• Κυρ, 01/06/2014 - 19:02
Ανακοίνωση της ΑΡ.Α.Σ. για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και του β' γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών καθώς και του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, συμπληρώνουν τα αποτελέσματα του α γύρου, και επιβεβαιώνουν μια σειρά αναλύσεων για την περίοδο και τη συγκυρία:

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καταγράφηκαν ορισμένες βασικές τάσεις:

α) η άνοδος της αποχής, που δείχνει την όλο και μεγαλύτερη απόσταση των επιμέρους εθνικών εκλογικών σωμάτων, από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά από κατά βάση διακοσμητικούς θεσμούς όπως το ευρωκοινοβούλιο

β) η άνοδος «ευρωσκεπτικιστικών» δεξιών, ακροδεξιών, έως ναζιστικών ρευμάτων, τα οποία ενσωματώνουν τη δυσαρέσκεια τμημάτων των μικροαστικών στρωμάτων.

γ) η απουσία δυναμικής των διάφορων αριστερών εκλογικών σχηματισμών και η υποχώρηση ή στασιμότητά τους παρά τα πέντε χρόνια της κρίσης. Εξαίρεση αποτέλεσε κυρίως η Ελλάδα και δευτερευόντως η Ισπανία. Γενικότερα εμφανίζεται μια αισθητή διαφοροποίηση μεταξύ των επιδόσεων της αριστεράς στις χώρες που υπήρξαν μνημόνια (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες.

δ) οι εκλογικές εκφράσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς (με όλες τις αντιφάσεις τους) που υπήρχαν την προηγούμενη περίοδο, είτε καταβαραθρώθηκαν είτε υπέστησαν μεγάλη μείωση.

Αναδεικνύεται ότι η πολιτική στρατηγική όπως του ΣΥΡΙΖΑ, που διακηρυκτικά, προσβλέπει σε μία συντονισμένη ανάδειξη αριστερών ρευμάτων στο εσωτερικό της ΕΕ, η οποία θα πιέζει τις κυρίαρχες τάξεις για την επιβολή κάποιας μορφή συμβιβασμών π.χ. κατάργηση του μνημονίου ή αναδιαπραγμάτευση –δραστική περικοπή του χρέους, είναι ανέφικτη. Ακόμα, γίνεται πιο δύσκολη στην παρούσα συγκυρία, μιας και οι διαρροές προς εθνικιστικά «ευρωσκεπτιστικά» κόμματα, ως απότοκο της κρίσης της ΟΝΕ, οριοθετούν περαιτέρω τη δυνατότητα των αστικών κυβερνήσεων των αναπτυγμένων κρατών να προχωρήσουν σε κάποιες σοβαρές παραχωρήσεις σε σχέση με το χρέος.

Η Ελλάδα από μόνη της αποτελεί μία ιδιαιτερότητα. Είναι η χώρα που έχει πληγεί σε μεγαλύτερο βαθμό από την κρίση, ενώ δεν είναι ορατό ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, όσο δεν υπάρχει δραστική περικοπή του χρέους. Αυτό είναι και το βασικό στοιχείο που επικαθορίζει την πολιτική συγκυρία, η οποία χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση της πολιτικής αστάθειας και την ανάδειξη ως πρώτης δύναμης στις ευρωεκλογές ενός αριστερού ρεφορμιστικού κόμματος με σοβαρές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στο εσωτερικό του.

Όμως η ύπαρξη της πολιτικής αστάθειας και της κρίσης εκπροσώπησης των εργαζόμενων τάξεων στη σχέση τους με τα αστικά κόμματα, δεν οδηγεί σε μία βέβαιη και, πολύ περισσότερο, εύκολη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, ως εναλλακτικό αστικό σχέδιο.

Σε αυτές τις εκλογές:

α) η σοβαρή διαφορά των 4 μονάδων που λαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τη Ν.Δ. δημιουργεί δυσκαμψία στις αστικές πολιτικές δυνάμεις. Ωστόσο παρά την αναμφίβολή εκλογική του επιτυχία (με σαφέστατο ταξικό πρόσημο και πάλι όπως τον Ιούνιο του 2012), δε δείχνει να διαμορφώνει ένα σαφές ανερχόμενο ρεύμα που να μπορεί να διεκδικήσει με ευκολία, καθαρά και αυτόνομα, το κυβερνητικό κέντρο.

