- Τετ, 26/08/2020 - 11:54
80 χρόνια από τη δολοφονία του Τρότσκι [του Λέανδρου Μπόλαρη]
του Λέανδρου Μπόλαρη
Στις 20 Αυγούστου του 1940 ο Λέον Τρότσκι τραυματιζόταν θανάσιμα από το χτύπημα ενός πράκτορα της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν στο «μπλε σπίτι» στην συνοικία Κογιοακάν της Πόλης του Μεξικό. Ξεψύχησε την επόμενη μέρα. Την κηδεία του παρακολούθησαν, σύμφωνα με τις μεξικάνικες εφημερίδες της εποχής, περισσότεροι από 200 χιλιάδες άνθρωποι. Δηλαδή ένα πλήθος πέρα από κάθε αναλογία με την επιρροή της μικρής τροτσκιστικής οργάνωσης του Μεξικού. Το σιωπηλό πλήθος συγκεντρώθηκε για να τιμήσει τον ηγέτη μιας επανάστασης που δεν συμβιβάστηκε και το πλήρωσε με τη ζωή του.
Στα προηγούμενα χρόνια είχε δει την οικογένειά του, τους φίλους και συντρόφους του να χάνονται από τα δολοφονικά χτυπήματα ενώ οι συκοφαντίες του σταλινισμού έπεφταν βροχή. Ο ένας του γιος που δεν είχε σχέση με την πολιτική συνελήφθη και πέθανε στην εξορία. Ο Λέον Σεντόφ, ο πρωτότοκος γιος του, τον είχε ακολουθήσει στο εξωτερικό μετά την απέλασή του το 1929.
Δολοφονήθηκε στο Παρίσι το 1938. Οι γραμματείς του Τρότσκι στα χρόνια της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου επίσης συνελήφθησαν, εκτελέστηκαν ή «αυτοκτόνησαν». Χιλιάδες επαναστάτες/
τριες που είχαν ενταχθεί κατά καιρούς στην Αριστερή Αντιπολίτευση μέσα στην Ρωσία, εξορίστηκαν και εκτελέστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Σιβηρία.
Ο Τρότσκι είχε βρεθεί στο Μεξικό στις αρχές του 1937. Ο πρόεδρος της χώρας, ο στρατηγός Λάζαρο Καρδένας, ήταν ο μόνος ηγέτης κράτους που δέχτηκε να δώσει βίζα και άδεια παραμονής στο Τρότσκι. Ο Στάλιν (με την στήριξη του Μπουχάριν) τον είχε εξορίσει το 1928 στην Αλμα-Ατα του τότε Τουρκεστάν και τον Φλεβάρη του 1929 το πολιτικό γραφείο του ρώσικου κομμουνιστικού κόμματος αποφάσισε να τον απελάσει στην Τουρκία.
Τα επόμενα χρόνια ο Τρότσκι ήταν ένας άνθρωπος «σε έναν πλανήτη δίχως βίζα» όπως έγραψε ο πρώτος βιογράφος του, ο Ισαάκ Ντόιτσερ. Δυο χρόνια στην Πρίγκηπο της Προποντίδας και μετά μια περιπλάνηση σε Γαλλία και Νορβηγία. Παντού, οι κυβερνήσεις της «πολιτισμένης», «δημοκρατικής» δύσης, του έδειχναν την πόρτα. Για τις φασιστικές χώρες δεν υπήρχε βέβαια λόγος.
Είναι πειρασμός να θυμόμαστε τον Τρότσκι μόνο σαν τον «απόκληρο προφήτη» (ο τίτλος του τρίτου μέρους της βιογραφίας του από τον Ισαάκ Ντόιτσερ). Και είναι συνηθισμένο, ακόμα και στην ριζοσπαστική αριστερά, οι ιδέες του και οι μάχες του ιδιαίτερα ενάντια στον σταλινισμό να θεωρούνται αποσκευές που ανήκουν λίγο πολύ στο χρονοντούλαπο τη ιστορίας. Είναι μια εντελώς λάθος αντιμετώπιση. Ο Λ. Τρότσκι είναι η γέφυρα ανάμεσα στην επαναστατική κληρονομιά των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και στο σήμερα. Όπως έλεγε ο Τόνι Κλιφ αναφερόμενος στον Τρότσκι «βλέπουμε πιο μακριά όταν είμαστε στους ώμους γιγάντων».
