- Πέμ, 26/01/2017 - 22:43
ΟΚΔΕ Σπάρτακος : Για τις μετωπικές πρωτοβουλίες
Για τις μετωπικές πρωτοβουλίες
Η πολιτική κατάσταση στη χώρα σήμερα χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη στασιμότητα, η οποία ωστόσο δεν εδράζεται σε πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υλοποιεί με συνέπεια το 3ο μνημόνιο και την ανανεωμένη ταξική επίθεση εναντίον της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων. Οι όποιες αντιπαραθέσεις και εμπλοκές στη διαπραγμάτευση για τη 2η αξιολόγηση είναι πολύ περιορισμένης κλίμακας, κατ' ουσίαν συμβολικές και όχι ουσιαστικά διαφορετικές από τους βραχύβιους λεονταρισμούς των προηγούμενων κυβερνήσεων σε διάφορες προηγούμενες φάσεις διαπραγματεύσεων. Αφενός, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί με κινήσεις εντυπωσιασμού να περισώσει, μάταια και βιαστικά, ό,τι απομένει από το αριστερό της άλλοθι και το εκλογικό της ακροατήριο. Αφετέρου, οι εμπλοκές αντανακλούν οριακές διαφοροποιήσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, την οποία έχει εναγκαλιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, με τους χριστιανοδημοκράτες και την ριζοσπαστική δεξιά ως προς το μείγμα της λιτότητας, την οποία όλοι θεωρούν απαραίτητη για τη βιώσιμη ανάκαμψη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Όμως, αυτή η βιώσιμη ανάκαμψη παραμένει όνειρο, όπως δείχνουν η νέα τραπεζική κρίση στην Ιταλία και οι πολιτικοί κραδασμοί του Μπρέξιτ και του ιταλικού δημοψηφίσματος. Έτσι, η ελληνική και η ευρωπαϊκή αστική τάξη δεν έχουν κάποιο λόγο να βιάζονται να βρουν τη διάδοχη κατάσταση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το γεγονός ότι ούτε καν οι γελοίες παροχές που εξασφάλισε η κυβέρνηση στους συνταξιούχους με τον υπερβολικό ζήλο της στα δημοσιονομικά πλεονάσματα δεν φαίνεται να είναι ανεκτές από τα πιο σκληροπυρηνικά ευρωπαϊκά επιτελεία δεν πρέπει να ξεγελά κανέναν, ούτε όσους και όσες πρόσμεναν μια πιθανή, έστω ακούσια, ρήξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, σε πολύ πιο τεταμένες τότε συνθήκες. Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη προετοιμάζεται να είναι το κέντρο της επόμενης κυβέρνησης και κατεργάζεται ρεβανσιστικά σχέδια, όμως η αξιοπιστία της και οι κοινωνικές της συμμαχίες δεν δίνουν στα αστικά επιτελεία κανένα εχέγγυο σταθερότητας. Έτσι, τα τελευταία προς το παρόν παρακολουθούν, περιμένοντας πότε θα αποφασίσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ανακόψει την πολιτική της κατρακύλα με εκλογές. Αν το ένα συστατικό της στασιμότητας όμως είναι η απουσία καλύτερης εναλλακτικής για την αστική τάξη, το άλλο είναι το μούδιασμα του κινήματος. Παρά τους αγώνες που ακόμα δίνονται, παρά τη μεγάλη πολιτική εμπειρία που έχει συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια, τα πιο συνειδητά τμήματα των εργαζομένων, των ανέργων και τον καταπιεσμένων σήμερα έχουν χαμηλό ηθικό και δεν βλέπουν τον τρόπο να αντεπιτεθούν και να νικήσουν. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοινωνική οργή βράζει υπόγεια. Κάθε μνημονιακή κυβέρνηση πέφτει αμέσως στην ανυποληψία, αδυνατώντας να οργανώσει κοινωνικές συναινέσεις, από τη μία, και να εξασφαλίσει μια απόδραση του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση, από την άλλη. Έτσι, απέχει ακόμα πολύ η εποχή κατά την οποία θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μια σταθεροποίηση του συστήματος πάνω από το σώμα μιας υποταγμένης και ιστορικά ηττημένης εργατικής τάξης. Ένα εμψυχωτικό παράδειγμα, μια πολιτική στροφή με τη μια ή την άλλη αφορμή, μπορούν να πυροδοτήσουν ένα νέο ξέσπασμα. Σε αυτή την κατάσταση, η χειρότερη υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν οι ηγεσίες των οργανώσεων της αριστεράς είναι η ηττοπάθεια και η αδράνεια. Κι όμως, αυτή είναι που σε μεγάλο βαθμό σφραγίζει τις σημερινές διεργασίες. Η προς ώρας κινηματική ανάπαυλα και η πολιτική στασιμότητα είναι αντικειμενικά μια στιγμή που ευνοεί στρατηγικούς απολογισμούς, μορφωτική δουλειά, πολιτική εκπαίδευση και οργανωτική ανασυγκρότηση, αρκεί αυτό να μην σημαίνει απόσυρση από το κίνημα και τους κοινωνικούς χώρους – αυτός είναι ο πρώτος παράγοντας που καθορίζει το νέο γύρο συζητήσεων εντός της αριστεράς. Ο δεύτερος όμως, δυστυχώς, είναι ακριβώς η εσωστρέφεια, η ηττοπάθεια, η ανακύκλωση γραφειοκρατιών και η αναμόχλευση στρατηγικών αδιεξόδων. Σε αυτό το περιβάλλον, η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ καταθέτει σε ένα διαφορετικό περιβάλλον την ίδια επί της ουσίας πρόταση “πολιτικής συνεργασίας” με αυτή που προωθούσε την εποχή της “συμπόρευσης”. Παράλληλα, κατατίθεται και μια σειρά άλλων προτάσεων πολιτικής ενότητας, η εμβέλεια των οποίων ποικίλει σημαντικά.
Ο χώρος εντός και πέριξ της ΛαΕ προσπαθεί να συγκρατήσει τα στρώματα που έφυγαν από την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ και να υποδεχτεί πιθανά νέα σε ένα αντιμνημονιακό, προοδευτικό, πατριωτικό μέτωπο, για το οποίο όλα δείχνουν ότι η ίδια η ΛαΕ, με την κάκιστη πολιτική κατάσταση που παρουσιάζει, δεν επαρκεί από μόνη της. Η εκδήλωση με αφορμή το βιβλίο της Βαλαβάνη ήταν ακριβώς μια προσπάθεια να περισωθεί η ενότητα της αρχικής ΛαΕ, φέρνοντας στο ίδιο τραπέζι το Αριστερό Ρεύμα, την Πλεύση Ελευθερίας, το Σχέδιο Β΄, παλιότερες αποχωρήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς τα δεξιά (Παπακωνσταντίνου) και “προσωπικότητες” που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέθηκαν με τη ρήξη εντός του ΣΥΡΙΖΑ (Λαπαβίτσας, Γλέζος, Πορτάλιου, ακόμα και Βαρουφάκης). Η καθολική προγραμματική κυριαρχία του ρεφορμισμού ήταν ανάγλυφη στην αναζήτηση “τεχνοκρατικών ρεαλιστικών λύσεων” με εθνικό νόμισμα αλλά χωρίς ρήξη με την ΕΕ, στις διακηρύξεις για την προώθηση ελληνικών προϊόντων, στις καταγγελίες της “ξενοκρατίας”, στα εγκώμια για το υπουργικό έργο της Βαλαβάνη, στα έμμεσα καλέσματα για αλλαγή ηγεσίας στο ΣΥΡΙΖΑ κλπ. Η ανακύκλωση των ίδιων πάντα προσώπων είναι όλο και πιο απωθητική. Η αδυναμία όσων αντικαπιταλιστικών οργανώσεων βιάστηκαν να εγκλωβιστούν στη ΛαΕ να επηρεάσουν την κατεύθυνσή του είναι πασιφανής, και η εσωτερική παθολογική κατάσταση αντανακλάται στις διαρκείς αποχωρήσεις αριστερών τάσεων και αγωνιστών, τις οποίες ασφαλώς κρίνουμε θετικά. Τη στιγμή που η ηγεσία Λαφαζάνη επιχειρεί έμπρακτα να συγκροτήσει ένα πατριωτικό μέτωπο χωρίς ουσιαστική ταξική