β) Η πτώση της εκλογικής επιρροής της Ν.Δ. δεν είναι συντριπτική, ενώ καταγράφεται ένα σύνολο από δεξιά ψηφοδέλτια με ποσοστά που φτάνουν(περί το 6,5%), τα οποία εν δυνάμει αποτελούν τις κύριες “εφεδρείες” της. Η διαφορά των περίπου 4 μονάδων από το ΣΥΡΙΖΑ -αν δε συμβούν πολιτικά και κυρίως κινηματικά γεγονότα- είναι υπό προϋποθέσεις διαχειρίσιμη και μπορεί να ανατραπεί σε συνθήκες γενικευμένων εθνικών και υπερεθνικών εκβιασμών στις επόμενες εθνικές εκλογές.

γ) Το ΠΑΣΟΚ, υπό την κάλυψη της «ελιάς», απέφυγε τη γενική κατάρρευση και συγκράτησε την επιρροή του στο 8%. Έτσι, έχει μία κάποια δυνατότητα να πρωταγωνιστήσει σε κινήσεις “επανίδρυσης” του χώρου της κεντροαριστεράς, με τα υπολείμματα της ΔΗΜΑΡ και τμήματα του Ποταμιού. Όμως, στις επόμενες εκλογές, όπου, λόγω του εκλογικού νόμου, θα συγκρουστούν κυρίως δύο μπλοκ, θα πιεστεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι διεργασίες ανασύνθεσής του μέσω σχηματισμών όπως το Ποτάμι θα έχουν σημαντικές δυσκολίες.

Η συνολική επιρροή της αριστεράς παραμένει υψηλή και ανέρχεται συνολικά στο 35 %, ξεπερνώντας κατά λίγο το ποσοστό του 32,5 % των εκλογών του Ιούνη 2012. Όμως, μετά από δύο χρόνια σκληρής εφαρμογής της αστικής πολιτικής και σωρευτικής επίδρασης των επιπτώσεων της, η δυναμική ανόδου φαίνεται να έχει ανακοπεί.   Η έκφραση ενός αριστερού ρεύματος χωρίς την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και του κινήματος μόνο ως μορφή διαμαρτυρίας μέσα από τις εκλογές έχει και εκλογικά όρια.

Το αρνητικό πρόσημο του αποτελέσματος των εκλογών αναδεικνύεται εκτός των άλλων από την στασιμότητας της αριστεράς, την κυριαρχία στο εσωτερικό της μίας φιλο ΕΕ δύναμης, την επικράτηση των μνημονιακών μπλοκ στις περισσότερες περιφέρειες και δήμους και από το γεγονός ότι οι ψήφοι συνολικά προς την ακροδεξιά αυξάνονται κατά 5,2%

Ειδική σημασία έχει η άνοδος κατά 100.000 ψήφους της ΧΑ σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012, η οποία συνοδεύεται και από το γεγονός της καταγραφής της ως μαζικό ρεύμα σε γειτονιές της Αθήνας. Παρά τη δολοφονία Φύσσα, την επιχείρηση κρατικής οριοθέτησής της ως εγκληματικής οργάνωσης, τις συλλήψεις των ηγετικών της στελεχών, εγγράφει μονιμότερα χαρακτηριστικά, που τα αποκτά ως κοινωνικό ρεύμα.

Η κυβέρνηση εμφανίζεται να έχει τη στήριξη μόνο του 31 % του εκλογικού σώματος που εκφράστηκε στις ευρωεκλογές. Αυτό αναδεικνύει μία διαδικασία απονομιμοποίησής της και την ενίσχυση των δυσκολιών εμβάθυνσης της πολιτικής της. Ταυτόχρονα, η πορεία της εξαρτάται εν μέρει από την χαλάρωση των πιέσεων για την επιβολή νέων μέτρων και την ύπαρξη κάποιων παραχωρήσεων από τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην Ε.Ε.. Διαθέτει αναμφίβολα σημαντικές εφεδρείες σε σύγκριση με το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ την ευνοεί η αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων και η ύφεση των μαζικών κοινωνικών αγώνων. Γι’ αυτό, δεν αντέχει σε κριτική το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ «στις 25 ψηφίζουμε στις 26 φεύγουν».

