• Πέμ, 11/05/2023 - 20:05
Μάης ‘68: Η επιστροφή της επανάστασης [του Σωτήρη Κοντογιάννη]
Μάης ‘68: Η επιστροφή της επανάστασης
του Σωτήρη Κοντογιάννη 
 
Η ιστορία δεν είναι επίπεδη. Δεν είναι μια ομαλή, συνεχής εναλλαγή από γεγονότα. Η ιστορία έχει «υφέσεις» και «εξάρσεις», χρονιές ομαλότητας και ηρεμίας και στιγμές έκρηξης και αναταραχής. 
 
Ο Μάης του 1968 ήταν μια από αυτές τις «μεγάλες στιγμές». Η εξέγερση που πυροδοτήθηκε εκείνη την άνοιξη από τους φοιτητές της Γαλλίας δεν κατάφερε να νικήσει. Η έκρηξη έκλεισε τυπικά άδοξα: ο στρατηγός Ντε Γκωλ, ο δεξιός πρόεδρος της Γαλλίας που είχε εγκαταλείψει στις 29 Μάη το Παρίσι για να καταφύγει σε μια γαλλική στρατιωτική βάση στη Γερμανία, επέστρεψε, προκήρυξε εκλογές για τις 30 Ιούνη –τις οποίες και κέρδισε. Ο Μάης, όμως, άφησε ανεξίτηλο τον στίγμα του πάνω στην ιστορία. Ο κόσμος θα ήταν πολύ διαφορετικός σήμερα χωρίς την έκρηξη του 1968.
 
Η εργατική τάξη στο προσκήνιο
 
Το 1968 έχει μείνει στην επίσημη ιστορία σαν η «χρονιά των φοιτητών», σαν μια εξέγερση που αφορούσε μόνο τα πανεπιστήμια, ένας ξεσηκωμός της νεολαίας ενάντια στον «καθωσπρεπισμό» της εποχής, μια γραφική επανάσταση με μακριά μαλλιά, ροκ μουσική, ψυχεδελικά και αφίσες του Τσε στα φοιτητικά δωμάτια. Ο Μάης του ’68, όμως, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Ήταν μια εξέγερση που απλώθηκε σε δεκάδες χώρες. Και παρόλο που τα ίδια τα επαναστατικά γεγονότα κράτησαν στη Γαλλία μόνο λίγες εβδομάδες, η αναταραχή σημάδεψε τον πλανήτη για πολλά χρόνια -πριν και μετά το ίδιο το 1968. Εκατομμύρια εργάτες σε όλο τον κόσμο διαδήλωσαν, απέργησαν και κατέλαβαν τα εργοστάσιά τους μέσα στην ταραγμένη δεκαετία που «άνοιξε» το 1964 με τον ξεσηκωμό των φοιτητών του πανεπιστημίου του Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ και έκλεισε με την «επανάσταση των Γαρυφάλλων» τον Απρίλιο του 1974 στην Πορτογαλία.
 
Στην ίδια τη Γαλλία η γενική απεργία που ξέσπασε στις 13 Μάη του 1968 μετατράπηκε στο μεγαλύτερο κύμα εργατικών καταλήψεων που έχει ξεσπάσει ποτέ στη χώρα. «Η απεργία», γράφει ο Γιώργος Πίττας στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω (Νο 158, Μάης-Ιούνης 2023), «απλώνεται στο δημόσιο, στις τράπεζες στα καταστήματα, στα τυπογραφεία, στη ραδιοτηλεόραση… Απεργούν οι χορεύτριες στα Φολί Μπερζέρ, οι ποδοσφαιριστές καταλαμβάνουν τα γραφεία της ομοσπονδίας τους… το εθνικό θέατρο της Γαλλίας καταλαμβάνεται…». «Την Τετάρτη», τηλεγραφούσε ένα βρετανός δημοσιογράφος στην εφημερίδα του «οι νεκροθάφτες κατέβηκαν σε απεργία. Δεν είναι καιρός ούτε για να πεθάνει κανείς τέτοιες ώρες».
 
