• Τετ, 17/04/2013 - 17:51
Η κυπριακή κρίση και η έξοδος από την Ευρωζώνη [της Μαριάννας Τσίχλη]

Η εξέλιξη της κυπριακής κρίσης και η διαχείριση της από τους ηγεµονικούς ιµπεριαλιστικού πόλους της Ε.Ε.
αποτελεί µία σηµαντική καµπή για την Ευρωζώνη στο σύνολό της.
Παρά το γεγονός ότι η κυπριακή οικονοµία αποτελεί µόνο το 0.2 % της συνολικής οικονοµίας της Ευρωζώνης, η
υφιστάµενη αστάθεια, τα ανταγωνιστικά συµφέροντα στο εσωτερικό της, αλλά και η αποτυχία των ηγεµονικών
στρατηγικών να επιλύσουν την κρίση, καθιστούν κάθε επιµέρους κίνηση διαχείρισης αντικείµενο νέων
αντιφάσεων αλλά και πεδίο εφαρµογής των στρατηγικών των κυρίαρχων τάξεων των ηγεµονικών
ιµπεριαλιστικών κρατών στο εσωτερικό της.
Η αντιµετώπιση της Κύπρου από τις κυρίαρχες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις µε την βίαιη αποδιάρθρωση –
αναδιάρθρωση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα της, παρά το γεγονός ότι σχετίζεται µε τις ιδιαιτερότητες του
κυπριακού µοντέλου ανάπτυξης, και τον χρηµατοπιστωτικό της τοµέα, καταρρίπτει µία σειρά από µύθους και
ιδεολογήµατα α) ότι υπάρχουν τµήµατα των εθνικών αστικών τάξεων τα οποία (δυνητικά τουλάχιστο)
προσανατολίζονται προς µία στρατηγική εξόδου από την Ευρωζώνη στο πλαίσιο µίας εναλλακτικής αστικής
στρατηγικής β) ότι µπορεί να υπάρξει κάποιας µορφής αναδιαπραγµάτευση των όρων των δανειακών συµβάσεων
στο εσωτερικό της Ευρωζώνης γ) ότι υπάρχουν αντιφάσεις στις πολιτικές δυνάµεις των κυρίαρχων
ιµπεριαλιστικών κρατών και ειδικά της Γερµανίας οι οποίες θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε µία «ηπιότερη»
πολιτική διαχείριση της κρίσης έναντι των χωρών του Νότου δ) ότι µπορεί να οικοδοµηθεί κάποια συµµαχία των
αστικών τάξεων και των πολιτικών εκπροσώπων των χωρών του Νότου απέναντι στην γερµανική –«µερκελική»
διαχείριση της κρίσης ε) ότι οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων είναι αδιανόητοι όχι µόνο εντός Ευρωζώνης αλλά
και γενικότερα στη σηµερινή συγκυρία στ) ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη θα σήµαινε µία καταστροφική λύση
αλλά θα ήταν και ανέφικτη διότι η έξοδος των κεφαλαίων από τα χρηµατοπιστωτικά συστήµατα των χωρών του
νότου θα ήταν ραγδαία και θα εξάλειφε όλα τα δυνητικά πλεονεκτήµατα της αποκατάστασης εθνικής
νοµισµατικής πολιτικής.
Εκτός από τα παραπάνω καταρρέει και ένα σύνολο άλλων ιδεολογηµάτων, για τη γεωστρατηγική σηµασία των
επιµέρους χωρών του Νότου ανεξάρτητα από το µέγεθος τους, για τις αντιθέσεις µεταξύ των ιµπεριαλιστικών
κρατών π.χ. µεταξύ του γερµανικού και του ρώσικου ιµπεριαλισµού κ.λ.π.
Εξετάζοντας το ειδικό πλαίσιο της κυπριακής κρίσης πρέπει να επισηµάνουµε τα ακόλουθα α) η κρίση σχετίζεται
µε το µοντέλο ανάπτυξης και την τροχιά του κυπριακού καπιταλισµού ειδικά µετά την ένταξη στην Ε.Ε.το 2004
και την Ευρωζώνη το 2008 β) σχετίζεται µε την κρίση της Ευρωζώνης και τους τρόπους διαχείρισης της µε
σηµαντική καµπή την περικοπή του ελληνικού δηµόσιου χρέους και το PSI το οποίο είχε σαν αποτέλεσµα
απώλειες της τάξης των 4 δις ευρώ για τις κυπριακές τράπεζες οι οποίες είχαν σπεύσει να αγοράσουν µαζικά
οµόλογα του ελληνικού δηµοσίου την περίοδο 2007 - 2009 (φαίνεται ότι συνέχισαν και µετά το 2009, µε πολύ
χαµηλότερες τιµές των οµολόγων στη δευτερογενή αγορά και άρα υψηλότερα περιθώρια κερδοσκοπίας), τόσο
για να κερδοσκοπήσουν λόγω των υψηλών αποδόσεων εκείνη την περίοδο των ελληνικών τίτλων όσο και στο
πλαίσιο µίας στρατηγική αλληλοσύνδεσης τµηµάτων του ελληνικού και του κυπριακού κεφαλαίου.
Ετσι σε αντίθεση µε την Ελλάδα που η βασική µορφή µε την οποία εκδηλώθηκε η κρίση αφορούσε την κρίση
του δηµόσιου χρέους που δεν µπορούσε να εξυπηρετηθεί, στην Κύπρο το δηµόσιο χρέος πριν την αναδιάρθρωση
των τραπεζών ήταν σε σχετικά χαµηλά επίπεδα, στο 73 % του Α.Ε.Π.. Ωστόσο ο χρηµατοπιστωτικός τοµέας ήταν
πολύ περισσότερο αναπτυγµένος αφού υπερέβαινε το 800 % του κυπριακού Α.Ε.Π. (µε τον µέσο όρο των
τραπεζικών ιδρυµάτων της Ευρωζώνης να ανέρχεται στο 350 % του Α.Ε.Π)

Παρά ταύτα ακόµα και αυτός ο υπεραναπτυγµένος χρηµατοπιστωτικός τοµέας της Κύπρου είναι ανάλογος µε τον
αντίστοιχο στην Ιρλανδία, και την Μάλτα, ενώ δεν µπορεί να συγκριθεί µε αυτόν του Λουξεµβούργου που
αντιστοιχεί 2200 % του Α.Ε.Π. της χώρας. Από την άλλη πλευρά ο κυπριακός τραπεζικός τοµέας δεν ήταν
µονοδιάστατος στις υπηρεσίες που παρείχε ενώ σε αντίθεση µε τους τραπεζικούς τοµείς άλλων κρατών η κύρια
πηγή της χορήγησης δανείων ήταν οι τραπεζικές καταθέσεις και όχι ο διατραπεζικός δανεισµός κάτι που
θεωρητικά τον καθιστούσε περισσότερο ασφαλή.
Η διεργασία µετασχηµατισµού της Κύπρου σε offshore χρηµατοπιστωτικό κέντρο είχε αρχίσει από την δεκαετία
του 80 µετά την κατάρρευση του αντίστοιχου ρόλου του Λιβάνου. Επιταχύνθηκε ιδιαίτερα µετά την ένταξη της
Κύπρου στο Ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι την τελευταία εξαετία οι καταθέσεις στα χρηµατοπιστωτικά
ιδρύµατα της Κύπρου αυξήθηκαν από περίπου 290 % του κυπριακού Α.Ε.Π. το 2006 σε περίπου 390 % το 2012,
ενώ τα χορηγούµενα δάνεια από περίπου 205 % σε περίπου 390 % του Α.Ε.Π το ίδιο διάστηµα.

Από τα 68 δις των καταθέσεων σε κυπριακά πιστωτικά ιδρύµατα τα 38 δις αφορούν καταθέσεις σε λογαριασµούς
άνω των 100.000 ευρώ ενώ τα 30 δις αφορούν σε καταθέσεις κατοίκων εκτός Κύπρου, (περίπου 19 δις
προερχόµενων από τη Ρωσία, 3 δις από την Ελλάδα, 3 δις από την Μ. Βρετανία και των υπολοίπων
προερχοµένων κυρίως από κράτη της Μ. Ανατολής) 2ποσά τα οποία είναι πολύ υψηλά για µία χώρα της τάξης
του 1,1 εκατοµµυρίων κατοίκων 3 Αντίστοιχα µετά το 2006 η χορήγηση δανείων σε µη κατοίκους αυξήθηκε
ραγδαία από 3 % των συνολικά χορηγούµενων δανείων στο 30 % των συνολικά χορηγούµενων δανείων των
2012.

Παρά το γεγονός ότι τα 19 δις των καταθέσεων που προέρχονταν από την Ρωσία και τις πρώην σοβιετικές χώρες
είναι σηµαντικά αντιστοιχούν µόνο στο 2 % των ρωσικών καταθέσεων άρα ούτε παίζουν τόσο καθοριστικό ρόλο
για τη Ρωσία αλλά ούτε οι ρωσικές καταθέσεις κυριαρχούσαν στο κυπριακό τραπεζικό σύστηµα.

