• Σάβ, 28/04/2012 - 09:25
Ψηφοδέλτια σταύρωνα [του Λευτέρη Παπαθανάση]

Κάθε προεκλογικό άρθρο, που υπογράφεται από αριστερό, και που “σέβεται τον εαυτό του”, αρχίζει με το τσιτάτο “αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο θα ήταν παράνομες” και συνήθως καταλήγει σε μια αποθέωση των εκλογών και σε κάποιες περιπτώσεις και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Εγώ πάλι πιστεύω ότι οι εκλογές είναι μια πολιτική μάχη, και με την έννοια αυτή οποιοσδήποτε φορέας επιθυμεί να εμπλέκεται στον πολιτικό αγώνα οφείλει να παρεμβαίνει στη διαδικασία αυτή. Επισημαίνω ότι όταν λέω “να παρεμβαίνει”, δεν εννοώ μόνο το να θέτει υποψηφιότητα. Υπάρχουν ομάδες συντρόφων αναρχικών που παρεμβαίνουν στις εκλογές για να κάνουν “αντιεκλογική καμπάνια”, πράγμα που δεν είναι καθόλου αντιφατικό. Η προεκλογική περίοδος συνοδεύεται πάντα από μια ένταση του πολιτικού ενδιαφέροντος των μαζών, οι πολιτικές συζητήσεις φουντώνουν και νομίζω ότι είναι τουλάχιστον επιπόλαιο να αφήνουμε την ευκαιρία αυτή να πηγαίνει χαμένη.

Οι εκλογές όμως είναι μια ειδική περίπτωση πολιτικής μάχης για τα δεδομένα των Κομμουνιστών. Σε αντίθεση με τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα που γεννιούνται κάθε φορά που οι μάζες έρχονται στο προσκήνιο, οι εκλογές κινητοποιούν μεν τις μάζες, αλλά με τους όρους των αφεντικών. Ας δούμε μια αναλογία: Θα ήταν πραγματικά συναρπαστικό το να επιχειρήσει κανείς μια περιήγηση στην αφρικανική ζούγκλα ακόμη και με τον κίνδυνο να φαγωθεί από ένα πανέμορφο λιοντάρι, όμως είναι τελείως διαφορετικό πράγμα το να παρακολουθώ από τον καναπέ μου ένα ντοκυμανταίρ του National Geographic ή να βλέπω τον εξευτελισμό ενός τέτοιου υπέροχου πλάσματος στα χέρια ενός θηριοδαμαστή (by the way, υπενθυμίζω ότι μποϋκοτάρουμε τα τσίρκο με ζώα, μην ξεχνιόμαστε).

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι στις εκλογές αποτυπώνονται οι ταξικοί συσχετισμοί ή το επίπεδο της ταξικής συνειδητοποίησης. Η άποψη αυτή είναι λαθεμένη. Ακριβώς με τη λογική που χρησιμοποίησα παραπάνω, ισχυρίζομαι ότι το επίπεδο της ταξικής συνειδητοποίησης εκφράζεται στο εκλογικό αποτέλεσμα μέσα από πολλές στρεβλώσεις και παραμορφωτικούς φακούς. Ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που στις εκλογές θα συμμετείχαν μόνο δύο κόμματα, το κόμμα των εργαζομένων και το κόμμα των αφεντικών, το εκλογικό αποτέλεσμα θα εξέφραζε τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης κουτσουρεμένα και στρεβλά. Γιατί συμβαίνει αυτό? Ακριβώς επειδή, παρά τα όσα διαβεβαιώνει ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός, στην κοινωνία μας οι τάξεις δεν υπάρχουν έτσι απλά και ουδέτερα. Υπάρχουν κυρίαρχες τάξεις και τάξεις υποτελείς. Στις “ομαλές” περιόδους όλα κυλούν με τους όρους των κυρίαρχων και οι υποτελείς (δεν θα το αναλύσω ιδιαίτερα αυτό), εργάζονται, μορφώνονται, φροντίζουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, δημιουργούν, κάτω απ’αυτούς ακριβώς τους όρους, με αναπόφευκτη συνέπεια την προσαρμογή στη νοοτροπία αυτού του συστήματος και -στις περισσότερες περιπτώσεις- την υιοθέτηση των ιδεών των κυρίαρχων. Οι σπάνιες στιγμές που οι υποτελείς τάξεις εκφράζουν με κάπως πιο συγκεκριμένο τρόπο τα συμφέροντά τους είναι εκείνες του μαζικού αγώνα, και οι ακόμη πιο σπάνιες που διεκδικούν την συνολική έκφραση του ιστορικού τους ρόλου είναι οι κοινωνικές επαναστάσεις. Όπως και να έχει, οι καταπιεσμένοι αρχίζουν να αποκτούν μια αίσθηση των πραγματικών συμφερόντων τους μόνο στο βαθμό που αγωνίζονται, που λειτουργούν συλλογικά, που η αλληλεγγύη και ο αλτρουισμός μετατρέπονται από μεταφυσικές φούσκες σε καθημερινή πραγματικότητα. Η διαφορά λοιπόν είναι ότι ενώ η τάξη των καπιταλιστών είναι συγκροτημένη σαν τάξη 24 ώρες τη μέρα, 7 μέρες την εβδομάδα, η τάξη των εργαζομένων γίνεται πραγματική τάξη (με τα όλα της, πώς αλλιώς να το πω) μόνο μέσα στη φωτιά του ταξικού αγώνα.