αναφορά προσεγγίζοντας αστικές οργανώσεις όπως το ΕΠΑΜ και η Χριστιανική Δημοκρατία, αδυνατεί να συγκρατήσει τις ίδιες τις δυνάμεις της αρχικής ΛαΕ. Οι παλινωδίες στο συνδικαλισμό (συμμετοχή στο διορισμένο προεδρείο του ΕΚΑ) και στην τοπική αυτοδιοίκηση (παραμονή σε κοινές παρατάξεις με το ΣΥΡΙΖΑ) δυσκολεύουν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και την απαραίτητη συνάντηση με την αντικαπιταλιστική αριστερά στο δρόμο. Οι εξελίξεις δικαιώνουν εντελώς την επιλογή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τις αντιφάσεις που υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν, να μην εμπλακεί πολιτικά ή/και εκλογικά με το εγχείρημα της ΛαΕ. Η προσήλωση όλων των προαναφερθέντων πολιτικών φορέων και προσωπικοτήτων στην εκλογική στρατηγική και στην είσοδο στο κοινοβούλιο ασκεί μεγάλες πιέσεις για μια συνεργασία όλων στις επόμενες εκλογές. Από την άλλη πλευρά, όμως, διεξάγεται μια μάχη, συχνά με μέσα αστικής πολιτικής, για το ποιος θα έχει την ηγεμονία (και τον επικεφαλής) σε μια τέτοια ενδεχόμενη συνεργασία. Οι άθλιες καταγγελίες της Κωνσταντοπούλου για δήθεν χρηματισμό μελών της από πρόσωπα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛαΕ ασφαλώς λογοδοτούν και σε αυτή τη μάχη. Ο Βαρουφάκης έχει προχωρήσει στη δική του διεθνή κίνηση (DiEM25), ανοιχτά νεοκεϋνσιανού χαρακτήρα. Ο Λαπαβίτσας έχει συγκροτήσει το δικό του επιστημονικό-πολιτικό κέντρο (ΕΔΕΚΟΠ), και πολλά άλλα στελέχη περιμένουν να δουν πού θα κάτσει η μπίλια.
Οι ομάδες των αποχωρησάντων του ΚΚΕ προς την κατεύθυνση του 15ου συνεδρίου (Εργατικός Αγώνας, Ένωση Δικαίων, Κορδάτος) προτείνουν μια μορφή κοινωνικής και πολιτικής μετωπικής ενότητας στη βάση της παλιάς φόρμουλας του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου. Μιας μόνιμης πολιτικής συνεργασίας κομμουνιστών με δημοκράτες και προοδευτικούς, στο πλαίσιο της οποίας το να επιμείνει κανείς για ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα θα ήταν σεκταρισμός. Επιμένουν στην εξαρτημένη φύση της Ελλάδας, από την οποία και προκύπτει ο πατριωτικός χαρακτήρας του μετώπου που θεωρούν αναγκαίο. Προγραμματικά, η πρότασή τους δεν διαφέρει από τον κλασικό σταλινικό και μετασταλινικό λαϊκομετωπισμό, πράγμα φανερό άλλωστε στην πυκνή αρθρογραφία τους υπέρ του 7ου συνεδρίου της ΚΔ, στα αφιερώματα στο Χαρίλαο Φλωράκη κλπ. Απουσία κάποιου άλλου άμεσου σχεδίου, οι παραπάνω ομάδες (τουλάχιστον οι δύο πρώτες εξ αυτών) βλέπουν ως υποκατάστατο ή πρόπλασμα του μετώπου που επιδιώκουν την ΔιΕΕξοδο. Στην πραγματικότητα, το μέτωπο που προτείνουν οι παραπάνω δυνάμεις δεν είναι πολύ διαφορετικό από το σχέδιο της ΛαΕ. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο δεν μπορούν να προσανατολιστούν προς τα εκεί είναι λιγότερο η άποψή τους πως μέσα στο μέτωπο χρειάζεται και ένα κομμουνιστικό κόμμα και περισσότερο η ιστορική τους αντιπαλότητα με την ηγεσία του Αριστερού Ρεύματος, καθώς και το γεγονός ότι ακόμα λογοδοτούν κατά βάση στα μέλη του ΚΚΕ, αποτελώντας ένα είδος δημόσιας δεξιάς αντιπολίτευσης στη σημερινή του ηγεσία (παρά τις επιμέρους θετικές ρήξεις, όπως η απομάκρυνσή τους από τη διασπαστική λογική του ΠΑΜΕ στο εργατικό κίνημα).
