- Τρί, 23/10/2018 - 20:17
Συμβολή της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική στο ΠΣΟ του Οκτώβρη 2018
Συμβολή της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική στο ΠΣΟ του Οκτώβρη 2018 Η τυπική έξοδος από τα μνημόνια δεν φέρνει χαλάρωση της λιτότητας, ούτε «δίκαιη ανάπτυξη», όπως διαλαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Φέρνει μια πληθώρα συμφωνημένων μέτρων και τερατώδη πλεονάσματα του προϋπολογισμού που δεν μπορούν παρά να σημαίνουν λιτότητα χωρίς τέλος και συμπίεση εργατικών δικαιωμάτων και μισθών στο διηνεκές. Η πραγματική υπόσχεση της κυβέρνησης απευθύνεται στην αστική τάξη: είναι η υπόσχεση της σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού και της κερδοφορίας του, και της προστασίας της εύρυθμης λειτουργίας του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Όσο και να φαντασιώνονται όμως την καπιταλιστική ανάπτυξη, κυβέρνηση, κοινοβουλευτική αντιπολίτευση και διεθνή επιτελεία δεν μπορούν να αποφύγουν τους κραδασμούς μιας παγκόσμιας κρίσης που συνεχίζεται, με αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και νέες σοβαρές αναταράξεις, από την Τουρκία και την Ιταλία, μέχρι την Αργεντινή. Και κυρίως δεν μπορούν να αποφύγουν νέους εργατικούς αγώνες. Η απογοήτευση που σκόρπισε η απατηλή κοινοβουλευτική υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα το εργατικό κίνημα σε ύφεση. Η αντικαπιταλιστική αριστερά και ο βασικός της πυλώνας, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα πρέπει να προετοιμαστούν για μια εποχή κινδύνων αλλά και μεγάλων ευκαιριών, στην οποία μπορούν να παίξουν κομβικό ρόλο. Για μια εποχή ανατροπών και όχι μακροπρόθεσμης σταθερότητας. Για αντεπίθεση και όχι για αναδίπλωση σε ένα μετριοπαθές μέτωπο άμυνας, καταδικασμένο να βλέπει τις παλιές κατακτήσεις να χάνονται μία-μία. Το θέμα αυτό δεν είναι θεωρητικό, αλλά αντανακλάται στη διαμόρφωση της στρατηγικής και των άμεσων πολιτικών επιλογών. Ενώ τυπικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνει πράγματι λίγο πολύ την παραπάνω ανάλυση της περιόδου, και ενώ η πλειοψηφία της έχει κάνει βήματα μπροστά σε σχέση με το κομβικό θέμα της ανεξαρτησίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, τον διεθνισμό κλπ., δεν μπορεί να βγάλει πάντα τα ανάλογα συμπεράσματα και ταλαιπωρείται από αντιφάσεις και παλινωδίες.
ΣΥΡΙΖΑ και αντιπολίτευση Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ασκεί κάποιον συνδυασμό αστικής και εργατικής πολιτικής, αλλά προωθεί με συνέπεια μια στρατηγική για τη διάσωση και ανάκαμψη του ελληνικού και ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Υπήρξε μάλιστα η πιο αποτελεσματική κυβέρνηση για την ολοκλήρωση του μνημονιακού προγράμματος. Οι διαφορές της με τον νεοφιλελεύθερο πόλο της ΝΔ είναι στο μίγμα της αστικής πολιτικής και όχι στις βασικές αρχές της. Το συνειδητό τμήμα του εργατικού κινήματος, και ιδίως η αντικαπιταλιστική αριστερά, θα πρέπει να απαλλαγεί από τη λογική του μικρότερου κακού και τον εκβιασμό ότι αν πέσει ο Τσίπρας, θα έρθει ο Μητσοτάκης. Η συντονισμένη προσπάθεια να κατασκευαστεί ένα «δημοκρατικό» μέτωπο, από την αριστερά μέχρι τους καραμανλικούς, με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ, ενάντια στη δεξιά που εκτραχύνεται, θα πρέπει να πέσει, και θα πέσει, στο κενό. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ χάνει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων που την ψήφισαν, γιατί αυτό της αξίζει. Οποιαδήποτε ταύτιση με τον ΣΥΡΙΖΑ στη λογική του μικρότερου κακού θα οδηγούσε την αντικαπιταλιστική αριστερά στην ανυποληψία. Το ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες αριστερές οργανώσεις και κόμματα έμειναν εγκαίρως μακριά από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο λόγος για τον οποίο σήμερα υπάρχει το πολιτικό υλικό για την αντεπίθεση, και η αριστερά δεν έχει εξαφανιστεί ολοκληρωτικά, όπως στην Ιταλία, μετά την στήριξή της στην κυβέρνηση Πρόντι. Η κριτική ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντιμετώπισε τον ΣΥΡΙΖΑ με σεκταρισμό δεν έχει βάση. Γνωρίζουμε φυσικά ότι μεγάλη μερίδα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, και θέλουμε να τραβήξουμε αυτά τα στρώματα στον αγώνα, στα αριστερά, και όχι να τα αφήσουμε να απογοητευθούν και να στραφούν στη δεξιά και την ακροδεξιά. Η ιδέα ενός «ενιαίου μετώπου» με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ή μερίδες της, ωστόσο, είναι παράλογη και άνευ αντικειμένου. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα που ολοκλήρωσε το μνημονιακό πρόγραμμα της άγριας επίθεσης στους εργαζομένους. Επιπλέον είναι ένα κόμμα χωρίς σοβαρές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του (οι 53+ ή το τμήμα δικαιωμάτων έχουν γίνει ανέκδοτο) και κυρίως με ελάχιστη οργανωμένη βάση και πρακτικά ανύπαρκτες ρίζες στην εργατική τάξη. Απέναντι στους εκβιασμούς, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να κάνει διμέτωπο αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση και ενάντια στη δεξιά αντιπολίτευση. Να εξηγήσει ότι είναι το ίδιο το σύστημα που παράγει την εκμετάλλευση, και η κρίση του παράγει τη σημερινή επίθεση εναντίον των εργαζομένων, και ότι η ιδέα ότι μπορεί κανείς να απαλλαγεί από όλα αυτά ψηφίζοντας μια καλύτερη ή λιγότερο κακή κυβέρνηση αποδείχτηκε καταστροφική.
Εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες Στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται είναι εφικτή και απαραίτητη η αναζωπύρωση των κοινωνικών και εργατικών αγώνων. Η χρονιά που έρχεται δεν πρέπει να είναι απλώς χρονιά εκλογών, αλλά κοινωνικού αναβρασμού. Αν το κίνημα μείνει παρατηρητής της κυβερνητικής εναλλαγής είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να περιμένει καλύτερες μέρες. Είναι απολύτως σωστό ότι για να αντεπιτεθεί συνολικά το εργατικό κίνημα χρειάζεται να αυξηθεί η επιρροή της ταξικής αντικαπιταλιστικής του πτέρυγας και να δεχτεί σοβαρά πλήγματα η γραφειοκρατία, τα δεξιά ρεύματα και ο ρεφορμισμός εντός του. Είναι όμως εξίσου σωστό ότι η αλλαγή αυτή θα γίνει στη δράση, στην κινητοποίηση, όπου οι εργαζόμενοι και τα καταπιεσμένα στρώματα βγάζουν τα συμπεράσματά τους. Χρειάζεται επομένως ταυτόχρονα μαζική κινητοποίηση και πάλη ενάντια στη γραφειοκρατία των ομοσπονδιών και των συνδικάτων. Το ένα χωρίς το άλλο δεν βγάζουν πουθενά. Χρειάζεται επίσης να τεθούν στην προμετωπίδα τα αιτήματα εκείνα που μπορούν να ενώσουν και να κινητοποιήσουν το εργατικό κίνημα. Τέτοια μπορεί να είναι η μάχη για το ασφαλιστικό, οι συλλογικές συμβάσεις, η μείωση των