Με τη λήξη του αγώνα, με την επιστροφή στην “ομαλότητα”, η συνείδηση τείνει να ξαναβυθιστεί στο βούρκο της καθημερινότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κοινωνικοί αγώνες δεν αφήνουν τα σημάδια τους στη συνείδηση των ανθρώπων. Ίσα-ίσα, κάθε αγώνας δημιουργεί νέες πρωτοπορίες, ομάδες ανθρώπων που ξεκόβουν σε μεγάλο βαθμό από την ιδεολογία των αφεντικών τους (η οργάνωση των Κομμουνιστών οφείλει να αγκαλιάζει και να αναζωογονείται από τις πρωτοπορίες αυτές). Όμως, το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων ξαναγυρνάει στο καθεστώς αναλέητης κυριαρχίας των ιδεών των αφεντικών τους.

Οι εκλογές λοιπόν, όσο κι αν αναγκαστικά φέρνουν στο προσκήνιο τις μάζες, το κάνουν με τους όρους των αφεντικών. Διεξάγονται σε συνθήκες “ομαλότητας”και όσο πιο μακριά γίνεται από το θόρυβο των κοινωνικών μαχών. Ο εργαζόμενος, ο αγωνιστής μια περίοδο πριν, μετατρέπεται σε ψηφοφόρο, σε ένα εξατομικευμένο τίποτα που καταντά να αποφασίζει και να διαπραγματεύεται την ψήφο του ακόμη και με τα πιο ελεεινά ατομικά κριτήρια. Ακόμη και η ίδια η στιγμή της ψηφοφορίας, ο εγκλεισμός στο παραβάν μετά την κατάθεση της αστυνομικής ταυτότητας, είναι σκηνοθετημένη ώστε να αποθεώνει το άτομο, να μην αφήνει καμία χαραμάδα στη σκέψη ότι ανήκουμε σε μια συλλογικότητα που το συνολικό της συμφέρον υπερβαίνει το ατομικό μας.

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, μια εκλογική καμπάνια των Κομμουνιστών θα πρέπει να στοχεύει στη συνεχή υπενθύμιση των συλλογικών στόχων και αγώνων, στην υπενθύμιση των “καλύτερων στιγμών” των ίδιων των υποτελών, και όχι να ανάγει την οργάνωση των Κομμουνιστών στο επίπεδο των αστικών κομμάτων, στο επίπεδο μιας ακόμη κυβερνητικής επιλογής.