Σηµαντικότερος ήταν ο ρόλος του χρηµατοπιστωτικού τοµέα της Κύπρου ο οποίος αποτελούσε σταθµό, για τις
χρηµατοοικονοµικές µεταβιβάσεις και την ταχεία κυκλοφορία κεφαλαίων προερχόµενων ή κατευθυνόµενων προς
την Ρωσία από και προς την Κύπρο. Κυρίως αφορούσαν ρωσικές επιχειρήσεις που διαµέσου του κυπριακού
τραπεζικού τοµέα κατεύθυναν κεφάλαια προς θυγατρικές ή επιχειρήσεις ιδιοκτησίας τους σε χώρες όπως η
Ελβετία, το Λουξεµβούργο, η Ολλανδία, η Βρετανία.
Σε ετήσιο επίπεδο οι µεταβιβάσεις αυτές εκτιµώνται σε 250 δις ευρώ (130 προς την Κύπρο και 120 από την
Κύπρο), ενώ η Κύπρος εµφανιζόταν ως ο µεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη Ρωσία. Η ιδιοκτησία των
επιχειρήσεων, σε µεγάλο βαθµό ανήκε στη νέα οικονοµική ρωσική ολιγαρχία. Ετσι τα ποσά αυτά µεταβιβάζονταν
από το κυπριακό τραπεζικό σύστηµα αλλά δεν παρέµεναν σε αυτό. Οι βασικοί κλάδοι επιχειρήσεων που
αξιοποιούσαν το κυπριακό τραπεζικό σύστηµα για αυτές τις µεταβιβάσεις ήταν οι επιχειρήσεις πετρελαίου και
φυσικού αερίου, οι αεροπορικές επιχειρήσεις κ.λ.π.

Ο βασικός εκβιασµός που ασκήθηκε στην κυπριακή αστική τάξη για να υπογράψει το µνηµόνιο αφορούσε
ακριβώς το µπλοκάρισµα αυτών των χρηµατοοικονοµικών συναλλαγών. Ετσι από τα δύο µέτρα µε τα οποία
απείλησε ο Draghi4 την κυπριακή αστική τάξη για το µπλοκάρισµα του κυπριακού τραπεζικού συστήµατος το
πρώτο δηλαδή η µη χορήγηση τραπεζογραµµατίων από την ΕΚΤ ήταν µικρότερης σηµασίας στο βαθµό που τα
χρηµατικά διαθέσιµα ήταν επαρκή για ένα διάστηµα ωστόσο το δεύτερο η αναστολή κάθε είδους
χρηµατοοικονοµικής συναλλαγής µεταξύ του κυπριακού τραπεζικού συστήµατος και των πιστωτικών ιδρυµάτων
στην Ευρωζώνη αποτελούσε µία θανάσιµη απειλή όχι µόνο για το κυπριακό τραπεζικό σύστηµα αλλά και για τις

επιχειρήσεις που είχαν ως βάση την Κύπρο5. Επρόκειτο για πράξη κήρυξης πολέµου από πλευράς του
οικονοµικού ιµπεριαλισµού των κυρίαρχων κρατών της Ευρωζώνης.
Η πρώτη πρόταση που απέρριψε το κυπριακό κοινοβούλιο διαµόρφωνε τον κίνδυνο για την διάλυση του ρόλου
του τραπεζικού συστήµατος της Κύπρου στο βαθµό που η κατάσχεση ενός τµήµατος των καταθέσεων άνω των
100.000 αποτελούσε ένα πρωτοφανές µέτρο το οποίο απειλούσε όλο το µοντέλο προσέλκυσης εισροών
καταθέσεων από τις ξένες χώρες αλλά και ένα σηµαντικό τµήµα των περιουσιακών στοιχείων της κυπριακής
αστικής τάξης αλλά και των πολιτικό οικονοµικών ελίτ. Για αυτό το λόγω οι εκπρόσωποι της κυπριακής
κυβέρνησης επιχείρησαν να µεταβιβάσουν το κόστος στο σύνολο της κυπριακής κοινωνίας µε την επέκταση της
περικοπής στο σύνολο των καταθέσεων, γεγονός που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Το αρχικό όχι της
κυπριακής βουλής επιβλήθηκε κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα και την διάρρηξη των σχέσεων
εκπροσώπησης µε ένα σύνολο µηχανισµών, των κοµµάτων, της εκκλησίας, των σωµατείων που εισέπραξαν τη
λαϊκή δυσαρέσκεια, και επέβαλλαν την αρχική άρνηση.
Η αρχική συµφωνία ήδη θα συντελούσε στην διάλυση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα της Κύπρου µε τη µορφή
που είχε και αυτό θα είχε τεράστιες επιπτώσεις στην οικονοµία της. Η κυπριακή αστική τάξη αλλά και οι
πολιτικό οικονοµικές ελίτ, ανεξάρτητα της πολιτικής έκφρασης τους, ήταν πλήρως ταυτισµένες µε τη στρατηγική
της ενσωµάτωσης στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη και ωφελήθηκαν σε µεγάλο βαθµό όπως και τα σύµµαχα
κοινωνικά στρώµατα που αντιστοιχούν σε ένα µεγάλο τµήµα του πληθυσµού από αυτή τη στρατηγική.
Ενα µεγάλο τµήµα από τα κέρδη της περιόδου 2004 -2008 επενδύθηκαν στον τραπεζικό τοµέα όπου οι αποδόσεις
ήταν µεγαλύτερες. Το 2009 τρία δις ευρώ δόθηκαν στις τράπεζες για να ενισχύσουν την ρευστότητα στο πλαίσιο
της κρίσης. Αντί να κατευθυνθούν στις κυπριακές επιχειρήσεις για να αµβλύνουν τα προβλήµατα ρευστότητας
που είχαν, σε µεγάλο βαθµό επενδύθηκαν στα υψηλού ρίσκου ελληνικά οµόλογα µε αγορές από την δευτερογενή
αγορά ενώ καθ όλη την διάρκεια της κρίσης µέχρι την ελληνική περιορισµένη χρεοκοπία και την ένταξη στο
µνηµόνιο, οι κυπριακές τράπεζες και µε την καθοδήγηση της ΚΤΚ επένδυαν στην αγορά ελληνικών οµολόγων µε
κερδοσκοπικές προθέσεις.
Κατά την περίοδο πριν την έναρξη της κρίσης µετά από µία πενταετία 2004 – 2009 υψηλής κερδοφορίας αλλά
και στάσιµων µισθών, υπήρξε µεγάλη αύξηση κατά 20 %της ιδιωτικής κατανάλωσης αλλά και του δανεισµού
των νοικοκυριών. Ενώ η τραπεζική κερδοφορία και οι επενδύσεις στην κατοικία ανέρχονταν σε ιστορικά υψηλά
επίπεδα, το οικονοµικό µπουµ της περιόδου 2004 – 2008 αύξησε σε µεγάλο βαθµό το έλλειµµα τρεχουσών
συναλλαγών αλλά και τον δανεισµό των νοικοκυριών. 6
Οι διεργασίες αυτές συνδυάστηκαν µε ευρύτερες διεργασίες µετασχηµατισµού της Κυπριακής Οικονοµίας. Ηδη
κατά τις δεκαετίες του 90 και του 2000, υπήρξε τάση έντονης αύξησης του τριτογενούς τοµέα αλλά και
αποβιοµηχάνισης. Ετσι η συµβολή του αγροτικού τοµέα στο Α.Ε.Π εκµηδενίστηκε ενώ η συµβολή της
βιοµηχανίας από 18 % του Α.Ε.Π το 1980 έπεσε στο 11 % το 1999 και στο 5 % το 2011. Αντίθετα ο
χρηµατοπιστωτικός τοµέας ανήλθε από το 4,5 % το 1995 στο 9 % το 2011 ενώ ο τουριστικός τοµέας έπεσε από
το 10 % στο 7 % του Α.Ε.Π. ενώ συνολικά οι υπηρεσίες ανήλθαν από το 70 % του Α.Ε.Π το 1995 στο 80 % του
Α.Ε.Π το 2011.
Την ίδια στιγµή η άνοδος της χρηµατιστικοποίησης αλλά και οι απορυθµίσεις των χρηµατοπιστωτικών
ιδρυµάτων ενίσχυαν τις τάσεις για υψηλές αποδόσεις, ανάληψη επενδύσεων υψηλού ρίσκου, δραστική αύξηση
του δανεισµού αλλά και τις βραχυπρόθεσµες ευνοϊκές συνέπειες που είχαν αυτές οι διεργασίες στην αστική τάξη
και τις κοινωνικές της συµµαχίες, από τα υψηλά bonus των διευθυντικών στελεχών των τραπεζών µέχρι ένα
σύνολο επιχειρηµατικών στελεχών και επιχειρήσεων που ευνοούνταν από αυτές τις διαδικασίες (νοµικά γραφεία,
λογιστικά γραφεία, σύµβουλοι επιχειρήσεων, real estate κ.λ.π.).

