• Σάβ, 13/08/2022 - 08:49
Χρηματιστήριο, κέρδη και ενεργειακή φτώχεια [του Κώστα Βουρεκά]

Κώστας Βουρεκάς

Το να προσπαθήσεις να καταλάβεις πώς τιμολογείται η ενέργεια στο σημερινό βασίλειο της ασυδοσίας του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού σε Ελλάδα και ΕΕ μοιάζει με σπαζοκεφαλιά. Όλα πάντως δουλεύουν υπέρ των εταιρειών — για παράδειγμα είναι μία από τις λίγες αγορές που όλοι αμείβονται με βάση την… ακριβότερη προσφορά. Ας δούμε πώς η «απελευθέρωση» των αγορών ενέργειας οδηγεί στην ενεργειακή κρίση.

Από τον Πινοσέτ στη Θάτσερ κι από εκεί στην αγορά της ΕΕ

Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τις τεράστιες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος που πληρώνουν οι καταναλωτές και τις συνολικότερες επιπτώσεις που έχουν στην οικονομία οι αυξήσεις σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα, οφείλεται κυρίως στην «απελευθέρωση» των αγορών ενέργειας και στην χρηματιστικοποίησή της. Οι διαδικασίες που οδήγησαν εδώ είναι διεθνείς και έχουν εκκινήσει αρκετές δεκαετίες πριν.

Η πρώτη «ελεύθερη» αγορά ενέργειας δημιουργήθηκε το 1982 στη Χιλή από τη χούντα του Πινοσέτ, ενώ εμβληματική υπήρξε και η «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Βρετανία της Θάτσερ το 1989. Η πιο γνωστή σε παγκόσμιο επίπεδο αποτυχία των αγορών ενέργειας έλαβε χώρα στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ το 2000, όταν οι κερδοσκοπικές πρακτικές των ιδιωτικών εταιρειών παραγωγής ενέργειας –με πιο γνωστή την Ένρον που έφτασε κάποια στιγμή να είναι η έβδομη μεγαλύτερη εταιρεία στις ΗΠΑ πριν καταρρεύσει σε διάστημα μίας εβδομάδας– οδήγησαν σε εκτόξευση του κόστους και σε αλλεπάλληλες διακοπές ρεύματος, που κατέληξαν στην πλήρη κατάρρευση του συστήματος.

Η αγορά ενέργειας στην Ελλάδα, τόσο στο παλαιότερο σχήμα της «υποχρεωτικής κοινοπραξίας», όσο και στο σημερινό εφαρμοζόμενο «μοντέλο–στόχος» (target-model), αποτελεί εφαρμογή αλλεπάλληλων σχετικών ευρωπαϊκών οδηγιών. Πραγματικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα εφαρμόζει το πιο «προχωρημένο», υπό νεοφιλελεύθερη οπτική γωνία, μοντέλο «απελευθέρωσης» των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στον κόσμο. Η δημιουργία «ελεύθερων» και πανευρωπαϊκά διασυνδεδεμένων αγορών ενέργειας, τόσο στη χονδρική, όπου διαμεσολαβείται από ένα χρηματιστήριο στο οποίο η ενέργεια πωλείται και αγοράζεται μέσω διαδοχικών δημοπρασιών, όσο και στη λιανική πώληση στους τελικούς καταναλωτές, βρίσκεται στον πυρήνα των ευρωπαϊκών πολιτικών.

Η πολύπλοκη διαδικασία μιας λεηλασίας

Οι προσπάθειες «απελευθέρωσης» της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα, ώστε να συγκλίνει με το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό μοντέλο, εκκινούν με την υποχρεωτική διάσπαση του κρατικού, κάθετα ολοκληρωμένου μονοπωλίου της ΔΕΗ, το οποίο πουλούσε ηλεκτρική ενέργεια στους καταναλωτές σε γενικές γραμμές σε τιμές κόστους, και τη δημιουργία διακριτών εταιρειών στην παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος. Με βάση το μοντέλο αυτό, στην παραγωγή και στην προμήθεια προβλέπεται η ύπαρξη πολλών ανταγωνιστικών μεταξύ τους ανεξάρτητων εταιρειών, οι οποίες θα λειτουργούν στο πλαίσιο μιας ελεύθερης αγοράς με βάση την προσφορά και τη ζήτηση, ενώ στη μεταφορά και στη διανομή προβλέπεται η ύπαρξη μίας μονοπωλιακής εταιρείας, η οποία θα αμείβεται με βάση το κόστος των επενδύσεών της συν ένα ποσοστό κέρδους.