Με κάποιο συναρπαστικό τρόπο όμως (συναρπαστικό από την άποψη του επιστημονικού ενδιαφέροντος, απογοητευτικό κατά τα άλλα), φαίνεται ότι αρκετοί από τους ανθρώπους με τους οποίους βρεθήκαμε στο δρόμο δυο χρόνια τώρα, ξαφνικά θεωρούν όλο και πιο ρεαλιστική την πρόταση κάποιας “κυβέρνησης της Αριστεράς”. Έχω την άποψη (προφανώς είναι προσωπική μου άποψη, δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε) ότι όταν αυτό εκφράζεται από έντιμους ανθρώπους, έχει να κάνει με αυτό που σχολίαζα πριν: είτε με την υποχώρηση των αγώνων είτε με τη μειωμένη εμπιστοσύνη ότι το κίνημα των καταπιεσμένων τάξεων είναι πράγματι σε θέση να πάρει την ζωή στα χέρια του. Πες με δογματικό, όμως για μένα αυτό χτυπάει ένα αξιακό συναγερμό: Δεν επιθυμώ να εξουσιάσω κανένα, να κυβερνήσω κανένα, να “σώσω” κανένα όπως επίσης δεν επιθυμώ να δώσω σε κανένα την εξουσιοδότηση να με εξουσιάσει/κυβερνήσει/σώσει. Με μεγάλη απορία ακούω αρκετούς συναγωνιστές να διατυπώνουν την παρακάτω σκέψη: “ο κόσμος έδωσε μάχη δυο χρόνια τώρα ενάντια στις κυβερνήσεις των τραπεζών και έδειξε τη δύναμή του. Δεν μπορεί να πάει παρακάτω. Αυτή τη δύναμη μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε για να στήσουμε μια “φιλική κυβέρνηση” η οποία θα τον απαλλάξει από τα μνημόνια και την πολιτική των αφεντικών”. Η συλλογιστική αυτή συνήθως συνοδεύεται από βαριές κατηγορίες για όποιον αριστερό δεν θέλει να συμμετάσχει στο σχέδιο αυτό: “έχουμε την ευκαιρία να σώσουμε τον κόσμο από τη φτώχεια κι εσείς δεν βοηθάτε”, μας λένε οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.

Θεωρώ τις απόψεις αυτές εξόχως πατερναλιστικές, ευθεία εισβολή της αστικής ιδεολογίας στο σώμα της Αριστεράς. Συμπάθα με για την “ξύλινη” γλώσσα, αλλά έτσι πάει. Η οργάνωση των Κομμουνιστών οφείλει να είναι ένα εργαλείο στην υπηρεσία του αγώνα των καταπιεζόμενων. Οι Κομμουνιστές δεν επιδιώκουν να κυβερνήσουν τους καταπιεσμένους, ούτε καν με την ρομαντική σκέψη να τους “σώσουν”. Θα πρόσεξες φαντάζομαι ότι μιλάω για τους Κομμουνιστές και όχι γενικά για κάποια Αριστερά. Ξεκαθαρίζω λοιπόν: δεν με ενδιαφέρει αν ο Τσίπρας θέλει να γίνει πρωθυπουργός ή αν η Αλέκα θέλει να γίνει “πρόεδρος του ανώτατου σοβιέτ”. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι οι επιδιώξεις αυτές να μην βρίσκουν ανταπόκριση από κείνους που παλεύουν για την Ελευθερία. Η άποψή μου αυτή είναι τόσο κομβική για την πολιτική μου συγκρότηση που δεν διατίθεμαι να την αποκηρύξω ή να την αναστείλω μπροστά σε αφελείς επικλήσεις μιας κατάστασης “έκτακτης ανάγκης”. Η Ελευθερία έχει πολλές υπέροχες ιδιότητες. Μια από αυτές είναι ότι δεν χαρίζεται. Δεν μπορεί κανένας να απελευθερώσει κανέναν. Η Ελευθερία κατακτιέται. Με την έννοια αυτή, όσο κανείς γοητεύεται από την πιθανότητα να κυβερνήσει, τόσο πιο άχρηστος γίνεται στον αγώνα για την Ελευθερία.