Ο χρηµατοπιστωτικός τοµέας της Κύπρου απέκτησε κατά αυτόν τον τρόπο κεντρικό ρόλο στην κυπριακή
οικονοµία και στο σύνολο του τοµέα των υπηρεσιών. Τα ειδικά του χαρακτηριστικά σχετίζονται µε την εισροή

εξωχώριων κεφαλαίων, την χαµηλή φορολόγηση, τις υψηλές αποδόσεις, την διαµόρφωση ευκαιριών και
δυνατοτήτων για φοροαποφυγή. Με την ένταξη στην Ε.Ε. το 2004, η κυπριακή αστική τάξη κατάφερε να
διατηρήσει ένα καθεστώς φορολόγησης της τάξης του 10 % πλήρως ανταγωνιστικό µε τους άλλους
φορολογικούς παραδείσους της Ε.Ε. ενώ διατήρησε και διµερείς συµφωνίες που επέτρεπαν µέχρι ενός σηµείου
την αποφυγή ελέγχων ξεπλύµατος χρήµατος αλλά και την αποφυγή διπλής φορολόγησης των καταθέσεων.
Ταυτόχρονα η συµµετοχή στην Ευρωζώνη δηµιούργησε την αίσθηση ότι οι καταθέσεις στα τραπεζικά ιδρύµατα
αλλά και η αγορά οµολόγων από αυτά ήταν εγγυηµένες όχι µόνο από τα επιµέρους εθνικά κράτη αλλά και από τα
σηµαντικότερα ιµπεριαλιστικά κράτη της ζώνης. Αυτό βοήθησε την Κύπρο να προσελκύσει καταθέσεις και
χρηµατοοικονοµικά κεφάλαια από άλλους προορισµούς που ήθελαν να επωφεληθούν από τις «εγγυηµένες»
υψηλότερες αποδόσεις. Μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη η Κύπρος κατέστη ένα ελκυστικός προορισµός για
τραπεζικές και άλλες επιχειρηµατικές δραστηριότητες 7 ενώ η ιδιαιτερότητα του γεγονότος ότι οι τράπεζες στην
Κύπρο χρηµατοδοτούσαν τις χορηγήσεις τους από τις καταθέσεις και όχι από τον διατραπεζικό δανεισµό
δηµιούργησε την εικόνα ότι οι δραστηριότητες τους ήταν πιο ασφαλής.
Οι κυπριακές τράπεζες πυροδότησαν διαµέσου του δανεισµού την υπερανάπτυξη του τοµέα των ακινήτων, την
ίδια στιγµή που το κυπριακό κράτος διατηρώντας ένα καθεστώς χαµηλής φορολογίας ξένων καταθέσεων,
µερισµάτων και κερδών κεφαλαίου προσέλκυε ξένους κεφαλαιούχους, επενδυτές και καταθέτες από χώρες όπως
η Ρωσία, η Βρετανία, η Ελλάδα και η Μ. Ανατολή. Είναι ενδεικτικό ότι ο καταθέτης ενός ποσού 100.000 ευρώ
στην Κύπρο θα κέρδιζε βάσει τον προσφερόµενων επιτοκίων 31.000 ευρώ στην Κύπρο, έναντι 15000-18000 στην
Ισπανία και στην Ιταλία και µόλις 8.000 στις γερµανικές τράπεζες.
Η διόγκωση των καταθέσεων, εκτός από την πιστωτική επέκταση στο εσωτερικό της Κύπρου είχε ανάλογα
αποτελέσµατα και στο εξωτερικό. Στις αρχές του 2011 το 30 % των χορηγήσεων της τράπεζας Κύπρου είχαν
κατευθυνθεί στην Ελλάδα και αντίστοιχα το 43 % της Λαϊκής (Marfin). Εξίσου σηµαντική ήταν η έκθεση των
κυπριακών τραπεζών στο ελληνικό δηµόσιο χρέος. Η τράπεζα Κύπρου κατείχε οµόλογα του ελληνικού δηµοσίου
ύψους 2,4 δις που αντιστοιχούσαν στο 75 % των ιδίων κεφαλαίων της ενώ η Λαϊκή 3,2 δις που ποσό που
προσέγγιζε το 100 % των ιδίων κεφαλαίων της. Η περικοπή του ελληνικού δηµόσιου χρέους κατά 70 % για τους
ιδιώτες επενδυτές έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την αποσύνθεση του κυπριακού τραπεζικού συστήµατος
Η έκθεση στα ελληνικά οµόλογα και η περικοπή τους στο πλαίσιο του PSI αποτέλεσε και τον πυροδότη της
κρίσης του κυπριακού τραπεζικού συστήµατος και του κυπριακού µοντέλου ανάπτυξης. Ετσι ενώ το κυπριακό
δηµόσιο χρέος ήταν αισθητά µικρότερο σε σχέση µε άλλες χώρες της Ευρωζώνης οι ανάγκες
ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών για να καλύψουν τις απώλειες του ελληνικού PSI αλλά και η υποβάθµιση της
πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών λόγω της αύξησης της καθυστέρησης της εξυπηρέτησης των δανείων (
σε κυπριακά νοικοκυριά, αλλά κυρίως σε ελληνικές επιχειρήσεις) είχε σαν αποτέλεσµα την ανάγκη της
κυπριακής κυβέρνησης να προσφύγει σε διεθνή δανεισµό από τρίτες χώρες ή από τον ΕΜΣ (µηχανισµό
σταθεροποίησης) για να χρηµατοδοτήσει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αλλά και το έλλειµµα του
προϋπολογισµού και τις ανάγκες αναχρηµατοδότησης του χρέους.
Η κάλυψη αυτών των αναγκών µε το δανεισµό του κράτους θα οδηγούσαν σε µία δραµατική αύξηση του
δηµοσίου χρέους µε σηµαντικές επιπτώσεις στους ρυθµούς ανάπτυξης.
Η λύση που επιλέχθηκε από τα ιµπεριαλιστικά κράτη της Ευρωζώνης για την Κύπρο δηλαδή κατάσχεση ενός
τµήµατος των καταθέσεων σχετίζεται µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κυπριακού µοντέλου και του κυπριακού
τραπεζικού συστήµατος στοχεύει όµως και στην διερεύνηση της αλλαγής µιας ολόκληρης στρατηγικής για την αστική
διέξοδο από την κρίση.
Στην Κύπρο δεν ακολουθήθηκε ένα µοντέλο εσωτερικής υποτίµησης όπως στην Ελλάδα και περικοπής του
δηµόσιου χρέους εις βάρος των κατόχων οµολόγων αλλά και των µετόχων των τραπεζών. Τα παραπάνω
συνοδεύθηκαν από την κατάσχεση των καταθέσεων των τραπεζών. Η κατάσχεση καταθέσεων στην Κύπρο είναι
αποτέλεσµα του µεγάλου µεγέθους των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των κυπριακών τραπεζών, που
προσεγγίζει το 60 % του ονοµαστικού Α.Ε.Π το οποίο αν καλυπτόταν από διεθνείς δανειστές θα οδηγούσε στην
εκτόξευση του δηµοσίου χρέους σε 140 – 150 % του Α.Ε.Π. το 2016. 8
Ενα µοντέλο PSI σαν αυτό που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα θα ήταν εξ αρχής µη βιώσιµο στο βαθµό που το 58
% του διαπραγµατευόµενου κυπριακού δηµοσίου χρέους βρίσκεται στην κατοχή των κατοίκων και κυρίως των
κυπριακών τραπεζών. Ετσι µία περικοπή του χρέους θα αύξανε τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών
και θα οδηγούσε σε ένα φαύλο κύκλο.
Η άµεση ανακεφαλαιοποίηση των κυπριακών τραπεζών µέσα από το µηχανισµό του ΕΜΣ δεν θα µπορούσε να
συµβεί σύµφωνα µε την συµφωνία του ΕΚΟΦΙΝ του ∆εκεµβρίου του 2012 εφόσον θα έπρεπε να προηγηθεί η
τραπεζική ένωση και η επίβλεψη του ευρωπαϊκού συστήµατος από την ΕΚΤ που έχει σχεδιασθεί για το 2014.
Αλλωστε οι αντιθέσεις µεταξύ των ιµπεριαλιστικών κρατών καθιστούν αβέβαιο τον τρόπο εφαρµογής αλλά και
τον αν η ανακεφαλαιοποίηση θα αφορά και τα παρελθόντα χρέη ή µόνο τα µελλοντικά. Τέλος η συµµετοχή µόνο
των κατόχων των οµολόγων δεν θα ήταν επαρκής διότι στο σύνολο των υποχρεώσεων των τραπεζών, το
διαπραγµατεύσιµο χρέος που εκφραζόταν σε οµόλογα τον ∆εκέµβριο του 2012 δεν υπερέβαινε το 1,8 δις.
Αντίστοιχα τα προβλήµατα των τραπεζικών τοµέων της Ελλάδας, της Ισπανίας, και της Πορτογαλίας είναι
διαφορετικά και σχετικά µικρότερα από αυτά της Κύπρου. Ετσι οι ανάγκες για ανακεφαλαιοποίηση αντιστοιχούν
από 7 % του Α.Ε.Π για την Πορτογαλία, 10 % για την Ισπανία και 26 % για την Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά οι κυρίαρχες ιµπεριαλιστικές χώρες επέλεξαν αυτό το µοντέλο
        για να πλήξουν τον τραπεζικό τοµέα όχι µόνο της Κύπρου αλλά µακροπρόθεσµα και άλλων
        φορολογικών παραδείσων και χρηµατοπιστωτικών κέντρων και να ενισχύσουν τη συγκέντρωση
        κεφαλαίων στα δικά τους τραπεζικά συστήµατα. Τα τελευταία χρόνια που εξελίσσεται η κρίση στην
        Ευρωζώνη βλέπουµε µία επαναφορά τραπεζικών καταθέσεων και κεφαλαίων στα τραπεζικά συστήµατα
        της Γερµανίας της Γαλλίας αλλά και άλλων χωρών.
        ως ενδεχόµενο αξιοποίησης της κατάσχεσης ενός τµήµατος των καταθέσεων στις «προβληµατικές»
        χώρες για το ξεπέρασµα της κρίσης του τραπεζικού τοµέα και της κρίσης δηµόσιου χρέους.
Η κατεύθυνση αυτή αντανακλά µία ενδεχόµενη στροφή η οποία καταδεικνύει και το µέγεθος των αντιφάσεων της
Ευρωζώνης αλλά και τις αντιφατικές και αντιθετικές στρατηγικές µεταξύ των αστικών κρατών. Η ίδια η
Ευρωζώνη ενέτεινε τις αποκλίσεις µεταξύ των κρατών που συµµετέχουν σε αυτήν. Η εκδήλωση της κρίσης όξυνε
αυτές τις αποκλίσεις και κατέστησε εντελώς απρόθυµες τις αστικές τάξεις των κυρίαρχων ιµπεριαλιστικών