Η Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς / Ζωή Μετά έχει καταθέσει τη δική της πρόταση για ένα κοινωνικο-πολιτικό μέτωπο, το οποίο θα προκύψει, κατά την άποψή της, μετά από μια διαδικασία διαλόγου πάνω στο αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα των “πολιτικών εναλλακτικών, σε ορατό ορίζοντα” στο δόγμα “ΤΙΝΑ” (“δεν υπάρχει εναλλακτική”). Όπως δηλώνει και το όνομά της, η ίδια η Δικτύωση είναι μια προσπάθεια να ξεπεραστεί το μετατραυματικό σοκ των μελών της, τα οποία είχαν εμπλακεί ολόπλευρα στο ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα στην προεδρική του πλειοψηφία. Η πρότασή της απευθύνεται σε όσους αποχώρησαν ή αποχωρούν από το ΣΥΡΙΖΑ ή και τη ΛαΕ (ΑΡΚ), αλλά και σε όλη την αριστερά, περιλαμβανομένης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και, πιθανότατα, της ΛαΕ. Η ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ και, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με τη ΛαΕ είναι ασφαλώς θετικό γεγονός, που δεν μας αφήνει αδιάφορους. Το ίδιο και η συνειδητοποίηση του αντιδραστικού και μη μεταρρυθμίσιμου χαρακτήρα της ΕΕ. Ωστόσο, η ίδια η μετωπική πρόταση της ΔΡΑ είναι σε μεγάλο βαθμό μια προσπάθεια επιστροφής στην “αθωότητα”, στα χρόνια της αντιπαγκοσμιοποίησης και των φόρουμ. Στην πραγματικότητα, το πρότυπο είναι ο πάλαι ποτέ Χώρος Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς – που όπως είναι γνωστό κατέληξε τελικά στο ΣΥΡΙΖΑ. Η ΔΡΑ φαίνεται να θέλει να διατηρήσει την ιστορική κεντρική ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως την τελική της κατάληξη. Επανέρχεται, έτσι, η πολύ προβληματική σύγχυση του κοινωνικού με το πολιτικό, μέσα από την πρόταση για ένα πολιτικό μέτωπο που θα το χτίσουν τα ίδια τα κινήματα. Η ιδέα αυτή ενέχει το διπλό κίνδυνο να υποβιβαστεί το πρόγραμμα του πολιτικού μετώπου ή κόμματος στο μέσο όρο της συνείδησης που έχουν κατακτήσει τα κοινωνικά κινήματα και, από την άλλη, να αυτοπροβάλλεται το κόμμα ή μέτωπο ως ο νόμιμος εκφραστής όλων των κινημάτων, όπως έκανε για χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, μέσα από τις ασάφειες του κειμένου της πρότασης, εμφανίζεται και πάλι η λογική των παναριστερών αντινεοφιλελέυθερων μετώπων. Ωστόσο, το παλιότερο επιχείρημα ότι ο συνεπής αντινεοφιλελευθερισμός είναι από μόνος του αντικαπιταλισμός, επειδή ο καπιταλισμός σήμερα δεν ανέχεται τίποτα πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό, αποδείχτηκε πολλές φορές τραγικά λάθος. Αντιθέτως, έγινε σαφές ότι τα απλώς αντινεοφιλελεύθερα πολιτικά κόμματα και μέτωπα δεν κατέληξαν υπό την πίεση της κρίσης να μετατραπούν σε αντικαπιταλιστικά, αλλά να συμβιβαστούν ή και να εφαρμόσουν τον νεοφιλελευθερισμό. Σύμφωνα με την παραπάνω λογική, το κάλεσμα της ΔΡΑ επιμένει ότι το πρόγραμμα “δεν είναι το προαπαιτούμενο, αλλά το ζητούμενο”, για αυτό και οι 4 πολιτικές οριοθετήσεις που θεωρεί “ότι αρκούν