Σημεία μιας σύγχρονης στρατηγικής για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ [του Τάσου Βασιλειάδη]

Σημεία μιας σύγχρονης στρατηγικής για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ

 

 

του Τάσου Βασιλειάδη

ΤΕ Αγίας Παρασκευής – Χολαργού - Παπάγου

 

Η οργάνωση του λαού αναγκαία προϋπόθεση για την ανατροπή.

 

Η οργάνωση του λαού είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Είτε σε υπάρχουσες δομές όπως πχ σωματεία, λαϊκές συνελεύσεις, φοιτητικό κίνημα είτε σε νέες όπως οργάνωση επισφαλώς εργαζομένων, μεταναστών και νεολαίας εκτός πανεπιστημίων, δικτύων αλληλεγγύης και αντιφασιστικής δράσης στις γειτονιές. Απαιτούνται ωστόσο και νέες μορφές συντονισμού όπως συντονισμοί πρωτοβάθμιων σωματείων και ομοσπονδιών, κλαδικοί συντονισμοί, τοπικοί συντονισμοί σωματείων και λαϊκών συνελεύσεων, φοιτητικών συλλόγων και μαθητικών συμβουλίων με απώτερο στόχο το «συντονισμό των συντονισμών», την ανώτερη μορφή συντονισμού του παλλαϊκού αγώνα, τη δημιουργία ενός αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου ρήξης και ανατροπής.

 

Αξίζει σε αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσουμε το εξής. Η οργάνωση του λαού αναφέρεται στο κοινωνικό επίπεδο και κανείς όταν αναφέρεται σε αυτό θα πρέπει να σέβεται τη σχετική αυτονομία του κοινωνικού κινήματος. Πάνω σε αυτή τη συλλογιστική πρέπει να αποφύγουμε δύο λάθη. Κατά πρώτον το λάθος οι σύντροφοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να θέτουμε ως προαπαιτούμενο για τη δημιουργία κοινωνικών δομών τη συνολική τοποθέτηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αντικαπιταλιστικές δομές οργάνωσης του λαού δεν αρκούν για την απάντηση. Αυτό που χρειάζεται είναι το αναγκαίο αντιμνημονιακό και αντικυβερνητικό στίγμα και περιεχόμενο αγώνα, με αιτήματα για το χρέος και την ανατροπή των μνημονίων και των πολιτικών των κυβερνήσεων και της τρόικας. Αρκεί να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις για την αναγκαία κινηματική δράση και την ανοιχτή διαπάλη των απόψεων στο εσωτερικό της κάθε δομής. Αξίζει να θυμηθούμε ότι ακόμα και οι πιο προωθημένες κοινωνικές δομές (π.χ. σοβιέτ) ούτε δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία των επαναστατικών δυνάμεων ούτε αυτές είχαν την πλειοψηφία και την ηγεμονία εντός τους από την αρχή, αλλά την κατέκτησαν με τη συστηματική και συνεπή παρέμβαση εντός τους. Κατά δεύτερον το λάθος να υποτιμούμε τη σημασία αναβάθμισης του επιπέδου συνειδητοποίησης του κινητοποιούμενου κόσμου. Μέσα στις δομές και μαζί με τον αγωνιζόμενο λαό παλεύουμε διαρκώς και χωρίς αποκοπή από για το βάθεμα του περιεχομένου σε αντιΕ.Ε. και αντιιμπεριαλιστική-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και τη ριζοσπαστικοποίηση των μορφών αγώνα, κάνοντας και αυτοτελή πολιτική προπαγάνδα και ζύμωση για αυτά.

 

 

Το πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης

 

Το προγραμματικό πλαίσιο αιτημάτων που περιγράφει μια ανταγωνιστική πορεία και στρατηγική σε σχέση με τη στρατηγική του σύγχρονου ιμπεριαλισμού είναι κρίσιμος κόμβος για να πειστούν πλατειές μάζες για την αναγκαιότητα και το εφικτό της συνολικής ρήξης με το σύστημα του χρέους και των μνημονίων. Χωρίς μια στοιχειωδώς πειστική εναλλακτική αφήγηση και προοπτική για του πού πρέπει να πάνε τα πράγματα στην ελληνική κοινωνία προς όφελος των εργαζομένων και του λαού, θα αναπαράγεται ο φόβος και η διστακτικότητα, αλλά και οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες.  

