- Πέμ, 21/06/2018 - 08:09
“Πρωτοβουλία 114”: Mια πιο δεξιά ΛΑΕ; [του Γιώργου Ράγκου]
“Πρωτοβουλία 114”: Mια πιο δεξιά ΛΑΕ;
του Γιώργου Pάγκου, μέλος της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Την περασμένη Δευτέρα 11 Ιούνη πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη τύπου της «Πρωτοβουλίας 1-1-4 για τη Συνεργασία, την Κοινή Δράση και την Ενότητα» στην οποία παρουσιάστηκε κείμενο 10 σημείων, που υπογράφουν 114 πρόσωπα και συλλογικότητες. Στη συνέντευξη τύπου μίλησαν οι Αλέκος Αλαβάνος, Νάντια Βαλαβάνη, Κώστας Λαπαβίτσας, Παναγιώτης Λαφαζάνης και Μάνια Παπαδημητρίου και ανακοινώθηκε ότι στηρίζει την Πρωτοβουλία και ο Μανώλης Γλέζος.
Κάθε Πρωτοβουλία για ενότητα και κοινή δράση κρίνεται πολιτικά από το πολιτικό περιεχόμενο, τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται και την προοπτική διεξόδου που παρουσιάζει. Δυστυχώς, και στα τρία αυτά πεδία, κινείται σε λάθος κατεύθυνση σε σχέση με τις μάχες και τη ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου, τις ανάγκες της περιόδου και χωρίς να έχει βγάλει τα απαραίτητα διδάγματα της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Σκοπός αυτής της Πρωτοβουλίας, όπως περιγράφεται στο έβδομο από τα 10 σημεία είναι: «…να ενώσουμε τις διάσπαρτες αυτές νησίδες σε ένα πανίσχυρο Αρχιπέλαγος. Μπορούμε να αναπτερώσουμε το ηθικό του λαού και να στηρίξουμε την ηθική της αλληλεγγύης και δημιουργίας. Με αυτό το όραμα τασσόμαστε υπέρ ενός μετώπου όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που εμπνέονται και πονάνε… για μια κυρίαρχη, γνήσια δημοκρατική, ανεξάρτητη, παραγωγική και τεχνολογικά προηγμένη Ελλάδα του 21ου αιώνα.… για να ανοίξει ένας νέος ορίζοντας ειρηνικής επανάστασης και λυτρωτικής απελευθέρωσης του λαού μας».
Από αυτό το απόσπασμα, που παρουσιάστηκε μάλιστα και ως συνοδευτικό στο κάλεσμα για τη Συνέντευξη Τύπου, το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι πρόκειται για μία Πρωτοβουλία λιγότερο ριζοσπαστική και από την ίδια τη ΛΑΕ. Η απουσία στις 114 υπογραφές, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, από μέλη της ΛΑΕ που δεν ανήκουν στο Αριστερό Ρεύμα δηλώνει ότι αυτή η Πρωτοβουλία δεν μπορεί να συσπειρώσει όλη τη ΛΑΕ. Έχει προσανατολισμό προς τα δεξιά της, σε «πατριωτικές και δημοκρατικές δυνάμεις». Ήδη ο Βαρουφάκης με άρθρο του στην ΕφΣυν χαιρετίζει την “πρωτοβουλία του Αλέκου Αλαβάνου” και το ΕΠΑΜ του Καζάκη, στο οποίο έγινε πρόσκληση συμμετοχής στη Πρωτοβουλία (!), το συζητάει «υπό άλλους όρους».
Είναι μία Πρωτοβουλία που επειδή απευθύνεται «σε πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που εμπνέονται και πονάνε… την Ελλάδα» εντυπωσιάζει με την απουσία των λέξεων: «αριστερά», «εργατική τάξη», «σοσιαλισμός», «αστική τάξη», «καπιταλισμός», «ταξική πάλη» και των παραγώγων της.
