- Πέμ, 09/05/2019 - 23:18
Τριάντα χρόνια από τη “Συγκυβέρνηση” του 1989: Χρειαζόμαστε μια Αριστερά επαναστατική [του Λέανδρου Μπόλαρη]
(Από αριστερά) Κύρκος, Μητσοτάκης, Σαρτζετάκης, Φλωράκης, Στεφανόπουλος
Φέτος το καλοκαίρι κλείνουν τριάντα χρόνια από το μακρινό 1989, όταν ο ενιαίος Συνασπισμός του Φλωράκη και του Κύρκου βρέθηκε να συμμετέχει σε συγκυβερνήσεις πρώτα με τη ΝΔ και ύστερα με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μαζί. Ήταν μια επιλογή που στηριζόταν στη συλλογιστική ότι έτσι θα έρθει “κάθαρση” από τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ με τον Κοσκωτά. Αποδείχθηκε ότι ήταν ένας ψεύτικος “ρεαλισμός”, ένα τραγικό λάθος που κόστισε ακριβά όχι μόνο στο ΚΚΕ και στο πρώην ΚΚΕ εσωτερικού, αλλά σε όλη την Αριστερά. Σε αυτές τις σελίδες ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει εκείνα τα γεγονότα, εξηγεί τις αιτίες που οδήγησαν προς τα εκεί αλλά επίσης προβάλλει τις προειδοποιήσεις της επαναστατικής αριστεράς που δεν εισακούστηκαν. Η Εργατική Αλληλεγγύη ήταν η φωνή που έλεγε ότι η “κάθαρση” δεν έρχεται με τέτοιες συμμαχίες. Και σήμερα επιμένουμε ότι η απάντηση στον κατήφορο της “κυβερνώσας αριστεράς” μπορεί να έρθει μόνο διαλέγοντας τον επαναστατικό δρόμο απέναντι στους ψεύτικους “ρεαλισμούς”. Πόσο «ρεαλιστική» πρέπει να είναι η Αριστερά; Αυτό το ερώτημα έμπαινε πιεστικά το καλοκαίρι του 1989. Στις εκλογές της 18 Ιούνη εκείνης της χρονιάς, η ΝΔ του Μητσοτάκη (του πατέρα) βγήκε πρώτο κόμμα αλλά δεν κατάφερε να πάρει την αυτοδυναμία στη βουλή. Το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου κατάφερε να συγκρατήσει το 39.5% των ψήφων παρά την κρίση που το είχε βάλει -και- το σκάνδαλο Κοσκωτά. Η Αριστερά αναδείχτηκε σε «ρυθμιστικό παράγοντα». Κι όταν λέμε Αριστερά, εννοούμε τον Συνασπισμό της Αριστεράς που είχαν συγκροτήσει επίσημα ένα χρόνο πριν το ΚΚΕ και η ΕΑΡ (η μετεξέλιξη του ΚΚΕ Εσωτερικού) και είχε πάρει το 13,1% στις εκλογές. Κι η επιλογή εκείνου του Συνασπισμού ήταν να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ. Έτσι στις 2 Ιούλη σχηματίστηκε η κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τζαννετάκη, έναν από τους «βαρόνους» της ΝΔ. Υποτίθεται ότι η αποστολή αυτής της κυβέρνησης ήταν να εξασφαλίσει την «κάθαρση». Αν δεν σχηματιζόταν, ακουγόταν το επιχείρημα, τότε τα σκάνδαλα θα παραγράφονταν και οι υποθέσεις δεν θα πήγαιναν στο Ειδικό Δικαστήριο. Όμως, πέντε μόνο μήνες μετά, τον Νοέμβρη του 1989 όταν οι εκλογές και πάλι δεν έβγαλαν αυτοδυναμία, ο Συνασπισμός επέλεξε να συγκυβερνήσει όχι μόνο με τη ΝΔ αλλά και με το ΠΑΣΟΚ στην περιβόητη «Οικουμενική Κυβέρνηση» με πρωθυπουργό τον Ξ. Ζολώτα, τον παλιό διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας. Και το ΠΑΣΟΚ που μιλούσε για το «βρόμικο ‘89» δεν είχε βέβαια πρόβλημα