Όμως, θετικό στοιχείο που ανέδειξε αυτός ο γύρος εκλογών ήταν η αδυναμία του κυβερνητικού μπλοκ να συσπειρώσει τις δυνητικές του εφεδρείες στις μετωπικές αντιπαραθέσεις στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Ιδιαίτερα στην Αττική, στην Περιφέρεια και στο Δήμο Αθήνας αλλά και σε πολλούς δήμους, αναμετρήθηκαν δύο μπλοκ με στοιχεία ταξικής πόλωσης, κάτι που έδωσε στις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ακόμα και σε δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς (όπως στο Χαλάνδρι και στο Κερατσίνι) και του ΚΚΕ, μία απρόσμενη με βάση τα εκλογικά δεδομένα του πρώτου γύρου επιτυχία. Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι ναι μεν η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην είναι ανοδική με τα χαρακτηριστικά κοινωνικού ρεύματος, ούτε όμως και το κυβερνητικό μπλοκ είναι εύκολο, ακόμα και σε εκλογές διλληματικού χαρακτήρα, να συσπειρώσει τις -θεωρητικά- πιο συγγενείς με αυτό δυνάμεις.

Είναι κυρίως η εξέλιξη αυτή που δημιουργεί τις δυσκολίες στη διαχείριση της πολιτικής σκηνής από την πλευρά της αστικής τάξης και του κυβερνητικού κέντρου. Για αυτό η αστική τάξη θα προσπαθήσει να επιτύχει ευρύτερες πολιτικές ανασυνθέσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω των δομικών χαρακτηριστικών του και της πολιτικής στρατηγικής της ηγετικής του ομάδας, έχει επιλέξει τη δεξιά προσαρμογή, το άνοιγμα στο μεσαίο χώρο, την απόσβεση των κοινωνικών αγώνων αλλά και την κατά το δυνατόν υποβολή διαπιστευτηρίων στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς αλλά και σε τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης («ανήκουμε στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ», προσπάθειες συνεννόησης με επιχειρηματικά συμφέροντα). Όμως, αυτή είναι μία τακτική που δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να αποδώσει εκλογικά – και η στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ σε μία τόσο πυκνή από κοινωνικές μεταβολές διετία το δείχνει – κυρίως όμως δεν έχει σχέση με μία αριστερή ριζοσπαστική στρατηγική.

Από την άλλη πλευρά το ΚΚΕ, παρ ότι είχε ανακάμψει, σε ένα βαθμό στο α γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, δέχτηκε πιέσεις από την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, ενώ στους ψηφοφόρους του δεν πέρασε η γραμμή του για λευκό – άκυρο αποχή στο δεύτερο γύρο όπου συγκρούονταν υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ με μνημονιακούς υποψηφίους. Η κατάσταση αυτή θα ενταθεί στις επόμενες εκλογές εφ όσον γίνουν σε συνθήκες πόλωσης και δείχνει ότι η τακτική της περιχαράκωσης και της μη ανάληψης κοινών πρωτοβουλιών μέσα στο κίνημα με δυνάμεις που θα μπορούσαν να συγκλίνουν σε μία συγκεκριμένη βάση (Ανταρσυα, Αρ. Πλατφόρμα), δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα οριοθέτησης ενός δυναμικού, αντίθετα οξύνει τις πιέσεις.

Τα αποτελέσματα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν συνολικά αρνητικά. Έλαβε ένα ποσοστό της τάξης του 0,7 % κατατασσόμενη στη 17 η θέση. Η αποτυχία αυτή δεν μπορεί να συγκαλυφθεί με πολιτικά τρΙκ ότι «διπλασιάσαμε τις ψήφους και τα ποσοστά σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2009 ή τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012». Ακόμα και στις περιφερειακές εκλογές, τα αποτελέσματα που όπως επισημαίναμε αμέσως μετά τις εκλογές του πρώτου γύρου εν μέρει οφείλονταν και στη έμμεση ή άμεση στήριξη των ψηφοδελτίων και από άλλες πολιτικές κινήσεις (σχέδιο Β, ΕΠΑΜ, κ.λ.π.) ήταν πενιχρά σε σχέση με τις αναγκαιότητες και τις δυνατότητες της συγκυρίας. Από τις 30.000 ψήφους που έλαβαν παραπάνω οι σχηματισμοί της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε σχέση με τις περιφερειακές εκλογές του 2010, το 80 % προέρχεται από 4 περιφέρειες τη Στερεά Ελλάδα, στην οποία μάλιστα δεν είχε συμμετάσχει το 2010, τη Κεντρική Μακεδονία, τη Πελοπόννησο, τη Κρήτη στις οποίες υπήρχαν εκτός των άλλων ειδικοί λόγοι για αυτή την αύξηση. Αντίθετα στις άλλες περιφέρειες και σε μεγάλους δήμους δεν είχε κάποια δυναμική. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να είναι καθόλου ικανοποιημένη, όταν για μία ολόκληρη περίοδο πέντε ετών οξύτατης κρίσης – την οποία μάλιστα ορισμένοι την αντιλαμβάνονται ως επαναστατική κρίση – και ραγδαίας ανόδου της αριστεράς, η επιρροή της σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο παραμένει καθηλωμένη σε επίπεδα κάτω του 1%.

