• Τρί, 24/07/2018 - 01:58
Μακεδονικό: ρήξη με τον ελληνικό εθνικισμό-διεθνιστική αντικαπιταλιστική απάντηση [του Παντελή Αυθίνου]

Μακεδονικό: ρήξη με τον ελληνικό εθνικισμό-διεθνιστική αντικαπιταλιστική απάντηση

Το «θρίλερ των κατασκόπων» και η διπλωματική κρίση στις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, που πυροδότησε η καταγγελία της ελληνικής κυβέρνησης ότι Ρώσοι κατάσκοποι υποκινούσαν τα ακροδεξιά εθνικιστικά συλλαλητήρια ενάντια στην συμφωνία των Πρεσπών, έφερε με δραματικό τρόπο στην επιφάνεια, την σκληρή ιμπεριαλιστική σύγκρουση που διεξάγεται, γύρω από την σφαίρα επιρροής στην οποία θα υπαχθεί η Δημοκρατία της Μακεδονίας και τα Δυτικά Βαλκάνια γενικότερα. Μια σύγκρουση που, από την πλευρά όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων –είτε διεθνών όπως οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Ρωσία είτε περιφερειακών όπως η Ελλάδα– έχει σαν κοινό παρονομαστή, την άρνηση του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό του μακεδονικού λαού.

Την ίδια ώρα, η αναζωπύρωση του μακεδονικού ζητήματος, με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική και την μακεδονική κυβέρνηση, πρόσθεσε μια ακόμη ψηφίδα στο παζλ της πολιτικής αστάθειας που χαρακτηρίζει τον ελληνικό καπιταλισμό. Αστάθεια που παράγεται από την αβεβαιότητα που κυριαρχεί στα πολιτικά επιτελεία σχετικά με τον άξονα γύρο από τον οποίο θα στηθεί η αστική ηγεμονία πάνω στον εργαζόμενο λαό στην «μεταμνημονιακή» εποχή.

Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν χάνει ευκαιρία να διατυμπανίζει ότι η συμφωνία που υπέγραψε με την κυβέρνηση Ζάεφ διασφαλίζει τα «συμφέροντα της Ελλάδας» καθώς αποκτάει ηγεμονική θέση και ως προς την Δημοκρατία της Μακεδονίας και γενικότερα στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα ξαναγίνεται το κέντρο των εξελίξεων διατυμπανίζει ο Κοτζιάς[1]. Με λίγα λόγια ο ελληνικός καπιταλισμός γίνεται ξανά ο ρυθμιστής του τρόπου με τον οποίο θα συνεχίσει να επεκτείνεται ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός στην βαλκανική, ρόλος που του ανήκε πριν από το ξέσπασμα της κρίσης το 2010. Και η μονομερής πίεση που άσκησαν οι ΗΠΑ και η ΕΕ προς την Κυβέρνηση Ζάεφ να συνθηκολογήσει με τις ελληνικές απαιτήσεις, δείχνει ότι ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα στο ελληνικό κράτος αυτό τον ρόλο.

Εθνικιστικά συλλαλητήρια: η νομιμοποίηση των φασιστικών συμμοριών

Από την άλλη, τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το «όνομα της Μακεδονίας» έδωσαν την ευκαιρία σε όλον τον εσμό των παραστρατιωτικών οργανώσεων, των ακροδεξιών αποβρασμάτων, και των φασιστικών συμμοριών –ακόμα και στην ίδια την υπόδικη ηγεσία της Χρυσής Αυγής– να ξαναδιεκδικήσουν πολιτικό χώρο που τους είχε στερήσει το εργατικό και το μαζικό κοινωνικό κίνημα.

Αυτό όμως που δίνει ιδιαίτερη σημασία σε αυτήν την εξέλιξη είναι η μαχητική υποστήριξη που έδωσε η ΝΔ στα συλλαλητήρια. Για την ηγεσία Μητσοτάκη το βασικό ζήτημα έχει δύο όψεις. Πρώτον αμφισβητεί αν η συμφωνία των Πρεσπών προσδένει επαρκώς την Δημοκρατία της Μακεδονίας στο ελληνικό άρμα. Λέει δηλαδή ότι η πολιτική της «μη λύσης» στο Μακεδονικό είναι πιο αποτελεσματική θηλιά στο λαιμό του μακεδονικού λαού. Δεύτερον διαβλέπει την δυνατότητα, μέσα από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια να μετατοπίσει το πλαίσιο της ιδεολογικής αστικής ηγεμονίας προς τα δεξιά ώστε η επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ να είναι κοινωνικά ποιο σταθερή.