Στις ΗΠΑ ο απεργιακός πυρετός είχε αρχίσει να ανεβαίνει από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Την περίοδο 1967-1971 ο μέσος αριθμός των εργατών που συμμετείχαν στις απεργίες είχε διπλασιαστεί σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Οι «άγριες απεργίες» -απεργίες χωρίς την έγκριση των γραφειοκρατικών ηγεσιών των συνδικάτων που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να φρενάρουν ή και να εμποδίσουν τις κινητοποιήσεις- έγιναν ο κανόνας. Το 1960 η Chrysler Corporation, η τρίτη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ την εποχή εκείνη, είχε καταγράψει 15 «μη εξουσιοδοτημένες απεργίες» στα εργοστάσιά της. Το 1968, στο απόγειο του απεργιακού κινήματος, 91.
 
 
Στην Ιταλία ο ίδιος ο Μάης του ’68 ήταν μικρός και περιορισμένος στα πανεπιστήμια. Το καλοκαίρι του 1969, όμως, άρχισαν να πυκνώνουν οι απεργίες στα εργοστάσια του βιομηχανικού βορρά ενάντια στους μισθούς πείνας, τα ακριβά ενοίκια και την καταστολή. Η έκρηξη ήρθε τον Σεπτέμβρη όταν η Pirelli άρχισε να εισάγει τα πρώτα ελαστικά από το εργοστάσιό της στην Πάτρα – από την χουντική Ελλάδα δηλαδή. Οι εργάτες της Pirelli ξεσηκώθηκαν, επιτέθηκαν στα φορτηγά που μετέφεραν τα λάστιχα και τα έκαψαν (τα λάστιχα, όχι τα φορτηγά). Η εταιρία κήρυξε lock – out και απέλυσε τους  «πρωτεργάτες» της ανταρσίας. Η αντεπίθεση, όμως, γύρισε μπούμερανγκ: οι εργάτες κήρυξαν απεργία που απλώθηκε μέσα στις επόμενες μέρες σαν φωτιά σε όλη τη βιομηχανική περιοχή του Τορίνο και του Μιλάνο. Το «καυτό φθινόπωρο του 1969» που πυροδότησαν οι «στασιαστές» της Pirelli ήταν το μεγαλύτερο και πιο μακρόσυρτο απεργιακό κύμα στην ιστορία της Ιταλίας. Η ιταλική άρχουσα τάξη χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία και τόνους καταστολής, προβοκατσιών, διώξεων και φυλακίσεων για να «ομαλοποιήσει» την κατάσταση.
 
Οι φοιτητές
 
Οι εργάτες ήταν σε όλη αυτή την δεκαετία του «Μάη του ‘68» στο κέντρο της εξέγερσης. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι φοιτητές δεν έπαιξαν ρόλο. Έπαιξαν. Οι εκρήξεις, παντού σχεδόν, ξεκίνησαν από τα πανεπιστήμια, συχνά «δια ασήμαντη αφορμή». Στη Γαλλία γράφει ο Γιώργος Πίττας «ο Μάης του ’68 ξεκίνησε μέσα στις σχολές. Από τον Μάρτη, στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ στα περίχωρα του Παρισιού είχανε ξεσπάσει καταλήψεις και διαδηλώσεις με αιτήματα τη βελτίωση των συνθηκών στις φοιτητικές εστίες και τους χώρους διδασκαλίας, την ελεύθερη διακίνηση των φοιτητών στις πτέρυγες των φοιτητριών αλλά και να σταματήσει ο πόλεμος στο Βιετνάμ».
 
Οι αφορμές μπορεί να ήταν πράγματι συχνά «ασήμαντες». Τα πραγματικά αίτια, όμως, ήταν πολύ σημαντικά. Και δεν ήταν καθόλου ανεξάρτητα από το τι γινόταν μέσα στην ίδια την εργατική τάξη –δηλαδή στις οικογένειες αυτών των φοιτητών. 
 
