- Σάβ, 12/09/2015 - 15:39
Εκλογική διακήρυξη της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, Σεπτέμβρης 2015
Στηρίζουμε – Ψηφίζουμε ΑΝΤΑΡΣΥΑ - εκλογική συνεργασία με το ΕΕΚ Άλλη μια κυβέρνηση κατέρρευσε, για τον ίδιο λόγο που κατέρρευσαν και όλες οι προηγούμενες. Επειδή η κρίση του καπιταλισμού όχι μόνο δεν ξεπεράστηκε, αλλά γίνεται βαθύτερη. Επειδή οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές, οι καπιταλιστές απαιτούν όλο και μεγαλύτερες θυσίες των εργαζομένων στο βωμό του συστήματος που εξασφαλίζει τα κέρδη τους. Αλλά και επειδή οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες, οι άνεργοι και οι άνεργες, τα φτωχά στρώματα δεν μπορούν να δεχτούν άλλες τέτοιες θυσίες. Ας μην έχει η επόμενη κυβέρνηση, όποια και να είναι αυτή, καμία ελπίδα ότι το κίνημα θα την αφήσει να στεριώσει περισσότερο από τις προηγούμενες. Μαυρίζουμε την κυβέρνηση του μνημονίου Αγνοώντας προκλητικά το κίνημα και το συντριπτικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συμφώνησε, σχεδίασε και ψήφισε το 3ο μνημόνιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε να επιβάλει ένα τεράστιο πακέτο μέτρων, περικοπών και ιδιωτικοποιήσεων για λογαριασμό των αφεντικών της Ελλάδας και της Ευρώπης. Ανέλαβε να το περάσει σε συνεργασία με τους εθνικιστές δεξιούς κυβερνητικούς εταίρους του Καμένου και με τα παλιά αστικά μνημονιακά κόμματα, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Και ανέλαβε να το επιβάλει με κάθε μέσο, έτσι όπως γίνονται αυτές οι δουλειές: με καταστολή, αστυνομική βία και δίκες εναντίον των αγωνιστών και αγωνιστριών που αντιτάχθηκαν στο νέο μνημόνιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ γελοιοποίησε κάθε ελπίδα που είχε επενδυθεί πάνω του και τιμώρησε σκληρά όσους και όσες πίστεψαν ότι απλώς και μόνο με την ψήφο τους μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα και να σωθούν. Η εξέλιξη αυτή κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Ήταν η φυσική κατάληξη της πολιτικής λογική του ΣΥΡΙΖΑ. Ήθελε να διαχειριστεί το κράτος των καπιταλιστών, που όμως είναι φτιαγμένο για να κάνει μόνο μια δουλειά, να εξυπηρετεί τους καπιταλιστές. Φιλοδοξούσε να βρει προοδευτικές λύσεις μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, όμως η ΕΕ και το ευρώ είναι από τη φύση τους μηχανισμοί λιτότητας και εκμετάλλευσης. Προσπάθησε να συμβιβάσει τα συμφέροντα των εργαζομένων με τα συμφέροντα των αφεντικών, όμως τα συμφέροντα αυτά είναι εντελώς ασυμβίβαστα, και κάθε αυταπάτη για συμβιβασμούς ευνοεί μόνο τον ισχυρό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επομένως, οδηγήθηκε νομοτελειακά στο πλευρό του ισχυρού, της καπιταλιστικής τάξης. Η πίεση των αρχηγών της ΕΕ και του ΔΝΤ ήταν τεράστια, όμως η απόφαση να ευθυγραμμιστεί με αυτούς, και όχι με το κίνημα που αψήφησε τους εκβιασμούς και φώναξε ΟΧΙ, ανήκει αποκλειστικά στο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τον Τσίπρα και το κόμμα του, για αυτό και ο μηχανισμός του αποσαθρώνεται με τις καθημερινές αποχωρήσεις μελών και στελεχών. Σήμερα ο Τσίπρας επιχειρεί να κρατηθεί στην κυβέρνηση, προβάροντας κάθε είδους συμμαχίες και υπολογίζοντας στην καλή εικόνα που έχει δώσει πλέον στην αστική τάξη και την ΕΕ. Μεσοπρόθεσμα, όμως, το τραύμα του δεν μπορεί να επουλωθεί. Η περίοδος μετά τις εκλογές θα είναι μια περίοδος νέας άγρια επίθεσης. Με μειώσεις μισθών και συντάξεων. Με απολύσεις και μαζική ανεργία, με ακόμα πιο ελαστικές σχέσεις εργασίας και με όρια συνταξιοδότησης στα 67, για όποιον και όποια καταφέρουν ποτέ να συνταξιοδοτηθούν. Με παράδοση των αεροδρομίων, των λιμανιών, του Ελληνικού, της ηλεκτρικής ενέργειας και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στα χέρια των ιδιωτών και των εργολάβων. Με ένα χρέος που συνεχώς θα μεγαλώνει και θα φορτώνεται