 

Ο στόχος της εξόδου από το Ευρώ, είναι προεξάρχων γιατί αποτελεί σταυρικό σημείο εφ όλης της ύλης αντιπαράθεσης με τις αστικές επιλογές, σημείο εκκίνησης μαζί με την έξοδο από την ΕΕ μιας διαδικασίας μετάβασης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Επίσης αποτελεί τον βασικό μοχλό για την εξασφάλιση συνθηκών που θα επιτρέψουν την γενναία αναδιανομή υπέρ των «από κάτω». Αντιστοίχως εξαιρετικά κομβικά είναι και τα υπόλοιπα 5 σημεία του προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έτσι οφείλουμε να τα ιεραρχούμε.

 

Σε αυτό το σημείο μπορεί να εντοπιστούν 2 κίνδυνοι. Κατά πρώτον υπάρχει ο κίνδυνος να πούμε ότι το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξαντλείται εκεί. Όμως χωρίς μια άλλη αφήγηση για τις ρήξεις και τις ανατροπές που απαιτούνται, στην παραγωγή και την κατανάλωση, στη διοίκηση και το δημόσιο, στις αξίες και την ηθική της κοινωνίας, η τομή με την ευρωζώνη και κάθε άλλη προσπάθεια που δεν προχωρά ταυτόχρονα και στα 6 σημεία βαθαίνοντας σε μικρό χρονικό διάστημα τις αναγκαίες τομές που πρέπει να γίνουν θα παραμένει ένα μετέωρο βήμα. Προτείνεται συνολικά ένας άλλος δρόμος για την κοινωνία με εκτεταμένες εθνικοποιήσεις, διεύρυνση του δημοσίου, αναδιανομή υπέρ των αδυνάτων και αύξηση της δημόσιας δαπάνης για να καταπολεμηθεί η ανεργία και να μη διαλυθεί η υγεία και η Παιδεία. Με ανάληψη των επιχειρήσεων που είναι κλειστές από τους ίδιους τους εργαζομένους. Με εναλλακτικά δίκτυα διανομής και ένα πραγματικό συνεταιριστικό κίνημα «χωρίς μεσάζοντες» στην κατεύθυνση της διατροφικής επάρκειας. Με αλλαγή του τρόπου διάθεσης και κατανάλωσης των καυσίμων προς όφελος των δημόσιων μαζικών μέσων μεταφοράς για να μην αιμορραγούμε στις εισαγωγές. Με δημόσια έρευνα, παραγωγή γνώσης και καινοτομίας. Με πλήρες δημόσιο σύστημα υγείας, που να στηρίζεται στην πρόληψη και τη βελτίωση των όρων διαβίωσης και όχι στην εκ των υστέρων «επισκευή». Με ρήξη με τη λογική της αγοράς. Με σοσιαλιστική προοπτική. Συνολικά ένα νέο αναπτυξιακό, καταναλωτικό, παραγωγικό πρότυπο, με αφετηρία την επινοητικότητα και την πρωτοβουλία των ίδιων των μαχόμενων δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού. Έτσι νομίζω ότι κριτικές που ενδημούν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ λέγοντας, ότι αυτά λέγονται στο όνομα ενός Ριζοσπαστικού Μεταρρυθμισμού αποτελούν απλά παραβίαση ανοιχτών θυρών.

 

