- Τετ, 12/07/2017 - 14:22
Άμεση ανάγκη για μια κεντρική, πολιτική, αντικαπιταλιστική πρόταση [του Νίκου Ταμβακλή]
Άμεση ανάγκη για μια κεντρική, πολιτική, αντικαπιταλιστική πρόταση Τα αδιέξοδα της τρέχουσας, παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού δεν εκδηλώνονται μόνο με την γενικότερη ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τις πολλαπλασιαζόμενες στρατιωτικές επεμβάσεις στις χώρες της περιφέρειας. Αυξάνεται επίσης η κοινωνική ένταση και η πολιτική αστάθεια του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος, στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Στο διεθνές επίπεδο, η οριακή και αμφισβητούμενη εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ έφερε ασφαλώς και μια σειρά από νέες αλυσιδωτές εξελίξεις, με τελευταία τη νέα «εστία έντασης» στη Μ. Ανατολή που προκλήθηκε από τον αποκλεισμό του Κατάρ. Μια ένταση που πυροδοτήθηκε μετά από τον ανεκδιήγητο «χορό των σπαθιών» του Τραμπ με τους σεΐχηδες της Σαουδικής Αραβίας (αφού έκλεισε την εμπορική συμφωνία για την κολοσσιαία προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού ύψους 380 δις) και ανέδειξε ανάγλυφα το βαθμό της επικινδυνότητας αλλά και της σχετικής αυτονομίας μιας τυχοδιωκτικής και παρακμιακής πολιτικής ηγεσίας. Οι οργισμένες «αντι-Τραμπ» αντιδράσεις και κοινωνικές κινητοποιήσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ πολλαπλασιάζονται (με αφορμή είτε την επιχειρούμενη κατάργηση του εθνικού συστήματος υγείας, είτε την κυνική στάση του απέναντι στο εφιαλτικό φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, είτε την αστυνομική ρατσιστική βία), χωρίς όμως η αμερικανική εργατική τάξη και τα κοινωνικά κινήματα να μπορούν μέχρι σήμερα να συγκροτήσουν μια αξιόπιστη, κεντρική πολιτική απάντηση πέρα από τον ρεφορμισμό του Μπέρνι Σάντερς. Η διαμόρφωση ωστόσο μιας τέτοιας απάντησης στη καρδιά του ισχυρότερου πόλου του ιμπεριαλισμού, αποκτά μια κρίσιμη σημασία για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Στην Αγγλία, η αναπάντεχη εκλογική αποτυχία της Τερέζα Μέι να αποκτήσει την επιζητούμενη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία οδηγεί σε μια παρατεινόμενη αστάθεια το πολιτικό σύστημα της χώρας ενώ η «αριστερή» εναλλακτική πρόταση των Εργατικών του Κόρμπιν βρήκε μια σημαντική εκλογική απήχηση. Όμως, μέσα στις συνθήκες της σημερινής, γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης, στην ρεφορμιστική πρόταση του Εργατικού κόμματος μέσο-μακροπρόθεσμα κρύβονται ιδιαίτερα οξυμένοι κίνδυνοι για την εργατική τάξη (όπως αποδεικνύεται περίτρανα στην ελληνική περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ), που δυστυχώς δεν φαίνεται να έχουν γίνει ακόμη κατανοητοί από την αγγλική επαναστατική μαρξιστική αριστερά, παρά την μεγάλη ιστορική της παράδοση και την επίσης σχετικά σημαντική κοινωνική της εμφύτευση. Συντάσσονται στη πλειοψηφία τους πίσω από το πολιτικό σχέδιο του Κόρμπιν, επιδιώκοντας ίσως το «μικρότερο κακό» για την εργατική τάξη, μια επιδίωξη όμως που είναι εντελώς ανεπαρκής απέναντι