στις πλάτες των εργαζομένων και των ανέργων, αυτών δηλαδή που ούτε φταίνε σε τίποτα για τη δημιουργία του, ούτε σε καμία περίπτωση μπορούν να το πληρώσουν. Η περίοδος μετά τις εκλογές, όμως, μπορεί και πρέπει να είναι και μια περίοδος άγριας αντεπίθεσης. Αντεπίθεσης των εργαζομένων, των ανέργων, της νεολαίας, των φτωχών και καταπιεσμένων. Των μεταναστών, που πνίγονται στα σύνορα, στοιβάζονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή δίνουν τον ιδρώτα και το αίμα τους στα εργοστάσια, τις οικοδομές και τα φραουλοχώραφα της Ελλάδας και της Ευρώπης. Των γυναικών, που η κρίση του συστήματος απειλεί να τις ξανακλείσει στα σπίτια τους. Των ομοφυλοφίλων και των ΛΟΑΤ ατόμων, στους οποίους ξεσπά ο ρατσισμός και ο κομπλεξισμός. Οι εκλογές, η ανάθεση και η αναμονή έδειξαν τα όριά τους. Τώρα το κίνημα δεν έχει άλλη επιλογή από το να ξαναβγεί στο δρόμο, σε απεργίες, διαδηλώσεις και καταλήψεις. Δεν μεμψιμοιρούμε, αγωνιζόμαστε. Δεν παρακαλούμε, απαιτούμε! Μαυρίζουμε την αντιπολίτευση του ΝΑΙ Η Νέα Δημοκρατία, με αρχηγό τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, έναν παρακμιακό τραμπούκο που βρέθηκε επικεφαλής σχεδόν τυχαία, για να συμβιβάσει τις αντίπαλες μερίδες του κόμματος, δυσκολεύεται να επωφεληθεί από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό επειδή ο εργαζόμενος λαός θυμάται ότι η ΝΔ είναι το αγαπημένο κόμμα των καπιταλιστών και των πλουσίων. Ότι είναι το κόμμα που, μαζί με το ΠΑΣΟΚ, έφερε το προηγούμενο μνημόνιο και το εφάρμοσε με τη βία. Η Νέα Δημοκρατία φέρνει μαζί τους φιλελεύθερους της Μπακογιάννη, που ζητούν ανθρωποθυσίες στο θεό της αγοράς, και τους ακροδεξιούς του Βορίδη και του Άδωνη, που άφησαν τα τσεκούρια για να πιάσουν τα χαρτοφυλάκια των υπουργείων του Σαμαρά. Με Σαμαρά, Μητσοτάκη, Καραμανλή ή Μεϊμαράκη, η δεξιά ένα μονάχα πράγμα ξέρει να κάνει: να εγγυάται τα συμφέροντα των πλουσίων χτυπώντας τους φτωχούς. Το να μαυριστεί η ΝΔ είναι σημαντικό στοίχημα για την εργατική τάξη. Το ΠΑΣΟΚ έχει κλείσει τον κύκλο του οριστικά, όσα πολιτικά πτώματα κι αν περισυλλέξει από τη ΔΗΜΑΡ και όσα παπανδρεϊκά στελέχη κι αν επιχειρήσει να επαναφέρει η Γενημματά. Έκλεισε τον κύκλο του επειδή ήταν αυτό που εγκαινίασε τα μνημόνια και προκάλεσε δικαίως το μίσος του λαού. Η νέα επιχείρηση «ανασυγκρότησης της σοσιαλδημοκρατίας» είναι και πάλι καταδικασμένη, γιατί άλλωστε τον χώρο της τον έχει καταλάβει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ρόλος που αποζητά το ΠΑΣΟΚ στην πραγματικότητα είναι ο ρόλος του μικρού αλλά έμπειρου και χρήσιμου (για το σύστημα) συμβούλου σε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Για αυτό το ΠΑΣΟΚ πρέπει να καταδικαστεί σε πολιτική ανυπαρξία και να μείνει έξω από τη βουλή. Αν ο ρόλος του έμπειρου συμβούλου σε μια μνημονιακή κυβέρνηση επιφυλάσσεται για το ΠΑΣΟΚ, ο ρόλος του ανερχόμενου και φιλόδοξου συνεργάτη επιφυλάσσεται για το Ποτάμι, το νεότερο αγαπημένο παιδί των καναλαρχών, των τραπεζιτών και των τεχνοκρατών. Ο Θεοδωράκης ξέχασε αμέσως την υποτιθέμενη αντίθεσή του στα πολιτικά κόμματα, κληρονόμησε στελέχη τους και διαπραγματεύεται κυβερνητικές συνεργασίες. Οι καταγγελίες του για τη διαφθορά του κράτους είναι στην πραγματικότητα απαίτηση να ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα και να παραδοθούν στη διαφθορά των ιδιωτών. Όταν λέει ότι δεν ενδιαφέρεται για την αντίθεση αριστερά-δεξιά, το Ποτάμι εννοεί ότι μπορείς να λέγεσαι όπως θέλεις, αρκεί να εξυπηρετείς τον καπιταλισμό. Κανένας πολιτικός χώρος δεν πρέπει να δοθεί στο ΠΟΤΑΜΙ, που συμπληρώνει την τριάδα των σωματοφυλάκων του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Στα κοινοβουλευτικά κόμματα του ΝΑΙ και στο ευρύτερο μπλοκ του μνημονίου φιλοδοξεί να μπει και ο Λεβέντης με την Ένωση Κεντρώων, τον οποίο ανέσυραν από το