να μοιράζεται υπουργικές καρέκλες με τον Μητσοτάκη. Αυτή η κυβέρνηση έδωσε τις πρώτες άδειες για τα ιδιωτικά κανάλια της τηλεόρασης στρώνοντας το κόκκινο χαλί για τους σημερινούς Αλαφούζους και Μαρινάκηδες, έδωσε την προμήθεια για τις ψηφιακές παροχές του ΟΤΕ στην κοινοπραξία της Ζήμενς-Ιντρακομ, επιστράτευσε απεργούς. Η «πιο μεγάλη στιγμή» της Αριστεράς, όπως χαρακτηριζόταν τότε, κατέληγε σε ένα φιάσκο. Όρια Τον Γενάρη του 1989 η μηνιάτικη τότε Εργατική Αλληλεγγύη κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο μια γελοιογραφία και μια φωτογραφία. Η γελοιογραφία (του Στάθη, τότε στον Ριζοσπάστη) έδειχνε υπουργούς της κυβέρνησης να έχουν «σκάσει» και από μέσα τους να τρέχουν δεσμίδες χαρτονομίσματα. Η φωτογραφία ήταν από το διάβημα που έκαναν στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκη οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Δίπλα στον Μητσοτάκη και τον Στεφανόπουλο (της πάλαι ποτέ ΔΗΑΝΑ) στέκονταν χαμογελαστοί ο Φλωράκης του ΚΚΕ και ο Κύρκος της ΕΑΡ. O τίτλος της Εργατικής Αλληλεγγύης έλεγε: «Θέλουμε μια Αριστερά που παλεύει για την ανατροπή όχι την ομαλοποίηση του συστήματος». Η εικόνα των υπουργών του ΠΑΣΟΚ να σκάνε από τις «μίζες» δεν ήταν εφεύρημα της Δεξιάς. Όμως, η εξήγηση γι’ αυτή την κατάντια δεν ήταν ο «λαϊκισμός», ο «κρατισμός», τα «σοσιαλιστικά πειράματα»˙ αγαπημένα μοτίβο της δεξιάς αντιπολίτευσης τότε και σήμερα. Το ΠΑΣΟΚ είχε ανέβει στην κυβέρνηση του 1981 υποσχόμενο ότι θα διαχειριστεί τον ελληνικό καπιταλισμό με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον». Ωφελημένοι θα έβγαιναν και οι καπιταλιστές και η εργατική τάξη. Δεν χρειάστηκε πολύ για να φανούν τα όρια αυτής της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Οι πρώτες επιθέσεις στην εργατική τάξη και τα συνδικάτα -δηλαδή στην ίδια τη βάση του- ξεκίνησαν από το 1982-83. Όμως, η μεγάλη στροφή ήρθε το 1985 με το «πρόγραμμα σταθεροποίησης», δηλαδή λιτότητας. Το ΠΑΣΟΚ προσαρμοζόταν στη νεοφιλελεύθερη επέλαση που αποκτούσε ορμή διεθνώς με επικεφαλής τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ. Μαζί με το πάγωμα της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) στους μισθούς το ΠΑΣΟΚ ανακάλυπτε τις χάρες της «ελεύθερης αγοράς», της «επιχειρηματικότητας», με αιχμή το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο Κοσκωτάς, φέρελπις τραπεζίτης που αγόρασε την τράπεζα Κρήτης, εφημερίδες κλπ. ενσάρκωνε αυτές τις «ευκαιρίες». Η διαδρομή που έφερε το ΠΑΣΟΚ στις μνημονιακές κυβερνήσεις αγκαλιά με τον Σαμαρά ξεκινάει από τότε. Ανταρσίες Όμως, από τότε ξεκινάνε και οι ανταρσίες από τα κάτω και από τα αριστερά. Η δεκαετία του ’80 είναι γεμάτη από συγκλονιστικούς εργατικούς αγώνες, ενάντια στη λιτότητα που εκφράστηκαν και στο πολιτικό επίπεδο. Για δυο χρόνια, από τον Οκτώβρη