ωρών εργασίας με αύξηση των μισθών κλπ. Αυτό θα πρέπει να προσδιοριστεί με βάση την εμπειρία μας από τους εργατικούς χώρους, σε μια εργατική ολομέλεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο ρόλος του συντονισμού των πιο συνειδητά ταξικών σωματείων δεν είναι ούτε να εξυπηρετεί κομματικούς σχεδιασμούς, ούτε να υποκαθιστά την υπόλοιπη εργατική τάξη. Πρωτοβουλίες όπως η απεργία και κινητοποίηση του Γενάρη ενάντια στον αντι-συνδικαλιστικό νόμο ή η διακλαδική της 1η Νοέμβρη έχουν νόημα και είναι σημαντικές εφόσον φιλοδοξούν να είναι βήματα για να προκαλέσουν γενικές απεργίες, πιέζοντας τις ομοσπονδίες να τις καλέσουν, και όχι αν φαντάζονται ότι μπορούν να τις υποκαταστήσουν. Η εμπειρία των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στις γενικές απεργίες του 2010-2012 δεν μας αφήνει να είμαστε ευχαριστημένοι με κινητοποιήσεις λίγων εκατοντάδων απεργών από έναν μικρό αριθμό σωματείων. Η εμπειρία της απεργίας του Ιούνη, που διακηρύχθηκε ως εναλλακτική στις 30 Μάη, αλλά δεν έγινε ποτέ, είναι διδακτική. Η ΠΑΑΕ έχει κατηγορηθεί για σεκταρισμό επειδή εναντιώθηκε στα σχέδια της «συμπόρευσης» και της «πολιτικής συνεργασίας». Ωστόσο, παράλληλα με την πλήρη πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, υποστηρίξαμε πάντα την πλατιά ενότητα στη δράση, με όλους όσους και όλες όσες θέλουν να αγωνιστούν. Σεκταρισμός δεν είναι να μην θέλει κανείς πολιτικές ή εκλογικές συμμαχίες με ρεφορμιστικές ή αμφιταλαντευόμενες δυνάμεις, ούτε να αποφεύγει μονοθεματικές πολιτικές πρωτοβουλίες με ασαφές περιεχόμενο. Ούτε είναι σεκταρισμός να προτείνεις το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στο εργατικό κίνημα. Σεκταρισμός είναι να μένει κανείς απομονωμένος από τους κοινωνικούς χώρους και έξω από την πραγματική κίνηση του κινήματος. Αυτό έκανε, για παράδειγμα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τις ημέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, όπου η διστακτικότητά της να καλέσει στην κινητοποίηση των ΛΟΑΤ συλλογικοτήτων στις 26 Σεπτέμβρη, με επίκληση στο ανεπαρκές πολιτικό πλαίσιο, κόστισε την ευκαιρία να παίξει η αντικαπιταλιστική αριστερά κεντρικό ρόλο στο κίνημα, τη στιγμή μάλιστα που πολυάριθμα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκονταν στο δρόμο ατομικά. Στις φετινές κινητοποιήσεις για τον Φύσσα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει την κύρια ευθύνη για τη διάσπαση δυνάμεων. Παρότι η επιλογή να μην στοχοποιηθούν τα κεντρικά γραφεία της ΧΑ έκανε το όλο εγχείρημα άνευρο, η άποψη ότι χρειαζόταν και μια κινητοποίηση που να πολιτικοποιεί το θέμα της πάλης ενάντια στοv φασισμό, στο κέντρο της Αθήνας, ήταν σωστή. Ωστόσο, η θριαμβολογία για μια κινητοποίηση στην Αθήνα που ήταν καταφανώς πολύ μικρότερη των κινητοποιήσεων άλλων χρόνων δεν είναι σοβαρή. H επιμονή από την πλευρά της ΚΕΕΡΦΑ σε μια προνομιακή απεύθυνση προς δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ (Ανοιχτή Πόλη) είχε το κόστος της μη συμμετοχής άλλων πολύ πιο κομβικών δυνάμεων για το αντιφασιστικό κίνημα. Φυσικά η παρουσία ενός πανό του ΣΥΡΙΖΑ σε μια αντιφασιστική διαδήλωση δεν δικαιολογεί την απουσία μιας μεγάλης μερίδας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που επέλεξε να μην κάνει τίποτα εκείνη τη μέρα.
