώ να πω ότι δεν ενδιαφέρονται οι σύντροφοι για το εργατικό κίνημα, ούτε ότι έχουν προσηλυτιστεί σε ένα κυβερνητισμό. Θέλω να μπορούμε να κάνουμε διάλογο και συντροφική κριτική, με καλύτερους όρους και χωρίς φόβο. Πιστεύω ότι κάνουν λάθος σημαντικό στο ζήτημα της πολιτικής ιεράρχησης και της πρότασης που πρέπει να έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το να συζητάς με τόση θέρμη για την κυβέρνηση, τη στιγμή που το εργατικό κίνημα αντιμετωπίζει επιστρατεύσεις σημαίνει ή ότι το υπερεκτιμάς σαν έτοιμο να ανατρέψει άμεσα την τρικομματική κυβέρνηση (πράγμα που δεν είναι και τόσο σύνηθες για τους συντρόφους αυτούς) ή το υποτιμάς σαν αδύναμο να ανδρωθεί και να ακολουθήσει τη δική του ανεξάρτητη επαναστατική δράση αν δεν συνοδευτεί από μια κυβερνητική πρόταση. Και επειδή οι ίδιοι σύντροφοι συχνά αναφέρονται στα όρια του κινήματος (που συχνά συμφωνώ) τότε τείνω να πιστέψω πως τονίζουν το ζήτημα της κυβέρνησης σαν απάντηση στην αδυναμία του ή αντιλαμβάνονται την κατάσταση με βάση τα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Αν ισχύει αυτό τότε πράγματι υιοθετείται μια πολιτική που δεν πατά στη βάση, δηλαδή στο εργατικό κίνημα και την άνοδό του, αλλά στην κορυφή, την κυβερνητική εξουσία, που θα τροφοδοτήσει τη βάση. Όμως ακόμα και αν μια κυβέρνηση μπορεί να ενισχύσει την ταξική πάλη, σαν του Τσάβες, οι κομμουνιστές δεν μπορεί παρά να κάνουν πολιτική από τη βάση και όχι από την κορυφή.

Όπως έλεγε ωραία η Ρόζα «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όλοι θέλουμε να ελπίζουμε στην πτώση της κυβέρνησης Εμπερτ-Σάιντεμαν και στη γρήγορη αντικατάστασή της από μια άλλη κυβέρνηση, πραγματικά σοσιαλιστική και προλεταριακή. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να τραβήξω την προσοχή σας όχι προς την κορφή της πυραμίδας αλλά προς τη βάση της.» Δε θα πω περισσότερα, έχω γράψει πρόσφατα και μεγαλύτερο κείμενο, αλλά νομίζω ότι μεθοδολογικά η φράση αυτή συνοψίζει το διακύβευμα. Προσοχή στη βάση, αυτό είναι για τους κομμουνιστές πολιτική, όχι κινηματισμός ούτε αριστερισμός, απέναντι σε μια υποτιθέμενη συνολική πολιτική που γίνεται πάντα εν τέλει κουβέντα για την κυβέρνηση.

Τέλος, θέλω να επισημάνω ότι δε θεωρώ ότι καμία συζήτηση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι απαγορευμένη και είμαι πολύ χαρούμενος για τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει. Πιστεύω ότι από τη συνδιάσκεψη, ανεξάρτητα, από πιθανές διαφορές, μπορεί να βγει μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενωμένη, με δημοκρατική λειτουργία, με πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες, με κάλεσμα συμπόρευσης, με θεωρητικά και πολιτικά εργαλεία παρέμβασης και πάλης. Καλή συνέχεια στο διάλογο.