Ζούμε σε μια περίοδο που τα κινήματα, οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις είναι ξανά στην ημερήσια διάταξη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, από τη Χιλή μέχρι τη Λευκορωσία και από τις ΗΠΑ μέχρι την Ινδονησία. Ο Τρότσκι έγινε μαρξιστής στην αυγή μιας παρόμοιας εποχής, στις αρχές του 20ου αιώνα. Η «αναγγελία» της έγινε στην Ρωσία με την Επανάσταση που ξεκίνησε το 1905.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση και οι δυο πτέρυγες του ρωσικού μαρξισμού, οι Μπολσεβίκοι και οι Μενσεβίκοι, εκτιμούσαν ότι ο χαρακτήρας της –δηλαδή οι στόχοι που είχε να υλοποιήσει– ήταν αστικός. Όμως, είχαν μια διαφορά κεφαλαιώδους σημασίας.
Οι Μενσεβίκοι παρέμειναν προσκολλημένοι στο παλιό μηχανιστικό σχήμα -η επανάσταση που είχε ανάγκη η Ρωσία ήταν αστική και δημοκρατική, άρα την ηγεσία έπρεπε να την είχαν οι αστοί. Το εργατικό κίνημα θα ήταν η «αριστερή πτέρυγα» ενός ευρύτερου δημοκρατικού μετώπου.
Οι Μπολσεβίκοι είχαν μια εντελώς διαφορετική στρατηγική. Είχαν πειστεί ότι η αστική τάξη της Ρωσίας δεν είχε την παραμικρή όρεξη να συγκρουστεί με το καθεστώς. Οι αστοί προτιμούσαν να μείνουν συμβιβασμένοι και να κάνουν δουλειές με τον τσαρισμό, παρά να ρισκάρουν ένα γενικευμένο ξεσηκωμό. Η εργατική τάξη σε συμμαχία με τους αγρότες ήταν αυτή που θα έμπαινε μπροστά και θα έφερνε τη Δημοκρατία στη Ρωσία, αλλά μέχρι εκεί – η εργατική εξουσία και ο σοσιαλισμός παρέμεναν ζητήματα του μέλλοντος.
Ο Τρότσκι έβγαλε διαφορετικά συμπεράσματα από την εμπειρία της πρώτης Ρώσικης Επανάστασης. Υποστήριξε ότι η εργατική τάξη θα πάρει την εξουσία επικεφαλής των αγροτών, αλλά από την πρώτη μέρα θα αναγκαστεί να επιβάλλει τις δικές της ταξικές λύσεις. Για να δείξει παραστατικά τι εννοούσε έβαζε ένα «απλό» ερώτημα. Την επόμενη μέρα της ανατροπής του τσαρισμού, τι θα γινόταν με το πρόβλημα της ανεργίας; Τι θα έκαναν οι καπιταλιστές αν η νέα εξουσία έπαιρνε μέτρα στήριξης των ανέργων βάζοντας χέρι στα κέρδη τους; «Θα βάλουν μεγάλα λουκέτα στις πόρτες των εργοστασίων τους και θα πούνε: ‘Δεν υπάρχει απειλή για την ιδιοκτησία μας γιατί η εργατική τάξη βρίσκεται στο στάδιο της δημοκρατικής και όχι της σοσιαλιστικής δικτατορίας’;» Και τι θα απαντήσει η εργατική τάξη που θα έχει ανατρέψει τον τσαρισμό με το όπλο στο χέρι; Δεν θα επιβάλλει το άνοιγμα των εργοστασίων με την κρατικοποίησή τους; «Όμως, αυτό δεν ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό; Φυσικά και τον ανοίγει. Τι άλλο προτείνετε;»
Ήταν μια εντελώς αιρετική άποψη για την Αριστερά της εποχής, διεθνώς. Εργατική εξουσία στην πιο καθυστερημένη χώρα της Ευρώπης; Αδιανόητο. Κι ήταν αιρετική όχι μόνο για τα συμπεράσματα αλλά και για τη μέθοδο που κατέληγε σ’ αυτά. Αργότερα θα περιέγραφε αυτή τη μέθοδο με τη φράση «ο νόμος της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης». Ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα που καθορίζει την εξέλιξη των επί μέρους «εθνικών» μονάδων του.