κρατών να συµβάλλουν στην διαχείριση της κρίσης µε την αύξηση των απαιτούµενων µεταβιβάσεων για την
άµβλυνση των επιπτώσεων προς τις χώρες του Νότου. Ετσι οι µεθοδολογίες που ακολουθούν έχουν σα στόχο να
αναδιαρθρώσουν τις οικονοµίες των κρατών υπό κρίση µε την εσωτερική υποτίµηση, την περικοπή του χρέους
εις βάρος ακόµα και των αστικών τάξεων και των αστικών στρωµάτων των «προβληµατικών» κρατών
εξετάζοντας όπως φαίνεται ακόµα και ύστατα µέτρα όπως είναι η κατάσχεση των καταθέσεων.
Τα µέτρα τα οποία πάρθηκαν για την περικοπή των κυπριακών καταθέσεων αν και εµφανίζονται ως εξαιρετικά
διαµορφώνουν ως πιθανό ένα αδιανόητο µέχρι τώρα ενδεχόµενο – το οποίο σήµερα µπορεί να µη εµφανίζεται ως
το επικρατέστερο αλλά είναι υπαρκτό – την περικοπή των τραπεζικών καταθέσεων ακόµα και για ποσά κάτω των
100.000 ευρώ. Το ενδεχόµενο αυτό θα εντείνει περαιτέρω την αστάθεια του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήµατος
ιδιαίτερα εκείνων των χωρών που σήµερα αντιµετωπίζουν την οξύτερη κρίση.
Η επιλογή των κυρίαρχων ιµπεριαλιστικών κρατών και ιδιαίτερα της Γερµανίας να αξιοποιήσουν την
Κύπρο υποδειγµατικά ως πεδίο εφαρµογής ενός νέου ενδεχόµενου µοντέλου διαχείρισης της κρίσης, λόγω
του µικρού οικονοµικού µεγέθους της και του µοντέλου οικονοµικής της ανάπτυξης, σηµατοδοτεί την
επιλογή των κρατών αυτών όχι µόνο να µην επωµιστούν ένα µέρος από τα βάρη της κρίσης αλλά να
επωφεληθούν ταυτόχρονα από αυτήν.
Την ίδια στιγµή και από την αντίδραση της κυπριακής αστικής τάξης, αλλά και των άλλων χωρών της
περιφέρειας της Ευρωζώνης, έγινε κατανοητό ότι για τις αστικές τάξεις των κρατών της Ευρωζώνης ακόµα και
αυτές των «προβληµατικών» κρατών η έξοδος από την Ευρωζώνη δεν αποτελεί µία προνοµιούχο επιλογή.
Η περίπτωση της Κύπρου είναι χαρακτηριστική, παρά το γεγονός ότι 1) για την Κύπρο θα ήταν πιο εύκολο να
βγει από την Ευρωζώνη λόγω µεγέθους και δοµής της οικονοµίας, 2) η διαχείριση του τραπεζικού της
συστήµατος παράγει ένα µεγάλο οικονοµικό πλήγµα στην κυπριακή αστική τάξη και στα σύµµαχα στρώµατα της
αλλά και συνολικά στην κυπριακή οικονοµία, η παραµονή στην Ευρωζώνη παρέµεινε η κυρίαρχη στρατηγική
στην οποία συµµετείχε και το ΑΚΕΛ (µε την δικιά του ανοχή έγινε αποδεκτό το δεύτερο σχέδιο συµφωνίας που
από ορισµένες πλευρές ήταν χειρότερο από το πρώτο ειδικά για την κυπριακή αστική τάξη).
Ολες οι προσπάθειες για την εξεύρεση εναλλακτικής χρηµατοδότησης, είτε από την Ρωσία, είτε από την
υποθήκευση των µελλοντικών πόρων από το φυσικό αέριο έπεσαν στο κενό. Ετσι η δεύτερη συµφωνία οδήγησε
σε κατάσχεση των καταθέσεων για ποσά άνω των 100 000 ευρώ σε ύψος που µπορεί να ξεπεράσει το 50 %, την
απώλεια των δύο τραπεζών από τους µετόχους τους, την εκχώρηση «δωρεάν» στην τράπεζα Πειραιώς των
θυγατρικών των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα, και την υποβάθµιση του ρόλου της Κύπρου ως
περιφερειακού χρηµατοπιστωτικού κέντρου. Ταυτόχρονα οδηγεί de facto στον περιορισµό του κυπριακού
τραπεζικού συστήµατος, µε µία και µόνο κίνηση την διαλυτοποίηση και τη συγχώνευση της Λαϊκής Τράπεζας µε
την Κύπρο.
Η αναδιάρθρωση και ο περιορισµός του κυπριακού τραπεζικού τοµέα θα έχει σηµαντικές επιπτώσεις στην
κυπριακή οικονοµία. Στην πραγµατικότητα λόγω της διαχρονικής µείωσης της βιοµηχανίας αλλά και της
υποχώρησης του ειδικού βάρους του τουρισµού η κυπριακή οικονοµία έχει λίγους δυνητικούς τοµείς
πολλαπλασιαστές της ανάπτυξης βραχυπρόθεσµα.9 Η προστιθέµενη αξία ανά οικονοµικό τοµέα στην Κύπρο
σχετίζεται σε σηµαντικό βαθµό άµεσα ή έµµεσα µε την λειτουργία του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Ενα
ποσοστό 9 % της προστιθέµενης αξίας αφορά σε δραστηριότητες διαµεσολάβησης χρηµατοοικονοµικών
υπηρεσιών (εξίσου υψηλό µε αυτό της Μ. Βρετανίας) και ένα άλλο 36 % της ακαθάριστης προστιθέµενης αξίας
προέρχεται από τον τοµέα των κατασκευών (ο οποίος τροφοδοτήθηκε σε µεγάλο βαθµό από την χορήγηση
στεγαστικών δανείων). Η σωρευτική πτώση του Α.Ε.Π τα επόµενα χρόνια και η αύξηση της ανεργίας θα είναι
σηµαντική.
Ποιοι είναι οι λόγοι που η κυπριακή αστική τάξη υποχρεώθηκε σε άτακτη υποχώρηση µε σηµαντικές επιπτώσεις
στην οικονοµική της ισχύ 1) Είναι πιθανόν ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη θα είχε µεγαλύτερες επιπτώσεις στην
οικονοµική της ισχύ στο βαθµό που από µόνη της όχι µόνο δεν θα επίλυε τα προβλήµατα από το πλήγµα στο
τραπεζικό της τοµέα αλλά αν δεν συνοδευόταν από τα κατάλληλα µέτρα όπως η εθνικοποίηση του τραπεζικού
συστήµατος και οι δρακόντειοι περιορισµοί στην κυκλοφορία κεφαλαίων πιθανόν να οδηγούσε σε κατάρρευση
όλου του συστήµατος. Οµως η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήµατος και η θέσπιση αυστηρών περιορισµών
στην κίνηση κεφαλαίων πλήττουν τον ίδιο τον χαρακτήρα της κυπριακής αστικής τάξης στο εσωτερικό της
νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης κεφαλαίου 2) Η έξοδος από την Ευρωζώνη µε τις οικονοµικές επιπτώσεις που θα
είχε σε µία πρώτη φάση, κάτω από το βάρος του λαϊκού καταναγκασµού και µε ραγδαία αναπτυσσόµενη την
κοινωνική δυσαρέσκεια θα είχε απρόβλεπτες επιπτώσεις στις σχέσεις εκπροσώπησης του συνασπισµού εξουσίας
και στο εσωτερικό του κοµµατικού συστήµατος που είναι πολύ ποιο στενά συνδεδεµένο στην Κύπρο από ότι
στην Ελλάδα µε την καπιταλιστική οικονοµική δραστηριότητα δηµιουργώντας ακόµα µεγαλύτερους κινδύνους
για τον συνασπισµό εξουσίας 3) Η έξοδος από την Ευρωζώνη δεν θα ήταν προς όφελος των διεθνών συµµαχιών
και του οικονοµικού ρόλου που θα ήθελε να παίξει η κυπριακή αστική τάξη. Η προσπάθεια να βρει οικονοµικό
και πολιτικό στήριγµα στη Ρωσία αλλά και να αξιοποιήσει ως διαπραγµατευτικό αντάλλαγµα τα κοιτάσµατα
φυσικού αερίου, έπεσαν στο κενό. Και αυτό διότι στην παρούσα φάση η αλληλοσύνδεση και η αλληλεξάρτηση
των ιµπεριαλιστικών κέντρων παίζουν σηµαντικότερο ρόλο από ότι οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισµοί. Ετσι από
την µια µεριά για την Ρωσία δεν ήταν κάποιο ιδιαίτερο πλήγµα η περικοπή των ρωσικών καταθέσεων για τους
λόγους που αναλύσαµε παραπάνω, ενώ οι εµπορικές και άλλες συναλλαγές µεταξύ Ρωσίας και Γερµανίας αλλά
και γενικότερα της Ευρωζώνης είναι πολύ που ουσιώδης για να διαταραχθούν για το θέµα της Κύπρου. Την ίδια
στιγµή το οικονοµικό µέγεθος της Τουρκίας την καθιστά ένα παράγοντα ποιο οικονοµικά σηµαντικό για την
Ρωσία σε σχέση µε την Κύπρο.
Οπως προαναφέραµε µέσα από αυτή τη διεργασία κατέρρευσαν πολλά ιδεολογήµατα 1) ότι µπορεί να
διαµορφωθεί κάποιος συνασπισµός των χωρών του Νότου απέναντι στη Γερµανία. και ότι υπάρχει κάποια
σηµαντική αντίθεση σε ζητήµατα διαχείρισης της κρίσης µεταξύ των ηγετικών τµηµάτων της γαλλικής αστικής
τάξης και της Γερµανίας. Οµως οι πρώτες χώρες που έσπευσαν να υποστηρίξουν το bail in των κυπριακών
τραπεζών ήταν η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία. 3) Οτι µπορούν να εξευρεθούν συµµαχίες στο πλαίσιο του
γερµανικού πολιτικού συστήµατος. Οµως µε εξαίρεση το de Linke (που ακόµα και αυτό στήριξε την κατάσχεση
των µεγάλων καταθέσεων) όλες οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάµεις υπερακόντισαν και έθεσαν ως όρο την µη
διάθεση των κυπριακών τραπεζών «µε χρήµατα των Γερµανών φορολογουµένων». 4) Οτι η Γερµανία έχει σα
στόχο είτε την έξοδο της από την Ευρωζώνη είτε ακόµα περισσότερο την έξοδο των περιφερειακών κρατών από
τη ζώνη του Ευρώ. Η Γερµανία, για την ακρίβεια η γερµανική αστική τάξη θα είναι η κατ εξοχήν χώρα η οποία
θα πληγεί από την έξοδο από το ευρώ ή από την διάλυση της Ευρωζώνης. Θα πληγεί µε δύο τρόπους 10 πρώτον