μηδέν τα ΜΜΕ. Ο Λεβέντης δεν αρκείται πια στο ρόλο του συμπαθητικού τρελού, αλλά διεκδικεί θέση κυβερνητικού εταίρου. Κάθε ψήφος στο Λεβέντη, επομένως, δεν είναι απλώς ανόητο αστείο, είναι και επικίνδυνη. Εξορίζουμε τη Χρυσή Αυγή Η Χρυσή Αυγή σχεδόν εξαφανίστηκε από τους δρόμους, εκτός από κάποιες περιπτώσεις όπου κλήθηκε να κάνει τον μπράβο των αφεντικών, όπως πχ όταν υπερασπίστηκε μαχητικά τον Λάτση, τον δολοφόνο των εργατών στα ΕΛΠΕ στον Ασπρόπυργο. Η απόσυρση των ταγμάτων ασφαλείας από τους δρόμους δεν έγινε επειδή η δημοκρατία και η δικαιοσύνη του κράτους θριάμβευσαν, αλλά επειδή μετά τη δολοφονία Φύσσα, ένα μαζικότατο και δυναμικό αντιφασιστικό κίνημα υποχρέωσε τον Σαμαρά να κόψει τις διαπραγματεύσεις μαζί τους και τους ίδιους τους ναζί να κρυφτούν στις φωλιές τους. Η δίκη της ΧΑ επιβλήθηκε, δεν χαρίστηκε. Οι ναζί έκτοτε σβήνουν τα τατουάζ τους, κάνουν τους νομοταγείς πολίτες και διαμαρτύρονται για τη δήθεν καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους, λες και έχει καμία σημασία για τους φασίστες η έννοια του δικαιώματος. Όμως, δεν έχουμε τελειώσει με το συρφετό των μπράβων, δολοφόνων και νταβατζήδων της Χρυσής Αυγής. Οι ναζί προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό μπλοκ για να αυτοπαρουσιαστούν ως η μόνη δύναμη ενάντια στους «πουλημένους πολιτικούς». Έχουν το θράσος να εμφανίζονται στην Κω μαζί με «αγανακτισμένους» πολίτες και να απαιτούν να μείνουν κλειστά τα σύνορα για τους πρόσφυγες. Είναι συνειδητά συνένοχοι στο έγκλημα των πνιγμένων παιδιών, γυναικών και αντρών στα νερά της Μεσογείου. Το κατηγορητήριο της δίκης, που είναι σχεδιασμένο για να ρίξει τους αρχηγούς της ΧΑ στα μαλακά, η απαράδεκτη ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ και η υποστήριξη των εφοπλιστών και των επιχειρηματιών, οι οποίοι θέλουν μια συμμορία για να κάνει τη δουλειά που δεν μπορεί να κάνει στα φανερά η αστυνομία, δείχνουν καθαρά ότι ο μόνος τρόπος να ξεμπερδέψουμε οριστικά με τους ναζί είναι να επιστρέψουμε στους δρόμους και να μην τους αφήσουμε να ξαναεμφανιστούν πουθενά. Καμία ψήφος και κανένας πόντος γης δεν πρέπει να παραχωρηθεί στη Χρυσή Αυγή, το πιο αηδιαστικό μόρφωμα της πολιτικής σκηνής και το χειρότερο κόμμα του συστήματος. Πίσω στους δρόμους Το κίνημα του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, σε πείσμα των προθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, αποτύπωσε έναν καθαρότατο ταξικό διχασμό της κοινωνίας. Οι πλούσιες γειτονιές ψήφισαν ΝΑΙ και οι φτωχές ΟΧΙ. Τα αφεντικά ψηφίσαν ΝΑΙ και οι εργάτες ΟΧΙ. Παρά το μούδιασμα εξαιτίας των κοινοβουλευτικών αυταπατών που είχαν για καιρό περιορίσει τις κινητοποιήσεις, το κίνημα των εργαζομένων και των καταπιεσμένων ξαναβγήκε στο προσκήνιο. Άνοιξε μια νέα ρωγμή στο σύστημα και άφησε σημαντική παρακαταθήκη για τους αγώνες που έρχονται εναντίον των μνημονιακών μέτρων. Η ρωγμή αυτή πρέπει να μεγαλώσει στις εκλογές, και κυρίως μετά από αυτές. Δεν έχουμε κανένα λόγο να θέλουμε τη σταθερότητα ενός συστήματος που μας εκμεταλλεύεται και μας καταπιέζει. Αντιθέτως, έχουμε κάθε λόγο να το αποσταθεροποιήσουμε και να το ανατρέψουμε συθέμελα. Μαζικό, ανυποχώρητο και πολύμορφο κίνημα είναι ο μόνος τρόπος για να αποκρούσουμε τα νέα μέτρα και για να ακυρώσουμε τα παλιά. Χρειάζεται η κινηματική συστράτευση όλων όσων θέλουν να αγωνιστούν, όλων όσων φωνάζουν «ΟΧΙ μέχρι το τέλος». Χρειάζεται να κινητοποιηθούν όλα τα σωματεία και τα συνδικάτα που δεν έχουν πνιγεί από τη γραφειοκρατία, και να φτιαχτούν καινούρια όπου δεν υπάρχουν. Χρειάζονται τοπικές επιτροπές αγώνα στις γειτονιές, τους χώρους δουλειάς, τα πανεπιστήμια. Χρειάζεται μια κεντρική δομή συντονισμού, με εκπροσώπους που θα εκλέγονται δημοκρατικά, θα είναι ανακλητοί και θα ελέγχονται από τις συνελεύσεις των σωματείων ή των