στην σημερινή απαίτηση για μια ταξική απάντηση στην λυσσαλέα επίθεση του κεφαλαίου. Στη Γαλλία, που πάντοτε αποτελούσε σύμφωνα με τους κλασσικούς του μαρξισμού το πιο αντιπροσωπευτικό κοινωνικό εργαστήριο της Ευρώπης, τα αποτελέσματα των γαλλικών βουλευτικών εκλογών ανέδειξαν επίσης με σαφήνεια τα πολιτικά αδιέξοδα του καπιταλισμού. Η επισφαλής νίκη του αχυρανθρώπου του τραπεζικού συστήματος Μακρόν, στηριγμένη σε μεγάλο βαθμό στη γενική αδιαφορία των ψηφοφόρων (ρεκόρ εκλογικής αποχής) και στον διθυραμβικό εκθειασμό του, στη συστηματική προβολή του από τα αστικά ΜΜΕ, χωρίς να διαθέτει ο ίδιος ούτε κομματικό μηχανισμό, ούτε συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα (πέρα από τα συνήθη νεοφιλελεύθερα φληναφήματα), συνδυάστηκε με τον ταυτόχρονο καταποντισμό των «παραδοσιακών» κοινοβουλευτικών κομμάτων της δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας. Η προβολή από τον Μακρόν των νεοφιλελεύθερων συνταγών, στην πιο χυδαία τους μορφή, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα που συνταράσσουν τη Γαλλία τα τελευταία χρόνια, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των μεταναστών και της νεολαίας. Ταυτόχρονα, η ανεπάρκεια της γαλλικής ρεφορμιστικής αριστεράς (μετά μάλιστα από την εντυπωσιακή άνοδο του Μελανσόν στο πρώτο γύρο των προεδρικών) να δώσει μια συνολική και πειστική απάντηση στα αδιέξοδα του καπιταλισμού αναδείχθηκε με την εκλογική της στασιμότητα στις βουλευτικές εκλογές (Μελανσόν, ΚΚΓ), αλλά και από την βαθιά κρίση στην οποία βυθίζεται μετεκλογικά. Για την επαναστατική αριστερά, που στη Γαλλία δεν διαθέτει μόνο μια μεγάλη ιστορική παράδοση και σημαντική κοινωνική εμφύτευση, αλλά και μια σχετικά αξιόλογη, διαρκή, ανεξάρτητη πολιτική παρουσία μέσα στην εργατική τάξη και στα κοινωνικά κινήματα, η σημερινή συγκυρία θα έπρεπε κανονικά να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία κεντρικής παρέμβασης και αντικαπιταλιστικής προπαγάνδας. Η επιτυχημένη προεκλογική εκστρατεία του Φιλίπ Πουτού στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών με σημαντικές συγκεντρώσεις που συνοδεύτηκαν από ενδιαφέρουσες συζητήσεις εργαζομένων, μεταναστών και νεολαίας σε πολλές επαρχιακές πόλεις (και ανεξάρτητα από το μέτριο εκλογικό της αποτέλεσμα) έδειξε προς στιγμήν το σωστό δρόμο και τις τεράστιες δυνατότητές που υπάρχουν σε αυτή τη κατεύθυνση. Ωστόσο, και η γαλλική επαναστατική αριστερά αποδείχθηκε ότι στην πλειοψηφία της δεν μπορεί ακόμη να ακολουθήσει αποφασιστικά αυτόν το δρόμο. Ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα σε μια αμυντική πολιτική ουράς του ρεφορμισμού και στην αναγκαία επιθετική ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική πρόταση, σαν αποτέλεσμα των απογοητεύσεων και της ανασφάλειας που έχουν συσσωρευθεί στο εσωτερικό της και από την έλλειψη αυτοπεποίθησης που της έχει κληροδοτήσει όλη η προηγούμενη, μακρά περίοδος (σχεδόν τριάντα χρόνια), της σαρωτικής ιδεολογικής καπιταλιστικής επίθεσης που ακολούθησε την κατάρρευση του μπλοκ των ανατολικών εργατικών κρατών.