λόγω της απώλειας κεφαλαίων που αφορούν περιουσιακά στοιχεία (οµόλογα και άλλους τίτλους) που έχουν
εκδώσει κράτη και επιχειρήσεις της Ευρωζώνη και βρίσκονται στην κατοχή Γερµανικών επιχειρήσεων, τραπεζών
και ιδιωτών, και δεύτερο απώλειες ανταγωνιστικότητας λόγω της ανατίµησης του «νέου µάρκου» έναντι των
νοµισµάτων των άλλων κρατών της πρώην Ευρωζώνης.
Οι απώλειες της Γερµανίας από την διάλυση της Ευρωζώνης εκτιµούνται σε µία µείωση 3.9 % του Α.Ε.Π κατ
έτος οφειλόµενη στην µείωση των εξαγωγών λόγω ανατίµησης του µάρκου ενώ η εφ άπαξ µείωση του Α.Ε.Π
κατά την στιγµή της διάλυσης θα ανέλθει σε 21 % του Α.Ε.Π. λόγω απωλειών κεφαλαίου που είναι τοποθετηµένα
σε ξένους τίτλους. Για τους παραπάνω λόγους η Γερµανία θα είναι η κατ εξοχήν χαµένη από την διάλυση της
Ευρωζώνης και για αυτό δεν υπάρχει καµία αστική ή και ρεφορµιστική πολιτική δύναµη στην Γερµανία που να
υποστηρίζει τη διάλυση της και την έξοδο της Γερµανίας από αυτήν.
5) Η Γερµανία στην παρούσα φάση δεν επιλέγει την εξώθηση κάποιας από τις αστικές τάξεις των
«προβληµατικών» κρατών από την Ευρωζώνη πόσο µάλλον το σύνολο τους. Αυτό που προσπαθεί να κάνει – και
όχι µόνη της – είναι να επιβάλλει τη ποιο συµφέρουσα σε αυτήν – αλλά και πιθανότατα στο µακροπρόθεσµο
καπιταλιστικό - ιµπεριαλιστικό συµφέρον- λύση. Θέλει να αποσπάσει τις µεγαλύτερες δυνατές ωφέλειες από την
ύπαρξη της Ευρωζώνης και τις αποκλίσεις και την ανοµοιογένεια που αυτή διευρύνει χωρίς να πληρώσει ένα
µέρος του τιµήµατος.
Ωστόσο η πολιτική αυτή επιταχύνει τα ενδεχόµενα διάλυσης και σχίσµατος στην Ευρωζώνη. Αν σήµερα η
Γερµανική αστική τάξη και οι αστικές τάξεις των ιµπεριαλιστικών κρατών δεν πληρώσουν ένα σηµαντικό µέρος
του τιµήµατος µε τη µορφή άµεσων µεταβιβάσεων – και είναι κάτι που δεν πρόκειται να κάνουν – η Ευρωζώνη
σε µεγάλο βαθµό διακυβεύεται. Ηδη η κατάσχεση των καταθέσεων ακόµα και σε µία µικρή οικονοµία
αποδιοργανώνει µία από τις απαραβίαστες ιδεολογικές και οικονοµικές σταθερές του νεοφιλελεύθερου
υποδείγµατος.
Επιπρόσθετα ορισµένα από τα µέτρα που εµπεδώθηκαν στην Κύπρο αµφισβητούν την ίδια την έννοια του ευρώ,
ως ενός νοµίσµατος το οποίο κυκλοφορεί παντού και είναι πλήρως ανταλλάξιµο. Επί της ουσίας οι περιορισµοί
κίνησης κεφαλαίων δηµιούργησαν βραχυπρόθεσµα δύο ευρώ. Ενα της Κύπρου µε περιορισµένη κυκλοφορία και
δυνατότητα ανταλλαγής και ένα της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα αυτά τα έκτακτα µέτρα καταρρίπτουν
άθελα τους έναν από τους θεµέλιους µύθους της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ότι την εποχή της παγκοσµιοποίησης
είναι αδύνατη η επιβολή µέτρων περιορισµού και ελέγχου της κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Οµως αν κατέδειξε
µεταξύ άλλων κάτι σηµαντικό η κρίση στην Κύπρο είναι ότι ο έλεγχος της ροής κεφαλαίων από το κράτος µπορεί
να λειτουργήσει. 11 Το διάστηµα από 16 – 29 Μαρτίου οι έλεγχοι στην κυκλοφορία κεφαλαίων λειτούργησαν
έστω εν µέρει. Είναι γεγονός ότι οι έλεγχοι δεν ήταν πλήρεις και το σύστηµα στεγανοποιηµένο, έτσι υπήρξε
σηµαντική εκροή καταθέσεων που πιθανόν να υπερβαίνουν τα 5 δις ευρώ. Οι εκροές αυτές υλοποιήθηκαν 12
κυρίως από τις θυγατρικές των κυπριακών τραπεζών, στη Μ. Βρετανία και στη Ρωσία που αντίθετα από τις
µητρικές εταιρείες παρέµειναν εν λειτουργία αλλά και αξιοποιώντας τις εξαιρέσεις για τις µεταβιβάσεις
κεφαλαίων που προβλέπονταν από την Ε.Κ.Τ.
Το αποτέλεσµα αυτών των εκροών κεφαλαίων είναι η περικοπή καταθέσεων άνω των 100 000 να αφορά
µικρότερη καταθετικό σύνολο και να ξεπεράσει το 50 % έναντι αρχικής πρόβλεψης 30 %. Σαν αποτέλεσµα αυτή
η υψηλή περικοπή που παίρνει τη µορφή µίας καθολικής κατάσχεσης µπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω εκροή
κεφαλαίων όταν µετά από κάποιο χρονικό διάστηµα θα αρθούν οι περιορισµοί στους ελέγχους στις κινήσεις
κεφαλαίων. Μία τέτοια κατάσταση εάν δηµιουργήσει µία ευρύτερη ανησυχία στους καταθέτες για τα τραπεζικά
συστήµατα της Ισπανίας και της Ιταλίας µπορεί να αποσταθεροποιήσει και το τραπεζικό σύστηµα αυτών των
κρατών.
Ωστόσο είναι σαφές ότι δεν επιβεβαιώνονται τα κυρίαρχα ιδεολογήµατα των διεθνών ιµπεριαλιστικών
οργανισµών ότι οι περιορισµοί στις ροές κεφαλαίων θα ήταν αδύνατοι ή θα δηµιουργούσαν µια γενικότερη
οικονοµική κατάρρευση.
Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει ότι η έξοδος από το Ευρώ, είναι ποιο απλή και λιγότερο καταστροφική από ότι
διατείνονται αστικές και ρεφορµιστικές δυνάµεις.
Ταυτόχρονα η στροφή στη διαχείριση της κρίσης από τις κυρίαρχες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις εµπεριέχει αρκετές
περιπλοκές. Υπάρχει σηµαντική διαφορά στην περικοπή της αγοράς οµολόγων έναντι της κατάσχεσης
καταθέσεων. Ενώ οι εκτεταµένοι περιορισµοί κεφαλαίων υπονοµεύουν τουλάχιστον για ορισµένες χώρες τη
σηµασία της θέσης τους εντός της Ευρωζώνης.
Την ίδια στιγµή η µεθοδολογία διαχείρισης της Κυπριακής κρίσης διαµορφώνει µία τοµή. 13Μακροπρόθεσµα η
κατάσχεση καταθέσεων είναι αντιπαραγωγική γιατί υπονοµεύει µία βασική πλευρά της λειτουργίας του
τραπεζικού συστήµατος τη σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ της τράπεζας και του καταθέτη. Η υπονόµευση αυτής της
σχέσης θα επιτείνει ενδεχοµένως την αστάθεια ειδικά στις χώρες που είναι εκτεθειµένες στην κρίση
δηµιουργώντας όρους επιδείνωσης.
Αν και το σχέδιο που επιβλήθηκε στην Κύπρο σχετίζεται σε σηµαντικό βαθµό µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
της, τα κυρίαρχα ιµπεριαλιστικά κράτη στην Ευρωζώνη, θα εξέταζαν την επέκταση – αν και αντιπαραγωγική σε
τελική ανάλυση ακόµα και τους δικούς τους στόχους – ενός τέτοιου µοντέλου διαχείρισης που να περιλαµβάνει
και περικοπή καταθέσεων αν η κρίση οξυνθεί. Για τις αστικές τάξεις των κυρίαρχων ιµπεριαλιστικών κρατών, θα
µπορούσε ένα τέτοιο µοντέλο να είναι ελκυστικό α) γιατί κατά ένα βαθµό οι ανάγκες χρηµατοδότησης των
προγραµµάτων «διάσωσης» θα µετατοπίζονταν στους καταθέτες και έτσι τα χρηµατοδοτικά µεγέθη των
απαιτούµενων προγραµµάτων θα ήταν µικρότερα β) διότι αυτού του τύπου τα προγράµµατα ενδεχοµένως θα
µείωναν το ρίσκο που παράγει η άµεση διασύνδεση των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών µε το
δηµόσιο χρέος γ) διότι θα ευνοούσε τη συσπείρωση κοινωνικών στρωµάτων κάτω από το ηγεµονικό πρόγραµµα
των αστικών τάξεων στα ιµπεριαλιστικά κράτη. Προγράµµατα στα οποία θα µετείχαν και οι ιδιώτες καταθέτες
στη «διάσωση» των τραπεζών, θα ήταν περισσότερα αποδεκτά από του ψηφοφόρους ειδικά σε χώρες όπου η
κοινή γνώµη εµφανίζεται απρόθυµη στο να συµµετάσχει το εθνικό κράτος σε χρηµατοδότηση των
«προβληµατικών» κρατών και δ) διότι η αποδυνάµωση των τραπεζικών συστηµάτων των χωρών της περιφέρειας
διευκολύνει την συγκέντρωση κεφαλαίων στις χώρες του ιµπεριαλιστικού κέντρου και ταυτόχρονα την
δηµιουργία καλύτερων προϋποθέσεων διείσδυσης – ενσωµάτωσης από αυτές στα τραπεζικά συστήµατα των
περιφερειακών κρατών της Ευρωζώνης.
Απέναντι σε αυτές τις διεργασίες που βαθύνουν την κρίση για τις χώρες που του Νότου της Ευρωζώνης αλλά και
φέρνουν ένα βήµα πιο κοντά τα ενδεχόµενα διάλυσης της οι κυρίαρχες δυνάµεις της αριστεράς όχι µόνο δεν
αρθρώνουν ένα πρόγραµµα αντίστασης αλλά επί της ουσίας υποστηρίζουν τις αντιδραστικές αστικές επιλογές.
Κατ αρχήν το ΑΚΕΛ, από την θέση του στο κυβερνητικό κέντρο της Κύπρου την προηγούµενη πενταετία, αλλά
και από τη συνολικότερη θέση του στο πολιτικό επιχειρηµατικό σύµπλεγµα των κυπριακών ελίτ, αποτέλεσε έναν
