- Δευ, 27/04/2015 - 09:24
Τι από τα δυο θέλουμε; [του Σπύρου Μαρκέτου]
Τρεις μήνες μετά τις εκλογές η κυβέρνηση, τρέμοντας τη ρήξη, κάνει το ένα πολιτικό λάθος μετά το άλλο. Αντι να προετοιμάζει τον κόσμο για σύγκρουση με την Τρόικα, τον αποκινητοποιεί και τον αποκοιμίζει, και μάλιστα αρπάζει τα αποθεματικά της τοπικής αυτοδιοίκησης, αύριο ίσως και τις τελευταίες οικονομίες των ταμείων, για να πληρώσει το ΔΝΤ. Ακόμη χειρότερα, κρατά το λαό στο σκοτάδι και καλλωπίζει αντί να καταγγέλλει την εχθρική στάση και τις αρπακτικές αξιώσεις των δανειστών. Στρέφοντας την προσοχή του κόσμου σε λεπτομέρειες, όπως το αν θα εισπραχθεί τούτη ή η άλλη δόση, κρύβει πως χρειάζονται περίπου 39 δις μέχρι τον Αύγουστο για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις και συνάμα ν’ αποτραπεί η επάρατη χρεωκοπία. Μόνον τα τοκοχρεωλύσια ως τότε πλησιάζουν τα 23 δις. Αυτά δεν βρίσκονται χωρίς νέο δάνειο, και η Τρόικα δάνειο δεν δίνει χωρίς σφαγή των αδύναμων. Τα περί ρωσικής ή κινεζικής βοήθειας είναι φαντασιώσεις στρατηγών της πολυθρόνας, που παραβλέπουν ότι Ρωσία και Κίνα δεν πρόκειται να συγκρουστούν με τους Δυτικούς καπιταλιστές για χάρη της Αθήνας. Αν κινηθούν, θα είναι συμβολικά και για εγχώρια κατανάλωση, εγγράφοντας υποθήκες μάλλον παρά λύνοντας προβλήματα. Τα ωραία λόγια λοιπόν τελειώνουν, η φρούδα ελπίδα λύσης win-win χάνεται. Η λαμπρή τακτική του Σύριζα, «αποσυνδέουμε δάνεια από μνημόνια, ευρώ από λιτότητα, και τούς ταράζουμε στη νομιμότητα μέσα στην ευρωζώνη των λαών», αποδεικνύεται πως δεν ήταν παρά ένα μυοχαλαρωτικό αν όχι ναρκωτικό, ευσεβής πόθος άσχετος με την πραγματικότητα. Σύντομα θα διαλέξει ο Τσίπρας ποιόν να πληρώσει, μισθούς και συντάξεις ή δανειστές. Και δυστυχώς πρέπει να πούμε ο Τσίπρας, γιατί τα θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα αποφασίζονται σήμερα από μια δράκα στελεχών, χωρίς δημοκρατικό έλεγχο από τον κόσμο που έστειλε τον Σύριζα στην κυβέρνηση. Το βασικό πολιτικό ερώτημα για τη δική μας πολιτική πράξη, τώρα, είναι τι από τα δυο θέλουμε εμείς; Η πίεση του λαϊκού κινήματος να σπρώξει την κυβέρνηση στη ρήξη με την Τρόικα που απεύχεται η συντηρητική ηγεσία του Σύριζα; Ή αντίθετα να προωθήσει η τελευταία κάποιο δήθεν αριστερό μνημόνιο, υποχωρώντας στους καπιταλιστές και ανοίγοντας παρεμπιπτόντως και στην αντικαπιταλιστική αριστερά πολιτικό χώρο καταγγελίας; Ας δούμε πρώτα πρώτα ποιοί επιδιώκουν τη δεύτερη λύση. Φυσικά την απαιτούν η ίδια η Τρόικα, οι πορωμένοι εγκληματίες των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης, καθώς και οι έλληνες και ξένοι καπιταλιστές, που ελπίζουν να διαβούν με ελάχιστες απώλειες το διάστημα της