• Τετ, 12/10/2016 - 11:48
Σημαία μας δεν είναι η Συνθήκη της Λωζάνης αλλά ο κοινός αγώνας με τους εργάτες της Τουρκίας [του Πάνου Γκαργκάνα]
Σημαία μας δεν είναι η Συνθήκη της Λωζάνης αλλά ο κοινός αγώνας με τους εργάτες της Τουρκίας
 
του Πάνου Γκαργκάνα, μέλος του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και διευθυντή της "εργατική αλληλεγγύη"
 
 
Στις 29 Σεπτέμβρη, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Χουριέτ, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν μιλώντας σε συνέλευση της τοπικής αυτοδιοίκησης είπε:  «Το 1920 μας έδειξαν τη Συνθήκη των Σεβρών για να μας πείσουν το 1923 για τη Συνθήκη της Λωζάννης. Και κάποιοι προσπάθησαν να μας το παρουσιάσουν αυτό ως νίκη. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης δώσαμε στους Έλληνες τα νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι. Είναι αυτό νίκη;»
 
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας τριγυρνάει σε διάφορες τελετές και επαναλαμβάνει όπου σταθεί και όπου βρεθεί ότι η Συνθήκη της Λωζάννης είναι τμήμα του διεθνούς δικαίου και ότι όποιος την παραβιάσει θα υποστεί κυρώσεις. Έφτασε μάλιστα να αναφωνήσει «Μολών λαβέ» σαν να επίκειται τουρκική απόβαση στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Πιο διπλωματικός ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι «Ανεξάρτητα από τις πραγματικές αιτίες που προκαλούν παρόμοιες δηλώσεις αμφισβήτησης της διεθνούς νομιμότητας, η Ελλάδα δεν πρόκειται να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Θα συνεχίσουμε να ενισχύουμε με συνέπεια και αποφασιστικότητα τον ρόλο της Ελλάδας, ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας σε μία εύθραυστη περιοχή». Αυτή η απόπειρα Τσίπρα να εμφανιστεί ως εγγυητής της ειρήνης, πάντως, δεν μετρίασε το πατριωτικό μένος του Προκόπη Παυλόπουλου ούτε των κομμάτων της αντιπολίτευσης που έσπευσαν να επαναλάβουν το μοτίβο της τουρκικής επιθετικότητας που απαιτεί ενότητα και επαγρύπνηση του έθνους.
 
Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά, όμως, δεν έχουν κανένα λόγο να ακολουθήσουν αυτή την πατριωτική πλειοδοσία ούτε να μετατραπούν σε εγγυητές της Συνθήκης της Λωζάννης.
Πρώτα απ’ όλα επειδή οι διακρατικές Συνθήκες δεν έχουν υπογραφεί από δικούς τους εκπροσώπους, αντίθετα αυτό που επικυρώνουν κατά κανόνα είναι το αποτέλεσμα σκληρών ανταγωνισμών μέχρι πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις των κρατών. Αυτό ισχύει στο ακέραιο για τη Συνθήκη της Λωζάννης που εντάσσεται στο πλαίσιο των συμφωνιών με τις οποίες έληξε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και ειδικά για την Ελλάδα ο δεκαετής πόλεμος 1912-1922.
Τα χρόνια εκείνα είναι γεμάτα από δραματικές αλλαγές συνόρων και συσχετισμών που χαράχτηκαν με το αίμα των λαών όλου του κόσμου και ιδιαίτερα των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Από τις Συμφωνίες των Μεγάλων Δυνάμεων του 19ου αιώνα στο Βερολίνο που έφτιαξαν τη Μεγάλη Βουλγαρία, φτάσαμε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου σαν πρελούδιο του Α’΄ΠΠ, στη χάραξη της περιβόητης γραμμής Σάικς-Πικό στη Μέση Ανατολή, την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη Συνθήκη των Σεβρών, την ανταρσία του Κεμάλ, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή της Λωζάννης.
 
Τι σημαίνει συγκεκριμένα μια τέτοια προϊστορία για το σήμερα; 
 
Ένα πρώτο κρατούμενο είναι ότι αυτό το αιματοβαμμένο «διεθνές δίκαιο» δεν μπορεί να στερήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης από τους Κούρδους που διαμελίστηκαν ανάμεσα σε τέσσερα κράτη με τα σύνορα που χάραξε εκείνη η διαδικασία. Δεν μπορεί και δεν πρέπει η Αριστερά να ζητήσει από τους Κούρδους να καθίσουν φρόνιμα για να μην «αμφισβητηθεί το διεθνές δίκαιο». Ούτε από τους Παλαιστίνιους, βέβαια. Οι λαοί που υφίστανται εθνική καταπίεση έχουν αναφαίρετο δικαίωμα να ζητούν να αλλάξουν τα σύνορα. Και μόνον αυτοί. 
Μια άρνηση της Αριστεράς να αποδεχθεί την ιερότητα των Συνθηκών δεν σημαίνει ότι θα συνταχθεί με τις δυνάμεις της πολεμοκαπηλείας που ζητάνε άλλοτε «Σύνορα με τη Σερβία» για να διαμελίσουν τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και άλλοτε να πάρουμε «τις χαμένες πατρίδες». Διότι και σήμερα (όπως και πριν από ένα αιώνα) ο παράγοντας που αποσταθεροποιεί την περιοχή είναι οι ανταγωνισμοί και οι επεμβάσεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των τοπικών συμμάχων τους. Τα σύνορα ανάμεσα στη Συρία, το Ιράκ και την Τουρκία έχουν ρευστοποιηθεί σαν αποτέλεσμα των πολέμων που έκαναν οι ΗΠΑ και οι πρόθυμοί τους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ και από τους ανταγωνισμούς των τοπικών καθεστώτων που τρέχουν να καλύψουν τα κενά που προκλήθηκαν από την αποτυχία των ΗΠΑ.
Η απάντηση σε αυτή την αποσταθεροποίηση δεν είναι να συνταχθεί η Αριστερά με τους «εγγυητές» της Συνθήκης της Λωζάννης (και της γραμμής Σάικς-Πικό) που ευθύνονται για αυτή την κατάσταση. Είναι η απαίτηση να σταματήσει κάθε ελληνική εμπλοκή στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην περιοχή (οι διευκολύνσεις από τη Σούδα και όχι μόνο) και στους τοπικούς «άξονες» (με το Ισραήλ, τον Σίσι κλπ). 
Η θεωρία ότι η καλύτερη εγγύηση «ειρήνης και σταθερότητας» είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά σύνορα είναι και σύνορα της ΕΕ μόνο σαν άλλοθι για εμπλοκή σε επεμβάσεις μπορεί να λειτουργεί και γι’ αυτό είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι. Ένα χειροπιαστό παράδειγμα είναι η πολιτική της ΕΕ για τους πρόσφυγες. Εξαιτίας των ρατσιστικών φραγμών, τα σύνορα για τους πρόσφυγες στο Αιγαίο έχουν μετατοπιστεί προς τα δυτικά, αφού απαγορεύεται να μετακινηθούν από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου προς την υπόλοιπη χώρα. Βήμα ειρήνης και αλληλεγγύης των λαών θα είναι η κατάργηση των συμφωνιών με την ΕΕ για τη  Frontex και με το ΝΑΤΟ για τις περιπολίες και όχι η αναγόρευσή τους σε «προστάτες των ελληνικών συνόρων».
 
Τέλος, είναι αναγκαίο να μην καταπίνει η Αριστερά τις κλισέ «αναλύσεις» της πατριδοκαπηλείας ότι συνεχώς η Τουρκία αναβαθμίζεται. Όπως σωστά παρατηρεί ο καθηγητής Γιώργος Πρεβελάκης στην εφημερίδα των Συντακτών στο φύλλο της  5 Οκτώβρη:
«Οι δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν δεν εισάγουν επιθετική στρατηγική· είναι αμυντικές. (…) Η φιλόδοξη εξωτερική πολιτική του AKP απέτυχε πλήρως· ο εμπνευστής της, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, πλήρωσε ήδη το τίμημα των αδιεξόδων της. (…) Τι οδηγεί λοιπόν τον Τούρκο πρόεδρο να επαναφέρει στο προσκήνιο τον εφιάλτη των Σεβρών για τον τουρκικό εθνικισμό; Αυτό το εύλογο ερώτημα έθεσαν οι κεμαλιστές αντίπαλοί του. Δεν είναι, όμως, ο Ταγίπ Ερντογάν που επαναφέρει τον εφιάλτη. Εχει επανέλθει από μόνος του, ως αποτέλεσμα των προσφάτων εξελίξεων στη Μέση Ανατολή.
Οι αδεξιότητες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όπως η διένεξη με το Ισραήλ, επιδείνωσαν απλώς μια κατάσταση η οποία διαμορφώθηκε από τις ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα ατελή εθνικά κράτη τα οποία δημιουργήθηκαν από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, όπως το Ιράκ και η Συρία, «βαλκανοποιούνται. Είναι φυσικό να φοβάται η Τουρκία μήπως ακολουθήσει την ίδια μοίρα, καθώς η αποσταθεροποίηση προχωρεί ταχύρυθμα από την Ανατολή προς τη Δύση».
 
 
Αυτούς τους φόβους δεν θα τους σταματήσει η ευθυγράμμιση του Τσίπρα με την πολιτική της Μέρκελ που προωθεί τερατουργήματα όπως η αντιπροσφυγική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Ούτε βέβαια τα υστερικά «Μολών λαβέ». Μόνο ο κοινός αγώνας με τους εργάτες της Τουρκίας ενάντια στον πόλεμο, τις επεμβάσεις και τα πραξικοπήματα.
 
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1244 της "εργατική αλληλεγγύη" στις 12.10.16