Στις παλαιότερες εποχές η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν προνόμιο της άρχουσας τάξης και του στενού της περίγυρου. «Στη Βρετανία του 1900», γράφει ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του για 1968 (The fire last time: 1968 and after), «ο συνολικός πανεπιστημιακός πληθυσμός ήταν μόλις 20.000 με άλλες 5.000 φοιτητές να εκπαιδεύονται σαν δάσκαλοι. Η εκπαίδευση που παρεχόταν ήταν κατάλληλη μόνο για αυτούς που η δουλειά τους θα ήταν να ζουν από την υπεραξία παρά να εμπλέκονται άμεσα στην παραγωγή».
 
Η ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλισμού, όμως, στον 20ο αιώνα -και ιδιαίτερα στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια- έφερε την μαζικοποίηση της εκπαίδευσης. Η ανώτατη παιδεία έγινε δωρεάν, πανεπιστήμια άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε κάθε μεγάλη πόλη ενώ φοιτητικές εστίες εξασφάλιζαν ότι οι σπουδαστές που έρχονταν από άλλες πόλεις ή τα χωριά θα είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν. Εκατοντάδες χιλιάδες εργατόπαιδα άρχισαν να φοιτούν στα πανεπιστήμια, με την ψευδαίσθηση κατά κανόνα ότι το «πτυχίο» δεν θα τους έδινε απλά τη δυνατότητα να έχουν μια καλύτερη δουλειά από τους γονείς τους αλλά να ανέβουν και ένα σκαλοπάτι στην ταξική κλίμακα –να πάρουν μια θέση που ήταν παραδοσιακά προορισμένη για τους πλούσιους και τους ισχυρούς. 
 
Η ψευδαίσθηση, όμως, δεν κράτησε. Πολύ γρήγορα οι νέοι φοιτητές άρχισαν να συνειδητοποιούν την πραγματικότητα, ότι αυτό για το οποίο τους εκπαίδευαν και τους προόριζαν δεν ήταν καθόλου διαφορετικό από αυτό που ήταν οι γονείς τους: προλετάριοι «του πνεύματος», φτωχοί εργάτες δηλαδή. Ο ίδιος ο «συντηρητισμός» που κυριαρχούσε στα πανεπιστήμια και τις φοιτητικές εστίες (όπως η απαγόρευση της παρουσίας φοιτητών στις πτέρυγες των φοιτητριών στην Ναντέρ) δεν ήταν άσχετος από αυτή την προοπτική: η υποταγή στους κανόνες των «από πάνω» ήταν ένα από τα βασικά μαθήματα που θα έπρεπε να μάθει αυτή η νέα εργατική τάξη του πνεύματος.
 
Η εξέγερση στις ΗΠΑ
 
Στις 31 Μαρτίου του 1968 ο Λίντον Τζόνσον, ο 36ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ανήγγειλε με ένα διάγγελμά του στον αμερικανικό λαό ότι δεν θα διεκδικούσε την επανεκλογή του: «Ένα σπίτι διχασμένο ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό… είναι ένα σπίτι που δεν μπορεί να αντέξει. Υπάρχει διχασμός στο αμερικανικό σπίτι σήμερα». «Ο διχασμός», γράφει ο Χάρμαν, «ήταν στην πραγματικότητα μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ίσως και από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου. Τεράστιες ταραχές είχαν ξεσπάσει σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Αμερικής –τη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Σικάγο, το Ντιτρόιτ… την Ατλάντα και δεκάδες άλλες- που είχαν αφήσει πίσω τους εκατοντάδες νεκρούς. Μια νέα διάθεση αντίστασης κυριαρχούσε στα πιο φημισμένα πανεπιστήμια… Η διάθεση της ανυπακοής είχε αρχίσει να εισβάλει ακόμα και στις ένοπλες δυνάμεις.. Οι πολιτικοί θεσμοί του Αμερικανικού καπιταλισμού είχαν μπει σε μια κρίση η οποία έμελλε να κρατήσει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970…».
 