Ο καπιταλισμός στην Ρωσία δεν πέρασε από τα «στάδια» της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Βρετανία. Στην πραγματικότητα πουθενά ο καπιταλισμός δεν αναπτύχθηκε με ένα προκαθορισμένο μοτίβο. Στην Ρωσία το απολυταρχικό, φεουδαρχικό κράτος χρειαζόταν τον καπιταλισμό για να παραμείνει μια μεγάλη δύναμη. Κι έτσι δίπλα στα ξύλινα αλέτρια ξεφύτρωσαν τα μεγαλύτερα εργοστάσια της Ευρώπης.
Και μέσα σ’ αυτά δούλευε μια νέα εργατική τάξη που έκανε άλματα στις ιδέες της και τη δράση της. Μόλις δέκα χρόνια χώριζαν τις πρώτες απεργίες στην Πετρούπολη το 1896 από την Επανάσταση το 1905. Κι η επανάσταση ήρθε με τη μορφή κυμάτων μαζικών απεργιών και με πολιτικά αιτήματα, με εργατικά συμβούλια (σοβιέτ).
Η Επανάσταση του 1917 δικαίωσε την ανάλυση του Τρότσκι. Η εργατική τάξη ανέτρεψε τον τσαρισμό αλλά δεν έμεινε εκεί. Πήρε την εξουσία για λογαριασμό της. Το 1906 ο Τρότσκι πρόβλεπε ότι η εργατική εξουσία στην Ρωσία θα είναι το «άνοιγμα» για τις επαναστάσεις στην Δύση. Πράγματι έτσι έγινε. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε με ένα κύμα επαναστάσεων με την Γερμανία στο κέντρο τους.
Κόκκινος Οκτώβρης
Η νίκη της εργατικής τάξης τον Οκτώβρη του 1917 δεν θα ήταν δυνατή χωρίς ένα επαναστατικό κόμμα στην ηγεσία του κινήματος. Τα σοβιέτ, είχαν μια τεράστια δύναμη από τον Φλεβάρη κιόλας. Αλλά χρειαζόταν μια οργανωμένη δύναμη να δώσει τη μάχη στο εσωτερικό τους για να γίνει πράξη το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Κι αυτή η δύναμη ήταν το κόμμα των μπολσεβίκων.
Ο Τρότσκι είχε μείνει «ανένταχτος» από το 1904 και είχε δεχτεί συχνά τα πυρά του Λένιν όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά το 1917, όπως γράφει ο Τόνι Κλιφ:
“Ο Τρότσκι δεν είχε άλλη εναλλακτική διέξοδο από το να προσχωρήσει στον μπολσεβικισμό. Ο Τρότσκι ήταν ένας λαμπρός στρατηγός που όμως διοικούσε ένα μικροσκοπικό απόσπασμα στρατιωτών, ενώ ο Λένιν ήταν ο αναγνωρισμένος ηγέτης ενός μεγάλου κόμματος. Για να νικήσει η επανάσταση χρειαζόταν ένα κόμμα με μέλη σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε μονάδα του στρατού, ικανό να κερδίζει το νου και τις καρδιές των εργατών και των στρατιωτών. Ως άτομο, ο Τρότσκι μπορούσε να κάνει τη φωνή του να ακουστεί. Όμως, μόνο ένα μαζικό, καλά πειθαρχημένο κόμμα μπορούσε να μετατρέψει τα λόγια σε πράξεις”.
O Τρότσκι αναδείχτηκε στην κεντρική ηγεσία αυτού του κόμματος. Τον Σεπτέμβρη του 1917 το σοβιέτ της Πετρούπολης τον έκλεξε πρόεδρό του. Είχε αυτή τη θέση το 1905. Αλλά τώρα ήταν ο πρόεδρος ενός σοβιέτ με μπολσεβίκικη πλειοψηφία. Και σαν επικεφαλής της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής του, ανέλαβε να οργανώσει την ανατροπή της αστικής προσωρινής κυβέρνησης τον Οκτώβρη.