Το πρόβλημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε μεγάλο βαθμό εντοπίζεται στη πολιτική στρατηγική και τη φυσιογνωμία της, που είναι αναντίστοιχες με τις πραγματικές διεργασίες και προτεραιότητες που θέτουν τμήματα των εργαζόμενων τάξεων που εντάσσονται ή πολώνονται προς τα αριστερά. Η εκτίμηση της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την περίοδο ότι αυτή περιέχει επαναστατικές δυνατότητες και άρα είναι αναγκαία η προβολή αποκλειστικά του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και του στρατηγικού στόχου (του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού), αλλά και η προνομιοποίηση των συμμαχιών μόνο με όσες δυνάμεις συμφωνούν κυρίαρχα στην προβολή αυτού του προγράμματος και του στόχου, βρίσκεται στη βάση της πολιτικής της αδυναμίας να χτίσει ευρύτερες συσπειρώσεις σε πολλαπλά επίπεδα, κοινωνικά, τοπικά και κεντρικοπολιτικά.

Ειδικά η εξέλιξη των πολιτικών συζητήσεων με το σχέδιο Β και το σαμποτάρισμα της πολιτικής συνεργασίας, πρωτίστως από τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και από αντιλήψεις εντός του σχεδίου Β, έπαιξε ρόλο στην εκλογική «τιμωρία» και των δύο, τοποθετώντας τους και πάλι στη θέση περιθωριακών πολιτικών δυνάμεων.

Η πολιτική συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του σχεδίου Β, έστω και ορισμένους μήνες πριν τις εκλογές, μπορεί να μην άλλαζε δραματικά την κατάσταση, θα παρήγαγε όμως μία διαφορετική τάση. Ένα σημαντικό – για τα μεγέθη αυτών των σχηματισμών – δυναμικό στράφηκε, κυρίως, στο ΣΥΡΙΖΑ ή και σε άλλα ψηφοδέλτια, γιατί δεν είδε κάποια ενωτική προοπτική, ακόμα και μεταξύ δύο σχηματισμών, που εμφανίζουν μεγάλες συγκλίσεις και σε προγραμματικό επίπεδο και σε επίπεδο πολιτικών πρακτικών,.

Αντίστοιχα αρνητικές επιπτώσεις είχε η γραμμή που κατέληγε στο σύνθημα «ψηφίζουμε σε τρεις κάλπες ένα ψηφοδέλτιο», και προέτασσε τη συγκρότηση των δημοτικών σχημάτων «αντικαπιταλιστικών παρατάξεων» για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Όπου ακολουθήθηκε αυτή η γραμμή, τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά, γιατί διαλύθηκαν οι δυνατότητες της διαμόρφωσης ευρύτερων αριστερών ριζοσπαστικών συσπειρώσεων, είτε με τη συμμετοχή δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, είτε και χωρίς αυτή. Σε αυτές τις αριστερές δημοτικές συσπειρώσεις, η προγραμματική εμβέλεια, της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μπορούσε να αποκτήσει ηγεμονική ροπή.

Το εμβληματικό αποτέλεσμα στο Χαλάνδρι, όπου ένα σχήμα που αποτελεί συνέχεια της πιο παλιάς και επιτυχημένης δημοτικής συσπείρωσης της άκρας αριστεράς, εξέλεξε δήμαρχο και πολλούς δημοτικούς συμβούλους μεταξύ των οποίων αρκετά μέλη ή υποστηρικτές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι χαρακτηριστικό της αντιφατικότητας της περιόδου αλλά και της αντιφατικότητας της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.Το αποτέλεσμα αυτό αποτυπώνει ότι στην ίδια συγκυρία ανάλογα με την πολιτική γραμμή που θα ακολουθηθεί, συνυπάρχουν δύο ενδεχόμενα: τόσο αυτό της περιθωριοποίησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο και αυτό της διαμόρφωσης, τουλάχιστον σε επιμέρους χώρους ή μέτωπα, πλειοψηφικών ρευμάτων με ηγεμονικά στοιχεία της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Η επόμενη περίοδος θέτει αντικειμενικά στρατηγικής φύσης ερωτήματα συνολικά για την αριστερά αλλά και με ιδιαίτερη ένταση για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Επιμένουμε σε αυτά τα οποία λέγαμε και πριν τις εκλογές. Απέναντι στις πιέσεις ενσωμάτωσης, διαλυτοποίησης ή και σεκταριστικής φυγής και απογείωσης, η ύπαρξη του αυτοτελούς και ανεξάρτητου πόλου της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης όλη αυτή την περίοδο. Η αναγκαιότητα αυτή αυξάνεται ακόμα περισσότερο, αν ληφθούν υπ όψη οι πολιτικές στρατηγικές του ΣΥΡΙΖΑ