και με το παραπάνω” δεν είναι παρά εντελώς στοιχειώδεις και μάλλον αυτονόητες για όλη την αριστερά: δεν χωράν όσοι στηρίζουν την κυβέρνηση και το μνημόνιο, οι δεξιές αντιπολιτευτικές γραμμές, όσοι παλεύουν για την παραμονή της χώρας στο ευρώ και την ΕΕ και οι εθνικιστικές, ρατσιστικές προτάσεις για έναν εθνικό καπιταλισμό. Η χαλαρότητα αυτή αφήνει έξω ουσιαστικά ερωτήματα, τα οποία έκαναν για εμάς δύσκολη ή αδύνατη τη συνεργασία με δυνάμεις που ανήκουν στο ίδιο ή σε συγγενικά ρεύματα (πχ ΑΡΕΝ στις φοιτητικές εκλογές, ΜΕΤΑ στο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ), ακόμα και μετά τη ρήξη τους με το ΣΥΡΙΖΑ. Παραμένει η στρατηγική για μια “αριστερή κυβέρνηση”; Ποια πρέπει να είναι η στάση των κινημάτων απέναντι στις κυβερνήσεις; Ποια στάση χρειάζεται συγκεκριμένα απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πλήρης ανεξαρτησία και αντιπολίτευση μέχρι τελικής πτώσης, ή αυτοσυγκράτηση με το σκεπτικό ότι οι επόμενοι θα είναι χειρότεροι; Ποια σχέση με τους κρατικούς θεσμούς, τη συνδιοίκηση, το διάλογο με τα Υπουργεία κλπ; Οι απαντήσεις, δυστυχώς, δεν είναι καθόλου δεδομένες ούτε στα λόγια ούτε στην πράξη, και όσο παραμένουν έτσι, δεν αρνούμαστε το διάλογο, αλλά δεν έχουμε θέση σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Και πρέπει να πείσουμε τους αγωνιστές και αγωνίστριες που έκαναν τη ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ και τη ΛαΕ ότι δεν πρέπει να εμπλακούν σε ένα νέο σχέδιο συγχώνευσης με το ρεφορμισμό.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρουσιάζει μια σαφώς πιο αριστερή εκδοχή μετωπικής πρότασης από όλες τις προηγούμενες, η οποία όμως εξακολουθεί να είναι πολύ προβληματική. Εκτός των επαναστατικών οργανώσεων που έχουν μείνει έξω από μέτωπα (ΕΕΚ, ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη), η πρότασή της απευθύνεται σίγουρα σε όσες δυνάμεις στοιχίζονται γύρω από τις δύο τελευταίες μετωπικές προτάσεις, και, για ένα τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακόμα και στη ΛαΕ. Στο περιεχόμενο οι ασάφειες παραμένουν. Οι διατυπώσεις για την σχέση του αγώνα ενάντια στα μνημόνια, την ΕΕ και το ΔΝΤ με την προοπτική “να ανοίξει ένας άλλος δρόμος για την κοινωνική πλειοψηφία” αφήνουν, όχι τυχαία, περιθώρια για ερμηνείες σταδίων. Η αντίθεση στην ΕΕ περιγράφεται περισσότερο ως αναγκαία εξαιτίας της επιβολής των μνημονίων παρά ως στρατηγική αντιπαλότητα με μια πολιτική μηχανή του κεφαλαίου, όπως είναι και το κράτος - πιθανόν για να πέσουν γέφυρες με αντιμνημονιακές δυνάμεις που πρόσφατα αλλάζουν άποψη για την ΕΕ. Τα αιτήματα για να “πληρώσει το κεφάλαιο” και για “μείωση της εκμετάλλευσης” παραπέμπουν μάλλον σε μια λογική αναδιανομής,παρά στην ανατροπή του ίδιου του συστήματος του κεφαλαίου. Οι πολύ σημαντικές θέσεις για πλήρη ανεξαρτησία από τους κρατικούς θεσμούς, για τη συντριβή του αστικού κράτους από λαϊκούς θεσμούς, για την αντίθεση