αποσταθεροποίησης αλλά αυτήν τη στιγμή δεν έχουν εναλλακτική πολιτική λύση. Ολοφάνερα την θέλουν οι καναλάρχες και οι εφημεριδάρχες, που μας κάνουν αδιάκοπα και σχεδόν ανενόχλητοι πλύση εγκεφάλου. Σίγουρα την ονειρεύονται πασόκοι, νεοδημοκράτες και ποταμίσιοι που έτσι θα δικαιωθούν για τα δικά τους μνημόνια, και βέβαια και η συμμορία των χρυσαυγιτών, ώστε να παριστάνει τη μόνη πραγματική αντιπολίτευση στα μνημόνια. Με δυο λόγια, την θέλουν όλοι εκείνοι οι εχθροί που επιμένουν ότι δήθεν με αγώνες δεν κερδίζουμε τίποτε, και ότι δήθεν δεν έχουμε άλλη λύση. Ουρά τους, η συντηρητικότερη πτέρυγα του Σύριζα, αλλά δυστυχώς τήν σιγοντάρουν και στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος που ελπίζουν η προδοσία του Σύριζα να κρύψει τη δική τους πρακτική στήριξη στους τραπεζίτες της Φραγκφούρτης και στο εγχώριο μαύρο μέτωπο. Ακριβώς εκείνα τα στελέχη που αναγγέλλουν πως το ΚΚΕ δεν θα στηρίξει την κυβέρνηση αν τυχόν η τελευταία συγκρουστεί με την ΕΕ και τους πιστωτές. Μένοντας πιστό στην πολιτική του «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα», η οποία ωστόσο πέντε χρόνια τώρα δεν έχει χαρίσει εντυπωσιακές νίκες στην αντικαπιταλιστική αριστερά. Ποιοί επιδιώκουν τη ρήξη; Πρώτα πρώτα το πιο συνειδητοποιημένο και ριζοσπαστικοποιημένο κομάτι του λαού, που ψήφισε αριστερά όχι για να υποστεί νέα μνημόνια αλλά για να τελειώνει με τη λιτότητα. Η εργατική τάξη που ενώ στενάζει δεν γονατίζει. Τα φτωχότερα στρώματα που δεν έχουν τώρα πια τίποτε να χάσουν. Όλος ο κόσμος που βλέπει ότι μια κυβίστηση του Σύριζα θ’ ανοίξει δρόμο για την επικράτηση μιας ακροδεξιάς χρυσαυγίτικης στην ουσία αν όχι και στ’ όνομά της. Τα κινήματα που χτες πόνταραν στην εύκολή πρόταση για κυβερνητική αλλαγή αλλά μετεκλογικά δεν υπέστειλαν τους αγώνες τους. Η ίδια η αριστερά της κυβερνητικής παράταξης, η οποία βεβαίως έχει τακτικές αντιλήψεις και πρακτικές επιλογές πολύ διαφορετικές από τις δικές μας, αλλά συμφωνεί στην απαλλαγή από την ευρωδικτατορία και στη διαγραφή του χρέους. Και επίσης, ας μην το ξεχνάμε κι αυτό, τα αντικαπιταλιστικά κινήματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η ρήξη, προϋπόθεση κάθε αλλαγής στην Ελλάδα σήμερα, θα είναι και δική τους νίκη. Αντίθετα η υποταγή της κυβέρνησης θα σκορπίσει την απαισιοδοξία και την παραίτηση όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη. Φυσικά εμείς θέλουμε ρήξη ριζική και αμετάκλητη, και προς αυτή την κατεύθυνση παλεύουμε. Φυσικά η ηγεσία του Σύριζα δεν τήν θέλει, όπως αποδεικνύουν μέχρι στιγμής οι δηλώσεις και πράξεις και παραλείψεις της, και αν συρθεί σ’ αυτήν από την αδιαλλαξία των «εταίρων» θα την κάνει όσο μπορεί πιο επιφανειακά