Εκλογικές και πολιτικές συνεργασίες Το κείμενο της πλειοψηφίας της ΚΣΕ ορθά υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα εφ’ όλης της ύλης πολιτικής ή και εκλογικής συνεργασίας με τη ΛαΕ και το ΚΚΕ. Είχαμε, ωστόσο, επισημάνει ότι ο συμβιβασμός που οδήγησε σε αυτό το «εφ’ όλης της ύλης» κρύβει παγίδες. Σήμερα, πράγματι βλέπουμε να αναπτύσσεται από τη Μετάβαση το εξής σκεπτικό: εφ’όλης της ύλης συνεργασία δεν γίνεται με τη ΛαΕ, το ΚΚΕ ή τη ΛΑΑΣ, η εκλογική συνεργασία δεν είναι εφ’όλης της ύλης συνεργασία, οπότε γίνεται, και πρέπει να γίνει. Έτσι, μπαίνει ευθέως η πρόταση για συνεργασία με τη ΛαΕ στις εκλογές (οι προτάσεις για συνεργασία με ΚΚΕ και ΛΑΑΣ είναι προφανώς προσχηματικές, αφού δεν θα υπήρχε περίπτωση να γίνουν δεκτές). Όσο και αν διαμαρτύρονταν στη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα στελέχη της Μετάβασης, λέγοντας ότι κανείς δεν είναι υπέρ της συνεργασίας με τη ΛαΕ, και όσο και αν άλλες πλευρές επέμεναν ότι κινδυνολογούμε, να που βρισκόμαστε για άλλη μια φορά μπροστά σε μια πρόταση συνεργασίας με το ρεφορμιστικό «δημοκρατικό-πατριωτικό» σχέδιο της ΛαΕ. Οι συσχετισμοί εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ευτυχώς δεν φαίνεται να επιτρέπουν να πραγματοποιηθεί μια τέτοια προοπτική, στην οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα θυσίαζε την αντικαπιταλιστική και διεθνιστική της φυσιογνωμία για χάρη μιας μικρής πιθανότητας να εκλέξει βουλευτές και μιας συμμαχίας με έναν χώρο που παρουσιάζει αναιμική κινηματική δυναμική (όσο και αν στους αγώνες δεν υποτιμούμε κανέναν). Εξακολουθούν, ωστόσο, να υπάρχουν οι αντιφάσεις των διατυπώσεων για την «πολιτική συνεργασία» που επιτρέπουν τη διαρκή ανακύκλωση της συζήτησης για το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον ρεφορμισμό. Σε τίποτα δεν θα ωφελήσει το κίνημα ή την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να εμπλακεί σε ένα θεατρικό παιχνίδι μιας πρότασης συνεργασίας προς τη ΛαΕ, την οποία υποτίθεται ότι είτε θα πρέπει να αποδεχτεί, μετακινούμενη προς το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, είτε να αγνοήσει, έχοντας να αντιμετωπίσει για αυτό την οργή της βάσης της. Η φυσιογνωμία και το σχέδιο της ΛαΕ είναι γνωστά. Η Πρωτοβουλία 1-1-4 σηματοδοτεί μια ακόμα πιο δεξιά στροφή προς ένα σχέδιο προστατευμένης εθνικής οικονομικής ανασυγκρότησης χωρίς κανενός είδους ρήξη με τον καπιταλισμό, σε συνεργασία με διασπάσεις του ΠΑΣΟΚ, τη Χριστιανική Δημοκρατία κλπ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται να αντιπαρατεθεί πολιτικά με αυτά τα σχέδια, και όχι να ελπίζει ότι θα κερδίσει τη μάχη των συσχετισμών με τακτικισμούς. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να αποφασίσει και να προβάλει εγκαίρως ένα σαφές σχέδιο για την εκλογική της παρέμβαση, και όχι να χάσει μήνες σε ατελέσφορες διαπραγματεύσεις. Το σχέδιο αυτό πρέπει να περιλαμβάνει:
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να ορίσει εγκαίρως τα κριτήρια της παρέμβασης σε δημοτικό επίπεδο. Η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να λύνεται με τετελεσμένα και μονομερείς κινήσεις, όπως έχει δυστυχώς ήδη γίνει, στην προσπάθεια να επιβληθούν συμμαχίες με τη ΛαΕ (πχ. Ζωγράφου). Δεν πρέπει να αποδεχτούμε και να διαιωνίσουμε την κατάσταση που τείνει να παγιωθεί, κατά την οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντιμετωπίζεται ως πλατφόρμα διαπραγματεύσεων, και κατά τα άλλα η κάθε οργάνωση ακολουθεί τον δικό της σχεδιασμό, χωρίς ιδιαίτερη συζήτηση. Οι τοπικές θα πρέπει να συζητούν και να δρουν. Ας αντιμετωπίσουμε την περίοδο που έρχεται σαν ευκαιρία για να κατακτήσουμε μια τέτοιου είδους συλλογική λειτουργία, και για να συμβάλει η ΑΝΤΑΡΥΣΑ πρωταγωνιστικά στην αντεπίθεση του κινήματος.
Categories: |