τοπικών επιτροπών. Η πρόταση αυτή δεν είναι αποκύημα φαντασίας, έχει το προηγούμενό της στον Συντονισμό των Πρωτοβάθμιων Σωματείων, στις καταλήψεις του Δεκέμβρη του 2008, στις συνελεύσεις των πλατειών, στις αντιφασιστικές επιτροπές. Σήμερα, κάποια βήματα για έναν τέτοιο συντονισμό έχουν ήδη γίνει. Μέσα σε αυτό το πλατύ κίνημα η στρατηγική είναι φλέγον ζήτημα. Η λογική της αντίθεσης στα μνημόνια και τη λιτότητα, χωρίς ρήξη με τους θεσμούς του αστικού κράτους, την ΕΕ και τον ίδιο τον καπιταλισμό, έδειξε τα όριά της. Δεν ήταν η πολιτική αγυρτεία του Τσίπρα που έφερε το τρίτο μνημόνιο, ήταν η ιδέα ότι μπορεί κανείς να έρθει σε ρήξη με τη λιτότητα χωρίς να έρθει σε ρήξη με το σύστημα. Καπιταλισμός σε κρίση σημαίνει επίθεση στους εργαζόμενους και λιτότητα, και αυτό θα κάνει κάθε κυβέρνηση που επιχειρεί να διαχειριστεί το σύστημα, όσο αντιμνημονιακή και αν δηλώνει. Αυτό σήμερα σημαίνει ότι ένα μέτωπο του ΟΧΙ, όσο απαραίτητο και αν είναι στο επίπεδο της κοινής δράσης σε απεργίες και αγώνες, θα ήταν σε πολιτικό επίπεδο απολύτως ανεπαρκές. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, ως η πιο συνειδητή δύναμη του κινήματος, είναι απαραίτητο να αποτελέσει έναν πόλο αυτόνομο πολιτικά και εκλογικά. Μια τέτοια δύναμη είναι απολύτως απαραίτητη για να νικήσουν οι σημερινοί αγώνες. Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να ζήσουμε όπως μας έχουν καταδικάσει να ζούμε. Ζητάμε ο πλούτος τον οποίο παράγει η εργατική τάξη, και μόνο αυτή, να γυρίσει στα χέρια της. Ζητάμε να πάρει η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία των εργαζομένων και των ανέργων την εξουσία από τα χέρια μιας μικρής κοινωνικής μειοψηφίας που σφετερίζεται τον πλούτο και τα μέσα παραγωγής. Η μειοψηφία αυτή έχει όνομα: αστική τάξη. Το σύστημα που εγγυάται τα συμφέροντά της έχει επίσης όνομα: καπιταλισμός. Αυτοί είναι οι εχθροί μας. Σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύγκρουση με το κράτος των καπιταλιστών Η πρόσφατη εμπειρία του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ξανά μια απλή αλήθεια: το σύστημα δεν σου δίνει από μόνο του τα εργαλεία για να το ανατρέψεις. Η αστυνομία, τα δικαστήρια, οι ένοπλες δυνάμεις, τα ΜΜΕ, το εκπαιδευτικό σύστημα, η εκκλησία δεν είναι ουδέτεροι θεσμοί της δημοκρατίας, είναι όπλα που έχουν οι ισχυροί για να επιβάλουν τη θέλησή τους στην καταπιεζόμενη πλειοψηφία. Δεν γίνονται αριστερά ή δεξιά ανάλογα με το αν λέγεται αριστερή ή δεξιά η κυβέρνηση. Δεν είναι δίκαιοι διαιτητές, είναι ορκισμένοι εχθροί του κινήματος των εργαζομένων. Με τον ίδιο τρόπο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ δεν είναι θεσμοί δημοκρατίας και συνεργασίας των λαών, αλλά διεθνείς ιμπεριαλιστικοί καπιταλιστικοί μηχανισμοί. Οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές και το πολιτικό τους προσωπικό, με επικεφαλής τα πιο ισχυρά κράτη του κέντρου, έχουν συνασπιστεί για να επιβάλουν τα συμφέροντά τους στις εργατικές τάξεις όλης της ηπείρου. Επιβάλλουν παντού τη λιτότητα και τη βία για να εξασφαλίσουν την κερδοφορία τους σε περίοδο κρίσης και για να αντέξουν στον ανταγωνισμό με τους αμερικάνους και τους ασιάτες συναδέλφους τους. Έχει αποδειχτεί αναρίθμητες φορές ότι δεν υπάρχει καμία προοδευτική λύση για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες μέσα στο ευρώ και την ΕΕ. Η παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ είναι ο διαρκής εκβιασμός για να δεχτούμε τη λιτότητα και τα μνημόνια. Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες, οι καταπιεσμένοι και οι καταπιεσμένες πρέπει να σηκώσουν το γάντι. Να απαιτήσουμε τη ρήξη. Το καρτέλ των αφεντικών της Ευρώπης που λέγεται ΕΕ πρέπει να διαλυθεί και να αντικατασταθεί από μια ελεύθερη συνεργασία και συνένωση των λαών. Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τον ταξικό αγώνα, που θα επιβάλει την αποχώρηση της χώρας, σε διεθνιστική αλληλεγγύη με τις άλλες εργατικές τάξεις και στο πλαίσιο μιας επαναστατικής διαδικασίας. Οι θεσμοί του κράτους των καπιταλιστών, της ΕΕ και του ευρώ έχουν ως αποστολή τους την προστασία του θεμελίου του συστήματος: της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, στα εργοστάσια, στη γη και στις πλουτοπαραγωγικές πηγές, δηλαδή του σφετερισμού τους από μια χούφτα ιδιώτες. Τα δικαιώματα των εργαζομένων και των ανέργων δεν θα εξασφαλιστούν ποτέ όσο δεν μπαίνει χέρι στην ατομική ιδιοκτησία, όσο οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις παραμένουν ιδιωτικές και μακριά από τον έλεγχό μας. Η υπαρκτή κοινοβουλευτική αριστερά δεν αρκεί Η ρεφορμιστική υπαρκτή αριστερά του κοινοβουλίου αρνείται να αμφισβητήσει ακριβώς αυτά τα θεμέλια της ταξικής κυριαρχίας των καπιταλιστών: τους θεσμούς του καπιταλιστικού κράτους, την ΕΕ και το ευρώ, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τις πηγές του πλούτου. Προσπαθεί να μεταρρυθμίσει το σύστημα χωρίς να έρθει σε σύγκρουση με τα θεμέλια και τους κανόνες του. Αυτό έχει αποδειχτεί αδύνατο πάρα πολλές φορές στην ιστορία και στη διεθνή εμπειρία, και αποδείχτηκε για μια φορά ακόμα με τον ΣΥΡΙΖΑ, που όχι μόνο δεν μεταρρύθμισε τίποτα, αλλά μεταρρυθμίστηκε ο ίδιος και πέρασε στο στρατόπεδο του κεφαλαίου. Η μεταρρύθμιση του συστήματος με τα ίδια του τα εργαλεία, και όχι η ανατροπή του, είναι ουτοπία. Η, έστω καθυστερημένη, αποχώρηση της Λαϊκής Ενότητας από το ΣΥΡΙΖΑ και η πρόθεσή της να αντισταθεί στο νέο μνημόνιο είναι θετική. Όμως ο πολιτικός χαρακτήρας της ΛαΕ δεν θα κριθεί από τις καλές της προθέσεις, όπως δεν κρίθηκε από αυτές και ο πολιτικός χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ. Το αντιμνημονιακό, πατριωτικό, δημοκρατικό, προοδευτικό μέτωπο του Λαφαζάνη είναι προγραμματικά πολύ πίσω από τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, των ανέργων και των καταπιεσμένων. Αρνείται το μνημόνιο και το ευρώ, χωρίς όμως να απορρίπτει τίποτα από όλα όσα οδήγησαν το ΣΥΡΙΖΑ σε πλήρη αφοσίωση στα μνημόνια και το ευρώ: τον κυβερνητισμό, τη φιλοδοξία για διαχείριση και μεταρρύθμιση του καπιταλιστικού κράτους, τη λογική της εθνικής ενότητας, το ίδιο το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η άρνηση της ΛαΕ να θέσει το αίτημα της αποδέσμευσης από την ΕΕ είναι ενδεικτική του πολιτικού της χαρακτήρα, αλλά δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Οι ηγέτες της ΛαΕ έχουν ήδη διαπλακεί με την κρατική γραφειοκρατία. Η εξάμηνη θητεία 4 υπουργών, που βαρύνονται με τις υποθέσεις των ΕΛΠΕ, των ορυχείων στις Σκουριές, της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, της στρατιωτικής συμμαχίας με το Ισραήλ, όπως και η υπερψήφιση της κυβερνητικής συνεργασίας με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ και του στρατηγού της καταστολής της εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008 Παυλόπουλου είναι από μόνα τους αρκετά. Ο ορίζοντας της ΛαΕ σήμερα είναι ένα στάδιο αυτάρκους εθνικής “παραγωγικής ανασυγκρότησης”, εντός καπιταλισμού. Όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας, η ΛαΕ αντιγράφει την αρχηγική δομή και τη χαλαρή συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πράξη, η Λαϊκή Ενότητα εγκλωβίζει τους αγωνιστές που αποδεσμεύονται από το ΣΥΡΙΖΑ και τους εμποδίζει να κάνουν το αποφασιστικό βήμα προς την αντικαπιταλιστική αριστερά. Το ΚΚΕ προειδοποιούσε γενικά σωστά για τα αδιέξοδα του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα όμως δεν προέκρινε κάτι ριζικά διαφορετικό. Εν μέσω του μεγάλου κινήματος του 2011, αυτό που είχε να προτείνει στους απεργούς, τους διαδηλωτές και του καταληψίες των υπουργείων και των δημαρχείων ήταν εκλογές για να