Όμως κάποιοι καλοί σύντροφοι αντιπαρέρχονται αυτό το αξιακό επιχείρημα. Λένε: “φυσικά δεν βλέπουμε την κυβέρνηση σαν βήμα για την Κομμουνιστική κοινωνία, θέλουμε όμως να κυβερνήσουμε για να ακυρώσουμε τα Μνημόνια”. Συγγνώμη, αλλά τούτη η άποψη είναι ακόμη πιο προβληματική. Τα Μνημόνια δεν είναι κάποια δυσμενή ή κακογραμμένα συμβόλαια ούτε είναι συνθήκες υπαγορευμένες μόνο “απ’έξω” όπως αφελώς ισχυρίζεται η πλειοψηφία της ελληνικής Αριστεράς. Η ακύρωσή τους λοιπόν δεν είναι ένα διοικητικό, ένα νομοθετικό θέμα. Τα Μνημόνια είναι ο τρόπος με τον οποίο η άρχουσα τάξη επιχειρεί να ξεπεράσει την κρίση της σε βάρων των υποτελών τάξεων καταστρέφοντας (με το γνωστό για τον καπιταλισμό τρόπο) και δημιουργώντας έτσι εκ νέου παρθένο έδαφος όπου ελπίζει να ξαναρχίσει έναν ανοδικό κύκλο. Δεν έχουμε να κάνουμε λοιπόν με την α ή β ατυχή επιλογή μιας προηγούμενης κακής κυβέρνησης, που περιμένει τη διόρθωση από μια “κυβέρνηση της Αριστεράς”. Ένα μέρος της Αριστεράς (κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔΗΜΑΡ) λάνσαρε τον όρο “αντιμνημονιακός”, που η μόνη του συνεισφορά στην ταξική πάλη είναι ότι θόλωσε την παραπάνω αλήθεια. Το να “διώξει” κανείς τα Μνημόνια, σημαίνει ότι καταφέρνει αποφασιστικές νίκες ενάντια στο Κεφάλαιο στην τρέχουσα φάση του κοινωνικού πολέμου. Η πρόταση της “κυβέρνησης της Αριστεράς” διασπείρει την αυταπάτη ότι υπάρχει ένας εύκολος δρόμος για τους καταπιεσμένους αν θέλουν να πετύχουν τη νίκη αυτή. Αρκεί να ψηφίσουν τα σωστά κόμματα, αρκεί να υποστηρίζουν με κινητοποιήσεις (ρωτάω: ακόμη και γενικές απεργίες?) τα νομοθετήματα της “φιλικής κυβέρνησης”. Δεν είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που κομμάτια της Αριστεράς προωθούν τη γραμμή αυτή. Δεν είναι της παρούσης η λεπτομερής ανάλυση, αλλά το μάθημα της Ιστορίας είναι μονότονα επαναλαμβανόμενο. Όταν οι μάζες αποσύρονται από την άμεση διεκδίκηση των συνολικών τους συμφερόντων, σε όσο φιλική κυβέρνηση και αν αναθέσουν το καθήκον αυτό, οδηγούνται στην απογοήτευση και την καταστροφή. Πολλοί σύντροφοι που συμφωνούν σ’αυτό, θυμίζουν την κυβέρνηση του Λεόν Μπλουμ ή του Σαλβαδόρ Αλλιέντε. Για μένα όμως υπάρχει πιο τρανταχτό παράδειγμα. Εκείνο των ίδιων των Μπολσεβίκων. Όταν στο νεαρό Εργατικό Κράτος της Ρωσίας οι μάζες αποσύρθηκαν από τον έλεγχο της ζωής τους (για λόγους που δεν θα συζητήσουμε εδώ προφανώς) και το κόμμα των Μπολσεβίκων ανέλαβε να κυβερνήσει “στο όνομά τους”, αυτή ήταν και η αρχή του τέλους της Επανάστασης, η διαδικασία που έστρωσε το δρόμο για τη σταλινική αντεπανάσταση. Αν λοιπόν κάποιοι επικαλούνται “έκτακτη κατάσταση” και “φιλική κυβέρνηση”, εγώ ρωτάω: πόσο πιο “έκτακτη” απο τον άμεσο κίνδυνο στραγγαλισμού ενός νεαρού Εργατικού Κράτους και πόσο πιο “φιλική” απο την κυβέρνηση του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος?