Κατά δεύτερον υπάρχει ο κίνδυνος να κάνουμε μια άλλη λανθασμένη επιλογή για το πώς αντιλαμβανόμαστε την διαδικασία ενίσχυσης και αναβάθμισης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος αναδεικνύοντας πλάι στα 6 σημεία επιπλέον στόχους και αιτήματα που είτε παραπέμπουν (α) σε συνθήκες ενός ισχυρού και ανασυγκροτημένου κινήματος που θα ζητά από αστικές κυβερνήσεις κομμάτια ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου πχ αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις στα επίπεδα του 2008 (αυτό άλλωστε αντίκειται με τον διλημματικό χαρακτήρα του διακυβέβματος που έχει θέσει η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την περίοδο) (β) σε επαναστατικές συνθήκες όπου θεωρείται δεδομένη η εξασφάλιση της πολιτικής εξουσίας. Το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να είναι ταυτόχρονα μεταβατικό και αντικαπιταλιστικό ακριβώς για να επαναφέρει στον σημερινό πολιτικό ορίζοντα τον στόχο της ανατροπής της συνθήκης εκμετάλλευσης και καπιταλιστικής ηγεμονίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Και πρέπει να είναι τέτοιο πρόγραμμα σαν και αυτό που θα υλοποιούσε μια αριστερή κυβέρνηση την οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε στην Α’ συνδιάσκεψη θα στήριζε.  Εδώ όμως οφείλουμε να δούμε που βρισκόμαστε σήμερα. Χωρίς να υποτιμώ την συζήτηση πάνω σε θέματα στρατηγικής που αφορούν τον χαρακτήρα της σοσιαλιστικής επανάστασης θαρρώ πως σήμερα θέλοντας ή μη, βρισκόμενοι στην αρχή μιας πορείας που ακόμα διερευνούμε τους όρους μετατροπής μιας πολιτικής κρίσης σε συνθήκες ηγεμονικής κρίσης,  πέφτει μεγαλύτερο βάρος στην ανάγκη εμβάθυνσης, εξειδίκευσης και έμφασης  στο μεταβατικό χαρακτήρα και στις θέσεις εκείνες που εν δυνάμει δίνουν την αναγκαία εκείνη αυτοπεποίθηση στις μάζες ότι όντως «Υπάρχει κι άλλος δρόμος».

 

Κατά συνέπεια σήμερα είναι περισσότερο από αναγκαίο να πάρουμε πρωτοβουλίες και να εμπλακούμε με κάθε τρόπο και σε όλο το εύρος του μετώπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (μέσα στις κλαδικές, μέσα στα σχήματα που παρεμβαίνουμε, μέσα στις γειτονιές, μέσα σε κύκλους διανοούμενων) σε διαδικασίες συζήτησης και εμβάθυνσης του προγράμματος σε όλα τα επίπεδα. Να πάρουμε πράγματα από εκεί και να δώσουμε σχήμα σε πιο αντιφατικές διαδικασίες και μετωπικές μορφές ενότητας που θα κάνουν την απόπειρα εκπόνησης προγραμματικών θέσεων μαζί με όσους συμμερίζονται τις βασικές κατευθύνσεις του προγράμματός μας. Θέσεων μεταβατικών και συνάμα με έντονο στρατηγικό χνάρι. Θέσεων σωτήριων για την κατάσταση που έχει περιέλθει ο λαός αλλά και σε σύγκρουση με όποιες αυταπάτες γεννούνται ότι ένας άλλος δρόμος θα είναι μια επανάληψη του ότι ζήσαμε και όπως το ζήσαμε μέχρι το 2008. Χρειαζόμαστε απόπειρες βαθέματος του προγράμματος μέσα στη παλαίστρα των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων του σήμερα, μέσα στη κοινωνία και τις αντιθέσεις της, με τα σημερινά ερωτήματα που θέτει ο εγχώριος ταξικός και διεθνής συσχετισμός δυνάμεων. Αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος μέσα από τον οποίο δύναται να συγκροτηθεί σε πολιτική και όχι ιδεολογική βάση, πραγματικά και όχι εγκεφαλικά το πιο πρωτοπόρο, το πιο επαναστατικό, το πιο ανατρεπτικό και μάχιμα αντικαπιταλιστικό δυναμικό της εποχής μας και μόνο τότε θα είναι και αυτό ικανό (με την έννοια της συσσώρευσης όρων) να παίξει τον όποιο ιστορικό του ρόλο.

 

 

Για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική

 