Οι προβλέψεις του παραπάνω μοντέλου έχουν σήμερα πλήρως υλοποιηθεί. Σημαντικός σταθμός στην πορεία υλοποίησης ήταν η υιοθέτηση το 2005 του πρώτου μοντέλου χρηματιστηριακής αγοράς ενέργειας, αυτού της «υποχρεωτικής κοινοπραξίας», του οποίου ο βασικός στόχος ήταν να μπουν στην αγορά παραγωγοί ενέργειας με πηγή το φυσικό αέριο και μάλιστα χωρίς πελατειακή βάση στη λιανική, οι οποίοι σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τον φθηνότερο λιγνίτη της ΔΕΗ. Ταυτόχρονα, διάφορες ιδιωτικές εταιρείες έμπαιναν στην αγορά, κατασκευάζοντας και λειτουργώντας μονάδες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, πουλώντας κατά προτεραιότητα ηλεκτρική ενέργεια σε υψηλές καθορισμένες σταθερές τιμές.

Από την 1η Νοέμβρη του 2020, στην Ελλάδα εφαρμόζεται το «μοντέλο-στόχος», με βάση το οποίο η αγορά ενέργειας αποτελείται από τέσσερις αγορές, την ενεργειακή χρηματοπιστωτική αγορά, την αγορά επόμενης ημέρας, την ενδο-ημερήσια αγορά και την αγορά εξισορρόπησης. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η λεγόμενη αγορά επόμενης ημέρας, η οποία στην πραγματικότητα αποτελείται από εικοσιτέσσερις διαφορετικές αγορές, μία για κάθε ώρα της επόμενης ημέρας, με τη δική της προσφορά και ζήτηση και το δικό της ισοζύγιο! Κάθε αγοραία χρονική μονάδα είναι ουσιαστικά μια διαδικασία δημοπρασίας ενέργειας μία ημέρα πριν τη φυσική παράδοση από τους παραγωγούς στους προμηθευτές. Οι παραγωγοί καταθέτουν προσφορές έγχυσης ποσοτήτων ενέργειας σε συγκεκριμένες τιμές, σχηματίζοντας την καμπύλη της προσφοράς και οι προμηθευτές, αντίστοιχα, προσφορές αγοράς ποσοτήτων ενέργειας, σχηματίζοντας την καμπύλη της ζήτησης. Το σημείο διασταύρωσης της καμπύλης της προσφοράς με την καμπύλη της ζήτησης για κάθε ξεχωριστή ώρα της επόμενης ημέρας, αποτελεί την οριακή τιμή συστήματος, με βάση την οποία αποζημιώνονται όλοι οι παραγωγοί των οποίων η προσφορά γίνεται αποδεκτή, ανεξάρτητα από το ύψος της προσφοράς τους. Έτσι, πρακτικά η ακριβότερη προσφορά ενέργειας η οποία απαιτείται για να καλυφθεί η ζήτηση, καθορίζει και την τιμή στην οποία αποζημιώνονται όλοι οι παραγωγοί, ανεξάρτητα από την προσφορά που κατέθεσαν και το κόστος της ενέργειας που παράγουν.

Οι τιμές του φυσικού αερίου διαμορφώνονται με βάση τις αγοραπωλησίες στο διεθνές χρηματιστήριο ενέργειας του Άμστερνταμ, που χαρακτηρίζεται από κερδοσκοπικές κινήσεις

Στην Ελλάδα, σήμερα, τις περισσότερες ώρες της ημέρας, για να καλυφθεί η ζήτηση, απαιτείται η λειτουργία των ακριβών μονάδων φυσικού αερίου, οι οποίες καθορίζουν μέσω του μηχανισμού της οριακής τιμής συστήματος την τιμή που λαμβάνουν όλοι οι παραγωγοί. Οι τιμές του φυσικού αερίου διαμορφώνονται στην Ευρώπη με δείκτη την τιμή αναφοράς των αγοραπωλησιών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης φυσικού αερίου στο διεθνές χρηματιστήριο ενέργειας του Άμστερνταμ. Καθώς πρόκειται για αγορά χρηματοπιστωτικών παραγώγων, οι τιμές του δείκτη διαμορφώνονται με βάση τις προσδοκίες των επενδυτών και όχι λ.χ. την αύξηση του κόστους παραγωγής του φυσικού αερίου. Η ΡΑΕ, μάλιστα, εκτιμά ότι οι αυξήσεις στον ευρωπαϊκό δείκτη, σε αντίθεση λ.χ. με τον αντίστοιχο αμερικάνικο, δεν αντανακλούν απλά τις δυναμικές της αγοράς, αλλά υποκρύπτουν καθαρά κερδοσκοπικές κινήσεις.