του ’85 που ανακοινώθηκε το πρόγραμμα λιτότητας, η οργή της εργατικής τάξης εκφράστηκε με τεράστιες 24ωρες πανεργατικές απεργίες. Τυπικά, η πλειοψηφία της ηγεσίας της ΓΣΕΕ ανήκε στο λεγόμενο «κυβερνητικό συνδικαλισμό» της ΠΑΣΚΕ. Όμως, η ΠΑΣΚΕ διασπάστηκε όταν ένα μεγάλο κομμάτι της ηγεσίας της διαφώνησε με τα μέτρα λιτότητας. Η κυβέρνηση διόρισε μέσω των δικαστηρίων μια διοίκηση στη ΓΣΕΕ όμως, ο πραγματικός έλεγχος των συνδικάτων, και των «βαριών ταξιαρχιών» τους στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και στις τράπεζες ήταν στα χέρια των «ανταρτών» της ΠΑΣΚΕ που συγκρότησαν την ΣΣΕΚ και των συνδικαλιστών της Αριστεράς. Η κυβερνητική προπαγάνδα μιλούσε για τα «ρετιρέ» που υπεράσπιζαν τα στενά τους «συντεχνιακά» προνόμια. Στο χώρο της Αριστεράς ήταν της μόδας απόψεις που ξέγραφαν ακριβώς αυτά τα τμήματα της οργανωμένης εργατικής τάξης σαν χορτάτους «αριστοκράτες». Κι όμως, αυτά τα τμήματα με την οργανωμένη τους δύναμη έγιναν η αιχμή του δόρατος των μαχών που έσπαγαν τη λιτότητα. Από την άνοιξη του 1987 αυτό το κίνημα άρχισε να ξεχειλίζει σε απεργίες διαρκείας. Δυναμικές απεργίες με μαχητικές απεργιακές φρουρές που έδιναν μάχες με τα ΜΑΤ ξέσπασαν στους Δήμους, στους εκπαιδευτικούς, στη ΔΕΗ, στις τράπεζες και κατάφεραν να σπάσουν το πάγωμα των μισθών παρά τους συμβιβασμούς των ηγεσιών τους. Αυτές τις αναγκαστικές υποχωρήσεις προσπαθούσε ο Α. Παπανδρέου να εμφανίσει σαν «απλοχεριά» της κυβέρνησής του, βάζοντας στη θέση του Σημίτη στο Υπουργείο Οικονομικών τον Τσοβόλα. Εκλογικά η εργατική ανταρσία εκφράστηκε με ενίσχυση της Αριστεράς. Στις δημοτικές εκλογές του 1986 τα ψηφοδέλτια συνεργασίας του ΚΚΕ με τους αντάρτες του ΠΑΣΟΚ σάρωσαν, δημιουργώντας «κόκκινα στεφάνια» στις εργατογειτονιές γύρω από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά. «Γιουρούσια» Σε τέτοιες συνθήκες μπροστά στην Αριστερά έμπαινε η επιλογή αν θα πατήσει γκάζι ή φρένο. Η επιλογή ήταν το φρένο. Στις 1 Μάρτη του 1987, την ίδια εποχή που οι επιστρατευμένοι απεργοί των Δήμων έπαιζαν ξύλο με τα ΜΑΤ στις χωματερές, ο Ριζοσπάστης έγραφε: «Απέναντι σε μια κυβέρνηση ελάχιστα διατεθειμένη να κάνει πίσω στην εισοδηματική της πολιτική, θα ήταν αφελής όποιος βασιζόταν μόνο στα γιουρούσια της πρωτοπορίας». Και ένα χρόνο αργότερα, στην απεργία των εκπαιδευτικών το Μάη του 1988 επαναλάμβανε: «Μερικά γιουρούσια την περίοδο των εξετάσεων και μάλιστα με τη μορφή απεργίας διαρκείας, θα οδηγούσαν τον αγώνα των εκπαιδευτικών σε απομόνωση και πολύ πιθανά σε άμεσο αδιέξοδο». Αυτές δεν ήταν κάποιες εκτιμήσεις τακτικής από πλευράς Ριζοσπάστη για τις δυνατότητες της μιας ή της άλλης απεργίας. Ήταν μια συστηματική εκτίμηση για τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να προχωρήσει τους αγώνες της μέχρι την σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Τον Σεπτέμβρη του 1985 ο Ν. Ανδρουλάκης, που τότε ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, έγραφε στον Ριζοσπάστη ένα άρθρο για να αποτιμήσει τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών που είχαν προηγηθεί και δεν ήταν καλά για το ΚΚΕ. Σ’ αυτό μιλούσε για την ανάγκη το κόμμα να ανακαλύψει τις «νέες μήτρες της Αριστεράς» πέρα από τις «παραδοσιακές» του, στην εργατική τάξη. Δυο χρόνια μετά, έγινε το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ και οι «νέες μήτρες» έπαιρναν σάρκα και οστά. «Αλλαγή, νέου τύπου ανάπτυξη με κατεύθυνση τον σοσιαλισμό» ήταν το σύνθημα και ο νέος προσανατολισμός. Η Απόφαση προειδοποιούσε τα μέλη του κόμματος να αποφύγουν «την ευκολία στη λήψη αποφάσεων για απεργιακούς αγώνες» και «την προκήρυξη βεβιασμένων κινητοποιήσεων». Αντίθετα, το εργατικό κίνημα έπρεπε να βάλει πλάτη στη «νέου τύπου ανάπτυξη» που άνοιγε διάπλατα τις αγκαλιές της στις «νέες μήτρες» της «επιχειρηματικότητας» και της αγοράς, ακόμα και η εργατική τάξη έπρεπε να κάνει θυσίες. Έγραφαν για παράδειγμα οι Θέσεις της ΚΕ του κόμματος για το συνέδριο: «Η εργατική τάξη, όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να νιώσουν ότι για την επιτυχία μιας τέτοιας ανάπτυξης, που θα δίνει αποτελέσματα προς όφελος τους, αξίζει να κάνουν ακόμη και θυσίες». Οσο για τις σχέσεις με την «αγορά»: «Νέο πλαίσιο επιχειρηματικότητας με διαφάνεια και καθορισμένες σχέσεις με τα όργανα του δημοκρατικού προγραμματισμού... η χρηματοδότηση της νέας αυτής αναπτυξιακής προσπάθειας θα προέλθει πρωταρχικά από την αυτοχρηματοδότηση της με τους νέους πόρους που θα δημιουργεί η ίδια στην πορεία της». Υποτίθεται ότι αυτό το πρόγραμμα θα το υλοποιούσε μια κυβέρνηση που θα έκφραζε τον «κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό της Αριστεράς». Μια φράση που ηχούσε ωραία αλλά στην ουσία άνοιγε το δρόμο για τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις. Η Εργατική Αλληλεγγύη υποδέχτηκε εκείνο το συνέδριο και τις αποφάσεις του με ένα μεγάλο άρθρο με τον τίτλο «Ένα ‘τολμηρό άλμα’ προς τα δεξιά και στο… κενό». Αποδείχτηκε προφητική. Πορεία Το επιστέγασμα της στροφής του 12ου Συνέδριου ήταν η πρόσκληση στην ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου για κοινή συνεργασία. Ο Κύρκος είχε ήδη διασπάσει το ΚΚΕ εσωτερικού για να συγκροτήσει το νέο κόμμα της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ) σε ακόμα πιο δεξιές βάσεις. Η επιστολή-πρόσκληση του ΚΚΕ προς την ΕΑΡ τόνιζε «Σχεδιασμός της ανάπτυξης με νέα κριτήρια… Νέοι όροι λειτουργίας και περιεχομένου της αγοράς με παρέμβαση στο ρόλο και τη δράση των υποκειμένων της. Νέα πλαίσια επιχειρηματικής δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου που να ευνοούν τη νέα αναπτυξιακή πολιτική… Διαμόρφωση