Κατά τη γνώμη μου η επεξεργασία αυτή προϋποθέτει το άνοιγμα της συζήτησης γύρω από τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και τακτική, την άρση των δογματικών βεβαιοτήτων και τη συζήτηση γύρω από το εύρος των ενδεχομένων που μπορεί να έχει μια μεταβατική πορεία (εξεγέρσεις, κυβερνητικές στιγμές και μορφές δυαδικής εξουσίας, σύγχρονη μορφή επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας). Χρειαζόμαστε μια πρωτότυπη επαναστατική στρατηγική που να λαμβάνει υπόψη της την επέκταση, το βάθος και την περιπλοκότητα των σύγχρονων ηγεμονικών μηχανισμών και κατά συνέπεια να μπορεί να στοχαστεί ένα σύγχρονο «πόλεμο θέσεων» για τη διαμόρφωση της σύγχρονης εργατικής ηγεμονίας. «Πόλεμος θέσεων» σήμερα δεν σημαίνει ούτε αποφυγή της ιστορικής επιτάχυνσης και των εξεγερσιακών καταστάσεων, ούτε εγκλωβισμό σε μια αργή διαδικασία προοδευτικού μετασχηματισμού των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών. Σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μιλάμε για τη φαντασίωση μιας «στιγμιαίας» επαναστατικής εξέγερσης που θα επιβάλει την εργατική εξουσία, αλλά για μια πολύ πιο σύνθετη, αντιφατική και διακυβευόμενη ιστορική πορεία που, υπό την προϋπόθεση του μετασχηματισμού της πολιτικής κρίσης σε ηγεμονική κρίση, θα μπορεί να συνδυάσει την κοινοβουλευτική διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας, με το ανέβασμα των λαϊκών αγώνων, και την εκκίνηση μιας περιόδου κοινωνικού πειραματισμού και μετασχηματισμού και των οικονομικών και των πολιτικών μορφών, σε μια περίοδο συνεχών ρήξεων, πολιτικοποίησης της κοινωνίας και ενίσχυσης των τάσεων σοσιαλιστικού μετασχηματισμού απέναντι στις διαρκώς αναδυόμενες τάσεις επιστροφής στην καπιταλιστική «δύναμη της συνήθειας». Γνώμη μου είναι ότι μια φοβική στάση που αναπτύσσεται σήμερα και στο πυρήνα της εκφράζει την ανησυχία μην τυχόν στη προσπάθεια να μιλήσουμε για την πορεία ενός κοινωνικού μετασχηματισμού και όχι για τη στιγμή μιας επαναστατικής ρήξης υποτιμηθεί η αυτοτελής προώθηση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, δεν μπορεί να αποτελεί στόχο και οδηγό για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τέτοιοι είδους εγκεφαλικές ατραποί, με τις οποίες οι αντικαπιταλιστές εκπονούν αντικαπιταλιστικά προγράμματα για τους εαυτούς τους και για ένα απώτερο μέλλον στο οποίο μια σειρά αντιθέσεις θα έχουν (ως δια μαγείας) εξαφανιστεί χωρίς αυτά να συνδέονται με τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του σήμερα, είναι συνταγή πολιτικής παράλυσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι αναζοωγόνησής της με βαθύτερο περιεχόμενο. Ο στόχος της αντικαπιταλιστικής επανάστασης έτσι μετατρέπεται σε ένα εντελώς αδειανό πουκάμισο – απλά για να συζητάμε.

 

 

Ρήξη με τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό.

 

Σωστά αναφέρει η θέση 1 της εισήγησης για τη Β’ Συνδιάσκεψη τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της κρίσης. Όμως αποτελεί μεγάλη λαθροχειρία το να αφήσουμε στην άκρη τη συνθετότητα του σύγχρονου καπιταλισμού, το πως δομούνται οι τάξεις και οι εθνικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, το πως αλληλεπιδρούν οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, να κάνουμε ένα σωρό άλματα στη συλλογιστική μας και να πούμε ότι αφού είναι καπιταλιστικός ο χαρακτήρας της κρίσης, αποκλειστικά αντικαπιταλιστικά πρέπει να είναι τα αιτήματα, το μέτωπο, το πρόγραμμα και μια μονοσήμαντη εργατική ηγεμονία. Για αυτό και κατά τη γνώμη μου είναι λάθος το να στερούμε από το πρόγραμμα τα αντιιμπεριαλιστικά του αιτήματα και κατευθύνσεις και να σκεπτόμαστε με όρους ότι στις κοινωνίες αναμετρώνται μονάχα 2 τάξεις με ξεκάθαρο τρόπο σε ένα διεθνές συνεχές χωρίς ανταγωνισμούς. Αυτό από την άλλη πλευρά δεν σημαίνει την υιοθέτηση της λογικής των σταδίων και ενός αντιμονοπωλιακού πολιτικού λόγου που στη βάση του έχει μια λανθασμένη εκτίμηση για την θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Απέναντι στη τοποθέτηση ρευμάτων που υπερτονίζουν την ισχύ του ελληνικού καπιταλισμού (σε μία συγκυρία μάλιστα που αυτός υποβαθμίζεται εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας) και που ενδημούν και μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και από την άλλη πλευρά, τις τοποθετήσεις περί εξαρτημένης Ελλάδας είναι αναγκαία σήμερα μία πιο διαλεκτική τοποθέτηση για μία Ελλάδα που βρίσκεται σε ενδιάμεση θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, έχοντας έναν αναπτυγμένο καπιταλισμό που όμως βρίσκεται σε τροχιά υποβάθμισης εντός της κρίσης και της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η σωστή θέση θα ήταν περί μιας ετεροβαρούς αλληλεξάρτησης της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