Έτσι η ηγεσία Μητσοτάκη οδηγείται σε μια αντιφατική θέση. Καθώς δεν είναι σε θέση να αρνηθεί συνολικά τα κέρδη του ελληνικού καπιταλισμού από την συμφωνία, συνεχίζει να την καταγγέλλει δηλώνοντας πως θα την καταψηφίσει, αλλά ξεκαθαρίζει ταυτόχρονα πως σαν κυβέρνηση θα την εφαρμόσει[2].

Η συμφωνία των Πρεσπών: μια σημαντική επιτυχία για το ελληνικό κράτος

Και πώς θα μπορούσε άραγε να αμφισβητήσει τα τεράστια οφέλη του ελληνικού κράτους από αυτή την συμφωνία; Η συγκεκριμένη συμφωνία δεν έχει διεθνές προηγούμενο. Δεν έχει ξαναγίνει μια χώρα να υποχρεώνεται σε αλλαγή του συντάγματος της μετά από απαίτηση άλλης χώρας, χωρίς να βρίσκεται ταυτόχρονα σε στρατιωτική κατοχή. Ακριβέστερα, η μόνη χώρα που έχει σύνταγμα το οποίο της υπαγορεύτηκε από άλλη χώρα είναι η Ιαπωνία που το σύνταγμά της επιβλήθηκε από τις κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, διασφαλίζοντας την διαρκή πολιτική και οικονομική πρόσδεση της στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Με την υπαγόρευση του νέου συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας από το ελληνικό κράτος, η γειτονική μας χώρα μετατρέπεται πολιτικά και οικονομικά σε ενδοχώρα του ελληνικού κεφαλαίου. Υποχρεώνεται σε αλλαγή του συνταγματικού της ονόματος από «Δημοκρατία της Μακεδονίας» σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» με ενιαία και μοναδική χρήση του νέου ονόματος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Υποχρεώνεται να απαλείψει διατάξεις για την διαδικασία αλλαγής των συνόρων της και την μέριμνα για τις μακεδονικές μειονότητες στο εξωτερικό, ανάλογες με αυτές που υπάρχουν και στο ελληνικό σύνταγμα. Υποχρεώνεται να απαλείψει την αναφορά στην εξέγερση του Ίλιντεν, στη δημοκρατία του Κρούσοβο και στην αντιφασιστική συνέλευση του 1944, που είναι οι μαζικές κοινωνικές διαδικασίες της εθνογένεσης του μακεδονικού λαού και της ίδρυσης του μακεδονικού κράτους, το αντίστοιχο δηλαδή της ελληνικής επανάστασης του 1821[3]. Ταυτόχρονα, το ελληνικό κράτος διατηρεί παρεμβατικά δικαιώματα σε βάθος δεκαετίας προκειμένου να παρακολουθεί την τροποποίηση του συντάγματος και την καθιέρωση των αλλαγών στο νομικό και εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, ανοίγοντας ή κλείνοντας τους διαδρόμους για την ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην Ε.Ε. Τέλος με την συμφωνία αυτή η γειτονική χώρα υποχρεώνεται σε στρατηγική –δηλαδή υποχρεωτικά στενή– συνεργασία με την Ελλάδα σε όλους τους τομείς από την οικονομία μέχρι το στρατό και την αστυνομία.

Να λοιπόν γιατί η συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί για το ελληνικό κράτος μια σημαντική επιτυχία. Υποχρεώνει τα κράτη των Βαλκανίων και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να πάρουν υπόψη τους τις επιδιώξεις του ελληνικού ιμπεριαλισμού προκειμένου να υλοποιηθούν και οι δικές τους επιδιώξεις και σχεδιασμοί.