Κανένα από αυτά τα επιχειρήματα δεν φαίνεται να ακουμπά τους συντρόφους που επενδύουν στην “κυβέρνηση της Αριστεράς”. Δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν ότι η διολίσθηση σε προβληματικούς δρόμους αρχίζει ήδη από τη στιγμή της διατύπωσης του στόχου της “κυβέρνησης της Αριστεράς”, είδικά από τη στιγμή που αυτός ο στόχος γίνεται ο κεντρικός στόχος. Μιας και τα ποσοστά “δεν βγαίνουν” για μια καθαρή κυβέρνηση της Αριστεράς και με δοσμένη την μέχρι στιγμής άρνηση του ΚΚ να συμμετάσχει, το σύνθημα άλλαξε γρήγορα σε “συνασπισμός εξουσίας με επίκεντρο την Αριστερά”. Αυτή η αλλαγή πέρασε γενικά απαρατήρητη και ασχολίαστη, όμως μόλις το άκουσα είπα ότι θα ακούσουμε και χειρότερα. Και τα χειρότερα ήρθαν. Ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι: ”Εάν, όμως, παρόλα αυτά, εμείς, ως Αριστερά, καταθέσουμε την πρότασή μας και χρειαζόμαστε πέντε ψήφους του Καμμένου και έρθει να μας τις δώσει ως ανοχή ή ως στήριξη δε θα τον πετάξουμε, δε θα του πούμε δεν τις θέλουμε, συνεχίστε με το Μνημόνιο όλοι οι υπόλοιποι”. Ούτε αυτό το κατάλαβαν οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Μάλιστα, κατηγορούν για προβοκάτορα κάθε έναν που λέει ότι πρόκειται περί πρότασης του Αλέξη Τσίπρα προς τον γνωστό Πάνο Καμμένο. Έχουν δίκιο με την τυπική έννοια και επειδή ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι κανένας ανόητος, ξέρει πώς να διατυπώσει μια πολιτική πρόταση. Πράγματι, από την άποψη του συντακτικού, δεν διατυπώνεται εδώ κάποια πρόταση. Όμως, επειδή όλοι εκπαιδευόμαστε κοινωνικά να διαβάζουμε ανάμεσα στις λέξεις καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται περι πραγματικής πρότασης όσο κι αν κάποιοι φίλοι (και δυστυχώς και σύντροφοι) κάνουν ότι δεν το βλέπουν. Συγγνώμη που θα αντλήσω επιχειρήματα από μια άλλου τύπου πολιτική, αλλά θα δώσω δυο άσχετα παραδείγματα για να καταλάβουμε ότι μια πρόταση μπορεί να διατυπώνεται άρρητα. Α) Πάω να βάλω βενζίνη. Ο πρατηριούχος με ρωτάει “να σου φέρω την απόδειξη?”. Στην πραγματικότητα με ρωτάει αν θέλω να μου κόψει απόδειξη, αλλά δεν μου αφήνει περιθώριο να τον κακολογήσω. Στο κάτω-κάτω, δεν ρώτησε αν θέλω να μου κόψει, αλλά αν θέλω να μου φέρει! Β) Η πόρνη που σουλατσάρει εκεί κάτω θα σε ρωτήσει αν θες να περάσεις καλά ή κάτι τέτοιο. Δεν μπορείς να την κατηγορήσεις ότι σου πρότεινε κάποιο deal, αν θες να περάσεις καλά σε ρώτησε άνθρωπέ μου, πας καλά?
Όμως πέρα από την πλάκα, είναι εκπληκτικό να αναγκαζόμαστε να εξηγούμε στους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ τα αυτονόητα. Οκ, ο Αλέξης Τσίπρας δεν είπε “δώσε μου πέντε ψήφους”, είπε όμως “δεν θα έλεγα όχι αν μου έδινες πέντε ψήφους” και στην πολιτική αυτό είναι ισοδύναμο. Παίρνοντας από το σχολείο τις κόρες μου και περνώντας έξω από το περίπτερο, καμιά φορά μου λένε “ξέρεις, δεν θα ήταν άσχημα να τρώγαμε ένα παγωτό”. Έτσι δεν μπορώ να τους πω το κλασικό “θα φάτε μεσημεριανό και μετά βλέπουμε” γιατί εκείνες απλά διατύπωσαν τη θέση ότι “δεν θα ήταν άσχημα”…

Είναι όμως κακό να σχηματιστεί “κυβέρνηση της Αριστεράς” έστω και με την ανοχή του Πάνου Καμμένου? Προσωπικά, δεν γνωρίζω καμία κατάσταση ανοχής που να μην έχει όρια. Αυτή η κυβέρνηση λοιπόν δεν θα κινδυνεύει από τη συνεχή απειλή απόσυρσης της εμπιστοσύνης από την πλευρά του Καμμένου? Ποιες θα ήταν κάποιες άμεσες επιδιώξεις αυτής της “κυβέρνησης της Αριστεράς”? χμμμ. Ας πούμε ότι στο κλίμα της αντιμνημονιακής σούπας, θα επιχειρούσε να ακυρώσει τα Μνημόνια. Τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα? Και μετά? Θα “ανεχόταν” ο Καμμένος την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου? Την κατάργηση των φοροαπαλλαγών των εφοπλιστών? Την ακύρωση των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στην Εκπαίδευση? Την επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων? Το διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας? Θα “ανεχόταν” ο Καμμένος τη μεταναστευτική πολιτική που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ? Τι στο καλό απ’αυτά που υπάρχουν στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα “ανεχόταν” ο Καμμένος? και σε ποιο σημείο θα σταματούσε να “ανέχεται”? Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ περιόρισε τόσο την οπτική της στο κοινοβούλιο, που ψάχνει τις λύσεις μόνο εκεί μέσα.