ενισχυθεί το κόμμα. Με πιο αριστερά λόγια, έλεγε περίπου το ίδιο που έλεγε ο Τσίπρας: ότι η λύση είναι κοινοβουλευτική. Οι επιδιώξεις της γραφειοκρατικής ηγεσίας του Περισσού μπαίνουν πάντα μπροστά από τις ανάγκες του εργατικού κινήματος. Με την πρόταση για άκυρο στο δημοψήφισμα, το ΚΚΕ αρνήθηκε να δώσει τη μάχη του ΟΧΙ και να πάρει θέση στην καθολική αυτή ταξική αναμέτρηση μεταξύ εργαζομένων και κεφαλαίου. Η ριζοσπαστική ρητορική, “χωρίς αυταπάτες”, στην πραγματικότητα κρύβει μια πολύ συντηρητική στάση, που αποφεύγει κάθε ουσιαστική ρήξη με το σύστημα. Η μόνιμη διάσπαση του κινήματος από το ΠΑΜΕ και η καταγγελία των πάντων δεν κάνει το κίνημα πιο συνειδητό, απλώς το αποδυναμώνει. Η ψήφος είναι χρήσιμη μόνο όταν συμβαδίζει με τη ζωή Με τους αγωνιστές της ΛαΕ, του ΚΚΕ και των σωματείων, όπως και με όλα τα ρεύματα από την αριστερά μέχρι τους αναρχοσυνδικαλιστές και τους αναρχικούς, η αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά μπορεί και πρέπει να συντονιστεί στη δράση, γιατί η απόκρουση των μέτρων απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή κινητοποίηση. Όμως, πολιτικά δεν μπορεί να συγχωνευτεί με τον ρεφορμισμό. Χρειάζεται μια δύναμη συνειδητή, που να αρνείται την ενσωμάτωση στο σύστημα, και να πηγαίνει τους αγώνες μέχρι τέλους. Χρειάζεται μια αριστερά που να εμπιστεύεται τις κινητοποιήσεις, την πρωτοβουλία και την αυτοοργάνωση των αγωνιζομένων. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι το μεγαλύτερο βήμα που έχει γίνει για μια τέτοια αριστερά. Μόνο μια τέτοια δύναμη έχει νόημα να στηρίξουμε στις εκλογές. Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες, οι άνεργοι και οι άνεργες, τα καταπιεσμένα και φτωχά στρώματα δεν μπορούν να επιλέξουν απλώς το λιγότερο κακό· άλλωστε λιγότερο κακό δεν υπάρχει πια. Δεν μπορούν να μπουν σε άλλα εκβιαστικά διλήμματα: να μην επιστρέψει η δεξιά, να μην μείνει εκτός βουλής η ρεφορμιστική αριστερά κλπ. Πρέπει να ψηφίσουν όπως αγωνίζονται. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια πραγματικότητα που την ξέρουν όλοι όσοι δραστηριοποιούνται στα σωματεία τους, στους φοιτητικούς συλλόγους, στα κινήματα και στους δρόμους. Ήταν παρούσα με όλες της τις δυνάμεις σε όλους τους μεγάλους αγώνες των τελευταίων πέντε χρόνων. Χωρίς να δώσει καμία εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έδωσε πιο ενεργητικά από κάθε άλλο χώρο τη μάχη για το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, φωνάζοντας ταυτόχρονα ΟΧΙ στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και ΟΧΙ στην ΕΕ και το ευρώ. Η ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι μια πρόταση απλώς και μόνο για την κάλπη, είναι μια πρόταση αγώνα. Στην κάλπη θέλουμε να εκφράσουμε αυτό που κάνουμε κάθε μέρα στους δρόμους, στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς και στις σχολές: ανταρσία. Τα βασικά σημεία ενός μεταβατικού προγράμματος
Ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν είναι καταστροφή Το πρόγραμμα αυτό δεν θα επιβληθεί σε μια μέρα, όμως είναι εντελώς εφικτό. Είναι ουτοπικό για όσους δεν διανοούνται έναν κόσμο χωρίς καπιταλιστικά κέρδη, εκμετάλλευση και καταπίεση και για όσους έχουν συμφέρον να μην θιγεί το σύστημα και οι κανόνες του. Είναι όμως απόλυτα ρεαλιστικό και αναγκαίο για την εργατική τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά τμήματα της κοινωνίας. Δεξιοί και “ρεαλιστές” αριστεροί προειδοποιούν ότι τα μέτρα της ρήξης θα ήταν κοινωνική καταστροφή, λες και μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη καταστροφή από αυτή που ήδη ζούμε. Με πατερναλιστικό ύφος εξηγούν ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι τεχνικά αδύνατο, ότι τα μνημόνια, το χρέος, η ΕΕ και οι ιδιωτικοποιήσεις είναι μονόδρομος. Αν ήταν αδύνατο, όμως, δεν θα το φοβόντουσαν