εκ των βασικών οργανωτών της τροχιάς ανάπτυξης του κυπριακού καπιταλισµού ειδικά µετά την ένταξη της
Κύπρου στην Ε.Ε. Κατέστη επίσης εµφανές ότι όλη η διαδικασία «διαπραγµάτευσης» της κυβέρνησης
Χριστόφια, ουσιαστικά εµπεριείχε τις περισσότερες αν όχι το σύνολο των ρυθµίσεων που συµπεριλήφθηκαν στο
πρώτο σχέδιο συµφωνίας της 16 Μαρτίου 2013 ακόµα και το ενδεχόµενο της περικοπής καταθέσεων.
Τα ηγεµονικά αστικά κοινωνικά στρώµατα που εκπροσωπεί το ΑΚΕΛ, όπως φάνηκε καθ όλη την διάρκεια της
κυβερνητικής του πορείας αλλά ειδικά µετά την εξέλιξη της κρίσης ήταν στρατηγικά προσανατολισµένα στη
νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση και στην στρατηγική ανάπτυξης του κυπριακού καπιταλισµού που ήταν
συνδεδεµένη µε την ένταξη και την παραµονή της Κύπρου στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη. Ακόµα και µετά το
πρώτο όχι του κυπριακού κοινοβουλίου κάτω από το καθεστώς της διπλής πίεσης πρωτίστως από το ενδεχόµενο
αποδυνάµωσης – αποδιάρθρωσης του κυπριακού τραπεζικού συστήµατος και των αστικών στρωµάτων που είναι
συνδεδεµένα µαζί του αλλά και της λαϊκής πίεσης, ο «κίνδυνος» εξόδου από την Ευρωζώνη οδήγησε στην ανοχή
και επί της ουσίας στήριξης του δεύτερου – από πολλές πλευρές χειρότερου – σχεδίου.
Αντίστοιχα το ΑΚΕΛ επεχείρησε όλο το προηγούµενο διάστηµα να συσφίξει τις σχέσεις της Κύπρου µε την
ρώσικη αστική τάξη χωρίς όµως και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην όξυνση της κρίσης ούτε να µπορεί ούτε να έχει
την διάθεση να επενδύσει σε µία ενδεχόµενη αντίθεση µεταξύ ρώσικού και ευρωπαϊκού ιµπεριαλισµού αλλά και
να αποκλίνει από την βασική αστική στρατηγική ενσωµάτωσης υπό κάθε όρο στην Ε.Ε και παραµονής στην
Ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε µία εντελώς ερασιτεχνική αλλά και αντιφατική στάση. Προϊόν των
αντιφάσεων του αλλά και του βαθµού που είναι εγκλωβισµένος α) στη νεοφιλελεύθερη ευρωστρατηγική β) στην
πολιτική του κυβερνητισµού και του εκλογικισµού και γ) στην στρεβλή ανάγκη να απευθυνθεί σε ένα «εθνικό
ακροατήριο» µε όρους της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου άµοιρος της κατασκευής «µύθων» που διευκολύνουν την πολιτική του
στρατηγική αλλά περισσότερο από όλα διευκολύνουν την κυριαρχία της βασικής αστικής στρατηγικής. Μύθοι
όπως α) οι καταστροφικές συνέπειες από την έξοδο από το ευρώ β) οι δυνατότητες διαπραγµάτευσης των
µνηµονίων ή και πολύ περισσότερο της απόρριψης τους εντός της Ευρωζώνης, που υποτίθεται θα βασίζονταν
στον «εκβιασµό» που θα ασκούσε στα ιµπεριαλιστικά κράτη, µία κυβέρνηση της αριστεράς και το αδύνατο της
αποποµπής ενός κράτους της Ευρωζώνης λόγω των υποτιθέµενων κατακλυσµικών συνεπειών που θα είχε αυτό το
γεγονός στις διεθνείς αγορές γ) η δυνατότητα της συγκρότησης ενός µετώπου των χωρών του Νότου και των
αντίστοιχων πολιτικών δυνάµεων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και δ) οι «εθνικιστές» παρεκκλίσεις και
ανταγωνισµοί µεταξύ των χωρών και των λαών της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης που υποθετικά θα πυροδοτούσε η
έξοδος από την Ευρωζώνη και η αποκατάσταση εθνικής νοµισµατικής πολιτικής ειδικά µεταξύ των χωρών του
Νότου οι οποίες θα ανταγωνίζονταν για την διεκδίκηση των ίδιων αγορών µε όπλο τη νοµισµατική υποτίµηση ε)
ότι υπάρχει σήµερα ένα υποτιθέµενο «κόµµα της δραχµής» στο οποίο εντάσσονται από τµήµατα της αστικής
τάξης και των επίσηµων αστικών κοµµάτων µέχρι τµήµατα της άκρας αριστεράς. Κατ αυτό τον τρόπο επιχειρεί
να µεταµορφώσει µία ολόκληρη στρατηγική αριστερής ριζοσπαστικής εξόδου από την Ευρωζώνη και την
Ε.Ε σε µία καρικατούρα νοµισµατικού φετιχισµού και εξυπηρέτησης των αστικών συµφερόντων.
Ετσι αφού όλο το προηγούµενο χρονικό διάστηµα, ανέδειξε τα πλεονεκτήµατα της διαπραγµάτευσης που έκανε
το ΑΚΕΛ, αλλά και τα βελτιωµένα χαρακτηριστικά του κυπριακού µνηµονίου που προετοίµαζε το ΑΚΕΛ
έσπευσε να ενσωµατώσει στην πολιτική στρατηγική του «το περήφανο όχι του κυπριακού λαού» που
εκφράστηκε δια µέσου του κυπριακού κοινοβουλίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ για να προσκοµίσει εντελώς πρόσκαιρα κέρδη στο παιχνίδι των εντυπώσεων έναντι της
τρικοµµατικής κυβέρνησης έκανε λάθος ανάγνωση ως προς το τι σήµαινε το πρώτο όχι του κυπριακού
κοινοβουλίου, ως προς τον συσχετισµό δυνάµεων, αλλά και µέχρι που θα ήταν διατεθειµένη να φτάσει η
κυπριακή αστική τάξη αλλά και οι αστικές τάξεις των ιµπεριαλιστικών κρατών. Ετσι η αποδοχή του δεύτερου
σχεδίου από το κυπριακό κοινοβούλιο όχι µόνο ανέδειξε την φτώχια της πολιτικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ
αλλά και κάτι το οποίο επισηµαίνουµε εδώ και καιρό : Πολιτικές δυνάµεις και πολιτικές στρατηγικές που δεν
είναι έτοιµες ή και δεν έχουν διάθεση να έρθουν σε πλήρη ρήξη µε το σύστηµα ιµπεριαλιστικών σχέσεων
στη παρούσα φάση διακυβεύουν σε επίπεδο «διαπραγµατεύσεων» αλλά και διαχείρισης των κρίσεων
ανάλογα ή και χειρότερα αποτελέσµατα από ότι οι παραδοσιακές αστικές πολιτικές δυνάµεις.
Την ίδια στιγµή ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνοντας να συµµετάσχει το ελληνικό κράτος στη διάσωση των κυπριακών
τραπεζών µε ένα ποσό της τάξης των 2 δις ανέτρεψε επί της ουσίας µία βασική αριστερή θέση ότι για την
διάσωση των τραπεζών δεν πρέπει να πληρώνουν οι λαϊκές τάξεις παρά µόνο υπό την προϋπόθεση της
εθνικοποίησης τους. Επιπρόσθετα µε την ασαφή καταγγελία της κατάσχεσης καταθέσεων ακόµα και µεγάλου
ύψους ήρθε σε αντίθεση µε µία στρατηγική αριστερή θέση που ακόµα και στελέχη προερχόµενα από το χώρο του
σε ορισµένες περιπτώσεις αναδείκνυαν ότι η διέξοδος από την κρίση εις όφελος των λαϊκών στρωµάτων
περιλαµβάνει και την αναδιανοµή και την αξιοποίηση του συσσωρευµένου πλούτου και µεταξύ αυτών
ενδεχόµενα κατάσχεση τµήµατος των µεγάλων καταθέσεων εις όφελος της κρατικής οικονοµικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα συσκότισε τη φύση της ταξικής διάρθρωσης της κυπριακής κοινωνίας, το µοντέλο ανάπτυξης της
που είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά του ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού, τα όρια και το
υπόστρωµα του κυπριακού «όχι» σπεύδοντας να υιοθετήσει τις αµφιταλαντεύσεις της κυπριακής αστικής τάξης
στη βάση της κοινής «εθνικής» αφετηρίας και κληρονοµιάς έτσι ώστε να ενεργοποιήσει ένα πολιτικό ακροατήριο
µε «εθνικές» αναφορές σε πλήρη αντίθεση µε την αιτιολόγηση της παραµονής στην ευρωζώνη από τη σκοπιά του
«διεθνιστικού ευρωπαϊσµού» που προσχηµατικά διακήρυσσε.
Από την πλευρά του ΚΚΕ, συµβάλλει σηµαντικά στην δηµιουργία σύγχυσης αλλά και ενίσχυσης της αστικής
επιχειρηµατολογίας. Αναδεικνύοντας το γεγονός ότι η παραµονή ή όχι εντός της Ευρωζώνης αφορά διαφορετικές
στρατηγικές τµηµάτων της αστικής τάξης υποτιµώντας και διαβάλλοντας το µέγεθος της ρήξης που θα παράγει η
έξοδος από την Ευρωζώνη, υπονοµεύει την αριστερή πολιτική στρατηγική, συγκαλύπτοντας µε υπεραριστερή
ρητορεία τα άµεσα καθήκοντα οικοδόµησης µίας πολιτικής συµµαχίας για την έξοδο από την ΟΝΕ και την Ε.Ε.
Η ανάπτυξη, η εξέλιξη και η διαχείριση της κυπριακής κρίσης αποτελεί µία επιπλέον στιγµή της εξέλιξης της
κρίσης της Ευρωζώνης. Καθιστά ακόµα περισσότερο διαυγές ότι δεν υπάρχει µία ενιαία και οµοιογενής έξοδος
από την κρίση που να έχει ταυτόχρονα πλεονεκτήµατα, για το σύνολο των τάξεων ενός εθνικού κοινωνικού
σχηµατισµού, ή και τα ίδια πλεονεκτήµατα για το σύνολο των αστικών τάξεων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Καθιστά επίσης σαφές ότι το βασικό εναλλακτικό σχέδιο που υφίσταται σήµερα απέναντι στην κυρίαρχη αστική