Η νεαρή εργατική εξουσία βρέθηκε σύντομα πολιορκημένη από την ένοπλη αντεπανάσταση και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Το εργατικό κράτος χρειάστηκε να συγκροτήσει το δικό του στρατό, τον «Κόκκινο Στρατό των Εργατών και των Αγροτών» κυριολεκτικά από το μηδέν. Ο Κόκκινος Στρατός νίκησε και ο αρχιτέκτονας αυτής της νίκης ήταν ο Τρότσκι που έγινε «κομισάριος πολέμου» και πρόεδρος του «Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου» τον Μάρτη του 1918, και κράτησε αυτή τη θέση μέχρι το 1923.
Το πνεύμα, το «ηθικό θεμέλιο» του Κόκκινου Στρατού διαπερνιόταν από έναν ασυμβίβαστο διεθνισμό. Στην πρώτη του ομιλία ως Επίτροπος Πολέμου, ο Τρότσκι δήλωσε ανοιχτά: «Εμείς, που η ιστορία μας έδωσε πρώτους τη νίκη…πρέπει να είμαστε σε θέση να σπεύσουμε σε ένοπλη βοήθεια των εξεγερμένων αδελφών μας στην πρώτη βροντή της παγκόσμιας επανάστασης».
O Μαξ Μπάουερ, ένας Γερμανός στρατηγός της εποχής που μόνο για συμπάθεια στους μπολσεβίκους δεν μπορεί να κατηγορηθεί, έγραψε για τον Τρότσκι: «Ένας γεννημένος στρατιωτικός οργανωτής και ηγέτης… συγκρότησε ένα νέο στρατό απ’ το τίποτα, και μετά τον οργάνωσε και τον εκπαίδευσε μέσα στη φωτιά της μάχης, αυτό είναι ένα κατόρθωμα αντάξιο του Ναπολέοντα».
Συνέχεια
Η δεκαετία του ’30 ξεκίνησε με την μεγαλύτερη κρίση που είχε γνωρίσει ο καπιταλισμός στην ιστορία του. Μια δεκαετία που γέννησε την αντεπαναστατική απελπισία με τη μορφή του φασισμού και την επαναστατική ελπίδα με τους αγώνες της εργατικής τάξης και τη στροφή της στ’ αριστερά. Ο Τρότσκι προσπάθησε να χτίσει ένα επαναστατικό ρεύμα κόντρα στις προδοσίες και τα τραγικά λάθη του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας.
Ήταν ο πρώτος που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την φασιστική απειλή στην Γερμανία και διατύπωσε μια από τις πιο οξυδερκείς αναλύσεις για τη φύση του φασισμού σαν αντιδραστικού κινήματος. Και δεν έμεινε σ’ αυτό. Με όπλο την στρατηγική του ενιαίου μετώπου –που είχε διατυπώσει η Κομιντέρν στα επαναστατικά της χρόνια με την αποφασιστική συμβολή του – ο Τρότσκι εξήγησε πως η εργατική τάξη μπορεί να αποκρούσει την φασιστική απειλή και να ανοίξει το δρόμο για τη δική της λύση στην κρίση του καπιταλισμού –την επανάσταση.
Τρία χρόνια μετά, το 1936, οι καταλήψεις των εργοστασίων στην Γαλλία και η Ισπανική Επανάσταση έδειξαν ποια ήταν η εναλλακτική λύση απέναντι στο φασισμό και τον πόλεμο. Η κριτική του Τρότσκι για την πολιτική των «λαϊκών μετώπων» που οδήγησαν στις ήττες αυτά τα κινήματα είναι σήμερα απαραίτητη για την Αριστερά που δεν θέλει να μοιραστεί τα αδιέξοδα και τους συμβιβασμούς του κοινοβουλευτικού δρόμου.