Δεν μπορώ να πω ότι δεν περίμενα μια τέτοια συμπεριφορά από την ηγεσία του ΣΥΝ. Λυπάμαι όμως για το ότι μπροστά στον “ιερό στόχο” των εκλογών, βλέπω την “αντικαπιταλιστική” πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ να παρακολουθεί αμήχανη αυτήν την κατρακύλα ή ακόμη πιο ντροπιαστικά, να τη χειροκροτεί.

Η εκλογολαγνεία όμως δεν καταλαμβάνει την πλειοψηφία της Αριστεράς μόνο προεκλογικά. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι οι εκλογές βρίσκονται συνεχώς σε κυρίαρχο σημείο στη σκέψη της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ηγέτες της ρεφορμιστικής Αριστεράς σε κάθε έξαρση των κοινωνικών αγώνων επεσήμαναν την ανάγκη κοινοβουλευτικής λύσης. Η πιο κρίσιμη από τις στιγμές αυτές ήταν κατά τη γνώμη μου ο περασμένος Νοέμβρης. Μια κυβέρνηση Παπανδρέου που συντρίβεται από τις αντιδράσεις των εργαζομένων παίζει το τελευταίο της χαρτί: Δημοψήφισμα, ουσιαστικά για το αν θέλουμε ή όχι την ΕΕ. Και τότε η Αριστερά σαλπίζει τη μεγάλη υποχώρηση. Ο ΣΥΝ είναι φυσικά υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, αλλά πώς να το πεί χωρίς να πέσει φάπα, και το ΚΚ υπενθυμίζει στους φίλους του ότι ναι μεν “έξω από την ΕΕ”, αλλά με “Λαϊκή Εξουσία και Λαϊκή Οικονομία”, οπότε ας το αφήσουμε καλύτερα. Η Αριστερά λοιπόν ζητάει εκλογές. Την πιο κρίσιμη στιγμή του αγώνα, η Αριστερά βάζει ταφόπλακα στο κίνημα για χάρη κάποιων εκλογών που τελικά έρχονται με αρκετούς μήνες καθυστέρηση. Δεν διστάζει ακόμη και να μαλώσει τους διαδηλωτές της 12ης Φλεβάρη που πάλεψαν επι ώρες με τις δυνάμεις καταστολής, επειδή μπορεί να τρόμαζαν με την οργή τους τους μελλοντικούς ψηφοφόρους. Σε όσα συνδικάτα φάνηκε μια ελπίδα κινητοποιήσεων, αυτή θάφτηκε συστηματικά και μάλιστα πολλές φορές “δι’ ασήμαντον αφορμήν”. Έτσι λοιπόν φτάσαμε στις εκλογές με το εργατικό κίνημα σε πλήρη απόσυρση από το προσκήνιο. Αυτό, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, έχει και άλλες, τραγικές συνέπειες…