και περιορισμένα. Δυστυχώς δεν ισχύει αυτό που συχνά επικαλείται η αριστερά του Σύριζα, ότι δήθεν η κυβέρνηση δίνει μάχη. Μάχη σημαίνει χτυπήματα και από τις δυο πλευρές, όχι μόνον από τη μια, αυτό είναι βιασμός ή λυντσάρισμα. Θα έδινε μάχη όλους αυτούς τους μήνες η κυβέρνηση αν έφτιαχνε σχέδια κι έπαιρνε πρωτοβουλίες αντίστασης, αν προετοίμαζε το λαό και τους κρατικούς μηχανισμούς για σύγκρουση, αν κατάγγελλε την εγκληματική πολιτική των «εταίρων» στα ζητήματα όχι μόνον του χρέους αλλά και της μαζικής δολοφονίας των προσφύγων, του ρατσισμού και της εντεινόμενης επιθετικότητας των Δυτικών δυνάμεων στην περιοχή μας και αλλού. Δυστυχώς τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει. Αντίθετα η κυβέρνηση ενώ προπηλακίζεται, εκβιάζεται, και λοιδωρείται δείχνει σαν να έχει αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα και να βρίσκεται σε κατάσταση άρνησης. Ενώ “μια ΕΕ που κυριαρχείται από τις φιλοδοξίες και τους στόχους της Γερμανίας θέλει να εξευτελίσει την αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας και ότι αυτή αντιπροσωπεύει”, κι ενώ “η ΕΚΤ έχει περιορίσει την τραπεζική ρευστότητα με τρόπο εχθρικό προς τη χώρα μας”, διαπιστώσεις και οι δυο του Κώστα Λαπαβίτσα, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών εξακολουθούν να τους φέρονται με το γάντι. Μάλιστα αποκοιμίζουν τον κόσμο μιλώντας για έναν συμβιβασμό «που θα σέβεται τόσο την πρόσφατη λαϊκή εντολή, όσο όμως και το πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωζώνης”. Αντικειμενικά έτσι βοηθούν τα σχέδια των τοκογλύφων. Σαν να έχουμε έναν βιασμό όπου το θύμα, έχοντας εσωτερικεύσει τον κυρίαρχο λόγο των εχθρών του, αποδέχεται μέσα του ή συγκαλύπτει την ωμότητα που υφίσταται, και αντί ν’ αντισταθεί με κάθε τρόπο σωπαίνει και κρύβει την αλήθεια ακόμη και από τον εαυτό του. Διευκολύνοντας έτσι τελικά τον βιαστή. Μια από τις ελάχιστες κινήσεις που ενόχλησαν τον εχθρό ήταν η συγκρότηση της Επιτροπής Αλήθειας για το Δημόσιο Χρέος, η οποία πάντως αξίζει να παρατηρήσουμε ότι έγινε με κυβερνητική ανοχή, όχι πρωτοβουλία. Υποστηρίχθηκε ότι διευκολύνει την υποχώρηση στους πιστωτές, αλλά η αλήθεια είναι η αντίθετη. Η Επιτροπή Αλήθειας διευκολύνει τον αγώνα ενάντια στους πιστωτές όχι μόνο σε εγχώριο αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς είναι μέχρι στιγμής η πιο προχωρημένη και πολλά υποσχόμενη σχετική κίνηση. Δίνει σημαντική ώθηση στη μαζική κινητοποίηση ενάντια στο χρέος, εντέλει ενάντια στην ουσία των καπιταλιστικών σχέσεων, την οποία η αντικαπιταλιστική αριστερά με τις μικρές της δυνάμεις ποτέ δεν θα μπορούσε να δώσει. Επίσης αλλάζει τις ισορροπίες στο εσωτερικό