Το ελληνικό «κοινωνικό εργαστήριο» Από το Eurogroup της 22ας Μαΐου, στο επόμενο της 15ης Ιουνίου, και από τη μια ευρωπαϊκή «συνάντηση κορυφής» στην επόμενη, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεχίζει τη πολιτική της κατρακύλα, υποκύπτοντας κάθε φορά με λιγότερες αναστολές και δισταγμούς στις εξωφρενικές απαιτήσεις «των δανειστών και εταίρων μας», υπογράφοντας τις νέες «συμφωνίες» και ψηφίζοντας με απόλυτη κοινοβουλευτική σύμπνοια τα νέα «συμπληρωματικά» μέτρα. Ταυτόχρονα, η ηγεσία Τσίπρα επιδίδεται σε απεγνωσμένες προσπάθειες, με μια μονότονη επιμονή που αγγίζει πλέον τα όρια της υστερίας, προκειμένου να διατηρήσει ένα κάποιο κλίμα αισιοδοξίας ανάμεσα στην κοινοβουλευτική της ομάδα και στα κομματικά της στελέχη αλλά και να συγκρατήσει κάπως το συρρικνούμενο εκλογικό της ακροατήριο. Ο «αριστερός» πρωθυπουργός διακηρύττει κάθε φορά ανερυθρίαστα με υπερηφάνεια ότι «η Ελλάδα έχει εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της» και επαναλαμβάνει αυτάρεσκα (προφανώς θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα ακόμη ευφυές χαριτολόγημα) ότι «η μπάλα βρίσκεται πλέον στο γήπεδο των εταίρων μας». Διαβεβαιώνει κάθε φορά με μια αστείρευτη αισιοδοξία, για την επιτυχή έκβαση της επόμενης συνάντησης με τους «θεσμούς», που θα μας φέρει (εκτός από τα νέα «δυσβάστακτα μέτρα») μια συμφωνία για την μεσο-μακροπρόθεσμη ρύθμιση του τρόπου αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, την πολυπόθητη ένταξη στην «ποσοτική χαλάρωση» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και τελικά τον θρίαμβο μιας «εξόδου στις αγορές». Όμως η ρητή, σαφέστατα διατυπωμένη απαίτηση των συμφωνιών που υπογράφηκαν δεν μπορεί να κουκουλωθεί ούτε κάτω από τις γενικόλογες πρωθυπουργικές ρητορείες και τα χαριτολογήματα, ούτε κάτω από τις αόριστες υποσχέσεις και τις δακρύβρεκτες δηλώσεις καλών προθέσεων των υπουργών και των κυβερνητικών στελεχών: η μεσο-μακροπρόθεσμη αποπληρωμή του χρέους και η μελλούμενη οικονομική «ανάπτυξη» που θα επέλθει χάρις στην «προσέλκυση των επενδυτών», θα βασίζονται αποκλειστικά σε μια ατελείωτη (για τα επόμενα 40 χρόνια!) δέσμευση για πολιτικές λιτότητας, σε μια διαρκή μείωση του εισοδήματος των λαϊκών στρωμάτων και στην δραματική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων, των συνταξιούχων και των ανέργων, με τον σταδιακό στραγγαλισμό και των τελευταίων κοινωνικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων τους. Η πολιτική κατάρρευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν μπορεί να συγκαλυφθεί πλέον, ούτε από τα μάτια των ψηφοφόρων, ούτε των κομματικών στελεχών ή των βουλευτών της. Οι τελευταίοι, άβουλοι και μοιραίοι, ομόφωνα και άφωνα, ψηφίζουν τα νέα μέτρα και τις συμπληρωτικές τροπολογίες τους, μάλιστα με την «διαδικασία του κατεπείγοντος», που με τόσο πάθος στο παρελθόν την είχαν καταγγείλει σαν μια «αντιδημοκρατική» και «αντικοινοβουλευτική μεθόδευση του διεφθαρμένου δικομματισμού». Άλλωστε, αντιλαμβάνονται πολύ καλά ότι μια προσφυγή στις κάλπες θα αποτελέσει για τη συντριπτική πλειοψηφία τους και το οριστικό τέλος της πολιτικής τους καριέρας. Ο σημερινός ρόλος της «αριστερής» κυβέρνησης, κατά τον υπουργό κ. Σκουρλέτη, περιορίζεται