 

Σε αυτό το πλαίσιο σήμερα το αίτημα για η εθνική ανεξαρτησία καθίσταται ζήτημα κλειδί.  Όπως συμβαίνει με όλες τις εν δυνάμει επαναστατικές συγκυρίες, η διαλεκτική εθνικού και διεθνικού αποκτά ξεχωριστή επικαιρότητα. Σήμερα η Ελλάδα υποβαθμίζεται στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, βρίσκεται μέσα σε ένα κουβάρι ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, εσωτερικεύει πιέσεις και αντιφάσεις. Είναι πιθανό να έχουμε εντάσεις ακόμη και αμφισβητήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων. Το ξέρουμε ότι σήμερα δεν υπάρχουν εναλλακτικά κέντρα μέσα στο διεθνές σύστημα που να συνιστούν υλικές μορφές συμμαχίας. Ο δρόμος δεν μπορεί παρά να είναι δρόμος κατά το δυνατόν αυτάρκειας, «στηρίγματος στις δικές μας δυνάμεις», ανασημασιοδότησης της εθνικής ανεξαρτησίας ως στρατηγικής αντίστασης και επιβίωσης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας ως ταξική στρατηγική των λαϊκών τάξεων, του νέου «ιστορικού μπλοκ» που οικοδομούν το δικό τους «άλλο δρόμο», εάν δεν θέλουμε να κερδίζουν χώρο πατριδοκάπηλες φωνές. Συμμάχους θα έχουμε κινήματα και λαούς αλλά αυτό θα είναι η δύναμή μας αντί να παραμένουμε εγκλωβισμένοι στις δεσμεύσεις της ανύπαρκτης «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης».  Η νικηφόρα ρήξη, αυτός θα είναι ο δικός μας διεθνισμός.

 

 

Το ερώτημα της εξουσίας.

 

Η ανατροπή περνάει μέσα από τη διεκδίκηση της κυβερνητικής και της πολιτικής εξουσίας. Τώρα και όχι σε ένα μακρινό μέλλον. Η λογική που λέει ότι η Αριστερά είναι «αντιπολίτευση» και εκβιάζει αστικές κυβερνήσεις, ανήκει στην προηγούμενη φάση της ταξικής πάλης στον τόπο μας. Χρειαζόμαστε και την κυβερνητική εξουσία που να εκπροσωπεί ένα αριστερό πρόγραμμα σε συνδυασμό με τις όποιες κοινωνικές δυναμικές. Επομένως, αντί να ξορκίζουμε την «αριστερή κυβέρνηση» είναι πολύ προτιμότερο να στρωθούμε και να πούμε τι περιλαμβάνει. Να μιλήσουμε πέραν του προγράμματος για τις μορφές λαϊκής αντιεξουσίας, αυτοοργάνωσης, αυτοδιαχείρισης που πρέπει να ξεδιπλωθούν, για τις σύγχρονες μορφές «δυαδικής εξουσίας» για τις αναγκαίες τομές με την ισχύουσα «νομιμότητα» της ιερότητας της ιδιοκτησίας και του «διευθυντικού δικαιώματος» και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Χωρίς ένα ισχυρό κίνημα που να μπορεί να υποστηρίζει τα κατειλημμένα εργοστάσια και τα δίκτυα αλληλεγγύης και αυτοδιαχείρισης, που να κάνει πράξη μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου στο τραπεζικό σύστημα, που να απαντά άμεσα και αποφασιστικά σε κάθε λογής κερδοσκοπίες και που να κάνει συλλογική μάχη την εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα και τη νέα οικονομική πολιτική, που να αντιπαλεύει τα κάθε λογής πραξικοπήματα και σαμποτάζ ακόμη και μια κυβέρνηση με σωστό πρόγραμμα θα είναι διαρκώς ευάλωτη.  Αυτό θα απαιτήσει και μεγάλες θεσμικές τομές που θα βάζουν περιορισμούς στο δικαίωμα στη μεγάλη ιδιοκτησία, θα αμφισβητούν το διευθυντικό δικαίωμα, θα κατοχυρώνουν μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, επομένως μια διαδικασία όχι απλώς «νομοθέτησης» αλλά μια «συντακτική διαδικασία» με πρωτοβουλία των ίδιων των λαϊκών μαζών, ακριβώς για να σηματοδοτείται η ρήξη και η τομή και στην ίδια την υλικότητα των κρατικών μηχανισμών, σε μια κατεύθυνση μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων.