στρατηγική αποτελεί ένα αριστερό ριζοσπαστικό σχέδιο διεξόδου από την κρίση µε εργατική ηγεµονία και
καταναγκασµό και καταπίεση των αστικών στρωµάτων και των στρατηγικών που τα εκπροσωπούν. Ενα τέτοιο
αριστερό πρόγραµµα θα προϋπέθετε ρήξη και αποδέσµευση από τις ιµπεριαλιστικές ενώσεις όπως η Ευρωζώνη
και η Ε.Ε. που εκφράζουν συνισταµένες των συµβιβασµών, αντιθέσεων και των ιεραρχιών των ευρωπαϊκών
αστικών τάξεων. Παρά το πολύ µεγάλο θόρυβο που γίνεται για το ρόλο του «εθνικού νοµίσµατος» και το «κόµµα
της δραχµής» η αποκατάσταση εθνικής νοµισµατικής πολιτική αποτελεί ένα µόνο και όχι το βασικότερο στοιχείο
ενός τέτοιου προγράµµατος.
Τα βασικά του στοιχεία ενός τέτοιου προγράµµατος αποτελούν
    η εθνικοποίηση του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος και η λειτουργία σε µία ενιαία υπό δηµόσια
    ιδιοκτησία τράπεζα,
    η διαγραφή του δηµόσιου χρέους
    η εθνικοποίηση των µεγάλων παραγωγικών µονάδων και την λειτουργία τους υπό κρατικό σχεδιασµό,
    η κοινωνικοποίηση µικρότερων παραγωγικών µονάδων που βρίσκονται σε κρίση ή υπό καθεστώς
    εκκαθάρισης και την λειτουργίας τους από τους εργαζόµενους µε καθεστώς αυτοδιεύθυνσης,
µεγάλης περιουσίας και µεταξύ αυτής και των υψηλών καταθέσεων
   και πρωτίστως ο συλλογικός και κοινωνικός σχεδιασµός της οικονοµίας υπό τη διεύθυνση του κράτους.
Το ζήτηµα της αποκατάστασης της εθνικής νοµισµατικής πολιτικής έχει και αυτό να συµβάλλει σε ένα τέτοιο
πρόγραµµα, αµβλύνοντας τις πιέσεις που µεταφέρει στις εργαζόµενες τάξεις το κοινό νόµισµα που όταν
λειτουργεί µεταξύ κρατών και περιοχών άνισων επιπέδων παραγωγικότητας καθιστώντας την βασική
µεθοδολογία εξισορρόπησης των ελλειµµάτων ανταγωνιστικότητας την εσωτερική υποτίµηση και την µείωση
των µισθών.
Οσο βαθαίνει η κρίση στην Ευρωζώνη θα αυξάνονται οι πιθανότητες για σχίσµατα στο εσωτερικό της παρά το
γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί βασική επιλογή των κυρίαρχων τάξεων των ιµπεριαλιστικών κρατών αλλά
και γενικότερα των αστικών τάξεων. ∆εν µπορεί να αποκλειστεί ωστόσο το ενδεχόµενο διάλυσης Ευρωζώνης ή
αποχώρησης κάποιας χώρας από αυτήν στο πλαίσιο µίας εναλλακτικής αστικής στρατηγικής υπό το βάρος των
αντιθέσεων, των αντιφάσεων και των αστικών ανταγωνισµών. Είναι επίσης δεδοµένο ότι ενδεχόµενη αποχώρηση
µίας χώρας από την Ευρωζώνη καθόλου δεν θα σηµάνει το τέλος του καπιταλισµού στο δεδοµένο κοινωνικό
σχηµατισµό. Ωστόσο υπάρχει κεφαλαιώδης διαφορά ως προς το χαρακτήρα µία τέτοιας ρήξης ανάλογα µε το ταξικό
συσχετισµό δυνάµεων που την επιβάλλει αλλά και το πρόγραµµα στο πλαίσιο του οποίου εξελίσσεται δηλαδή αν
συµβαίνει υπό εργατικολαική ή υπό αστική ηγεµονία.
Είναι αλήθεια ότι ακόµα και µεγάλες ρήξεις µπορούν να οδηγήσουν στο αντίθετο τους όπως έδειξε η κατάληξη
της Οκτωβριανής Επανάστασης και των άλλων σοσιαλιστικών ή αντιιµπεριαλιστικών επαναστάσεων ή να
εξυπηρετήσουν την µακροπρόθεσµη ανανέωση και εκσυγχρονισµό των καπιταλιστικών στρατηγικών και την
σταθεροποίηση και διευρυµένη αναπαραγωγή του συστήµατος.
Οι περισσότερες από τις κοινωνικές κατακτήσεις του εργατικού κινήµατος όπως η µαζική εκπαίδευση, η µείωση
του χρόνου εργασίας, η θέσπιση της κοινωνικής ασφάλισης, η µαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά
εργασίας ήταν συµβατές και εξυπηρετούσαν την διευρυµένη αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού συστήµατος.
Απαντούσαν σε ανάγκες καλύτερης ειδίκευσης και παραγωγικοποίησης του συλλογικού εργαζόµενου, αποφυγής
της υπερβολικής και σε τελική ανάλυση αντιπαραγωγικής φθοράς της εργατικής δύναµης, αύξησης του
εργατικού δυναµικού αλλά και σε γενικότερες ανάγκες νοµιµοποίησης και πολιτικής και ιδεολογικής
σταθεροποίησης του καπιταλιστικού συστήµατος. Αντίστοιχα η εµπέδωση της αστικής κοινοβουλευτικής
δηµοκρατίας υπάκουε και στην έκβαση των ταξικών αγώνων αλλά ταυτόχρονα καθοριζόταν από τις ανάγκες
σταθεροποίησης και αύξησης της ελαστικότητας και των βαθµών ανοχής του συστήµατος για να µπορεί να
αξιοποιήσει όλους τους παραγωγικούς πόρους. Ακόµα και η ρήξη που σηµατοδότησε στην Ελλάδα η πτώση της
στρατιωτικής δικτατορίας που καθορίστηκε σε ένα µεγάλο βαθµό από την παρέµβαση του λαϊκού παράγοντα
οδήγησε σε µία µεταπολίτευση που σε τελική ανάλυση διευκόλυνε την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισµού,
την διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου σε µια σειρά περιοχές, την άσκηση ιµπεριαλιστικών λειτουργιών. ∆εν
παύει όµως η τοµή αυτή να αποτελεί ένα σηµαντικό βήµα για το λαϊκό κίνηµα, δεν παύει να αποκρυσταλλώνει
και σήµερα σαράντα χρόνια µετά ένα πολύ καλύτερο ταξικό συσχετισµό δυνάµεων σε σχέση µε το αν δεν είχε
συµβεί, ή αν είχε καθοδηγηθεί µέσα από µία διαδικασία ελεγχόµενης, στεγανοποιηµένης αυταρχικής µετάβασης
όπως αυτή που επεδίωκε το αστικό πολιτικό προσωπικό.
Η έξοδος από την Ευρωζώνη αποτελεί µία τέτοια µεταπολίτευση από τη «δικτατορία» των νεοφιλελεύθερων αγορών
που έχει λίγες πιθανότητες να πραγµατοποιηθεί σήµερα από το αστικό πολιτικό προσωπικό µπορεί και πρέπει όµως
να υλοποιηθεί στο πλαίσιο ενός νέου ταξικού συσχετισµού που να εγγράφει όψεις της εργατικολαικής ηγεµονίας.
Στη παρούσα φάση ανάπτυξης του καπιταλισµού αλλά και ένταση των αντιφάσεων του, η ρήξη µε την Ευρωζώνη
στο πλαίσιο µία αριστερής λαϊκής συµµαχίας και ενός αριστερού ριζοσπαστικού προγράµµατος όπως αυτό που
περιγράψαµε παραπάνω, δηµιουργεί µεγάλες δυνατότητες για επιτάχυνση των ρήξεων σε επαναστατική και
αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Το ίδιο το πρόγραµµα αυτό χαρακτηρίζεται από τα αντικαπιταλιστικά
χαρακτηριστικά του.
Η συγκέντρωση αριστερών και άλλων κοινωνικών δυνάµεων που υποστηρίζουν αυτό το πρόγραµµα ανεξάρτητα
αν προσδιορίζονται ως επαναστατικές και αντικαπιταλιστικές ενισχύει τη στρατηγική κατεύθυνση της
αντικαπιταλιστικής ανατροπής και εντάσσεται στη στρατηγική του ενιαίου αριστερού κοινωνικό πολιτικό
µετώπου.
Η διαχείριση της κυπριακής κρίσης από όλες τις αστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάµεις εντός και εκτός
Κύπρου και Ελλάδας είναι αρκετά αποκαλυπτική και κατά κάποιο τρόπο υποβοηθητική στο να ξεκαθαρίσουν
πολιτικές στρατηγικές αλλά και θέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής αριστεράς. Πρέπει να επιταχυνθούν οι
διαδικασίες για την ανάληψη πρωτοβουλιών και για τη σύγκλιση εκείνων των δυνάµεων που υποστηρίζουν την
αναγκαιότητα της ανάπτυξης του αριστερού κοινωνικού πολιτικού µετώπου στη βάση του εργατικού
µεταβατικού προγράµµατος εξόδου από την κρίση.
Είναι επίσης απαραίτητο αριστερές δυνάµεις που υπάρχουν εντός του ΣΥΡΙΖΑ να ξεκαθαρίσουν χωρίς
υπεκφυγές µε ποια στρατηγική και µε ποιες συµµαχίες θα αντιµετωπίσουν τα ζητήµατα της αριστερής ενότητας
γιατί όπως εξελίσσεται η πολιτική της ηγετικής οµάδας του ΣΥΡΙΖΑ είναι µακροπρόθεσµα αδύνατη η συνύπαρξη
µαζί της παρά µόνο µε όρους υποταγής σε µία αστική και επικίνδυνη πολιτική όπως την ασκεί η ηγεσία του
Συνασπισµού στην παρούσα φάση.
Αντίστοιχα θα ήταν µεγάλης σηµασίας για την υπόθεση του αριστερού µετώπου το ΚΚΕ να επανεξετάσει την
στρατηγική του και την πολιτική συµµαχιών του στη βάση της ενότητας µε άλλες δυνάµεις της αριστεράς στο
πλαίσιο του µεταβατικού προγράµµατος ρήξης και ανατροπής. Το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ορατό
στην παρούσα φάση δηµιουργεί µεγάλα προβλήµατα και εµπόδια στην ανάπτυξη ενός αποτελεσµατικού µετώπου
αντίσταση και ανατροπής της αστικής πολιτικής.