στη στρατηγική της αστικής “παραγωγικής ανασυγκρότησης” κλπ καταλήγουν τελικά σε μια σειρά μάλλον μετριοπαθών διεκδικήσεων, όπως και στη διευκρίνιση ότι οι προηγούμενες θέσεις δεν είναι προαπαιτούμενα για την πολιτική συνεργασία, “στη λογική ή όλα ή τίποτα”. Όμως, οι προγραμματικές αντιφάσεις δεν είναι το βασικό πρόβλημα, ούτε το ζήτημα εξαντλείται στο να διυλίζουμε την κάθε διατύπωση. Το βασικό πρόβλημα βρίσκεται στον ίδιο τον πυρήνα που υπαγορεύει τη διαρκή μετωπολογία (και) εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η “πολιτική συνεργασία” καλεί στην πραγματικότητα σε πολιτική ενότητα με δυνάμεις μη αντικαπιταλιστικές, δηλαδή στον ένα ή τον άλλο βαθμό ρεφορμιστικές. Πιστεύουμε ότι με αυτό δεν αδικούμε το κείμενο της πρότασης, που απευθύνεται ρητά σε “δυνάμεις που κινούνται σε αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική, αντιΕΕ κατεύθυνση, και τις ευρύτερες δυνάμεις της ρήξης, που απορρίπτουν τις λογικές «φιλολαϊκής» ή άλλης διαχείρισης του καπιταλισμού”. Το κείμενο προεξοφλεί μάλιστα ότι είναι “αναγκαίο, ώριμο και ρεαλιστικό να υπάρξει τουλάχιστον ένας κοινός συνολικός πολιτικός βηματισμός, με ανοικτή τη δυνατότητα της πολιτικής συνεργασίας”. Με δεδομένο, άλλωστε, ότι, πέραν ορισμένων μικρών επαναστατικών οργανώσεων, οι οποίες σίγουρα δεν είναι οι βασικοί παραλήπτες της πρότασης, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κάποιος άλλος αντικαπιταλιστικός πόλος στην πολιτική σκηνή, η πολιτική συνεργασία δεν μπορεί παρά να στοχεύει σε μη αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, ανεξαρτήτως του γράμματος των διατυπώσεων. Έτσι, παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, η πρόταση της μετωπικής συνεργασίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να αποφασίσει αν επιδιώκει αντικαπιταλιστικό ή αντιμνημονιακό μέτωπο. Αδυνατώντας να αντισταθεί σε μια συζήτηση που απομονώνει τη μετωπική ενότητα από τα καθήκοντα της ταξικής πάλης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποκαθιστά αυτό που θα έπρεπε να είναι η πολιτική της πρόταση προς την εργατική τάξη και την κοινωνία (πώς θα οργανωθεί το κίνημα, πώς θα περάσει στην αντεπίθεση, πώς θα νικήσει, με ποια όργανα και ποιο πρόγραμμα) από μια ακόμα πρόταση ενότητας, στα ίδια πάντα ακροατήρια της αριστεράς. Ο μετωπισμός μονιμοποιείται, όχι ως ένα πιθανό τακτικό μέσο, αλλά ως στρατηγική, σύμφωνα με την οποία οι επαναστατικές δυνάμεις μπορούν να προσεγγίσουν την εξουσία μόνο διαμέσου πλατιών πολιτικών μετώπων. Επιπλέον, η εσωτερική αδράνεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν την καθιστά προς το παρόν ελκυστική για νέες πιθανές εντάξεις, παρά το γεγονός ότι το δυναμικό της είναι μαζικό και αναγνωρισμένο ως το πιο μαχητικό τμήμα στους κοινωνικούς χώρους. Η ηγεσία άλλωστε δεν επιδιώκει στην πράξη τέτοιες εντάξεις, προτιμώντας να επενδύει σε σχέδια πολιτικής μετωπικής συνεργασίας.