 

 

Το Αριστερό Ριζοσπαστικό Μέτωπο

 

Προκύπτει το ερώτημα ποιος θα εφαρμόσει όλα αυτά; Αρκεί η οργάνωση του λαού σε επίπεδο κοινωνίας; Όχι μόνο. Επιπλέον όλες οι μάχες που δόθηκαν τη τελευταία περίοδο δείχνουν ότι δεν αρκεί απλώς η προσπάθεια «εκπροσώπησης» των όποιων αναδυόμενων κοινωνικών δυναμικών στο πολιτικό επίπεδο με όρους αθροίσματος. Η οργάνωση του λαού πρέπει να αποκτήσει πολιτική προοπτική και φορέα που θα εκφράσει πολιτικά την ανάγκη ρήξης και ανατροπής της μνημονιακής πορείας και της διαρκούς λιτότητας και οικοδόμησης μιας εναλλακτικής ριζοσπαστικής κοινωνικής πορείας υπό την ηγεμονία των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. Εξετάζοντας αυτό τον στόχο βλέπει κανείς ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιος μετασχηματισμός όσο στην πραγματικότητας οι μορφές σκέψεις, η κουλτούρα συζήτησης και πρακτικής, το στελεχιακό δυναμικό – σε όλες τις εκφάνσεις της σημερινής «υπαρκτής Αριστεράς» ανακυκλώνει όλες τις αντιφάσεις της Αριστεράς της ήττας και του στριμώγματος στη γωνία. Άρα χρειαζόμαστε μια νέα διαλεκτική που να συνταιριάζει ισότιμα και αναγκαστικά αντιφατικά την ιστορικότητα, το βάθος και την επικαιρότητα της αντικαπιταλιστικής και σε τελική ανάλυση κομμουνιστικής αναφοράς με όλο τον πλούτο των εμπειριών, των πρακτικών, των μορφών οργάνωσης, των πειραμάτων (αυτοδιαχείρισης, δημοκρατίας, αλληλεγγύης) που έφερε το κίνημα. Χρειαζόμαστε ένα μέτωπο ικανό να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία και ταυτόχρονα να οικοδομήσει τους θεσμούς «αντι-εξουσίας», ξεκινώντας από την οικοδόμηση της «παράλληλης κοινωνίας» του αγώνα, της αλληλεγγύης, της αυτοοργάνωσης. Χρειάζονται τομές, ρήξεις, μετατοπίσεις, συνολικά η διαλεκτική της ηγεμονίας. Σήμερα αυτός ο άλλος δρόμος για την Αριστερά και ένα νικηφόρο μέτωπο ανατροπής πρέπει να πάρει υλική μορφή και δυναμική αναγκαστικά σε ρήξη με τις ηγετικές γραμμές σε ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, αλλά σε ανοιχτή επικοινωνία με τις αναζητήσεις στο εσωτερικό τους. Αυτό το πολιτικό μέτωπο πρέπει να έχει κορμό τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς που ενστερνίζονται το μεταβατικό πρόγραμμα. Έτσι το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο δεν είναι μορφή «ενότητας της αριστεράς» ή παναριστεράς χωρίς περιεχόμενο.

 