τόσο. Τεχνικές λύσεις υπάρχουν, δεν είναι αυτές που λείπουν για να υλοποιηθεί το πρόγραμμα αυτό. Είναι η πολιτική βούληση. Αν οι στόχοι αυτοί υιοθετηθούν από το μαζικό εργατικό κίνημα, μπορούν να είναι η πυξίδα μιας ενιαίας διαδικασίας που θα ανατρέψει το σύστημα συθέμελα και επαναστατικά. Και η πυξίδα αυτή θα δείχνει προς μια κομμουνιστική κοινωνία, χωρίς τάξεις. Στηρίζουμε – Ψηφίζουμε ΑΝΤΑΡΣΥΑ Στις επερχόμενες εκλογές, το στοίχημα είναι η αποτύπωση μιας αριστεράς αντικαπιταλιστικής, μαχητικής και ανεξάρτητης, χρήσιμης για τους νέους αγώνες που έρχονται. Με σύνθημα την επιστροφή στους δρόμους και την αναγκαιότητα οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες, οι καταπιεσμένοι και οι καταπιεσμένες να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμμετέχει στις εκλογές, σε συνεργασία με το ΕΕΚ και με ανένταχτους αγωνιστές και αγωνίστριες της αριστεράς. Συμμετέχει εναντίον όλων των κομμάτων του κεφαλαίου και του συστήματος και ανεξάρτητα από τα ρεφορμιστικά κόμματα της αριστεράς. Παρά τα όποια πολιτικά και οργανωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει κατά καιρούς, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η μόνη ορατή, κοινωνικά και πολιτικά, δύναμη που προωθεί με την καθημερινή της δράση ένα πρόγραμμα και μια στρατηγική αποφασιστικής άμεσης ρήξης και ανατροπής. Για να διαδραματίσει τον κρίσιμο ρόλο του στο κίνημα που θα έρθει, το ρεύμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ενισχυθεί και στις εκλογές. Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, ως ιδρυτική συνιστώσα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στηρίζει τα ψηφοδέλτιά της και συμμετέχει σε αυτά. Οι υποψήφιοι που πρότεινε προέρχονται από το μαχητικό συνδικαλιστικό κίνημα, από τους αγώνες της νεολαίας και του φοιτητικού κινήματος, από την ιστορική επαναστατική αριστερά αλλά και από τα κινήματα των τελευταίων χρόνων και είναι κατά 50% γυναίκες. Η αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά δεν είναι καταδικασμένη στην εκλογικά αφάνεια. Για να γίνει εκλογικά ορατή, δεν είναι απαραίτητο να ακρωτηριάζει το πρόγραμμα της, να απαρνείται την πολιτική της φυσιογνωμία και να μιλάει πιο στρογγυλά και εύπεπτα. Ένα παράδειγμα μας έδωσε η επαναστατική αριστερά στη Γαλλία την προηγούμενη δεκαετία, όπου μια συμμαχία διεθνιστικών τροτσκιστικών δυνάμεων (LCR και LO) έφτασε στο 10%. Ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα δείχνει το Μέτωπο της Αριστεράς και των Εργαζομένων (FIT) στην Αργεντινή, σε μια χώρα δηλαδή όπου η εργατική τάξη πέρασε καταστάσεις παρόμοιες με αυτές τις οποίες αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες εδώ. Το FIT συγκροτήθηκε από τρεις οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, του τροτσκιστικού χώρου. Αρνήθηκε να ενσωματωθεί σε ευρύτερες λαϊκιστικές συμμαχίες, που καταργούν την ανεξαρτησία της εργατικής τάξης για χάρη συμμαχιών με πατριωτικές μερίδες της αστικής τάξης και μεσαίους επιχειρηματίες. Υπερασπίστηκε ένα καθαρά ταξικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, και αυτό κάθε άλλο παρά στο περιθώριο το οδήγησε. Μέσα σε λίγο χρόνο, το FIT κατάφερε να αναδειχτεί σε τέταρτη εκλογικά δύναμη της χώρας, με ποσοστά περίπου 5% πανεθνικά και μέχρι 20% σε ορισμένες πόλεις. Στις ερχόμενες προεδρικές εκλογές παρουσιάζει για υποψήφιο τον εργάτη Ντελ Κάνιο. Η πραγματική δύναμη του FIT, που αποτυπώνεται έμμεσα και στις εκλογές, όμως, είναι η θεμελίωσή της στην εργατική τάξη και τα κινήματα. Πρωτοστατεί στην αυτοδιαχείριση της Ζανόν και άλλων κατειλημμένων εργοστασίων, έχει βαθιές ρίζες στα μεγάλα κινήματα των ανέργων και σημαντική παρουσία στα συνδικάτα. Ένα τέτοιο συνειδητό αντικαπιταλιστικό ρεύμα είναι υπαρκτό και στην Ελλάδα, και έχει τις δυνατότητες να ενισχυθεί