- Σάβ, 03/10/2015 - 20:19
Tο παράδοξο των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου [του Νίκου Ταμβακλή]
Η υπογραφή της συμφωνίας της 13ης Ιουλίου δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας μυστηριώδους «μετάλλαξης» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που μεταμόρφωσε ξαφνικά το κόμμα από «αντιμνημονιακή» σε «μνημονιακή» πολιτική δύναμη, αλλά η φυσική κατάληξη της ίδιας της ουτοπικής και αδιέξοδης ρεφορμιστικής πολιτικής της, όπως την έχουν εκθέσει και αναλύσει μέσα από τις διαφορετικές οπτικές τους διάφοροι σύντροφοι και οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η υπογραφή της συμφωνίας της 13ης Ιουλίου σηματοδότησε απλώς την ολοκληρωτική παραίτηση της ηγεσίας και από τις τελευταίες αντιστάσεις της απέναντι στη κυρίαρχη πολιτική της λιτότητας στην οποία έχουν προσανατολισθεί σταθερά οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης. Αντιστάσεις που στη πραγματικότητα περιορίζονταν στις περίφημες «κόκκινες γραμμές» που υποτίθεται ότι προέβαλλαν οι εντεταλμένοι πολιτικοί ή υπηρεσιακοί παράγοντες κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ των κλιμακίων των γραφειοκρατών στις συναντήσεις των Βρυξελών. Οι αποφάσεις των συναντήσεων των υπουργών οικονομικών του Eurogroup αποδείχθηκε ότι είχαν ανύπαρκτα περιθώρια διαφοροποίησης από την πολιτική που επιβάλλονταν από τον ηγεμονικό ευρωπαίο «εταίρο», τη γερμανική κυβέρνηση. Η παράλληλη, (ονομαζόμενη και «πολιτική διαπραγμάτευση») σε επίπεδο κορυφής μεταξύ των ηγετών (δηλαδή ουσιαστικά οι επαφές του Τσίπρα με τη καγκελάριο Μέρκελ) όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, παρόλο το πολυδιαφημιζόμενο «φιλικό κλίμα», δεν είχαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα αφού η καγκελάριος εν κατακλείδι, στο «δια ταύτα» ένιπτε τας χείρας της και παρέπεμπε μονίμως στα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης των γραφειοκρατών. Όμως εκεί αναμφισβήτητα κυριαρχούσε η σκληρή γραμμή των υποτακτικών του Σόιμπλε, του άκαμπτου αυτού θεματοφύλακα της πολιτικής της λιτότητας. Έτσι από την αρχική «υπερήφανη διαπραγμάτευση» του Βαρουφάκη, οι «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής πλευράς διαρκώς ξεθώριαζαν και υποχωρούσαν για να καταλήξουν μοιραία προς το τέλος του εξαμήνου στην ταπεινή επιδίωξη του «έντιμου συμβιβασμού» του Τσακαλώτου. Η εντελώς άκαμπτη στάση της ευρωπαϊκής ηγεσίας, ακόμη και απέναντι σε αυτή την ταπεινή επιδίωξη του «έντιμου συμβιβασμού» (δηλαδή της ελληνικής πρότασης για μνημονιακά «μέτρα» συνολικού ύψους 8,5 δις), ανάγκασε τη κυβέρνηση Τσίπρα να καταφύγει στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ίσως με την κρυφή, ανομολόγητη ελπίδα, ότι ο ελληνικός λαός τρομοκρατημένος και αυτός θα συναινούσε στην υπογραφή του νέου μνημονίου. Το αναπάντεχο, συντριπτικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, μπέρδεψε τη κατάσταση και έκανε το συμβιβασμό της κυβέρνησης της 13ης Ιουλίου να φαίνεται αντιφατικός αλλά και η ίδια την προσφυγή του Τσίπρα στο δημοψήφισμα ανερμάτιστη. Το αποτέλεσμα προκάλεσε ακόμη μια γενικότερη αμηχανία στο πολιτικό σύστημα καθώς δεν ήταν το προϊόν μιας κατευθυνόμενης από τα πάνω επικοινωνιακής καμπάνιας, αλλά μιας αυθόρμητης μαζικής αντίδρασης που συνοδεύτηκε από αντίστοιχες, σε μεγάλο βαθμό επίσης αυθόρμητες, λαϊκές κινητοποιήσεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στη περίπτωση αυτή και στο μικρό χρονικό διάστημα που διήρκεσε, έδειξε εξαιρετικά ανακλαστικά και έδωσε ένα δείγμα για το πως πρέπει να συμπεριφέρεται μια πραγματική πρωτοπορία μέσα σε ένα κύμα του λαϊκού ενθουσιασμού. Ο Τσίπρας με την υπογραφή της συμφωνίας της 13ης Ιουλίου ουσιαστικά έχασε μια μοναδική ευκαιρία να αναδειχθεί σε έναν λαϊκό ηγέτη, σαν και αυτούς που άφησαν τη σφραγίδα τους στην ιστορία της ταξικής πάλης. Μια ευκαιρία από αυτές που σπάνια εμφανίζονται μέσα στη πορεία του «πολιτικού χρόνου» για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση που αρέσκονται να επαναλαμβάνουν οι παπαγάλοι των ΜΜΕ. Χωρίς να έχουμε την άποψη ότι η έκβαση της ιστορίας είναι μονοσήμαντα προβλέψιμη και προκαθορισμένη, πιστεύουμε ότι μια άρνηση υπογραφής της νέας συμφωνίας εκ μέρους της κυβέρνησης, που θα ήταν όμως αντίστοιχη με τις λαϊκές διαθέσεις όπως καταγράφηκαν στιγμιαία στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, θα άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο ραγδαίων εξελίξεων για την ταξική πάλη στην Ελλάδα καθώς θα δρούσε καταλυτικά στην αναζωογόνηση των κινημάτων και ίσως και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα εργατικά κινήματα στην Ευρώπη είχαν στραμμένα τα μάτια τους στην Ελλάδα και είχαν προς στιγμήν αναθαρρήσει με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ενώ η ευρωπαϊκή αριστερά παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις. Ακόμη και η πτώση μιας μαχόμενης κυβέρνησης της αριστεράς θα άφηνε μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. ‘Όμως μια τέτοια σύγκρουση με τις αποφάσεις και τα κελεύσματα του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου και κυρίως μια προοπτική κοινωνικών κινητοποιήσεων με απρόβλεπτες και πιθανόν αλυσιδωτές συνέπειες, είναι φυσικό να βρίσκεται εντελώς πέρα από τα όρια της λογικής μιας ρεφορμιστικής ηγεσίας, που η οπτική της μπορεί να φθάνει αυστηρά και αποκλειστικά μέχρι τη κεϋνσιανή στροφή της διαχείρισης της κρίσης. Το παράδοξο του εκλογικού αποτελέσματος της 20ης Σεπτεμβρίου Ο ραγδαίος ρυθμός με τον οποίο εκφυλίστηκε πολιτικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο πρώτο εξάμηνο της άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας, υποχωρώντας από τις «προεκλογικές δεσμεύσεις της Θεσσαλονίκης» στις θέσεις του «έντιμου συμβιβασμού», αιφνιδίασε τα κοινωνικά στρώματα που τον στήριξαν εκλογικά στις 25 του Ιανουαρίου. Όμως η υπογραφή του «τρίτου μνημονίου» στις 13 του Ιουλίου, αμέσως μετά από την πανηγυρική καταγραφή των λαϊκών διαθέσεων υπερ του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, προκάλεσε κυριολεκτικά ένα σοκ. Σοκ που προκλήθηκε από το γεγονός της ολοκληρωτικής παράδοσης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στις επιταγές των εκπροσώπων του κεφαλαίου. Μιας ηγεσίας που μέχρι χθες διαβεβαίωνε σε όλους τους τόνους για την δυνατότητα της αλλαγής της κυβερνητικής πολιτικής σε μια «φιλολαϊκή κατεύθυνση» μέσα στο «ευρωπαϊκό πλαίσιο». Αυτό το σοκ, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, παρέλυσε σε μεγάλο βαθμό τους εργαζόμενους, τους άνεργους και τους συνταξιούχους. Η ηγεσία Τσίπρα, ενθαρρυμένη από αυτή την κοινωνική παράλυση (που ίσως και να την εκλάμβανε σαν σιωπηλή συναίνεση) και με τις ευλογίες τώρα πια των «ευρωπαϊκών θεσμών», προχώρησε στην άμεση προκήρυξη των εκλογών. Η ηγεσία Τσίπρα, δεν αντιλήφθηκε τον βαθύτερο κοινωνικό αντίκτυπο της 13ης Ιουλίου. Τυφλωμένη από τα φώτα της δημοσιότητας και τις κολακείες των νέων φίλων της δεν είναι πλέον σε θέση να αντιληφθεί τη ρευστότητα της κοινωνικής κατάστασης και το βάθος της απογοήτευσης που έχει προκαλέσει. Πιστεύει ότι το κύρος από το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» έναντι των διεφθαρμένων αντιπάλων της και η λάμψη της προσωπικότητας του «μεγάλου ηγέτη» εξακολουθούν να ακτινοβολούν και να της δίνουν το προβάδισμα στο διηνεκές. Προχώρησε στην προκήρυξη των εκλογών –εξπρές της 20ης Σεπτεμβρίου, προκειμένου να ξεκαθαρίσει το κόμμα και την κοινοβουλευτική της ομάδα από τους ενοχλητικούς «τρελούς της δραχμής». Η ηγεσία Τσίπρα απομάκρυνε χωρίς κανένα δισταγμό την ηγεσία της «αριστερής πλατφόρμας» που μέχρι χθες αποτελούσε το βασικότερο οργανωτικό πυλώνα του κόμματος, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι έτσι αποκόπτει και τους τελευταίους χαλαρούς και ασθενείς δεσμούς που την συνέδεαν με τα κινήματα και με τα λαϊκά στρώματα και ότι μετατρέπεται ολοκληρωτικά σε έναν υδροκέφαλο εκλογικό μηχανισμό. Η επίσημη σύνδεσή της με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία φαίνεται ήδη να δρομολογείται βάζοντας οριστικά ταφόπλακα στα όποια αριστερά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της είχαν απομείνει. Ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών μέσα στις συνθήκες της κρίσης και των απαιτήσεων του μνημονίου, αποτελεί εγγύηση ότι σύντομα ο εναπομείνας ΣΥΡΙΖΑ θα βυθιστεί σε μια νέα δίνη εσωκομματικών κραδασμών και υπαρξιακών προβληματισμών. Όμως το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου, επιβεβαίωσε ότι ο βραχυπρόθεσμος σχεδιασμός της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρίνονταν με επιτυχία στη τρέχουσα συγκυρία. Το σοκαρισμένο και παραλυμένο εκλογικό σώμα του έδωσε ξανά τη σχετική πλειοψηφία, ενώ ένα σημαντικό τμήμα του απλώς γύρισε απογοητευμένο τη πλάτη του στο κοινοβουλευτισμό χωρίς ωστόσο αυτό να επηρεάσει αποφασιστικά τους συσχετισμούς των ποσοστών μεταξύ των κομμάτων. Στις 20 Σεπτεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκε από τα λαϊκά στρώματα χωρίς κανένα ενθουσιασμό και χωρίς να ελπίδα. Ακολούθησε η παραπέρα αυτονόμηση του μεγάλου ηγέτη από τη κομματική βάση αλλά και του κόμματος από τη κοινωνία που έγινε φανερή με τις τραγελαφικές επιλογές των υπουργών και από τις πρωθυπουργικές εμφανίσεις που γίνονται ολοένα και πιο αρχηγικές, πομπώδεις και πατερναλιστικές. Mια αποτυχημένη επανεκκίνηση του προγράμματος ΣΥΡΙΖΑ Τα λαϊκά στρώματα στη πλειοψηφία τους μπορεί να αρνήθηκαν να ψηφίσουν τα παλαιότερα ή νεότερα μνημονιακά κόμματα της δεξιάς ή του κέντρου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, ΠΟΤΑΜΙ) αλλά δεν έδειξαν και καμιά εμπιστοσύνη στην επανεκκίνηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ που ευαγγελίσθηκε η ΛΑΕ του Λαφαζάνη. Ανεξάρτητα από την εκλογική επιτυχία της 20ης Σεπτεμβρίου, η οκτάμηνη πορεία και η τελική υποταγή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχει αναδείξει στα μάτια όλου του κόσμου και σε όλο του το μεγαλείο, το τραγικό αδιέξοδο της ρεφορμιστικής πολιτικής στην εποχή της καπιταλιστικής κρίσης. Σύμφωνα όμως με την αντίληψη των λαϊκών στρωμάτων που υποστήριξαν χωρίς ενθουσιασμό και ελπίδα για δεύτερη φορά το ΣΥΡΙΖΑ, το αδιέξοδο αυτό δεν οφείλεται σε κάποιες κακές προθέσεις ή στην ανικανότητα της ηγεσίας Τσίπρα, αλλά στο γεγονός ότι αυτή συνάντησε την ακαμψία της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας και ο Τσίπρας αναγκάστηκε παρά τη θέλησή του να υποταχθεί. Σύμφωνα πάντοτε με τη σημερινή, διαμορφωμένη συνείδηση των πλατειών στρωμάτων, απέναντι στην πολιτική της λιτότητας που εφαρμόστηκε από τους πρόθυμους υποστηρικτές της (ΝΔ ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) και που πρόκειται να εφαρμοσθεί από αυτούς που αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να την εφαρμόσουν (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), δεν φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα κάποια άλλη εναλλακτική, αξιόπιστη πρόταση. Η απόπειρα του Λαφαζάνη –ΛΑΕ να εμφανιστεί σαν ένας ανανεωμένος, αυθεντικότερος ΣΥΡΙΖΑ που έχει τη πολιτική βούληση και την ικανότητα να εφαρμόσει το πρόγραμμα που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ο Τσίπρας, ακόμη και με μια πιθανή (εάν και εφόσον χρειασθεί) επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, ήταν καταδικασμένη σε εκλογική αποτυχία. Η εκλογική αυτή αποτυχία της ΛΑΕ έγινε ακόμη πιο οδυνηρή για τους βασικούς υποστηρικτές της, τους προερχόμενους από την αριστερή πλατφόρμα, καθώς η στάση τους στη Βουλή μετά την 13η Ιουλίου που προκάλεσε την αποχώρηση-αποπομπή τους από το ΣΥΡΙΖΑ, είχε συνοδευτεί με την προσδοκία ότι αυτοί θα καρπώνονταν στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών το πνεύμα της λαϊκής αντίστασης του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου. Τώρα εκ των υστέρων, προσπαθούν να αποδώσουν την εκλογική αποτυχία τους κατά βάση στις εγγενείς, αναμφίβολα υπαρκτές, υποκειμενικές αδυναμίες του κόμματος (αρχηγική εμφάνιση, γραφειοκρατική συγκρότηση κλπ.).Ο Δ. Μπελαντής γράφει: «Οι δυνάμεις και οι αγωνιστές/αγωνίστριες, που συναπάρτισαν βιαστικά την ΛΑΕ, έδωσαν μια σύντομη, σκληρή και άνιση μάχη. Τους αξίζει κάθε θαυμασμός γι’ αυτό. Όμως, η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον η μη είσοδος στην Βουλή είναι αποτέλεσμα περισσότερο ηγετικών υποκειμενικών αδυναμιών και λιγότερο εξωγενών και αντικειμενικών παραγόντων» [i] Οι αδυναμίες όμως αυτές ενυπήρχαν και στον μητρικό κόμμα και μεταφυτεύθηκαν αυτούσιες στο νέο. Οι αδυναμίες αυτές δεν αποτέλεσαν εμπόδιο για την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η άνοδος του βασίσθηκε σε μια σειρά από συγκυρίες και κυρίως στη πολιτική χρεοκοπία των αστικών κομμάτων που ανέβηκαν διαδοχικά στην εξουσία τα προηγούμενα χρόνια. Άλλοι εντοπίζουν την αιτία της αποτυχίας κυρίως στο έλλειμμα επικοινωνιακής στρατηγικής. Η Α. Πολιτάκη παρατηρεί: «Χάραξη στρατηγικής επικοινωνιακής πολιτικής δεν φάνηκε να υπήρξε. Ασυντόνιστη και αποσπασματική στο επιμέρους και με τρόπο εμπειρικό, η ΛΑ.Ε δεν φάνηκε να έχει και κάποια ενιαία, κεντρική στρατηγική στην πολιτική της επικοινωνία. Έπεσε στην παγίδα να συζητήσει τον πυρήνα του σχεδίου της στα ΜΜΕ. Να προσπαθήσει να απλώσει δηλαδή, δύσκολα, σύνθετα, εξαιρετικής κρισιμότητας τεχνικά και πολιτικά ζητήματα που εμπεριέχονται στο εγχείρημα της μετάβασης στο εθνικό νομίσματος και οδηγούν στην άμεση ενεργοποίηση των πιο φοβικών αντανακλαστικών, στην προεκλογική τηλεοπτική αρένα που πάντα διψάει για αίμα.»[ii] Θα πρέπει και εμείς να παρατηρήσουμε ότι μια τέτοιου είδους επικοινωνιακή στρατηγική αφορά κυρίως τα αστικά κόμματα που μπορούν πάντοτε να επικοινωνούν προνομιακά μέσα από τα αστικά ΜΜΕ. Τα κόμματα των εργαζομένων πρέπει να βασίζουν την επικοινωνία τους στο ρίζωμα και στην άμεση επαφή των μελών τους με τη κοινωνία των πολιτών, με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και με τα κοινωνικά κινήματα, αναπτύσσοντας παράλληλους διαύλους επικοινωνίας αλλά και τις αντιστάσεις απέναντι στην ιδεολογική κυριαρχία των αστικών ΜΜΕ. Άλλοι περισσότερο έμπειροι προσπαθούν να εμφυσήσουν κάποια νότα αισιοδοξίας και προοπτικής στο εγχείρημα, όπως ο Π. Παπακωνσταντίνου: «Αυτό που προέχει σήμερα είναι να ξεκινήσουν ανοιχτές διαδικασίες βάσης για την προγραμματική και οργανωτική μας συγκρότηση, που θα δώσει σταθερή μορφή και σχήμα στην προσπάθειά μας. Ξεκινάμε με το δεδομένο ότι δεν γεννηθήκαμε για να αναπαραγάγουμε τις αριστερές στρατηγικές που έχουν ήδη δοκιμαστεί και αποτύχει. Δεν φιλοδοξούμε να εξελιχθούμε ούτε σε ένα «καλό ΚΚΕ», ούτε σε μια «μεγάλη ΑΝΤΑΡΣΥΑ», ούτε σε έναν «πιο ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ του 2012».[iii]. Εδώ θα ήμαστε για να παρακολουθήσουμε τις ανοιχτές διαδικασίες βάσης κλπ. καθώς και την καινοτόμα στρατηγική. Όμως η σύνθεση της ηγετικής ομάδας της ΛΑΕ, τα σημερινά δείγματα γραφής της και η μέχρι σήμερα μακρόχρονη γραφειοκρατική και ρεφορμιστική διαδρομή της, κάθε άλλο παρά εγγυώνται μια ελπιδοφόρα αναγεννητική εξέλιξη. Επίσης οδυνηρή υπήρξε η εκλογική αποτυχία για τους υποστηρικτές της συγκρότησης ενός, «πολιτικοκοινωνικού μετώπου της Αριστεράς», με κάθε θυσία. Οι σύντροφοι αυτοί θεώρησαν ότι με την διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και τη δημιουργία της ΛΑΕ, ήρθε η μεγάλη στιγμή για να αποκτήσει επιτέλους η ριζοσπαστική αριστερά το κύρος και το ακροατήριο που της αρμόζει. Δεν δίστασαν να εγκαταλείψουν την μετωπική προσπάθεια των επτά χρόνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς πάντοτε εκτιμούσαν ότι η εκλογική της απήχηση δεν ήταν ικανοποιητική και αναζητούσαν επίμονα τους κατάλληλους συμπορευόμενους για τη δημιουργία του μεγάλου «μετώπου». Η κακοποιημένη έννοια του μετώπου Το ενιαίο μέτωπο είναι η συμμαχία κομμάτων, συνδικαλιστικών οργανώσεων κλπ. της εργατικής τάξης που δρουν από κοινού για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, ενώ διατηρούν την ξεχωριστή οργανωτική και πολιτική τους αυτοτέλεια. Το ενιαίο μέτωπο δεν πραγματώνεται μόνο σαν συμφωνία μεταξύ των ηγεσιών, αλλά προκειμένου να αποκτήσει κοινωνική δυναμική, κυρίως με την κοινή δράση των μελών στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές και ακόμη περισσότερο με την ίδρυση κοινών επιτροπών στη βάση. Ασφαλώς στο ενιαίο μέτωπο πρέπει να συμμετέχουν τα μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα αφού σε αυτά προσβλέπει και οργανώνεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα η πλειοψηφία των εργαζομένων. Ασφαλώς θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι ρεφορμιστικές ηγεσίες σαν αποκρυσταλλώσεις αντιθέτων προς την εργατική τάξη συμφερόντων, τις κρίσιμες και αποφασιστικές στιγμές θα σημάνουν υποχώρηση ή ακόμη και θα προδώσουν τον αγώνα. Είναι γι αυτό που οι επαναστατικές ή αντικαπιταλιστικές οργανώσεις οφείλουν να διατηρήσουν μέσα στο μέτωπο την οργανωτική και πολιτική τους αυτοτέλεια και να αναπτύξουν ταυτόχρονα σχέσεις αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης με τους αγωνιστές της βάσης των ρεφορμιστικών κομμάτων. Η έννοια αυτή του μετώπου δεν έχει γίνει κατανοητή από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Τα παραδοσιακά «επίσημα» κόμματα αλλά και οι μικρότερες οργανώσεις της ελληνικής αριστεράς κατατρέχονται από τη φαντασίωση ενός μετώπου που συγκροτείται γύρω από τον εαυτό τους. Το ΚΚΕ π.χ. θέλει να πιστεύει ότι το ΠΑΜΕ δεν είναι μια απλή ομοσπονδία των κομματικών του παρατάξεων μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά ότι είναι ένα «μέτωπο» ή ακόμη ότι είναι και το ίδιο το εργατικό κίνημα, συγκροτημένο γύρω από το ένα και μοναδικό κόμμα της εργατικής τάξης. Η ίδια αντίληψη διαπερνάει και τα περισσότερα κόμματα και οργανώσεις της ελληνικής αριστεράς που φαντασιώνονται τις ευρύτερες συσπειρώσεις των μελών και συμπαθούντων γύρω από τον εαυτό τους σαν «μέτωπα». Επιπλέον η βαριά κληρονομιά του κατοχικού ΕΑΜ, με εξιδανικευμένη και αγιοποιημένη τη σχέση του με το σταλινικό και μονολιθικό ΚΚΕ εκείνης της εποχής, σκιάζει κάθε κριτική προσέγγιση και σκορπίζει πρόσθετη σύγχυση στην έννοια του μετώπου. Έτσι πολλοί σύντροφοι και οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν αντιλαμβάνονται το μέτωπο σαν μια συμμαχία για την αποτελεσματική δράση των εργαζομένων και την ανάπτυξη μιας δυναμικής που θα προωθεί την αυτοοργάνωση και την αυτοπεποίθησή τους, αλλά ότι θα πρέπει να συγκροτείται απαραίτητα γύρω από ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα συμφωνηθεί από τα πριν και από πάνω. Ένα υποκατάστατο με άλλα λόγια του ενός και μοναδικού κόμματος της εργατικής τάξης όπως το έχουν φαντασιωθεί ήδη τρεις γενιές της ελληνικής αριστεράς. Τα πράγματα μπερδεύονται ακόμη περισσότερο όταν, προκειμένου να αποκτήσει κοινωνική απεύθυνση το «πολιτικό - κοινωνικό μέτωπο» μοιραία θα πρέπει να συμπεριλάβει ένα μαζικότερο ρεφορμιστικό κόμμα. Τότε η συγχώνευση των προγραμμάτων γίνεται εξόχως προβληματική ενώ η οργανωτική αυτοτέλεια των αντικαπιταλιστών κινδυνεύει να χαθεί. Δυστυχώς με τα παζάρια και τις μίζερες γραφειοκρατικές διαδικασίες κινδυνεύει να χαθεί και η όποια αξιοπιστία και κοινωνική εμφύτευση έχει με πολύ κόπο κατακτηθεί από τις ίδιες τις αντικαπιταλιστικές οργανώσεις. Η πολιτική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στις 13 Ιουλίου συμπαρασύρει στην ανυποληψία όλα τα αριστερά ρεφορμιστικά σχέδια. Ο αντίκτυπος στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων μπορεί να αποβεί καταστροφικός αν δεν συγκροτηθεί σύντομα ένας αξιόπιστος αντικαπιταλιστικός πόλος που θα προσανατολίζεται σταθερά στη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου δράσης των εργαζομένων. [i] Βλ. Δημήτρη Μπελαντή, Εκλογές Σεπτεμβρίου 2015 – Ένας πρώτος απολογισμός. http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=22220:mpala... [ii]Αλεξάνδρα Πολιτάκη ΛΑΕ:Το αφήγημα υπό αμφισβήτηση. http://www.pandiera.gr/%CE%BB%CE%B1-%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CF%86%CE%... [iii]Πέτρου Παπακωνσταντίνου, Αναστοχασμός και Συγκρότηση http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=22219:papak... |