Συγχωροχάρτι
Το κείμενο της Πρωτοβουλίας ξεκινάει με ένα «συγχωροχάρτι» στην ντόπια άρχουσα τάξη γιατί η «...άγρια επίθεση ενάντια στην κοινωνία, στον κόσμο της εργασίας, στη νέα γενιά… είναι «αποτέλεσμα των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωζώνης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου…».
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τους στόχους και τους σκοπούς των δανειστών. Αλλά δεν είναι μία πολιτική που απλά «επιβλήθηκε από τα έξω», είναι μία πολιτική που είναι ταυτισμένη με τις ανάγκες της ντόπιας άρχουσας τάξης για να παραμείνει στο άρμα του ευρώ και της ΕΕ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζει και εφαρμόζει μνημόνια γιατί συνθηκολόγησε με τις απαιτήσεις της ντόπιας άρχουσας τάξης. Και συνθηκολόγησε γιατί δεν είχε τη γραμμή ρήξης ούτε με την ΕΕ, αλλά ούτε και με την ντόπια άρχουσα τάξη. Δυστυχώς αυτή η στρατηγική, υπάρχει και σ’ αυτή την Πρωτοβουλία και αυτό φαίνεται στην εναλλακτική λύση που προβάλει απέναντι στα μνημόνια και στη λιτότητα.
Ξεκινάει με μία τοποθέτηση ότι «...ο τόπος μας διαθέτει άφθονες δυνατότητες ανάπτυξης και πλούτου, φτάνει να αξιοποιηθούν με αυτοπεποίθηση και όραμα οι υποδομές του που σήμερα λεηλατούνται, το διψασμένο για δημιουργία ανθρώπινο δυναμικό του, η στρατηγική γεωγραφική του θέση, ο φυσικός του πλούτος… υπάρχουν συγκεκριμένες κατευθύνσεις σε εμπεριστατωμένες συλλογικές και ατομικές μελέτες, στηριγμένες στη διεθνή εμπειρία, που μπορούν να φέρουν μια ουσιαστική υπέρβαση της ύφεσης και της επακόλουθης στασιμότητας ικανοποιώντας τις λαϊκές ανάγκες…» καταλήγει να προτείνει ένα αταξικό τεχνοκρατικό οικονομικό πρόγραμμα «παραγωγικής ανασυγκρότησης» με πυλώνα το εθνικό νόμισμα, τις δημόσιες και εθνικές επενδύσεις σε ένα κοινωνικό περιβάλλον χωρίς ταξική σύγκρουση και χωρίς να αναφέρει και ποιός θα το υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα (η απουσία της λέξης «αριστερά» δεν μας επιτρέπει να υποθέσουμε μία «αριστερή κυβέρνηση», μάλλον μία κυβέρνηση «που πονάει τον τόπο»):
«Κρίνουμε ως άμεσα αναγκαία: την τόνωση της ενεργού ζήτησης. Την ταχεία αποκλιμάκωση της φορολογίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης του ΕΝΦΙΑ. Την παράλληλη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την ανακούφιση του λαού, κι ιδιαίτερα τη στήριξη των πλέον αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων. Την αύξηση των επενδύσεων στον δημόσιο, ιδιωτικό (!) και κοινωνικό τομέα. Τη δημιουργία του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου με την απαλλαγή του προϋπολογισμού από τα εξοντωτικά πρωτογενή πλεονάσματα και με τη χρήση των νομισματικών εργαλείων, αποδομώντας έτσι τη λογική ότι “δεν μπορούν να υπάρξουν χρήματα”. Την προώθηση, με αξιοποίηση όλων των δυνατών μέσων, μιας βαθιάς διαγραφής χρέους. Την ταχεία, με αυτόν τον τρόπο, μείωση της ανεργίας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας με αξιοπρεπείς σχέσεις εργασίας και αμοιβής. Την εξυγίανση και αναπτυξιακή αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα σε δημόσια βάση, που θα στηρίζει τις νέες αναπτυξιακές πολιτικές. Τον σχεδιασμό μιας μεσοπρόθεσμης βιομηχανικής και αγροτικής πολιτικής για την αλλαγή της στρεβλής δομής της οικονομίας. Η παραγωγική ανασυγκρότηση προϋποθέτει τελικά την εθνικοποίηση των ΔΕΚΟ και άλλων στρατηγικών τομέων της οικονομίας…».
