• Τρί, 30/10/2018 - 09:24
Πρέσπες: Μια συμφωνία “σταθερότητας” που φέρνει αστάθεια (και στις κυβερνήσεις). Τα αίτια της κυβερνητικής κρίσης και της παραίτησης Κοτζιά. [του Γιώργου Πίττα]
Πρέσπες: Μια συμφωνία “σταθερότητας” που φέρνει αστάθεια (και στις κυβερνήσεις). Τα αίτια της κυβερνητικής κρίσης και της παραίτησης Κοτζιά.
του Γιώργου Πίττα
 
Ποια είναι τα αίτια της κυβερνητικής κρίσης και της παραίτησης Κοτζιά που ακολούθησε την προηγούμενη βδομάδα;
 
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Τύπου της κυβέρνησης Τζανακόπουλο, η παραίτηση του Νίκου Κοτζιά ήταν «πολιτικά πλήρως ακατανόητη» και ο λόγος της παραίτησής του «μη ερμηνεύσιμος». Στην συνεδρίαση του επίμαχου υπουργικού συμβουλίου, στη διάρκεια της διυπουργικής διένεξης, ο ίδιος ο Τσίπρας ήδη είχε κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση χαριτολογώντας «βλέπετε τι τραβάω με τον Καμμένο και τον Κοτζιά. Είναι μπελάς».
 
Η ερμηνεία ότι οι λόγοι της διένεξης ήταν προσωπικοί, ότι ο «πληθωρικός» χαρακτήρας των δύο υπουργών τους έφερε σε σύγκρουση, μπορεί να βολεύει την γραμμή της κυβέρνησης να τελειώνει γρήγορα με το επεισόδιο και πλέον με υπουργό Εξωτερικών τον ίδιο τον Τσίπρα, να συνεχίσει τις προσπάθειές της για να προχωρήσει η Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά φυσικά δεν εξηγεί την αιτία της σύγκρουσης. “Πληθωρικοί” ήταν και προχθές και πρόπερσι οι δύο υπουργοί του. 
 
Η τάχα «αποκάλυψη» του Καμμένου για τα μυστικά κονδύλια του Υπουργείου Εξωτερικών, στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο (μια παραβίαση «ανοιχτών θυρών» καθώς όλοι στην κυβέρνηση, αλλά και στα υπόλοιπα κόμματα, γνωρίζουν ότι αυτά κατευθύνονται προς την Εκκλησία και άλλους «εθνικούς» παράγοντες σε γειτονικές και όχι μόνο χώρες για να «προάγουν» τα «εθνικά αιτήματα»), καθώς και η επικάλυψη καθηκόντων με την δημόσια εμφάνιση του Καμμένου σε ρόλο υπουργού Εξωτερικών στις ΗΠΑ, μπορεί να έκαναν όντως έξω φρενών τον Κοτζιά. Αλλά θα πρέπει κανείς να είναι αφελής για να πιστεύει ότι ο αρχιτέκτονας του σχεδίου των Πρεσπών (και συνολικότερα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας τα τελευταία τρία χρόνια), θα παραιτιόταν από την θέση του για αυτούς τους λόγους, και μάλιστα την πιο κρίσιμη στιγμή, που η τύχη του σχεδίου διακυβεύεται. 
 
Πολλοί αναλυτές, καθώς και ο ίδιος ο πρώην υπουργός Εξωτερικών μέσα από δηλώσεις του και διαρροές της εννιασέλιδης επιστολής παραίτησης, θέτουν το ζήτημα συνολικότερης πολιτικής διαφωνίας του Κοτζιά με την πολιτική των συμμαχιών της κυβέρνησης. Σύμφωνα με την ΕφΣυν, «είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν από τον τελευταίο ανασχηματισμό ο Νίκος Κοτζιάς είχε ζητήσει από τον Αλέξη Τσίπρα να μη συμπεριλάβει τον Πάνο Καμμένο στο κυβερνητικό σχήμα και να αναζητήσει άλλη πλειοψηφία στη Βουλή. Λέγεται ότι ο Νίκος Κοτζιάς έκανε λόγο για μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που θα έφερνε πραγματικά για πρώτη φορά την Αριστερά στην εξουσία» - «για μια κυβέρνηση η οποία θα είχε τερματίσει τη συμπόρευσή της με τους ΑΝΕΛ μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια».
 