Η βαλκανική πλευρά των επιδιώξεων του ελληνικού ιμπεριαλισμού

Ταυτόχρονα, με τη συμφωνία των Πρεσπών, το ελληνικό κεφάλαιο κουνάει το δάχτυλο και στη σέρβικη άρχουσα τάξη. Της λέει δηλαδή ότι πρέπει να σταματήσει τα ανοίγματα προς τη Ρωσία γιατί θα μείνει μόνη της. Ότι θα πρέπει να ακολουθήσει το ελληνικό παράδειγμα, να επιδιώξει δηλαδή παρεμβατικά δικαιώματα στο Κόσσοβο, στη Βοσνία, στο Μαυροβούνιο, και όχι διάλυσή τους και εδαφική προσάρτηση στο Σέρβικο κράτος. Σε αυτήν την βάση η Ελλάδα δεσμεύεται να προωθήσει την είσοδο της Σερβίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και την από κοινού διαχείριση των βαλκανικών ζητημάτων.

Αυτή είναι η βαλκανική πλευρά των επιδιώξεων του ελληνικού ιμπεριαλισμού, εξίσου σημαντική με τις βλέψεις του στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή.

Θα μπορούσαμε να την συνοψίσουμε ως εξής: Πρώτον, οποιαδήποτε επέκταση του νατοϊκού ιμπεριαλισμού στα Βαλκάνια θα πρέπει να γίνει με τους όρους που ορίζει ο ελληνικός καπιταλισμός, δηλαδή θα πρέπει να γίνει μέσα από την διαμεσολάβηση που προσφέρουν οι Έλληνες καπιταλιστές προς τις ΗΠΑ και τις Βαλκανικές χώρες. Δεύτερον, οποιαδήποτε προσπάθεια να παρακαμφθεί ο ελληνικός καπιταλισμός θα αντιμετωπίσει το μποϋκοτάζ και την υπονόμευση. Τρίτον, ο ελληνικός καπιταλισμός μπορεί να προσφέρει στο διεθνή ιμπεριαλισμό την συμμαχία της Σερβίας. Η Σερβία είναι το γεωστρατηγικό κλειδί των Βαλκανίων λόγω της γεωγραφικής της θέσης στο κέντρο της χερσονήσου. Γι’ αυτό η παραδοσιακή συμμαχία του ελληνικού με το σέρβικο κεφάλαιο αποτελεί τη συμμαχία κλειδί για την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Άρα ο ελληνικός καπιταλισμός διαμηνύει ότι για να επεκταθεί ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός στα δυτικά Βαλκάνια, θα πρέπει τα εκκρεμή ζητήματα σε Μακεδονία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσσοβο και Μαυροβούνιο, να επιλυθούν σύμφωνα με τα συμφέροντα του ελληνικού και του σέρβικου κεφαλαίου. Δηλαδή, αυτές οι χώρες και αυτά τα έθνη που δεν έχουν κατοχυρώσει τη διεθνή τους παρουσία θα πρέπει να αναγνωρίσουν παρεμβατικά δικαιώματα στην Ελλάδα και τη Σερβία ή να προχωρήσουν ακόμα και σε εδαφικές παραχωρήσεις (προς την Σερβία) προκειμένου να κατοχυρώσουν διεθνή υπόσταση χωρίς αμφισβητήσεις[4].

Προβληματισμοί της ελληνικής άρχουσας τάξης

Παρόλα όμως τα προτερήματα που έχει σε αυτόν τον τομέα η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ, (κυρίως γιατί προσφέρει δυνατότητες ηγεμονίας και πάνω στον «Σέρβο συνέταιρο») υπάρχουν ερωτήματα και προβληματισμοί στην ελληνική άρχουσα τάξη που αντικατοπτρίζονται στην στάση της ΝΔ.