Η άνοδος της ναζιστικής ΧΑ, η μεγάλη πιθανότητα να μπει για πρώτη φορά στη βουλή μια ναζιστική συμμορία, για μένα έχει την εξήγησή της σ’αυτή την μεθοδευμένη απόσυρση του κινήματος. Μπορεί αυτό να σου μοιάζει περίεργο, αλλά σε μισό λεπτό θα σου έχω εξηγήσει το σκεπτικό μου. Φυσικά ο λόγος των Ναζί είναι απόλυτα ρατσιστικός. Φυσικά συσπειρώνουν το σκληρό πυρήνα τους στη βάση του ρατσισμού, της πάλης για την εξαφάνιση των μεταναστών ακόμη και με τη φυσική τους εξολόθρευση. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας εμποδίζει να βλέπουμε τον πραγματικό ρόλο των Ναζί. Ο Φασισμός είναι επιλογή της Αστικής τάξης απέναντι σε ένα απειλητικό εργατικό κίνημα. Η Αστική τάξη δεν προωθεί τις ναζιστικές συμμορίες για να λύσουν το “μεταναστευτικό”, τις φέρνει στο προσκήνιο για να τσακίσουν το οργανωμένο εργατικό κίνημα και τα κόμματα που το εκφράζουν. Η ΧΑ θα πάρει υψηλά ποσοστά ακόμη και σε περιοχές που δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα με μετανάστες (ή που δεν έχουν δει καν μετανάστες!). Αυτό δείχνει ότι η υπόσχεση της ΧΑ ότι θα εξολοθρεύσει τους μετανάστες δεν είναι ο κύριος λόγος προτίμησης. Παρατηρώντας την προεκλογική δράση της συμμορίας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το κέντρο δεν είναι πλέον οι μετανάστες, αλλά η Αριστερά. Μιλάμε για καταστροφές εκλογικών κέντρων ακόμη και του ΚΚΕ, δολοφονικές επιθέσεις σε στελέχη αριστερών συνδυασμών και ακόμη και απειλές εναντίον του Αλέξη Τσίπρα και του Μανώλη Γλέζου! Πολλοί σύντροφοι θεωρούν ότι οι ψηφοφόροι της ΧΑ νομίζουν ότι με την επιλογή τους τιμωρούν το πολιτικό σύστημα. Κάνουν λάθος! Οι ψηφοφόροι της ΧΑ αποδέχονται την “προσφορά” της ΧΑ να προσπαθήσει να τους απαλλάξει από το εργατικό κίνημα. Δυο χρόνια τώρα το κίνημα των εργαζομένων εμφανίζεται ορμητικό, να φτάνει να διεκδικεί ακόμη και μορφές εξουσίας (μιλάω για κινήματα αυτο-οργάνωσης, άμεσης δημοκρατίας, σύντομες περιόδους καταλήψεων και μορφών εργατικού ελέγχου). Το κίνημα της εργατικής τάξης ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας για τις εξελίξεις. Αυτοι οι άνθρωποι που σήμερα επιλέγουν τη ΧΑ, δύο χρόνια τώρα περίμεναν να δούνε ποιος θα είναι ο νικητής. Το εργατικό κίνημα ήταν τόσο δυνατό που τους φαινόταν ότι έχει σοβαρές πιθανότητες νίκης. Από τη στιγμή όμως που το Νοέμβριο-Δεκέμβριο “έπιασαν” ενστικτωδώς το σάλπισμα της υποχώρησης από την Αριστερά, διάλεξαν πλευρά. Με την ηγεσία του εργατικού κινήματος να θυσιάζει τα πάντα στην προοπτική των εκλογών, έγινε σαφές το ποιος θα ήταν ο νικητής. Και τώρα “αυτοί που ταλαιπώρησαν τη χώρα με τις απεργίες” τους επί δυό χρόνια πρέπει να τιμωρηθούν. Αυτό θέλει ο ψηφοφόρος της ΧΑ. Θέλει κάποιος να τιμωρήσει όχι μόνο το Βενιζέλο και το Σαμαρά, αλλά κυρίως εκείνον που έκλεινε το λιμάνι, αυτόν που “ταλαιπωρούσε το εμπορικό κέντρο με την πορεία”, τον καταληψία που έκλεινε τη Σχολή κι εκείνος πλήρωνε τζάμπα για το γιο, αυτόν που του έσπασε τη βιτρίνα, το συνάδελφό του που κάποτε τον είχε αποκαλέσει “απεργοσπάστη” και τον ρεζίλεψε. Όλα αυτά ο μικροαστός θα τα συγχωρούσε στο εργατικό κίνημα αν αυτό νικούσε. Τώρα όμως όχι. Δυστυχώς, η λόγική αυτή δεν προέρχεται μόνο από την ακροδεξιά. Η άποψη ότι ο τόπος χρειάζεται μια “σιδερένια φτέρνα” διαπερνά την ελληνική κοινωνία και είναι αποτέλεσμα των συσχετισμών δύναμης. Θυμίζω μόνο το κατάπτυστο κείμενο που είχε φιλοξενηθεί στην “Αυγή” περί “αισυμνήτη”…

Κυκλοφορεί ευρέως (ίσως σαν εκλογίκευση της τραγωδίας) η άποψη ότι η είσοδος των Ναζί στη βουλή θα τους “εξημερώσει”. Οι φορείς της άποψης αυτής ή κάνουν πλάκα ή δεν έχουν καταλάβει τίποτα από την ιστορία. Οι Ναζί δεν είναι ακόμη ένα κόμμα, η δράση τους -τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση- αφορά το δρόμο, την αντιπαράθεση με το οργανωμένο εργατικό κίνημα και τις οργανώσεις του. Η βουλή δεν τους αφορά με τον ίδιο τρόπο που αφορά τον Κουβέλη ή τον Καμμένο, όπου περιμένουμε να ξεγυμνωθούν με την πρώτη σοβαρή κατάσταση που θα αντιμετωπίσουν. Οι Ναζί χρειάζονται την κοινοβουλευτική κάλυψη για να συνεχίσουν το απεχθές έργο τους. Η μόνη περίπτωση κάποιας μορφής “εξημέρωσης” είναι -σε επόμενη φάση- κάποια εκκαθάριση του σκληρού “ριζοσπαστικού” πυρήνα της ΧΑ, σε στυλ Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών. Όμως θυμήσου! Η εκκαθάριση των “ριζοσπαστών” από το κόμμα του Χίτλερ για χάρη των τραπεζιτών, τον “εξημέρωσε”? Τον εμπόδισε αυτό να εξαπολύσει την απόλυτη φρίκη?