στο ταπεινό καθήκον «να διακρίνει κάποιες μικρές δυνατότητες για να σώζει ή να κερδίζει πράγματα». Τόσο μικρά πράγματα, θα συμπληρώναμε εμείς, που έχουν καταστεί εντελώς δυσδιάκριτα για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, που έλπισαν σε μια ριζική ανατροπή της πολιτικής της λιτότητας, μια ουσιαστική ανακούφιση από τον εφιάλτη των μνημονίων και στήριξαν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα, αντίθετα με τα λεγόμενα του «εθνικού μας ηγέτη» κ. Τσίπρα, είναι αυτά αποκλειστικά τα λαϊκά στρώματα, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, οι μικροεπαγγελματίες (και όχι βέβαια «η Ελλάδα» γενικώς και αορίστως) που υποχρεώνονται να «εκπληρώνουν στο ακέραιο το καθήκον τους» απέναντι στους «δανειστές και εταίρους μας». Ωστόσο, η χειρότερη συνέπεια της πολιτικής της «αριστερής» κυβέρνησης, για την εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, είναι αυτή ακριβώς που αφορά την διαμόρφωση της σημερινής κοινωνικής τους συνείδησης. Η πεποίθηση ότι «όλοι είναι ίδιοι» κυριαρχεί στο υποσυνείδητο των μαζών, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα κλίμα απογοήτευσης και απαξίωσης γενικά για κάθε πολιτική δραστηριότητα και κομματική ένταξη, αλλά και για κάθε συλλογική οργάνωση, μαζική πρωτοβουλία ή οργανωμένη κοινωνική αντίσταση, δηλαδή αναπτύσσεται μια μικροαστική τάση φυγής και αναζήτησης της ατομικής λύσης. Με άλλα λόγια, χάρις στη κυβερνητική πολιτική, καλλιεργείται ένα κλίμα επικίνδυνα ευνοϊκό για μια νέα δυναμική επανεμφάνιση της φαιάς πανούκλας του φασισμού, που καθηλώθηκε σε στασιμότητα τα τελευταία τρία χρόνια από τη μαζική αντικαπιταλιστική δράση, αλλά δεν έπαψε να ελλοχεύει και να διατηρεί μια σχετικά ισχυρή παρουσία, τόσο κοινωνική όσο και εκλογική. Από την άλλη πλευρά, η δεξιά αντιπολίτευση της ΝΔ των Μητσοτάκη-Γεωργιάδη, αναθαρρημένη από τη δημοσκοπική κατρακύλα της κυβέρνησης, ανακουφισμένη από το γεγονός ότι το βάρος του καθήκοντος της εισήγησης και της ψήφισης των «αναγκαίων δυσβάστακτων μέτρων» μετατέθηκε στους ώμους της «αριστερής» κυβέρνησης, και σταθερά πριμοδοτούμενη από την λυσσαλέα, ακατάσχετη προπαγάνδα των αστικών ΜΜΕ, προσπαθεί να ξαναζεστάνει και να μας σερβίρει για μια ακόμη φορά τη μπαγιάτικη σούπα του νεοφιλελεύθερου «αφήγηματός» της. Έτσι, σήμερα στην Ελλάδα, είναι αναγκαία όσο ποτέ η άμεση ανάκαμψη του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων αντίστασης και αλληλεγγύης. Όμως η ανάκαμψη αυτή είναι δυνατή στο βαθμό που τα κινήματα αποδεικνύουν στη πράξη ότι μπορούν να δίνουν απαντήσεις στα καθημερινά προβλήματα των λαϊκών μαζών και μπορούν να φέρνουν χειροπιαστά αποτελέσματα. Στη κατεύθυνση αυτή, η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί και οφείλει να συμβάλλει είναι η αντικαπιταλιστική αριστερά. Αυτό όμως σημαίνει ότι δεν συμμετέχει απλώς στα συνδικάτα και στα κινήματα με όλες τις δυνάμεις της (κάτι που έτσι κι αλλιώς πάντοτε ισχύει), αλλά ότι διαθέτει επίσης ένα συνεκτικό και συγκροτημένο πολιτικό σχέδιο για να τα εξοπλίσει, αποστασιοποιούμενη αποφασιστικά από τα καταδικασμένα πολιτικά σχέδια των ρεφορμιστών. Νίκος Ταμβακλής, ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Σάμου |