Μήπως πιέζεται υπερβολικά η Σερβία, ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί μια λύση πακέτο για όλα τα Βαλκάνια; Μήπως δεν συμφέρει να προχωρήσει μια λύση για το Μακεδονικό τώρα, καθώς το ΝΑΤΟ και η ΕΕ βρίσκονται μεταξύ τους σε σοβαρή σύγκρουση και δε μπορούν να εγγυηθούν με την εσωτερική τους πειθαρχία ότι οι σημερινές συμφωνίες θα υλοποιηθούν όπως είναι σχεδιασμένες; Η ΕΕ είναι σε κρίση ηγεμονίας, ο Τραμπ αμφισβητεί το ΝΑΤΟ και πιέζει για διάσπαση τον γαλλο-γερμανικό άξονα, η Ρωσία αυξάνει τους δεσμού της με τα ακροδεξιά καθεστώτα της Κεντρικής Ευρώπης και της Σερβίας. Μήπως θα έπρεπε οι Έλληνες καπιταλιστές, σε συνεργασία με τους «Σέρβους συνεταίρους», να υλοποιήσουν τώρα μια επιθετική πολιτική και στα τρία μέτωπα, Βοσνία, Κόσσοβο, Μακεδονία, και μετά να εντάξουν αυτές τις περιοχές κάτω από την ευρωπαϊκή και νατοϊκή ομπρέλα, αφού πρώτα έχουν επιβάλλει το σύνολο των λύσεων που επιδιώκουν; Μήπως χρειάζεται ακόμα και χρήση στρατιωτικής βίας σε τελική ανάλυση; Αυτά τα ερωτήματα δεν απαντιούνται με τον ίδιο τρόπο από το σύνολο της ελληνικής άρχουσας τάξης. Και δένονται και με ένα δεύτερο ζήτημα. Πώς θα εγκαθιδρυθεί η εσωτερική συναίνεση μέσα στον ελληνικό καπιταλισμό στη μεταμνημονιακή εποχή; Στη βάση της ταξικής συναίνεσης και του «κοινωνικού συμβολαίου» όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ και η καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ ή στη βάση της εθνικιστικής συσπείρωσης κατά το παράδειγμα του Όρμπαν, του Σαλβίνι, του Τραμπ, όπως προτείνει ο Σαμαράς και η άκρα δεξιά;

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι για το εργατικό κίνημα, για την κοινωνική και πολιτική αριστερά, η απάντηση στο ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών, η σύγκρουση με τον ελληνικό εθνικισμό, η ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις του ελληνικού καπιταλισμού που κρύβονται πίσω από τις κατηγορίες για αλυτρωτισμό σε βάρος του μακεδονικού λαού, αποτελεί κομβικό ζήτημα για την επόμενη περίοδο.

Τα αδιέξοδα της ελληνικής αριστεράς

Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς δεν έχει ανταποκριθεί σε αυτό το καθήκον. Μπορούμε να ομαδοποιήσουμε 4 διαφορετικές προσεγγίσεις:

Η μία είναι ο αριστερός εθνικισμός. Κυρίαρχος στο ΚΚΕ στη ΛΑΕ, και σε διάφορες πολιτικές ομάδες που προπαγανδίζουν την ανάγκη ενότητας ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο αριστερός εθνικισμός αναπαράγει όλα τα ιδεολογήματα του ακροδεξιού αστικού εθνικισμού. Αναφέρεται σε δήθεν αλυτρωτισμό της γειτονικής χώρας, σε δήθεν εδαφικές διεκδικήσεις του γειτονικού λαού σε βάρος του ελληνικού κράτους, σε δήθεν απειλή που συνιστά ένα κράτος με ουσιαστικά ανύπαρκτες ένοπλες δυνάμεις. Αρνούνται την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας και διαγράφουν την προσφορά των Μακεδόνων στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία και κοινωνική απελευθέρωση στην Ελλάδα την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου. Ουσιαστικά οι ηγεσίες Κουτσούμπα και Λαφαζάνη, δεν προετοιμάζουν την εργατική τάξη για έναν αγώνα υπέρ της ειρήνης, αλλά για μια υποταγή στα φιλοπόλεμα καλέσματα του ελληνικού κεφαλαίου.

Μια δεύτερη προσέγγιση είναι η στενή αντιιμπεριαλιστική προσέγγιση. Αυτή εστιάζει αποκλειστικά στην νατοϊκή και ευρωπαϊκή παρέμβαση στο ζήτημα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και των Βαλκανίων. Κεντρικό μοτίβο της είναι ότι «το πραγματικό πρόβλημα είναι οι σχεδιασμοί για ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε.». Έτσι όμως αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τον ελληνικό εθνικισμό καθώς υποβαθμίζει την σημασία της σύγκρουσης μαζί του. Αποτυγχάνει όμως και στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα αφού δεν κατανοεί ότι χωρίς σύγκρουση με τον ελληνικό ιμπεριαλισμό και τις δικές του επιδιώξεις δεν υπάρχει αποτελεσματική σύγκρουση με τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό. Και χωρίς σύγκρουση και με τους σχεδιασμούς του ρώσικου ιμπεριαλισμού δεν υπάρχει συνολική αντιιμπεριαλιστική πάλη.