Μιας και το κείμενο αυτό το γράφω με αφορμή τις εκλογές πρέπει να πω ότι εύχομαι τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία για τα κόμματα της Αριστεράς. Για όλα. Όπως εξήγησα, για κάποια από αυτά πιστεύω ότι ακολουθούν αδιέξοδη και καταστροφική πολιτική. Όμως, πιστεύω ότι το στοίχημα του εργατικού κινήματος είναι ακόμη ανοιχτό και θεωρώ ότι η σημαντική άνοδος της Αριστεράς θα ανεβάσει την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων που -όπως και να’χει- θα βρεθούν στο δρόμο από τις 7Μάη και πέρα, όταν δεν θα είναι πια ο “κυρίαρχος λαός”, αλλά τα μόνιμα θύματα της καπιταλιστικής Κρίσης

Ελπίζω ιδιαίτερα στην επιτυχία του σχήματος της Ανταρσύα, παρά τις διαφορές που έχω ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση του ζητήματος της ΕΕ, στη διστακτικότητα να υιοθετήσει τη λογική των “ανοιχτών συνόρων” για όλους τους εργάτες, στις ταλαντεύσεις στο ζήτημα της άμεσης αντιφασιστικής δράσης, αλλά και στον τρόπο που συγκροτείται (δεν επεκτείνομαι, δεν είναι αυτό το θέμα). Είναι όμως το σχήμα που προβάλλει αξιόπιστα από την αρχή τα ζητήματα της Διαγραφής του Χρέους, του Εργατικού Ελέγχου, της εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων μονάδων παραγωγής χωρίς αποζημίωση στους καπιταλιστές, της απαγόρευσης των απολύσεων, της επαναλειτουργίας των επιχειρήσεων που έκλεισαν υπό εργατικό έλεγχο, της νομιμοποίησης των μεταναστών, του κοψίματος των στρατιωτικών δαπανών, της δήμευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας και άλλων πολλών. Στηρίζω την Ανταρσύα στην εκλογική μάχη γιατί πιστεύω ότι η πιθανή επιτυχία του σχήματος θα ανοίξει ευρύτερες διεργασίες συσπείρωσης της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Υπέγραψα το κείμενο εκπαιδευτικών που στηρίζουν την Ανταρσύα γιατί όσες μάχες έδωσα όλα τα τελευταία χρόνια, τις έδωσα μέσα από τις Αγωνιστικές Παρεμβάσεις-Κινήσεις-Συσπειρώσεις.

Μια τελευταία παρατήρηση. Οι εκλογές θα τελειώσουν σε λίγες μέρες. Από κει και πέρα θα πρέπει να είμαστε στο δρόμο ακόμη πιο αποφασισμένοι και ενωμένοι σαν μια γροθιά. Ας κάνουμε κριτική ο ένας στον άλλον χρησιμοποιώντας επιχειρήματα και όχι τραυματίζοντας αυτό που αρχίσαμε να σφυρηλατούμε στο δρόμο δυο χρόνια τώρα. Με ενοχλεί ειδικά αυτό το σιχαμένο επιχείρημα της “χαμένης ψήφου” που προέρχεται από το βούρκο του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Αυτό που το ΠΑΣΟΚ του ‘80 έκανε στο ΚΚΕ, που το ΚΚΕ έκανε στο ΚΚΕεσ, ας μην το επαναλαμβάνουμε σήμερα. Ας καταλάβουν οι σύντροφοι του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα απέναντι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι σύντροφοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι δεν μπορούν να το χρησιμοποιούν απέναντι στο ΕΕΚ, τα ΜΛ, την ΟΚΔΕ. Νομίζω είναι σαφές.

Για μια ακόμη φορά, ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ!