• Παρ, 28/10/2016 - 21:07
Eξήντα χρόνια από την Ουγγρική Επανάσταση του 1956 [του Γιώργου Πίττα]
του Γιώργου Πίττα
 
 
Η Ουγγαρία του 1956 δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ίσως η πιο κορυφαία στιγμή ενός κύκλου αγώνων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων που συντάραξε σχεδόν όλες τις χώρες του λεγόμενου «Ανατολικού Μπλοκ».   
To 1953 στην Ανατολική Γερμανία, το 1956 στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, το 1968 στην Τσεχοσλοβακία, το 1970, 1976 και 1980 ξανά στην Πολωνία, οι εργάτες και η νεολαία συγκρούστηκαν με καθεστώτα που κατ’ όνομα αποκαλούνταν «Λαϊκές Δημοκρατίες». 
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ένας νέος κύκλος αγώνων ξέσπασε. Υπό την απειλή των λαϊκών κινητοποιήσεων η γραφειοκρατία που συγκροτούσε τα καθεστώτα και στόχο είχε την διαιώνιση της οικονομικής και πολιτικής της εξουσίας, αναζήτησε «ήπιες» μεταβάσεις. Οι ίδιοι άνθρωποι έτρεχαν να αλλάξουν το κουστούμι του μέχρι πρότινος «συντρόφου διευθυντή» με αυτό του καπιταλιστή μάνατζερ. Μέσα σε λίγους μήνες στο σύνολό τους τα ήδη βυθισμένα σε βαθιά κρίση καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ και η ίδια η ΕΣΣΔ οδηγήθηκαν σε κατάρρευση. 
 
Μια μεγάλη συζήτηση άνοιξε: Ήταν πραγματικά υπαρκτός, αυτός ο σοσιαλισμός που επιβλήθηκε από τα πάνω σε αυτές τις χώρες; Τι ήταν πραγματικά ο κόσμος που εξεγείρονταν και τι ήταν αυτοί που υποτίθεται υπερασπίζονταν τα “ιδεώδη του σοσιαλισμού” με τανκς; Ποια θα έπρεπε να είναι η στάση της Αριστεράς; 
Τη δεκαετία του ‘90 η αναζήτηση απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα ταλάνισε τον κόσμο της Αριστεράς. Και είναι ερωτήματα που εξακολουθούν να είναι κρίσιμα για το σήμερα. Σε παγκόσμιο επίπεδο όλο και περισσότερος κόσμος κατανοεί ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που όχι μόνο δεν δουλεύει, αλλά καταστρέφει τη ζωή του. Η εργατική τάξη και η νεολαία έρχεται αντιμέτωπη παγκόσμια με τις άγριες επιθέσεις λιτότητας και την πολιτική των μνημονίων και του ρατσισμού και κοιτάει ξανά προς την Αριστερά για λύσεις και εναλλακτική. Η απάντηση στο ερώτημα «από τα πάνω ή από τα κάτω;» βρίσκεται ξανά στην ημερήσια διάταξη, όχι μόνο στην Ελλάδα του 2016 και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά συνολικότερα.
 
Τα σταλινικά καθεστώτα μπορεί να ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την παράδοση του «σοσιαλισμού από τα πάνω», αλλά δεν ήταν ούτε το μοναδικό ούτε το πρώτο. 
 
Το πρώτο κύμα σοσιαλιστών που εμφανίστηκε τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα αντιμετώπιζε το αίτημα για μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Όμως οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, έβλεπαν τις αλλαγές να έρχονται από τα πάνω. 
Ο Όουεν διακήρυττε τον στόχο του, να πείσει την άρχουσα τάξη να βελτιώσει τις ανυπόφορες συνθήκες ζωής και εργασίας της εργατικής τάξης στη Βρετανία. Ο Σεν Σιμόν γοητευμένος από τις τρομερές δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας υποστήριζε την ιδέα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα εξαφάνιζε τις δυσλειτουργίες του καπιταλισμού, όχι κάτω από τον έλεγχο του λαού, αλλά μιας κυβέρνησης ειδικών επιστημόνων, διευθυντών και χρηματιστών. Ο Φουριέ δεν βασιζόταν στις μάζες αλλά στους φωτισμένους ηγέτες για να εφαρμόσουν την σοσιαλιστική του ουτοπία, στέλνοντας τα σχέδιά του για τη νέα κοινωνία σε κυβερνήτες όπως ο Τσάρος της Ρωσίας ή ο πρόεδρος των ΗΠΑ.
 
Ένα άλλο ρεύμα, αυτής της εποχής, ήταν αυτό του «συνωμοτικού κομμουνισμού», με πρωτεργάτες τον Μπαμπέφ και τον Μπλανκί. Κατανοούσαν την επανάσταση σαν μια συνωμοτική πράξη που γίνεται από μια μειοψηφία, με ένα πραξικόπημα της κομμουνιστικής ελίτ, μια απελευθέρωση από τα πάνω. Ο Προυντόν, ο πατέρας του αναρχισμού αντιτάχθηκε μεν στον καπιταλισμό, αλλά κοιτώντας προς τα πίσω. Θεώρησε σαν βάση της νέας ουτοπικής κοινωνίας την προκαπιταλιστική μικρή ιδιοκτησία. Η εργατική τάξη δεν είχε καμιά θέση σε ένα τέτοιο σχέδιο. Ο Προυντόν σιχαινόταν τα συνδικάτα και τις μάζες γενικότερα - «μόνο βάρβαροι… και είναι καθήκον μας να τους εκπολιτίσουμε». 
 
Το 1840, όμως, ένα νέο ρεύμα άρχισε να εμφανίζεται στην σοσιαλιστική σκέψη, καθώς η βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία και στη Γαλλία είχε δημιουργήσει μια νέα κοινωνική δύναμη που έβγαινε στο προσκήνιο, την εργατική τάξη. Ήταν αυτό το ρεύμα που ανέδειξε τον σοσιαλισμό από τα κάτω. Αντίθετα από τους ουτοπικούς σοσιαλιστές που θεωρούσαν ότι μια ελίτ θα αλλάξει την κοινωνία για χάρη των μαζών, ο Μαρξ υποστήριζε ότι οι μάζες έπρεπε να απελευθερωθούν με τη δική τους δράση.  Όπως έγραφε στην διακήρυξη της Πρώτης Διεθνούς «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας». 
 
Εργατική τάξη
 
Αυτή του η πεποίθηση πατούσε πάνω στο συμπέρασμα που έβγαλε μελετώντας τον αγγλικό καπιταλισμό, ότι ο καπιταλισμός δημιούργησε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μια καταπιεσμένη τάξη που δούλευε συλλογικά σε μεγάλους χώρους εργασίας. Αν αυτή η τάξη μπορούσε να απελευθερώσει τον εαυτό της μπορούσε να το κάνει μόνο συλλογικά. Αν τα εργοστάσια, τα ορυχεία και τα γραφεία μπορούσαν να περιέλθουν στα χέρια της εργατικής τάξης θα άνηκαν και θα διαχειρίζονταν συλλογικά από όλη την εργατική τάξη.
 
Μετά την εμπειρία της εργατικής επανάστασης που το 1871 εγκαθίδρυσε για λίγους μήνες την Παρισινή Κομμούνα, ο Μαρξ μπόρεσε να περιγράψει πολύ συγκεκριμένα ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει η νέα εργατική δημοκρατία. Η εργατική τάξη έγραφε «δεν μπορεί απλά να καταλάβει την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη χρησιμοποιήσει για δικούς της σκοπούς». Και συμπλήρωνε: Η Παρισινή Κομμούνα ήταν «ουσιαστικά μια εργατική κυβέρνηση. Ανακαλύφθηκε επιτέλους η πολιτική μορφή με την οποία μπορεί να επιτευχθεί η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας».
 
Την δεκαετία του 1890, η μακρόχρονη καπιταλιστική ανάπτυξη συνοδεύτηκε από την εμφάνιση του πρώτου μεγάλου ιστορικά ρεύματος του «σοσιαλισμού από τα πάνω», του ρεύματος της σοσιαλδημοκρατίας. Σύμφωνα με τον πατέρα αυτού του ρεύματος Μπέρνσταιν, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό οδηγούσε σε μια αφθονία που σταδιακά θα μπορούσε να τον μετασχηματίσει σε σοσιαλισμό. Αυτές οι αλλαγές θα μπορούσαν να έρθουν μέσα από την απόκτηση μιας σοσιαλιστικής πλειοψηφίας μέσα στο κοινοβούλιο. (Κάτι σαν αυτό που υποσχέθηκε ο Τσίπρας, δηλαδή αλλά χωρίς καν να τολμάει να μιλήσει για το σοσιαλισμό...)
 
Η εξέλιξη της ιστορίας έδειξε πόσο απατηλές ήταν αυτές οι υποσχέσεις για μεταρρύθμιση του καπιταλισμού προς όφελος των εργατών. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, σε αντίθεση με ό,τι πίστευε ο Μπερνστάιν, σήμανε μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις και μια τέτοια όξυνση των ανταγωνισμών που οδήγησε σε ένα φονικό παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνοι που υποστήριζαν ότι μπορούσαν να μεταρρυθμίσουν τον καπιταλισμό, βρέθηκαν σαν λογικό επακόλουθο να υποστηρίζουν τους «δικούς τους» καπιταλιστές εγκαταλείποντας την βασική αρχή της αντίθεσης των σοσιαλιστών στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. 
 
Το μέλλον όμως ανήκε σε εκείνους που αντιτάχθηκαν σε αυτήν την προδοσία: Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Λένιν, ο Τρότσκι όχι μόνο τάχθηκαν στην ηγεσία της μειοψηφίας που είπε όχι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά πάλεψαν για τη μετατροπή αυτού του πολέμου σε ταξικό πόλεμο ενάντια στις άρχουσες τάξεις που τον διεξήγαν. Ο Λένιν πατώντας πάνω στη θέση του Μαρξ υποστήριξε ότι το αστικό κράτος πρέπει να καταστραφεί και στη θέση του να υπάρξει ένα εργατικό μεταβατικό κράτος. Σε αυτό το κράτος, «η κάθε μαγείρισσα θα μπορεί να κυβερνά», υποστήριζε. 
 
Σοβιέτ
 
Η ρώσικη επανάσταση του 1917 όχι μόνο έκανε την αρχή για να μπει τέλος στον πόλεμο, αλλά ανέδειξε ένα νέο, πιο εξελιγμένο από την παρισινή κομμούνα, τύπο κοινωνικής οργάνωσης, τα σοβιέτ. Αυτά τα συμβούλια βασισμένα σε εκλεγμένους αντιπροσώπους από τους τόπους δουλειάς και τις γειτονιές έγιναν τα νέα νομοθετικά και εκτελεστικά όργανα στη Ρωσία. Ήταν όργανα εξουσίας άμεσης δημοκρατίας των οποίων οι αντιπρόσωποι ήταν άμεσα ανακλητοί. 
 
Ο αμερικάνος δημοσιογράφος Τζον Ρηντ περιέγραφε με ακρίβεια την οργάνωση του νέου κράτους: «Τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο εκλέγονται από όλη τη Ρωσία αντιπρόσωποι στο πανρωσικό συνέδριο των σοβιέτ. Αυτό το σώμα που αποτελείται από περίπου δύο χιλιάδες αντιπροσώπους συναντάται με τη μορφή ενός μεγάλου σοβιέτ και κανονίζει τα ουσιαστικά ζητήματα της πολιτικής του κράτους. Εκλέγει μια Κεντρική Εξελεγκτική Επιτροπή σαν την Κεντρική Επιτροπή του Σοβιέτ της Πετρούπολης, η οποία περιλαμβάνει αντιπροσώπους από τις κεντρικές επιτροπές όλων. Αυτή η Κεντρική Εξελεγκτική Επιτροπή του Πανρωσικού σοβιέτ είναι το κοινοβούλιο όλης της ρώσικης δημοκρατίας». 
 
Οι επαναστατημένοι εργάτες της Ουγγαρίας το 1956, της Τσεχοσλοβακίας το 1968, της Πολωνίας το 1980, είχαν εκατό φορές περισσότερη δύναμη από τη ρώσικη εργατική τάξη μερικές δεκαετίες νωρίτερα και προχώρησαν αυθόρμητα σε εμβρυακές μορφές αυτοοργάνωσης και συμβουλίων. Αλλά η επαναστατική παράδοση του «σοσιαλισμού από τα κάτω», πόσο μάλλον η ύπαρξη επαναστατικών κομμάτων που να την υποστηρίζουν, ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Και στη Δύση, μετά από δεκαετίες κυριαρχίας του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στην Αριστερά, χρειάστηκε ένας Μάης του ’68 για να έρθουν οι ιδέες του «σοσιαλισμού από τα κάτω» σε επαφή με πιο μαζικά ακροατήρια.
 
Βασισμένο στην παράδοση του «σοσιαλισμού από τα κάτω», ένα κομμάτι της επαναστατικής Αριστεράς μπόρεσε να μείνει όρθιο όταν το 1989 ήρθε η κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” και η νεοφιλελεύθερη επίθεση που ακολούθησε. Μπόρεσε να αντισταθεί στις αντεργατικές επιθέσεις όταν η σοσιαλδημοκρατία προσπάθησε να πείσει ξανά την εργατική τάξη ότι ο «εκσυγχρονισμός» του καπιταλισμού θα δημιουργήσει νέους παραδείσους. 
 
Αυτή η παράδοση είναι πολύτιμη σήμερα που ο ΣΥΡΙΖΑ σαν κυβέρνηση επιμένει ότι το μέλλον της εργατικής τάξης περνάει από τα πάνω, μέσα από το «μονόδρομο» των μνημονίων, της ΕΕ της αιώνιας λιτότητας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης –χάριν της καπιταλιστικής ανάπτυξης. 
 
Η αποτυχία του κρατικού καπιταλισμού
 
Τα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» προέκυψαν από τα πάνω στην Ανατολική Ευρώπη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.  Δεν ήταν προϊόντα μιας εργατικής επανάστασης. Ήταν το αποτέλεσμα μιας καταρχήν μοιρασιάς της Ευρώπης όπως την είχαν συμφωνήσει ήδη μεταξύ τους οι «Σύμμαχοι» του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, δηλαδή οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η ΕΣΣΔ. Στη Γιάλτα, ενώ ακόμα ο πόλεμος μαινόταν, ο Τσόρτσιλ, ο Ρούσβελτ και ο Στάλιν είχαν διαιρέσει ήδη την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο σε αγλλοαμερικάνικες και ρώσικες σφαίρες επιρροής.
 
Η μοιρασιά δεν είχε να κάνει με το τι ήθελε ο κάθε λαός ή ποια ήταν η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Η Ελλάδα π.χ, στην οποία η εργατική τάξη, η αγροτιά και η μεγάλη πλειοψηφία που πολέμησε τους ναζί απαιτούσε λαοκρατία, βρέθηκε στο δυτικό μπλοκ. Αντίθετα στο «σοσιαλιστικό» μπλοκ βρέθηκαν χώρες όπως η Ρουμανία, όπου τα μέλη του ΚΚ αρχικά περιορίζονταν σε λίγες εκατοντάδες και ο μεταπολεμικός κρατικός μηχανισμός έπρεπε να στηριχτεί στους μέχρι πρότινος συνεργάτες των Ναζί.
 
Αν και εμφανίστηκαν προστριβές ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις για τα όριά τους (πχ στο Βερολίνο και στην Κορέα) σε γενικές γραμμές και οι δύο πλευρές μεταπολεμικά τήρησαν ό,τι συμφωνήθηκε σε αυτό το παζάρι. Σε χώρες της δυτικής επιρροής που τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν δυνατά και είχαν παίξει κυρίαρχο ρόλο στην αντίσταση κατά των ναζί, ο Στάλιν τους ζητούσε να στηρίξουν την αντιδραστική κυβέρνηση Μπαντόλιο στην Ιταλία ή να συμμετέχουν στην κυβέρνηση Ντε Γκολ το 1944 στη Γαλλία. Άφησε επίσης την Ελλάδα ολοκληρωτικά στον έλεγχο της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Με την απρόσκοπτη υποστήριξη αυτών των δυνάμεων τσακίστηκε το εργατικό κίνημα και η Αριστερά, ενώ ο πλούτος και η εξουσία παρέμεινε στα χέρια της αστικής μειοψηφίας, που συνεργάστηκε με τον Μεταξά, τους Ναζί, τους Εγγλέζους και στο τέλος τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. 
 
Αντλώντας δύναμη από την υποστήριξη της ΕΣΣΔ τα ΚΚ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δημιούργησαν κοινωνικές δομές παρόμοιες με της Ρωσίας. Η βιομηχανία και οι τράπεζες εθνικοποιήθηκαν και άρχισαν προσπάθειες κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας. Όχι όμως κάτω από τον έλεγχο της εργατικής τάξης αυτών των χωρών αλλά κάτω από την εξουσία ενός γραφειοκρατικού μονοκομματικού κράτους. 
 
Γραφειοκρατία
 
Όλα αυτά δεν είχαν σε τίποτε να κάνουν με την στρατηγική του Λένιν, του Τρότσκι και των μπολσεβίκων που το 1917 υποστήριζαν ότι η νίκη της εργατικής επανάστασης στη Ρωσία θα έρθει μόνο με την εξάπλωση των εργατικών επαναστάσεων στον υπόλοιπο κόσμο. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Στάλιν, επικεφαλής της ολοένα αυξανόμενης γραφειοκρατίας του ρώσικου κόμματος (και αφού ξεκαθάρισε με την εσωτερική αντιπολίτευση που ασκούσαν ο Τρότσκι και άλλοι παλιοί μπολσεβίκοι) επέβαλε σαν στρατηγική το «σοσιαλισμό σε μια και μόνο χώρα». 
 
Με τα εργατικά συμβούλια να έχουν προ πολλού σταματήσει να λειτουργούν στην ίδια την ΕΣΣΔ, η κομματική γραφειοκρατία κρατώντας την εξουσία εξελίχθηκε σε ένα συλλογικό κρατικό καπιταλιστή που εκμεταλλευόταν και καταπίεζε την εργατική τάξη και τους αγρότες.
 
 Ο «σοσιαλισμός σε μια και μόνο χώρα» ήταν στην πράξη κρατικός καπιταλισμός. Μέσα από τον υπερεκμετάλλευση των εργατών της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ, τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού παρουσίαζαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 υψηλούς ρυθμούς συσσώρευσης και ανάπτυξης. Όμως οι υψηλοί ρυθμοί συσσώρευσης και ανάπτυξης δεν είχαν σαν στόχο την καλυτέρευση της ζωής της εργατικής τάξης. Προτεραιότητα ήταν το κυνήγι των εξοπλισμών. 
 
Και στην Ουγγαρία του 1956 και στην Τσεχοσλοβακία του 1968, η εργατική τάξη και οι μάζες προσπάθησαν να αξιοποιήσουν κάθε χαραμάδα που άνοιγαν οι εσωκομματικές αντιθέσεις. Βγήκαν στο προσκήνιο της ιστορίας για να διεκδικήσουν τα δικά τους συμφέροντα, αυξήσεις στους μισθούς, καλυτέρευση των συνθηκών δουλειάς και ζωής και δημοκρατικά δικαιώματα. Χρησιμοποίησαν όλους τους κλασσικούς τρόπους που ιστορικά έχει χρησιμοποιήσει η εργατική τάξη: τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τις καταλήψεις δημόσιων κτιρίων προκειμένου να πάρουν τον έλεγχο. 
 
Σε αντίθεση με τις σταλινικές διαστρεβλώσεις αλλά και σε αντίθεση με την αστική προπαγάνδα της Δύσης που τους ήθελε άβουλα όντα, σκλάβους ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, η εργατική τάξη στις χώρες του ανατολικού μπλοκ ήταν εργατική τάξη με τη μαρξιστική έννοια, δηλαδή αντικείμενο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης αλλά και αναπόσπαστο τμήμα του ιστορικού νεκροθάφτη του καπιταλισμού. 
 
 
Δεν ήταν ψεύτικες (ή “χρωματιστές” όπως έλεγε η σταλινική προπαγάνδα) οι επαναστάσεις και οι εξεγέρσεις στο ανατολικό μπλοκ, ούτε δουλειά των πρακτόρων της CIA. ‘Hταν γνήσιες εργατικές εκρήξεις, που όμως δεν διέθεταν πολιτικές ηγεσίες που να τις οδηγήσουν στη νίκη. Το 1989 μέσα στα ΚΚ της Ανατολής υπήρχαν «σταλινικοί της αγοράς», υπήρχαν «μεταρρυθμιστές της αγοράς», αλλά δεν υπήρχαν επαναστάτες σοσιαλιστές που να προβάλουν το συλλογικό δημοκρατικό έλεγχο των εργατών σαν διέξοδο από την κρίση του κρατικού καπιταλισμού. Και μέσα στην Αριστερά της Δύσης, τόσο στα ΚΚ όσο και στη σοσιαλδημοκρατία, κυριαρχούσαν οι υποστηρικτές της Περεστρόικα, της στροφής προς την αγορά. Μόνο οι μικρές δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς πρόβαλαν ότι η γνήσια εναλλακτική είναι ο σοσιαλισμός από τα κάτω.
 
Δημοσιεύτηκε στην "εργατική αλληλεγγύη", τεύχος 1246, 26.10.2016