μιας νέας αμυντικής πολιτικής με κριτήρια τη φύση και την έκταση του εθνικού αμυντικού προβλήματος και την αποτροπή μονόπλευρών εξαρτήσεων στην προμήθεια εξοπλισμού». Λίγο αργότερα, στη δεύτερη συνάντηση Φλωράκη – Κύρκου τον Οκτώβρη του 1988, ο Φλωράκης απαντούσε στο ερώτημα τι σχέσεις θα έχει η συνεργασία ΚΚΕ-ΕΑΡ με το ΠΑΣΟΚ: «Με την πτέρυγα που κυριαρχεί σήμερα, εμείς χωριό δεν κάνουμε. Τώρα, τι ανακατατάξεις θα γίνουν και μάλιστα αν εφαρμοστεί η απλή αναλογική, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Εμείς πιστεύουμε ότι η χώρα μας δεν θα μείνει χωρίς κυβέρνηση. Κάποια κυβέρνηση θάχει. Εκεί ανάλογα θα καθορίσουμε τη στάση μας». Ήταν η πρώτη τοποθέτηση που άνοιγε το δρόμο για τη συγκυβέρνηση του καλοκαιριού του 1989. Λίγο αργότερα, στις 9 Δεκέμβρη 1988, ο Γρηγόρης Φαράκος, μέλος του Πολιτικού Γραφείου τότε, έγραφε στο Ριζοσπάστη: «Για το γενικότερο ζήτημα, αν κάποιο τμήμα της άρχουσας τάξης θελήσει να στηριχτεί στις δυνάμεις της Αριστεράς, είναι κάτι που δεν πρέπει να αποκλειστεί ότι μπορεί να το επιδιώξουν… Δεν πρέπει δηλαδή να αποκλειστεί ότι μπορεί να προσπαθήσουν να κάνουν τέτοιους εκσυγχρονισμούς και τέτοιες διορθώσεις στην πολιτική της αστικής τάξης που να γίνονται, για ένα τουλάχιστον διάστημα, ας μην πω αποδεκτές αλλά ανεχτές από την Αριστερά». Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η άρχουσα τάξη δεν χρειάστηκε να κάνει τεράστιους εκσυγχρονισμούς και διορθώσεις στην πολιτική της για να εξασφαλίσει την ανοχή αυτής της Αριστεράς. Μερικές θέσεις στα υπουργεία, στο προεδρείο της Βουλής και στο Ειδικό Δικαστήριο που θα ξεκαθάριζε υποτίθεται τα σκάνδαλα ήταν αρκετές για τον Συνασπισμό και το ΚΚΕ. Κι αυτός ο «ρεαλισμός» δεν άνοιξε δρόμους για την Αριστερά, το αντίθετο, τη βύθισε στην κρίση. Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1989 -οδήγησαν στην Οικουμενική- ο ενιαίος Συνασπισμός έχασε 120.000 ψηφοφόρους. Εντωμεταξύ η μεγάλη πλειοψηφία των μελών της ΚΝΕ είχαν πεί το ΟΧΙ τους σε αυτούς τους συμβιβασμούς, αποχώρησαν ή διαγράφτηκαν ομαδικά (από κει προέρχεται το σημερινό ΝΑΡ). Στις εκλογές του Απρίλη του 1990, όταν ο Μητσοτάκης κατόρθωσε να εξασφαλίσει την αναιμική αυτοδυναμία του, το ποσοστό είχε πέσει στο 10%. Τρία χρόνια μετά, όταν ο ενιαίος Συνασπισμός και το ΚΚΕ είχαν διασπαστεί, το άθροισμα των ποσοστών του ΚΚΕ και του ΣΥΝ είχε πέσει στο μισό του Ιούνη 1989. Αιτίες Τρεις δεκαετίες μετά, η ηγεσία του ΚΚΕ κάνει μια συγκρατημένη αυτοκριτική για τη συμμετοχή του κόμματος στην κυβέρνηση Τζανετάκη. Στη Διακήρυξη για τα 100χρονα του κόμματος η ΚΕ αναφέρεται στην «λαθεμένη συμμετοχή του στο σχηματισμό των αστικών κυβερνήσεων Τζαννετάκη (ΝΔ και Συνασπισμός) και Ζολώτα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός)». Κάνει ακόμα ένα βήμα συνδέοντας αυτές