Το χρηματιστήριο ρύπων, οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών του οποίου εμφανίζουν επίσης μεγάλη αύξηση την τρέχουσα περίοδο, επίσης επιδρά στην ελληνική αγορά ενέργειας, καθώς οι λιγνιτικές μονάδες κυρίως αλλά και οι μονάδες φυσικού αερίου δευτερευόντως, αγοράζουν από το ελληνικό δημόσιο δικαιώματα εκπομπών, την τιμή των οποίων ενσωματώνουν στις προσφορές που υποβάλλουν στην αγορά επόμενης ημέρας. Τα έσοδα από τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων, χρησιμοποιούνται από το ελληνικό δημόσιο για τη στήριξη του ειδικού λογαριασμού που επιδοτεί τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μαζί με το ΕΤΜΕΑΡ, το οποίο πληρώνουν οι καταναλωτές μέσω του λογαριασμού ρεύματος. Οι ΑΠΕ συμμετέχουν κανονικά στο χρηματιστήριο ενέργειας, καταθέτοντας προσφορές με μηδενικό ή πάρα πολύ χαμηλό κόστος, τραβώντας την οριακή τιμή συστήματος προς τα κάτω. Στη συνέχεια, αποζημιώνονται από την αγορά ενέργειας σε αυτή την οριακή τιμή. Αν αυτή η τιμή είναι χαμηλότερη από τη σταθερή τιμή ή την τιμή αναφοράς της επιδότησης, η διαφορά πληρώνεται από τον ειδικό λογαριασμό, αν είναι υψηλότερη, οι ΑΠΕ επιστρέφουν χρήματα στον ειδικό λογαριασμό. Οι τιμές της χονδρικής αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα έχουν φτάσει σε τέτοια ύψη, που κατά κανόνα πλέον συμβαίνει το δεύτερο.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η αγορά εξισορρόπησης, η οποία εξυπηρετεί τη διαχείριση της λειτουργίας του συστήματος σε πραγματικό χρόνο και αποτελείται από μία αγορά ενέργειας εξισορρόπησης, ώστε να εξασφαλίζεται κάθε στιγμή το ισοζύγιο παραγωγής και ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και μία αγορά ισχύος εξισορρόπησης για απαιτήσεις εφεδρειών, ώστε να διορθώνονται οι αποκλίσεις ανάμεσα στον ενεργειακό προγραμματισμό που γίνεται σε πραγματικό χρόνο και αυτόν που προκύπτει από την αγορά επόμενης ημέρας, η οποία δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη απαιτήσεις σε εφεδρείες και τεχνικούς περιορισμούς των μονάδων παραγωγής και του συστήματος. Η αγορά εξισορρόπησης αποτελεί το πεδίο διάφορων καθαρά κερδοσκοπικών πρακτικών των παικτών του χρηματιστηρίου ενέργειας, σήμερα και διαχρονικά, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Ειδικά στην Ελλάδα, οι παίκτες της αγοράς ενέργειας εκμεταλλεύονται την έλλειψη δικτύου μεταφοράς υπερυψηλής τάσης για τη σύνδεση της Πελοποννήσου με το υπόλοιπο διασυνδεδεμένο σύστημα της χώρας και την ευρύτερη ανισορροπία που έχει να κάνει με το γεγονός ότι το κέντρο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα εντοπίζεται στον βορρά, ενώ το μεγαλύτερο κέντρο κατανάλωσης ενέργειας εντοπίζεται στον νότο. Έτσι, μονάδες παραγωγής ενέργειας αποζημιώνονται για το σύνολο της ενέργειας που είναι σε θέση θα διαθέσουν την επόμενη μέρα, αν και γνωρίζουν ότι τελικά δεν θα διατεθεί λόγω συμφόρησης του δικτύου της Πελοποννήσου ή κινδύνου υπερβολικά υψηλής τάσης στο δίκτυο μεταφοράς στον βορρά. Στη συνέχεια, αποζημιώνονται ξανά, σε πολύ υψηλές τιμές, στην αγορά εξισορρόπησης, όταν ο ΑΔΜΗΕ ως διαχειριστής του συστήματος και της συγκεκριμένης αγοράς τους δίνει αναγκαστικά εντολές «αποκατανομής» για να εξασφαλιστεί η ευστάθεια του συστήματος.