Τοποθετήσεις που ενδημούν εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξηγούν ότι σήμερα δεν υπάρχουν όροι σύγκλισης με άλλες δυνάμεις της αριστεράς γύρω από αυτό το προγραμματικό πλαίσιο, συνεπώς η τοποθέτηση περί αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου αποπροσανατολίζει από την ανάγκη ενίσχυσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την αλλαγή των συσχετισμών στην αριστερά και αναπαράγει το «συνεχές» με το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η τοποθέτηση αναλύει στατικά την κατάσταση στην αριστερά υποτιμώντας, αφενός, το βάθος της κρίσης και την ταχύτητα με την οποία θα αλλάζουν οι καμπές και τα διακυβεύματα, αφετέρου τη διαρκή διεύρυνση ενός δυναμικού από όλους τους χώρους της αριστεράς που συζητά στη βάση μέρους ή όλου του μεταβατικού προγράμματος που έχει προταθεί και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτές οι δυνάμεις ούτε ταυτίζονται συνολικά και φυσιογνωμικά με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ούτε σκοπεύουν να ενταχθούν σε αυτή, συνεπώς υπάρχει ανάγκη λήψης πρωτοβουλιών για τη μετωπική συσπείρωσή τους. Το απλό αυτοαναφορικό κάλεσμα ένταξης στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποτελεί πολιτική πρόταση ενός χώρου που φιλοδοξεί να κινηθεί δυνάμει ηγεμονικά προς αυτό το δυναμικό, πόσο μάλλον να αποσπάσει δυνάμεις και από τα ρεφορμιστικά σχέδια στο εσωτερικό της αριστεράς. Και ακριβώς για αυτό δεν θα καταφέρει να ενισχύσει και την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά αντιθέτως θα την ξαναγυρνά στο περιθώριο ενός χώρου που εκφωνεί μόνο ιδεολογικό και ταυτοτικό λόγο και έχει κινηματικές πρακτικές, σε ένα χώρο που αδυνατεί ουσιωδώς δηλαδή να κάνει πολιτική με μαζικούς όρους.

 

 

Η συσπείρωση των αντιΕΕ δυνάμεων ως πρώτο αναγκαίο βήμα για το Αριστερό Ριζοσπαστικό Μέτωπο

 

Η συσπείρωση των αντιΕΕ δυνάμεων που αναφέρονται στο μεταβατικό πρόγραμμα αποτελεί κόμβο στη βραχυπρόθεσμη συγκυρία για τη δημιουργία του αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου. Δυνάμεις όπως το ΜΑΑ και η Κ.Ο. Ανασύνταξη, όπως οι αποχωρήσαντες από την αριστερά του ΕΠΑΜ, ο κύκλος του Εργ. Αγώνα που προέρχεται από το ΚΚΕ, άλλοι αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ, διάφοροι κύκλοι των ανένταχτων (Αριστερό Βήμα, τοπικές επαρχιακές συσπειρώσεις κ.ά.). Η πρόταση που πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αποτείνει για τη συνάντηση, ισότιμα, ανοιχτόκαρδα, συντροφικά και μαχητικά, των δυνάμεων, των συλλογικοτήτων, των αγωνιστών που θέλουν πρόγραμμα ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού σε ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ και διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας με όρους μετασχηματισμού και ανατροπής, είναι παραπάνω από ώριμη. Ένας τέτοιος «τρίτος πόλος» μέσα στην Αριστερά μπορεί άμεσα να εκπροσωπήσει αναζητήσεις και αγωνίες πολλών αγωνιστών, να έχει στραμμένα βλέμματα και αυτιά προς το μέρος του πολλών ανθρώπων που σε αυτή τη φάση επιμένουν στο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ, να μετατοπίζει τη συζήτηση μέσα στην κοινωνία, ιδίως από τη στιγμή που η ανάγκη ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ κερδίσει σε απήχηση.  Η υπεκφυγή με αναφορά μόνο στο επίπεδο της κοινής δράσης ή και της θεματικής αντιΕΕ δράσης εγκλωβίζει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μία αυτοαναφορική και ταυτοτική - ιδεολογική αντίληψη για την πολιτική, χωρίς συναίσθηση των αποσυσπειρωτικών αποτελεσμάτων που θα έχει η συνέχιση της αδράνειας και της αδυναμίας λήψης πολιτικών πρωτοβουλιών. Πόσο μάλλον όταν η συνεργασία αυτή ήδη προεπικυρώνεται από δυναμικό της αριστεράς και της κοινωνίας που παρατηρεί την επιτυχημένη διεξαγωγή εκδηλώσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τον Αλ. Αλαβάνο ή άλλα μέλη του ΜΑΑ.  Και σε αυτό το σημείο οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η αναφορά σε δυνάμεις όπως το ΕΕΚ και η ΟΚΔΕ ως «αντικαπιταλιστικό αντίβαρο» σε δυνάμεις όχι επαρκώς «αντικαπιταλιστικές» είναι δείκτης μιας ταυτοτικής - ιδεολογικής αντίληψης για τη μετωπική πολιτική συμμαχιών.