τις επιλογές με το γενικότερο στρατηγικό προσανατολισμό του κόμματος από τη δεκαετία του ’30 «για τα στάδια και τις αντίστοιχες συμμαχίες». Πράγματι, το φθινόπωρο του 1989 η ΚΕ του ΚΚΕ κυκλοφορούσε ένα φυλλάδιο που απαντούσε στις κριτικές από τα αριστερά και τους «όψιμους επαναστάτες» προβάλλοντας σαν μοντέλο της συγκυβέρνησης το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα του 1936 (ανάμεσα στο ΚΚΕ του Ζαχαριάδη και το Φιλελεύθερο Κόμμα) τη ενσάρκωση δηλαδή της στρατηγικής των Λαϊκών Μετώπων που ακολουθούσαν όλα τα ΚΚ εκείνη την περίοδο. Είναι επίσης σωστό, ότι σε σημαντικό βαθμό οι επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ την περίοδο γύρω από το 1989 καθορίστηκαν από τις εξελίξεις στην Ρωσία και στο ΚΚΣΕ. Ήταν η εποχή που ο Γκορμπατσόφ βρισκόταν στην ηγεσία και οι ιδέες της «Περεστρόικα», δηλαδή του ανοίγματος στην αγορά ήταν κυρίαρχες και στο ΚΚΕ. Όμως, στις εξηγήσεις που δίνει σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ υπάρχουν σκόπιμα κενά. Για τις επιλογές του ’89 φταίει μόνο η «διαβρωτική υγρασία του οπορτουνισμού» που παρέμεινε στο κόμμα, όπως εκτιμούσε ένα άλλο κείμενο στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση το 2013. Όμως, δεν ήταν μόνο ο Ανδρουλάκης, που σήμερα είναι στα αζήτητα του ΠΑΣΟΚ, ή ο Γ. Δραγασάκης τότε μέλος του ΠΓ και σήμερα βασικός υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, που «αποπλάνησαν» το κόμμα. Και ο Φλωράκης, και η Παπαρήγα και ο Κουτσούμπας μαζί με όλη την σημερινή ηγετική ομάδα στήριξαν με νύχια και με δόντια εκείνες τις επιλογές. Στην πραγματικότητα παρόλες τις αυτοκριτικές και την «αποκατάσταση της επαναστατικής φυσιογνωμίας» το ΚΚΕ παραμένει και σήμερα ένα κόμμα που ενδίδει στον ψεύτικο ρεαλισμό του κοινοβουλευτικού δρόμου. Μιλάει για σοσιαλισμό, αλλά στο μεταξύ κάθε χειροπιαστή ρήξη με το σύστημα αναβάλλεται για το μέλλον («θα ήταν καταστροφή η έξοδος από το ευρώ», όπως δήλωνε η Παπαρήγα το 2015) και μέχρι τότε ο μόνος στόχος για την εργατική τάξη είναι να μάθει να ψηφίζει σωστά. Σήμερα, η δεξιά κατάντια της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να σκεπάζει -και με το πέρασμα του χρόνου- το φιάσκο της συγκυβέρνησης του ’89. Όμως, η ρίζα και των δυο εξελίξεων είναι κοινή. Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ είναι η συνέχεια του συγκυβερνητικού Συνασπισμού του 1989. Η εναλλακτική σε αυτούς τους συμβιβασμούς είναι η ενίσχυση της αριστεράς του αντικαπιταλισμού και της επανάστασης. Αυτή την Αριστερά οικοδομεί το ΣΕΚ από τότε που η ΟΣΕ (η οργάνωση από την οποία προήλθε) μιλούσε για την «αντικαπιταλιστική στρατηγική» που έχει ανάγκη το κίνημα. Σήμερα, μπορούμε και πρέπει να κάνουμε την επαναστατική αριστερά πολλές φορές πιο ισχυρή (και έμπειρη) από τότε. Εργατική Αλληλεγγύη, Νο1372 |