Σε τελική ανάλυση, και παρά τις σημαντικές προγραμματικές διαφορές, όλες οι παραπάνω μετωπικές προτάσεις επικαλύπτονται τουλάχιστον εν μέρει και λογοδοτούν στην ίδια περίπου πολιτική λογική. Μια λογική, ωστόσο, η οποία δεν εξηγεί γιατί οι συζητήσεις μεταξύ αριστερών ηγεσιών και γραφειοκρατιών, συχνά ανεπανόρθωτα φθαρμένων, είναι προϋπόθεση για την ανάταξη του κινήματος, ούτε σε τι πράγμα βοηθάει από μόνη της η πολιτική ενότητα. Στην ουσία, όλες οι μετωπικές προτάσεις επιστρέφουν στο συνεπές “αντιμνημόνιο”, σε μια περίοδο που καθορίζεται από την πλήρη κατάρρευση ακριβώς της στρατηγικής του “αντιμνημονίου” χωρίς συνολική ρήξη με τον καπιταλισμό. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρουσιάζει την καλύτερη εκδοχή, αδυνατεί όμως να αντιπαραθέσει με συνέπεια και πειστικότητα στη στρατηγική του αντιμνημονίου ένα φρέσκο, λειτουργικό και ριζικά αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Προφανώς, την ΟΚΔΕ-Σπάρτακος δεν την αφήνουν αδιάφορη οι πολιτικές διεργασίες, μετακινήσεις και αναζητήσεις. Η συνεπής συμμετοχή της στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε όλα τα χρόνια της προετοιμασίας της είναι επαρκές τεκμήριο. Ακόμα περισσότερο, κατανοούμε ότι οι αγωνιστές και αγωνίστριες που ήρθαν σε ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΚΚΕ και τη ΛαΕ, αποτελούν δυναμικό με το οποίο πρέπει να συναντηθούμε στους κοινωνικούς αγώνες και στην κοινή δράση πάνω σε συγκεκριμένους κινηματικούς στόχους. Τους απευθυνόμαστε για τέτοια κοινή δράση με ειλικρίνεια και σεβασμό. Κατανοούμε, όμως, και τη σημασία της ύπαρξης ενός αυτόνομου, μαζικού αντικαπιταλιστικού χώρου, και δεν έχουμε υπόψη μας καμία καλύτερη σχετική εμπειρία από το εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Χρειάζεται ένας χώρος που, στο περιβάλλον ιστορικών ανακατατάξεων, δεν θα εξαρτά τις θέσεις και τη δράση του από ισορροπίες με ρεύματα που δεν έχουν πειστεί για την αναγκαιότητα του αντικαπιταλισμού και/ή δεν έχουν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς τους με το αστικό κράτος και τις γραφειοκρατίες. Για αυτό και κάθε προσπάθεια να διαλυθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μέσα από απερίσκεπτους φανατικούς διαξιφισμούς ή μέσα από σχέδια διάδοχων πιο χαλαρών μετώπων ή κομμάτων θα μας βρει απέναντί της. Θα υπερασπιστούμε την ενότητά της, τη διεύρυνσή της με συνειδητές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις που βρίσκονται εκτός και την ολοκλήρωση διαδικασιών ουσιαστικής προσέγγισης που έχουν μείνει ημιτελείς (όπως με το ΕΕΚ). Δεν θα αρνηθούμε τη συμμετοχή σε οποιοδήποτε δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, για τους παραπάνω λόγους, εκτιμούμε ότι οι συγκεκριμένες μετωπικές προτάσεις που αναλύσαμε θα οδηγούσαν πιθανότατα σε μη βιώσιμες συνυπάρξεις, και σίγουρα σε κρίσιμες πολιτικές και προγραμματικές ασάφειες και σε μορφώματα που δεν αντιστοιχούν στις ανάγκες τις ταξικής πάλης και της επαναστατικής αριστεράς. Συμφωνούμε με τις απόψεις που έχει καταθέσει και η Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική, και ιδιαίτερα με τις προτάσεις για μια στρατηγική επένδυση σε κάθε εμπειρία αυτοοργάνωσης, εκεί όπου γίνονται οι πραγματικές πολιτικές μετακινήσεις μέσα από τη δράση, για άμεση έκδοση ενός κοινού εντύπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και για τη διοργάνωση μιας μεγάλης διεθνούς αντικαπιταλιστικής συνάντησης/διάσκεψης στην Αθήνα, με θέμα την επαναστατική στρατηγική σήμερα και με αφορμή τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
ΟΚΔΕ-Σπάρτακος
Categories: |