Αντιδραστικά στερεότυπα
Σε όλα τα παραπάνω όχι μόνο δεν υπάρχει αναφορά στην ανάγκη για εργατικό έλεγχο σε Τράπεζες και ΔΕΚΟ αλλά παρακάτω υπάρχει και αναπαραγωγή αντιδραστικών στερεότυπων: «για τον σκοπό αυτό χρειάζεται βαθιά δημοκρατική τομή στη Δημόσια Διοίκηση, με εκσυγχρονισμό, αποδοτικότητα (!) και παραγωγικότητα (!), με αποτελεσματική καταπολέμηση της αναξιοκρατίας, κομματικοποίησης, διαφθοράς, διαπλοκής, ατιμωρησίας...». Ουσιαστικά προβάλλεται η ανάγκη για επιβολή αξιολόγησης στο δημόσιο τομέα.
Μετά από όλα αυτά, η τοποθέτηση ότι “οι αναγκαίες αυτές αλλαγές είναι ασυμβίβαστες με την παραμονή στην Ευρωζώνη και οδηγούν σε ρήξη με την ΕΕ» έρχεται όχι σαν ένα ταξικό καθήκον προς όφελος της εργατικής τάξης αλλά σαν εθνικό συμφέρον.
Το ίδιο προβληματική είναι η τοποθέτηση στα «εθνικά θέματα». «Θέτουμε, ζώντας σε μια περιοχή ρευστότητας και ανασφάλειας, αμερικανικών και ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, συγκρούσεων και περιφερειακών ηγεμονισμών, στρατιωτικών εισβολών και τοπικών πολέμων, ως κεντρικό μας στόχο την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας της πατρίδας μας». Σε όλο αυτό το περιβάλλον, σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από την πιο επιθετική πολιτική της ελληνικής πλευράς στα Βαλκάνια, την όξυνση του αντιδραστικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού στο Αιγαίο και στην Κύπρο για τις ΑΟΖ, τη συμμετοχή της στον αντιδραστικό άξονα με Ισραήλ και Αίγυπτο, η Ελλάδα παρουσιάζεται ως μία χώρα «που κινδυνεύει να χάσει την εδαφική της ακεραιότητα». Έτσι, η εναντίωση στο ΝΑΤΟ δεν έρχεται από αντιιμπεριαλιστικές θέσεις αλλά γιατί «…δεν εγγυάται την εθνική μας κυριαρχία» για να καταλήξει ότι «η ανασυγκρότηση της οικονομίας και η ανάκαμψη του φρονήματος του λαού μας είναι κεντρικές προϋποθέσεις ώστε η χώρα μας να είναι διεθνώς σεβαστή».
Αρνητική εντύπωση προκαλεί η απουσία οποιαδήποτε αναφοράς στα ζητήματα του φασισμού, του ρατσισμού, των δικαιωμάτων των μεταναστών, των γυναικών, των ομοφυλόφιλων.
Μία τέτοια Πρωτοβουλία δεν μπορεί να δώσει στήριγμα και ελπίδα στον κόσμο της αριστεράς που συγκρούεται με τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του και κουβαλάει πλούσιες εμπειρίες από τους αγώνες που έχει δώσει σε όλα αυτά τα μέτωπα.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί και πρέπει να αποτελέσει κέντρο συσπείρωσης για κοινή δράση και ταυτόχρονα να οργανώσει τον συντροφικό πολιτικό διάλογο για τις πολιτικές και ιδεολογικές μάχες του σήμερα και τη στρατηγική. Για να κερδίσουν οι αγώνες και μέσα από αυτή τη ζωντανή διαδικασία να δυναμώσει η αντικαπιταλιστική προοπτική της ανατροπής, η μόνη νικηφόρα προοπτική με την εργατική τάξη.
Δημοσιεύτηκε στην Εργατική Αλληλεγγύη, 20/06/2018, No 1329
|