πολιτικά, και με το κριτήριο των εκλογών, όσο ανεπαρκές και μερικό και αν είναι αυτό. Μια θάλασσα γεμάτη πτώματα, μια χώρα γεμάτη στρατόπεδα συγκέντρωσης Χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες από τη Συρία, τη Μέση Ανατολή και ευρύτερα την Ασία φτάνουν κάθε μέρα στην Κω, στην Κάλυμνο, στη Λέσβο, στην Τήλο. Μένουν χωρίς τα στοιχειώδη, στους δρόμους των νησιών, στα καράβια, στην Αθήνα. Είναι άλλη μια ντροπιαστική σελίδα στην ιστορία των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, των τοπικών πολέμων που συδαυλίζονται από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, της οικονομικής μέγγενης στους λαούς της Ασίας, των ταξικών κοινωνιών από τις οποίες οι μετανάστες και οι μετανάστριες προσπαθούν να επιβιώσουν. Σε πολλές περιπτώσεις η αλληλεγγύη των ίδιων των κατοίκων ήταν άμεση και εντυπωσιακή. Σε άλλες δεν έλειψαν τα ρατσιστικά παραληρήματα, όπως στην περίπτωση των “αγανακτισμένων” φασιστών στην Κω. Το ελληνικό κράτος έχει βαρύτατη διαχρονική ευθύνη για όλα αυτά: είναι οργανικό τμήμα του ΝΑΤΟ, συνεργάζεται ανοιχτά με τα χειρότερα δικτατορικά καθεστώτα στην περιοχή (Ισραήλ, Αίγυπτος κλπ), συμμετέχει σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Ταυτόχρονα, παίζει το ρόλο χωροφύλακα στα σύνορα για λογαριασμό όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ελληνικό κράτος και οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν επάξια εκπληρώσει το ρόλο τους στα σύνορα: να κρατούν τους ξένους εργάτες και εργάτριες παράνομους, υπό την απειλή της απέλασης, για να τους εκμεταλλεύονται με τους πιο αισχρούς τρόπους το ελληνικό και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, και να τους διώχνουν πάλι πίσω όταν δεν τους χρειάζονται. Η ΕΕ δακρύχει υποκριτικά για τον μικρό Αϊλάν, τον οποίο η ίδια καταδίκασε σε θάνατο μαζί με τόσα άλλα παιδιά, γυναίκες και άντρες. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (και ενώ καμία αντίρρηση δεν είχε διατυπωθεί ούτε από την Αριστερή Πλατφόρμα και μετέπειτα ΛαΕ) συνέχισε την πολιτική των προηγούμενων: τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο φράχτης του Έβρου παρέμειναν, τα ΜΑΤ εξακολουθούσαν να επιτίθενται, η τρομολαγνεία για πιθανούς τρομοκράτες που κρύβονται ανάμεσα στους πρόσφυγες οργίαζε, άσυλο δεν δινόταν σε κανέναν. Η δεξιά και οι ναζί έχουν τα χέρια τους βαμμένα με το αίμα των μεταναστών. Όμως, και η πλειοψηφία της αριστεράς έχει αποδειχτεί ανίκανη ή απρόθυμη να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τους μετανάστες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΛαΕ, το ΚΚΕ, ακόμα και τμήματα της άκρας αριστεράς, εξακολουθούν όταν μιλούν για εργατική τάξη στην πραγματικότητα να εννοούν “ελληνική εργατική τάξη”. Σε έναν κόσμο όπου το προλεταριάτο έχει γίνει περισσότερο παρά ποτέ πολυεθνικό, εξακολουθούν να φαντασιώνονται την εθνική καθαρότητα. Για αυτό και μένουν κατά κανόνα αποκλειστικά στην ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος. Για αυτό, ακόμα και όταν αναγνωρίζουν την τραγική θέση των προσφύγων και μεταναστών, τους θεωρούν πρόβλημα (αναπαράγοντας τους μύθους ότι αυτοί δήθεν ρίχνουν τα μεροκάματα ή ανεβάζουν την ανεργία) και όχι φυσικό ταξικό σύμμαχο των ντόπιων εργαζομένων. Επιμένουν ότι “όλοι θέλουν να φύγουν από την Ελλάδα”, γιατί δεν μπορούν να πουν ευθέως ότι είναι καλοδεχούμενοι στη χώρα. Για αυτό είναι εντελώς ανοχύρωτοι απέναντι στη ρατσιστική ατζέντα της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Και για αυτό, κυρίως, η αλληλεγγύη στους ξένους εργαζόμενους, στους μετανάστες και τις μετανάστριες, είναι το τελευταίο σημείο στην ατζέντα τους. Εμείς απαιτούμε για τους μετανάστες και τις μετανάστριες ακριβώς τα ίδια δικαιώματα που διεκδικούμε και για εμάς. Χωρίς διακρίσεις και χωρίς δισταγμούς.
Categories: |