---

1 Το παρόν κείµενο αποτελεί τη βάση για την παρέµβαση της Μ. Τσίχλη (Μέλους της Πολιτικής Γραµµατείας της ΑΡΑΣ) στην εκδήλωση της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ «Κύπρος - Ελλάδα: κοινός αγώνας ενάντια σε ΕΕ και ∆ΝΤ» που έγινε στην Αθήνα στις 8
Απρίλη 2013

2 Cyprus between Germany and Russia Jacques Sapir
3 The Cyprus Eurocrisis: the Beginning of the End of the Eurozone? Nicos Trimikliniotis

4 Τεχνικά η απειλή που εκφράστηκε ήταν η αναίρεση της παροχής ρευστότητας στις κυπριακές
τράπεζες µέσω του χρηµατοδοτικού εργαλείου ELA (Emergency Liquidity Assistance) Το ELA είναι
µηχανισµός χρηµατοδότησης ο οποίος τυπικά ανήκει στη δικαιοδοσία της κεντρικής τράπεζας κάθε
χώρας της Ευρωζώνης (δηλ. η ΚΤΚ χρηµατοδοτούσε από καιρό τις τράπεζες που είχαν ανάγκη
ρευστότητας – το ίδιο συµβαίνει στην Ελλάδα σε µεγαλύτερη κλίµακα), η χρήση του µπορεί όµως να
αναιρεθεί µε απόφαση του ∆Σ της ΕΚΤ µε πλειοψηφία 2/3. Μια ακύρωση της ρευστότητας αυτής (η
οποία φυσικά παρέχεται διατραπεζικά σε ηλεκτρονική µορφή) θα σήµαινε στην πράξη ότι οι
εµπλεκόµενες κυπριακές τράπεζες, µη έχοντας ηλεκτρονικά «αποθέµατα» ρευστότητας α) δεν θα είχαν
δικαίωµα να λάβουν αντίστοιχα µετρητά σε µορφή χαρτονοµισµάτων β) ότι δεν θα µπορούσαν να
κάνουν ηλεκτρονικές διατραπεζικές συναλλαγές οι οποίες διενεργούνται µέσω του συστήµατος
TARGET2 το οποίο ελέγχει η ΕΚΤ. Είναι ενδιαφέρον ότι η ΕΚΤ αναφέρθηκε στην αναίρεση αυτή ως
απόφαση του ∆Σ µε µια «λακωνική» ανακοίνωση δύο φράσεων την 21 Μάρτη, ωστόσο αρκετές µέρες
νωρίτερα (σύµφωνα µε τη σχετική ειδησεογραφία) το είχαν δηλώσει δηµόσια παράγοντες όπως ο
Draghi (πρόεδρος ∆Σ) ή ο Asmussen (απλό µέλος ∆Σ εκ µέρους της Γερµανίας) χωρίς καµία αναφορά
σε οποιαδήποτε απόφαση του ∆Σ. Πράγµα που δίνει µια ένδειξη για το βαθµό σεβασµού των
συλλογικών διαδικασιών και το είδος των «διασφαλίσεων» που παρέχουν αυτές ακόµα και σε όργανα
όπως το ∆Σ της ΕΚΤ (στα οποία τυπικά εκπροσωπούνται όλα τα κράτη-µέλη).

5 Cyprus Draghi resorts to “monetary” blockade. Jacques Sapir
6 The Cyprus Eurocrisis: the Beginning of the End of the Eurozone? Nicos Trimikliniotis

7 Cyprus sold! Michael Roberts
8 Taxing deposits a last resort to save the banks in troubled countries ? Jésus Castillo, Alan
Lemangnen, Cédric Thellier

9 Cyprus The bail - in/out and its implications Alan Lemagnen
10 Could Germany choose to pull out of Euro. Patrick Artus

11 Lecons de la crise Chypriote Jacques Sapir
12 Chypre : bilan d’ etape Jacques Sapir
13 La Zone Euro après Chypre Jacques Sapir