του Σύριζα, δυσχεραίνοντας τις προσπάθειες συμβιβασμού με τους τραπεζίτες. Η Επιτροπή Αλήθειας δεν είναι πανάκεια, ούτε θα φέρει από μόνη της τη νίκη, αλλά στρώνει το γήπεδο για να παίξουμε μπάλα εμείς. Ο εχθρός τα βλέπει αυτά, και της επιτίθεται λυσασμένα. Καιρός να τα προσέξει και η δική μας πλευρά. Η σύνθεση της Επιτροπής περιλαμβάνει πρόσωπα τα οποία έχουν προνομιακή πρόσβαση στους δημόσιους λογαριασμούς κι εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις, και γνωρίζουν τη γλώσσα του εχθρού. Αναζητά στοιχεία που απονομιμοποιούν το χρέος στη συνείδηση του κόσμου και ανατρέπουν τα συναισθήματα ενοχής και ανημπόριας που καλλιεργούνται από τους κυρίαρχους. Εγγύηση των ασυμβίβαστων προθέσεων αλλά και της επιστημονικής της εγκυρότητας είναι η συμμετοχή ειδικών επιστημόνων και συνάμα αγωνιστριών και αγωνιστών που πρωτοστάτησαν τα τελευταία σαράντα χρόνια στους αγώνες ενάντια στο χρέος σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και ξέρουν καλά να διακρίνουν τις παγίδες και τα ουσιαστικά προβλήματα. Δεν έρχονται στην Αθήνα για να διευκολύνουν τις κυβιστήσεις οποιουδήποτε, αλλά για να δώσουν μια μεγάλη μάχη σ’ έναν αγώνα που άρχισαν, δεκαετίες προτού φτιαχτεί ο Σύριζα, ενάντια στους κεντρικούς φορείς και μηχανισμούς του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αν εκτελέσει την εντολή της η Επιτροπή θα φέρει σε δύσκολη θέση αυτούς που επιδιώκουν την υποταγή, εκείνους που μεθόδευσαν και χειρίστηκαν την κρίση χρέους, αλλά και κείνους που ωφελούνται από την παγκόσμια χρεοκρατία. Αρκεί ν’ αναλογιστούμε ότι θα εξετάσει γιατί το ΔΝΤ δάνεισε την Ελλάδα παραβιάζοντας το καταστατικό του. Επίσης σχεδιάζει να καλέσει για κατάθεση έλληνες και ξένους υπεύθυνους για την εξέλιξη της κρίσης, μεταξύ τους τον πρώην πρόεδρο της ΕΚΤ Τρισέ, τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, και τον βραζιλιανό πληρεξούσιο στο ΔΝΤ ο οποίος δήλωσε ότι Μέρκελ και Σαρκοζί επέβαλαν τα μνημόνια ματαιώνοντας την αναδιάρθρωση του χρέους. Αν τελικά η κυβέρνηση υποκύψει στους βιαστές, μάλλον δεν θα χρησιμοποιήσει την Επιτροπή Αλήθειας σαν φύλλο συκής, στην πραγματικότητα αυτό μοιάζει απίθανο, αλλά θα τήν απονομιμοποιήσει, θα την αδρανοποιήσει και θα τήν βραχυκυκλώσει όσο καλύτερα μπορεί. Ως τότε πάντως η δική μας πλευρά αξίζει να στηρίξει την Επιτροπή, και να αξιοποιεί όσο καλύτερα μπορεί τα νέα πολιτικά δεδομένα που αυτή δημιουργεί. Έτσι ώστε δυναμώνοντας το αντικαπιταλιστικό κίνημα και τη λαϊκή αντίσταση να πολλαπλασιάσουμε το κόστος που θα έχει για την κυβέρνηση η υποχώρηση στους δανειστές/βιαστές, και να κάνουμε πρακτικά αδύνατη τη μετάλλαξή της σε φοροεισπράχτορα της Μέρκελ. |