Εκείνη την περίοδο η σταλινική Ρωσία έμπαινε στη φάση του «μεγάλου τρόμου» των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Και ο Τρότσκι δίνει την τιτάνια μάχη να υπερασπίσει την κληρονομιά της ρωσικής επανάστασης και να αποδείξει ότι «ποτάμια αίματος χωρίζουν τον σταλινισμό και τον μπολσεβικισμό». Το βιβλίο η Προδομένη Επανάσταση ήταν προϊόν αυτής της προσπάθειας και η πρώτη σοβαρή μαρξιστική ανάλυση της σταλινικής γραφειοκρατίας, των υλικών βάσεων που αναδείχτηκε και επικράτησε στις συνθήκες της απομόνωσης της σοβιετικής Ρωσίας. Έγραφε:
«Ο Λένιν, ακολουθώντας τον Μαρξ και τον Ένγκελς, έβλεπε το πρώτο διακριτικό γνώρισμα της προλεταριακής επανάστασης στο γεγονός ότι, απαλλοτριώνοντας τους εκμεταλλευτές, θα καταργούσε την αναγκαιότητα ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού, υψωμένου πάνω από την κοινωνία –και πάνω απ’ όλα, της αστυνομίας και του μόνιμου στρατού…
Όπως και να ερμηνεύετε τη φύση του σημερινού σοβιετικού κράτους, ένα πράγμα είναι αδιαμφισβήτητο: στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της ύπαρξής του, όχι μόνο δεν έχει σβήσει, αλλά ούτε καν έχει αρχίσει να «σβήνει». Ακόμα χειρότερα, έχει μεγαλώσει κι έχει γίνει ένας ανήκουστος μέχρι τώρα μηχανισμός καταπίεσης.
Η γραφειοκρατία όχι μόνο δεν έχει εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση της στις μάζες, αλλά και έχει μετατραπεί σε μια ανεξέλεγκτη δύναμη που κυριαρχεί πάνω στις μάζες. Ο στρατός όχι μόνο δεν έχει αντικατασταθεί από τον ένοπλο λαό, αλλά και έχει γεννήσει μια προνομιούχα κάστα αξιωματικών, με επικεφαλής στρατάρχες, ενώ στο λαό, “στον ένοπλο φορέα της δικτατορίας”, απαγορεύεται στη Σοβιετική Ένωση να φέρει ακόμα και ένα μη πυροβόλο όπλο. Ακόμα και η πιο αχαλίνωτη φαντασία, θα δυσκολευόταν να συλλάβει ένα κοντράστ πιο χτυπητό από αυτό που υπάρχει ανάμεσα στο σχήμα του εργατικού κράτους που έχει δοθεί από τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν, και το πραγματικό κράτος στο οποίο ηγείται σήμερα ο Στάλιν».
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Τρότσκι ωστόσο υποστήριζε ότι η Ρωσία του Στάλιν εξακολουθούσε να είναι ένα εργατικό κράτος, έστω εκφυλισμένο. Πίστευε ότι η γραφειοκρατία ήταν ένα «καρκίνωμα» που δεν θα άντεχε στους κλονισμούς του επερχόμενου πολέμου. Είχε λάθος σε αυτή την ανάλυση, όπως αποδείχτηκε. Η γραφειοκρατία με τον Στάλιν έχτιζαν ένα κρατικό καπιταλισμό που στη δεκαετία του ’40 και του ’50 θα γινόταν «υπερδύναμη».
Όμως, αυτό δεν μπορεί να σβήσει την τεράστια συμβολή της ανάλυσης του Τρότσκι. Διέσωσε για τις επόμενες γενιές των αγωνιστών/
τριών την ουσία της έννοιας σοσιαλισμός: μια κοινωνία που θα κυβερνάνε οι εργάτες και οι εργάτριες, το κριτήριο της παραγωγής θα είναι οι κοινωνικές ανάγκες και όχι το ανταγωνιστικό κυνήγι του κέρδους και που στην ανεπτυγμένη της μορφή μαζί με την εκμετάλλευση και την καταπίεση το ίδιο το κράτος θα έχει μπει στο «μουσείο της ιστορίας».
Αυτή η κληρονομιά του «σοσιαλισμού από τα κάτω», δίνει νικηφόρα προοπτική στους αγώνες του σήμερα. Κι ο Τρότσκι είναι αναντικατάστατο κομμάτι της.
|