Ιδιόμορφο εμπόρευμα – μονοπωλιακές επιδιώξεις

▸ Οι τεχνικές ιδιαιτερότητες της ενέργειας και οι μάχες για δεσπόζουσα θέση

Το βασικότερο αποτέλεσμα της «απελευθέρωσης» της αγοράς ενέργειας και της χρηματιστικοποίησής της, είναι ότι η ενέργεια παύει να τιμολογείται με βάση το κόστος παραγωγής της και η τιμή της κυμαίνεται ελεύθερα με βάση την προσφορά και τη ζήτηση σε κάποιες τεχνητά κατασκευασμένες «ελεύθερες» αγορές. Επιπλέον, οι ιδιαιτερότητες του εμπορεύματος «ηλεκτρική ενέργεια», οδηγούν στη δημιουργία μίας εξαιρετικά περίπλοκης αγοράς, στην οποία οι δυνατότητες απόκτησης «δεσπόζουσας θέσης», ανάπτυξης «εναρμονισμένων πρακτικών» και γενικά καταχρηστικών κερδοσκοπικών συμπεριφορών σε βάρος του «ελεύθερου ανταγωνισμού», είναι άπειρες. Συνεπώς, είναι απολύτως βέβαιο ότι οι ιδιωτικές εταιρείες που συμμετέχουν στην αγορά θα επιδιώξουν να τις εκμεταλλευτούν και να αποσπάσουν μονοπωλιακά κέρδη, πέραν οποιουδήποτε ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης, σε βάρος των καταναλωτών και ενίοτε ακόμα και της συνολικής ευστάθειας ολόκληρου του συστήματος. Έτσι, οι αγορές αυτές, παντού λειτουργούν υπό την εποπτεία ενός ισχυρού ρυθμιστή, ο οποίος όμως, στην καλύτερη περίπτωση, είναι πάντα ένα βήμα πίσω και παρεμβαίνει εκ των υστέρων.

Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολυκατακερματισμένη χρονικά, καθώς κάθε ώρα της ημέρας αποτελεί ξεχωριστή αγορά, ακριβώς επειδή στο εμπόρευμα «ηλεκτρική ενέργεια», κάθε στιγμή, η προσφορά και η ζήτηση πρέπει να ισοσταθμίζονται, αλλιώς καταρρέει το σύστημα. Ο κατακερματισμός έχει και χωρική διάσταση, καθώς η χωρητικότητα των δικτύων μεταφοράς είναι συγκεκριμένη. Επομένως, πρακτικά κάθε παίκτης της αγοράς μπορεί εν δυνάμει να αποκτήσει «δεσπόζουσα θέση» σε κάποιο κλάσμα της. Άλλες ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης αγοράς είναι οι περιορισμένες δυνατότητες αποθήκευσης του εμπορεύματος «ηλεκτρική ενέργεια», η έλλειψη υποκατάστατων προϊόντων, η πολύ υψηλή ανελαστικότητα και η περιοδική κυκλική διακύμανση της ζήτησης, η δυσκολία επέκτασης της προσφοράς λόγω απαίτησης υψηλών επενδύσεων, η αλληλεξάρτηση μεταξύ των παραγωγών, κ.α.

Ενιαίος δημόσιος φορέας ενέργειας υπό εργατικό έλεγχο

Τα κερδοσκοπικά επεισόδια στην «απελευθερωμένη» αγορά ενέργειας είναι εγγενή και δομικά και όχι συμπτωματικά ή συγκυριακά. Διάφορες ενδιάμεσες λύσεις που προτείνονται, ακόμα και αν εφαρμοστούν, θα έχουν πολύ μέτρια αποτελεσματικότητα και στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσουν σε μια σχετική εξομάλυνση της σημερινής κατάστασης, διατηρώντας ένα σύστημα συστηματικά ακριβότερο για τους καταναλωτές σε σχέση με το πραγματικό κόστος παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας, επιρρεπές στις κρίσεις και στις κερδοσκοπικές πρακτικές.

Η μοναδική πραγματική και μακροπρόθεσμα αποτελεσματική λύση είναι η κατάργηση της αγοράς ενέργειας, η αντιστροφή των εξελίξεων όλων των τελευταίων ετών και η επανασυγκρότηση ενός ενιαίου και καθετοποιημένου δημόσιου φορέα παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και διάθεσης ηλεκτρικής ενέργειας, υπό εργατικό έλεγχο, ο οποίος θα διαθέτει το ηλεκτρικό ρεύμα στους καταναλωτές σε τιμές που θα σχετίζονται με το κόστος παραγωγής του και όχι την προσφορά και τη ζήτηση σε κάποια κατασκευασμένη ελεύθερη αγορά και θα είναι σε θέση να κάνει αναλόγως κοινωνική, περιβαλλοντική και αναπτυξιακή πολιτική. Η παραπάνω λύση έρχεται, βέβαια, σε άμεση σύγκρουση με πλευρές του πυρήνα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και ευρύτερα με τις διεθνείς τάσεις και η πραγματοποίησή της προϋποθέτει μια συνολικότερη ανατροπή σε πολιτικό επίπεδο.

Επιπλέον, η επίλυση του περιβαλλοντικού προβλήματος που συνδέεται με το ενεργειακό
ζήτημα και συνεπάγεται τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας σε συνδυασμό με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου της κοινωνικής πλειοψηφίας, προϋποθέτει την αντιμετώπιση της ηλεκτρικής ενέργειας ως κοινωνικού αγαθού για την κάλυψη ζωτικών αναγκών και όχι ως εμπορεύματος που εξυπηρετεί μια διαρκή οικονομική μεγέθυνση.

Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 30-.31.7.2022