Η τρίτη κατεύθυνση είναι η «πασιφιστική» προσέγγιση. Αυτή χαρακτηρίζεται από την αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει αντιεθνικιστική πάλη και αγώνας για την ειρήνη μέσα από την κριτική υποστήριξη της συμφωνίας των Πρεσπών. Κυρίαρχο στοιχείο σε αυτήν την αντίληψη είναι η λογική του «μικρότερου κακού». Έτσι, η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ εμφανίζεται σαν το μικρότερο κακό σε σχέση με την πολεμοκάπηλη πρόταση της ΝΔ και της ακροδεξιάς. Η αυταπάτη ότι μια συμφωνία ανάμεσα σε αστικές τάξεις που βασίζεται στον συσχετισμό δύναμης και επιβάλλει το δίκαιο του ισχυρότερου μπορεί να αποτελέσει βάση για μια σταθερή ειρήνη, καταλήγει να νομιμοποιεί την διπλωματική βία της ελληνικής κυβέρνησης σε βάρος της γειτονικής μας χώρας. Ταυτόχρονα οδηγείται σε εξίσωση του εθνικισμού του καταπιεσμένου (στην περίπτωση μας του μακεδονικού λαού και της μακεδονικής μειονότητας) με τον εθνικισμό του καταπιεστή (των ελλήνων καπιταλιστών) και άρα δεν μπορεί να συγκρουστεί αποτελεσματικά ούτε με τον ελληνικό εθνικισμό

Η αναγκαιότητα σύγκρουσης με τον ελληνικό εθνικισμό – διεθνιστική αντικαπιταλιστική προοπτική

Η τέταρτη προσέγγιση είναι η διεθνιστική αντικαπιταλιστική στάση που θα πρέπει να γίνει κυρίαρχη σε όλη την αριστερά, σε ολόκληρο το εργατικό κίνημα. Πρέπει να απορρίψουμε την συμφωνία των Πρεσπών γιατί αποτελεί μια ιμπεριαλιστική συμφωνία του ελληνικού ιμπεριαλισμού που επιβλήθηκε με την στήριξη του ΝΑΤΟ σε βάρος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και του μακεδονικού λαού. Και από αυτή τη θέση να ανοίξουμε την σύγκρουση τόσο με τον ελληνικό εθνικισμό όσο και με τον ιμπεριαλισμό και την παρέμβασή του στην περιοχή.

Αυτή η θέση ανταποκρίνεται στα άμεσα και τα ιστορικά συμφέροντα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, στην Δημοκρατία της Μακεδονίας και σε όλες τις βαλκανικές χώρες. Το βασικό ζήτημα από την πλευρά των εργατικών συμφερόντων, είναι η ανάγκη για την εργατική τάξη στην Ελλάδα να έρθει σε σύγκρουση με τη «δική της» άρχουσα τάξη, να αποδεσμευτεί από τον εθνικισμό του «δικού της» κράτους, να πάψει να είναι κρέας για τα κανόνια στις περιπέτειες του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια την Νοτιοανατολική Ευρώπη την Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, να ενωθεί σε διεθνιστική αλληλεγγύη με τις εργατικές τάξεις των γύρω χωρών τόσο ενάντια στις δικές τους άρχουσες τάξεις όσο και ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τόσο τον ευρωατλαντικό όσο και τον ρώσικο.

Αυτό σημαίνει ρήξη με την εθνικιστική ιδεολογία που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Σημαίνει αναγνώριση του συνταγματικού ονόματος του γειτονικού κράτους που είναι «Δημοκρατία της Μακεδονίας», και υιοθετήθηκε με δημοψήφισμα χωρίς εκβιασμούς το 1991. Θα πρέπει η αριστερά να έχει στο πρόγραμμά της ότι μια εργατική κυβέρνηση, μια κυβέρνηση εργατικών κομμάτων και του εργατικού κινήματος θα καταργήσει τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ και θα αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και άρα να πει στη γειτονική εργατική τάξη ότι δε χρειάζεται να ψηφίσει υπέρ της συμφωνίας, ότι μπορεί να αντιδράσει στην πίεση του ελληνικού καπιταλισμού γιατί η εργατική τάξη στην Ελλάδα είναι σύμμαχός της, και με βάση αυτό να στήσει διεθνιστική αλληλεγγύη, κοινά μέτωπα αγώνα, ώστε και η Δημοκρατία της Μακεδονίας να μη μπει στο ΝΑΤΟ και η Ελλάδα να βγει από το ΝΑΤΟ και να υπάρξει μια διεθνιστική ενότητα των εργατικών τάξεων των Βαλκανίων ενάντια στις αστικές τους τάξεις και τον ιμπεριαλισμό τόσο τον αμερικάνικο όσο και το ρώσικο.

Σε αυτήν την πορεία οφείλει να μας εμπνέει το όραμα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η πρόταση της εξέγερσης του Ίλιντεν. Η πρόταση για Βαλκάνια που θα σεβαστούν την πολυεθνική τους συγκρότηση, που δεν θα ξεσκίζουν τις σάρκες τους σε εθνοτικές συγκρούσεις. Μια πρόταση που έφτασε μέχρι τις μέρες μας μέσα από την Γιουγκοσλαβία του Τίτο, παρά το γεγονός ότι η δικτατορική γραφειοκρατική κρατικοκαπιταλιστική φύση του καθεστώτος την οδήγησε τελικά στην διάλυση. Μια πρόταση που φυσικά δεν μπορούν να υλοποιήσουν οι αστικές τάξεις. Το έδειξαν με την ιστορική τους πορεία. Με τις μαζικές ανταλλαγές πληθυσμών, ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία, την περίοδο 1919-1924.

Για αυτό και η στρατηγική πρόταση για το εργατικό κίνημα οφείλει να είναι η Σοσιαλιστική Βαλκανική Ομοσπονδία, σαν ένα βήμα προς την Ευρωπαϊκή και την Παγκόσμια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία των Εργατικών Κρατών.

Αυθίνος Παντελής ΤΕ Καλλιθέας, μέλος του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

 

[1] «Συνέντευξη Υπουργού Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, στο ραδιοφωνικό σταθμό “News 24/7” και στην εκπομπή “Παιχνίδια Εξουσίας” με τους δημοσιογράφους Β. Σκουρή και Α. Σπανού (Αθήνα, 28.06.2018)», Ελληνική Δημοκρατία – Υπουργείο Εξωτερικών, https://www.mfa.gr/epikairotita/proto-thema/sunenteuxe-upourgou-exoterikon-kotzia-sto-radiophoniko-stathmo-news-247-kai-sten-ekpompe-paikhnidia-exousias-me-tous-demosiographous-skoure-kai-spanou-athena-28062018.html

[2] «Παραδοχές Μητσοτάκη: Τελειώνουν τα Μνημόνια - Θα σεβαστώ τη συμφωνία με την ΠΓΔΜ»,  tvxs, 20 Ιουλίου 2018, https://tvxs.gr/news/ellada/mitsotakis-ligei-trito-kai-teleytaio-programma-diasosis-xreiazomaste-mia-kybernisi-poy-t

[3] Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, «Ο “αλυτρωτισμός των Σκοπίων”: ένα επικίνδυνο ελληνικό ψέμα», Huffpost, 4 Φεβρουαρίου 2018, https://www.huffingtonpost.gr/entry/exoterike-politike-me-fake-news-o-aletrotismos-ton-skopion_gr_5a745a45e4b0905433b33822

[4] «Πρωθυπουργός Κοσόβου: Κάθε ιδέα για ανταλλαγή εδαφών με Σερβία, θα σήμαινε πόλεμο στα Βαλκάνια»,  tvxs, 21 Ιουλίου 2018, https://tvxs.gr/news/kosmos/prothypoyrgos-kosoboy-kathe-idea-gia-diairesi-edafon-mas-tha-simaine-polemo