Ομως αυτό έχει αξία στο βαθμό που περιφρουρείται η προγραμματική της βάση και ο δημοκρατικός της χαρακτήρας, στοιχεία που επλήγησαν με διάφορες πρακτικές όλη την περίοδο πριν τις εκλογές. Αυτό που απαιτείται είναι μία προγραμματική και οργανωτική επανεκκίνηση ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη δημοκρατική συγκρότηση της και με επανατοποθέτηση στο κέντρο της στρατηγικής της μετωπικής συμπόρευσης με εκείνες τις δυνάμεις και αντιλήψεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, που συγκλίνουν στη βάση του μεταβατικού προγράμματος για τη συγκρότηση ενός αριστερού κοινωνικό πολιτικού μετώπου. Διαφορετικά, η πολιτική στρατηγική του αντικαπιταλιστικού πόλου, αυτοαναιρείται, και εκτρέπεται στην κατεύθυνση της συγκρότησης του "μετώπου των επαναστατών", σε διαχωρισμό και ρήξη με όσους δεν προτάσσουν την άμεση αναγκαιότητα της επαναστατικής διαδικασίας. . Χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής κατεύθυνσης, αποτελεί το γεγονός ότι προεκλογικά σε σημαντικό βαθμό υποτιμήθηκαν στον πολιτικό λόγο και υλικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κεντρικά ζητήματα του μεταβατικού προγράμματος, όπως η σύγκρουση με την Ε.Ε. και ακόμα περισσότερο η αναγκαιότητα της ρήξης με την Ο.Ν.Ε. Ζητήματα, που έχουν άμεση υλική επίπτωση στα δικαιώματα και τη ζωή των εργαζόμενων τάξεων και παράλληλα αποτελούν τους οικονομικούς, ιδεολογικούς και πολιτικούς, πολιορκητικούς κριούς της αστικής στρατηγικής. Αντίθετα προνομιμοποιήθηκε η γενικόλογη αναφορά στην αναγκαιότητα της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» νοθεύοντας έτσι το χαρακτήρα του προγράμματος, απαλείφοντας πλήρως το μεταβατικό του χαρακτήρα και, κατ’ επέκταση, εξοβελίζοντας τις απαραίτητες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που επιβάλει αυτός ο χαρακτήρας

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να αξιολογήσει τα αποτελέσματα αυτά και να αναπροσαρμόσει την κατεύθυνση της στο στόχο της προώθησης μίας αριστερής πολιτικής συμμαχίας που να συμπεριλαμβάνει δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες δυνάμεις με άξονα το μεταβατικό πρόγραμμα εργατικής εξόδου από την κρίση, με επίκεντρο τη ρήξη με τις πολιτικές της Ε.Ε. και την έξοδο από την ΟΝΕ. Η συγκρότηση μίας τέτοιας συμμαχίας θα έδινε μεγάλη δυναμική στην ταξική πάλη αλλά και στην πολιτική εκπροσώπηση της αριστεράς.

Η κατεύθυνση της αριστερής ριζοσπαστικής μετωπικής συμπόρευσης δεν εξαντλείται στις υπαρκτές σήμερα δυνάμεις (που τουλάχιστον εκλογικά φάνηκαν περιορισμένες), αλλά στοχεύει σε μία ευρύτερη διαδικασία ανασύνθεσης. Όμως κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκινήσει από αυτές. Όπου επιχειρήθηκε μία τέτοια προσπάθεια σε τοπικό επίπεδο, τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά. Πολύ περισσότερο απαιτείται μία τέτοια προσπάθεια στο εργατικό κίνημα, αλλά και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.

Ως ΑΡΑΣ με τη συμμετοχή μας στο ψηφοδέλτιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τις ευρωεκλογές επιδιώξαμε να υποστηρίξουμε την κατεύθυνση αυτή που στοχεύει στην διαμόρφωση ενός ευρύτερου αριστερού κοινωνικό-πολιτικού μετώπου αλλά και την ενίσχυση στο εσωτερικό του μίας πλατιάς μετωπικής συμπόρευσης δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς και σε αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε πιο αποφασιστικά μετά τις εκλογές.

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ

Παρασκευή 29 Μαΐου 2014