Προφανώς είναι ανοιχτή συζήτηση και υπάρχουν αντιθέσεις στους κόλπους της κυβέρνησης αλλά και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάγκη στροφής συνεργασιών με τις δυνάμεις της «κεντροαριστεράς», με τις οποίες ο Κοτζιάς έχει όλες τις σχέσεις και τα ανοίγματα. 
 
Αλλά, το τάιμινγκ αυτής της στροφής είχε ήδη τεθεί από τα πράγματα, και αφορά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό κοινοβούλιο την άνοιξη του 2019. Την παρούσα στιγμή, αυτό που διακυβεύεται είναι η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Γιατί ο Κοτζιάς να επιλέξει αυτή τη στιγμή για παραίτηση και να μην δώσει αυτή την μάχη μέχρι το τέλος ως υπουργός Εξωτερικών μαζί με τον Τσίπρα, και κερδίζοντάς την, να ανοίξει το δρόμο για την στροφή συμμαχιών της κυβέρνησης με την κεντροαριστερά; 
 
Ο μόνος τρόπος για να εξηγήσει κανείς πειστικά την πρόσφατη κρίση και την παραίτηση του Κοτζιά είναι το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί η «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική όχι μόνο του ίδιου, αλλά συνολικά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καθώς και οι γενικότεροι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή. 
 
Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το δεύτερο μεγάλο στοίχημα (μετά την «επιτυχία» της «εξόδου από τα μνημόνια» που την έχει μετατρέψει σε καλό παιδί των «εταίρων» στην ΕΕ) ήταν η λύση του Μακεδονικού με τη στήριξη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, με ένα τρόπο «επωφελή για την χώρα», όπως συνήθιζαν να λένε στις δηλώσεις τους, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης. Με ένα τρόπο επωφελή για τον ελληνικό καπιταλισμό, θα λέγαμε εμείς.
 
Η «πολυδιάστατη» αυτή πολιτική, υποτίθεται ότι είχε πετύχει μέχρι τώρα να «λύσει» όλα τα προβλήματα σε αυτήν την κατεύθυνση, με μια λεγόμενη win-win συμφωνία: 
 
Κέρδισε την υποστήριξη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ αλλά και των χωρών της ΕΕ στο σχεδιασμό ότι η επέκτασή τους στα Δυτικά Βαλκάνια θα περνούσε μέσα από την Αθήνα και τις δικές της βλέψεις στην περιοχή, με εργαλείο την Συμφωνία των Πρεσπών (με αντάλλαγμα βέβαια την περαιτέρω αναβάθμιση της ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στους νατοϊκούς σχεδιασμούς στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή με την επέκταση των βάσεων). 
 
Η Ελλάδα δεσμεύθηκε να άρει το βέτο για την ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ με την προϋπόθεση όμως ότι η γειτονική χώρα, μέσα από την έξωθεν επιβολή αλλαγής ονόματος και συντάγματος σε αυτήν, θα μετατραπεί από οικονομικό προτεκτοράτο του ελληνικού καπιταλισμού σε ένα πολιτικό ακόλουθο του ελληνικού κράτους στην περιοχή.
 
Η κυβέρνηση των Σκοπίων, από τη μεριά της θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι πέτυχε, έστω και με όρους συνθηκολόγησης, την πολυπόθητη για την εκεί άρχουσα τάξη ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, την οποία υποστηρίζει όχι μόνο η κυβέρνηση Ζάεφ αλλά και το αντιπολιτευόμενο VMRO. 
 
Σε αυτήν την κατεύθυνση (πίσω από τα ωραία λόγια με τα οποία παρουσίαζαν την Συμφωνία των Πρεσπών, σαν μια τάχα «ειλικρινή» «φιλειρηνική» διευθέτηση, που θα έλυνε όλα τα προβλήματα), έδωσαν όλες τους τις δυνάμεις τους τελευταίους μήνες οι εμπλεκόμενες πλευρές, αλλά ήρθε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη γειτονική χώρα, για να θέσει υπό αίρεση όλους αυτούς τους σχεδιασμούς. 
 
Όλοι οι εκβιασμοί, τα τετελεσμένα και οι δηλώσεις πρωθυπουργών, αξιωματούχων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, δεν κατάφεραν να πείσουν τους εργαζόμενους και το λαό στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, ότι όλα γίνονται «για το καλό τους». Μόνο ένας στους τρεις πήγε να ψηφίσει υπέρ της Συμφωνίας στο «συμβουλευτικό» δημοψήφισμα. Αυτή είναι η μεγάλη εξέλιξη που δημιουργεί κρίση στις κυβερνήσεις ένθεν-κακείθεν. 
 
Δύο χρόνια μετά την αναταραχή που οδήγησε στις εκλογές του 2016, η Δημοκρατία της Μακεδονίας βρίσκεται εν μέσω νέας βαθύτερης πολιτικής κρίσης με την κυβέρνηση Ζάεφ να έχει δηλώσει ότι θα προχωρήσει σε εκλογές αν δεν πάρει την απαραίτητη πλειοψηφία των δύο τρίτων στο κοινοβούλιο για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Στη διαδικασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στο κοινοβούλιο τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κυβέρνηση Ζάεφ «βρήκε» επί του διαδικαστικού, τους δέκα βουλευτές για την πρώτη ψηφοφορία έγκρισης της έναρξης της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά απομένουν πολλές ψηφοφορίες για την έγκριση των αλλαγών που αυτή επιφέρει, με αβέβαιη εξέλιξη. 
 
Ο τρόπος με τον οποίον όλοι οι εμπλεκόμενοι «παίκτες» πιέζουν ξεδιάντροπα προκειμένου να προχωρήσει η Συμφωνία, γίνεται όλο και πιο προκλητικός. Όπως ανέφεραν δημοσιεύματα εφημερίδων στη γείτονα χώρα, ο Αμερικανός πρέσβης στα Σκόπια πήγε στα γραφεία του VMRO και ζήτησε από τον ηγέτη του κόμματος να δεσμευθεί ότι δεν θα υπάρξουν κυρώσεις και κανενός είδους «αντίποινα» για τους βουλευτές που «τυχόν» θα ψηφίσουν θετικά. 
 
Δύο μέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί η δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ ότι «πέρα από την Συμφωνία των Πρεσπών, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Αυτή είναι η μόνη ιστορική ευκαιρία». Αλλά η συνέχιση αυτού του είδους των πιέσεων, όπως έδειξε και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, περισσότερο βαθαίνουν παρά εξομαλύνουν την πολιτική κρίση και τα απρόοπτα -και αυτό αφορά ακόμη και την περίπτωση που ο Ζάεφ ξεπεράσει όλα τα εμπόδια μέσα στο δικό του κοινοβούλιο. 
 
Τα ολοένα και αυξανόμενα αδιέξοδα και εμπόδια με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η υλοποίηση της Συμφωνίας, είναι αυτά που οξύνουν αντιθέσεις και δημιουργούν την κρίση και μέσα στην ελληνική κυβέρνηση. Αυτό έκφρασε η παραίτηση Κοτζιά. 
 
Σε αυτό το πλαίσιο εξηγούνται οι πρωτοβουλίες Καμμένου και η αναζήτηση “plan b” σαν και αυτό για την σύσταση «βαλκανικής συμμαχίας» που παρουσίασε στον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ. Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Καμμένος πρότεινε την «υπογραφή αμυντικής συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα, τη ΠΓΔΜ, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και σε μεταγενέστερο επίπεδο και τη Σερβία. Υποστήριξε πως με αυτόν τον τρόπο θα αναχαιτιστεί η ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια και θα θωρακιστεί η σταθερότητα στην FYROM, παραπέμποντας έτσι για το μέλλον την επίλυση του ονοματολογικού».
 
Είναι αυτό το “plan b” του Καμμένου, είναι συνολικά της κυβέρνησης, είναι των ιδίων των ΗΠΑ, αυτό μένει να φανεί. 
 
Ο Κοτζιάς (παραδεχόμενος ότι γνώριζε το περιεχόμενό του) δήλωσε ότι κάνει «ζημιά» στην εξωτερική πολιτική, αφενός γιατί ένα τέτοιο plan b, δεν περιλαμβάνει τα σχέδια και τις βλέψεις της Γερμανίας και άλλων χωρών της ΕΕ αλλά κυρίως έχοντας στο νου του, τον χειρισμό απέναντι στην Ρωσία. Έναν παίκτη με τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις μετά την κρίση με τις απελάσεις Ρώσων διπλωματών, αλλά και να πάρει διπλωματικές και οικονομικές πρωτοβουλίες, θορυβημένη από τη σύσφιξη των σχέσεων της τελευταίας με την Τουρκία, μετά τη συμφωνία για τη Συρία. 
 
Στην επίσκεψη που σχεδιάζει ο Τσίπρας στη Μόσχα σε λίγες βδομάδες, θα πάρει μαζί του και τον Καμμένο, για να δείξει ότι ελέγχει τον υπουργό Άμυνας που βγάζει αντιρωσικές κορώνες στην Ουάσιγκτον και σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τον Πούτιν για το βάθεμα της εμπλοκής του ελληνικού κράτους στους νατοϊκούς σχεδιασμούς του Τραμπ.
 
Είναι, χωρίς πια τον Κοτζιά, άλλο ένα βήμα της «πολυδιάστατης» πολιτικής που ασκεί η ελληνική κυβέρνηση. Μιας πολιτικής που έχει κύριο στόχο να πετυχαίνει πόντους για τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια συμμαχώντας με τον Τραμπ (και στην Ανατολική Μεσόγειο με το δολοφόνο κράτος του Ισραήλ και τη δικτατορία του Σίσι για τις ΑΟΖ) και προσπαθώντας να παίξει και αυτή «μπάλα» στους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. 
 
Eίτε με plan a είτε με plan b, πρόκειται για μια πολιτική που σε μια περίοδο αυξανόμενης αστάθειας και όξυνσης αυτών των ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο και στη γειτονιά μας, ισοδυναμεί με το να βαδίζει κανείς πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Μόνο που αυτοί που κινδυνεύουν να πέσουν στο κενό δεν είναι απλά οι κυβερνήσεις που την εφαρμόζουν, αλλά οι λαοί που την υφίστανται. 
 
Υπάρχει εναλλακτική απέναντι και σε αυτόν τον μονόδρομο της κυβέρνησης. Μια πολιτική, που στο κέντρο της δεν θα βάζει τα συμφέροντα και τις βλέψεις του ελληνικού καπιταλισμού και τη συμμαχία του με τους ιμπεριαλιστές, αλλά θα συγκρούεται με αυτά, με μοναδικό άξονα τα κοινά συμφέροντα της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες της περιοχής. 
 
Μια πολιτική που θα μπορεί να κάνει πραγματικά βήματα ειρηνικής συνύπαρξης στη γειτονιά μας, κλείνοντας τις βάσεις, βγαίνοντας από το ΝΑΤΟ, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των γειτονικών λαών να αποφασίζουν μόνοι τους το Σύνταγμα και το όνομά τους, βάζοντας τέλος στις μονομερείς ενέργειες της κάθε άρχουσας τάξης που φέρνουν πιο κοντά τον πόλεμο, χτίζοντας πραγματικούς όρους αλληλεγγύης και ειρηνικής συνύπαρξης. 
 
Ένα εναλλακτικό plan b της εργατικής τάξης, που ακόμη και στα λόγια έχει απεμπολήσει η σημερινή κυβέρνηση και είναι ανάγκη και καθήκον σήμερα, να διαμορφώσει η Αριστερά και στην Ελλάδα και διεθνώς.  
 
Εργατική Αλληλεγγύη, No 1346, 24/10/2018