Η άμεση αιτία αυτής της κρίσης ήταν ένας πόλεμος που ελάχιστα απασχολούσε την κοινή γνώμη το φθινόπωρο του 1963, όταν ο Τζόνσον αναλάμβανε την προεδρία: το Βιετνάμ. «Βιετνάμ; Έχουμε τριάντα Βιετνάμ» είχε απαντήσει χαρακτηριστικά ο υπουργός Δικαιοσύνης σε έναν δημοσιογράφο που τον είχε ρωτήσει για την πορεία του πολέμου. Και δεν είχε άδικο: ο αμερικανικός στρατός επιχειρούσε, όπως πάντα, σε δεκάδες χώρες εκείνη τη στιγμή. Το 1968, όμως, το Βιετνάμ είχε μετατραπεί σε εφιάλτη για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
 
Υπήρχαν δυο λόγοι για αυτό: πρώτον η αμερικανική νεολαία είχε σταματήσει να πολεμάει. Το 1964 οι φοιτητές είχαν καταλάβει το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια. Η κατάληψη είχε κλείσει με μια άγρια καταστολή. Ο νόμος και η τάξη είχαν επικρατήσει. Στην πραγματικότητα, όμως, η καταστολή είχε γυρίσει μπούμερανγκ. Το 1965 αντιπολεμικές συγκεντρώσεις άρχισαν να οργανώνονται στο ένα πανεπιστήμιο μετά το άλλο. Η άμεση σύνδεση ανάμεσα στο Βιετνάμ και τη νεολαία ήταν η απειλή της επιστράτευσης. Αλλά σιγά σιγά οι συγκεντρώσεις αυτές άρχισαν να αμφισβητούν την ίδια τη «νομιμότητα» του πολέμου και να ξεφεύγουν από τα όρια των πανεπιστημίων. Χιλιάδες συμμετείχαν στην ανοιχτή αντιπολεμική συγκέντρωση που οργανώθηκε στην Ουάσιγκτον τον Μάιο του 1965 –και εκατομμύρια παρακολούθησαν τη συζήτηση, που αναμεταδόθηκε από 122 φοιτητικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.
 
Το κίνημα αυτό συνδέθηκε αναπόφευκτα με την εξέγερση που είχε ξεσπάσει από τις αρχές του 1964 στα γκέτο των Μαύρων σε όλες σχεδόν τις μεγάλες αμερικανικές πόλεις. Οι Μαύροι αποτελούσαν ένα μεγάλο κομμάτι του στρατού που πολεμούσε και πέθαινε στο Βιετνάμ. Το 1967 ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο μετριοπαθής ηγέτης του κινήματος των Μαύρων της Αμερικής, στράφηκε ανοιχτά ενάντια στον πόλεμο. «Ο Κινγκ… τα βρήκε με τους κομμουνιστές» έλεγε ένα προεδρικός σύμβουλος στον Τζόνσον. Τον Απρίλιο του 1968 ο Κινγκ δολοφονήθηκε.
 
Στο μεταξύ, όμως, ο πόλεμος είχε αρχίσει να παίρνει και στρατιωτικά άσχημη τροπή για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό –και αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος για τον οποίο είχε εξελιχθεί σε εφιάλτη για την άρχουσα τάξη. Αυτό φάνηκε πολύ χοντρά τον Ιανουάριο του 1968 με την επίθεση της Τετ, μια αιφνιδιαστική αντεπίθεση των Βιετκόνγκ (όπως κοροϊδευτικά αποκαλούσαν οι Αμερικάνοι τους Βιετναμέζους αντάρτες) που κατέλαβαν δεκάδες πόλεις –ανάμεσά τους και ένα μεγάλο τμήμα της πρωτεύουσας Σαϊγκόν και απείλησαν την ίδια την αμερικανική πρεσβεία. Ο αμερικάνικος στρατός απάντησε με ένα φριχτό κύμα βίας σε αυτή την ατίμωση. Η Χιού, μια πόλη που είχε καταληφθεί από τους Βιετκόνγκ ισοπεδώθηκε. Αλλά στο μεταξύ οι διαστάσεις που είχε πάρει η αντίθεση στον πόλεμο, ο «διχασμός» για τον οποίο μιλούσε ο Τζόνσον στο διάγγελμά του, «έπεισαν» τα  στρατιωτικά επιτελεία ότι ο πόλεμος δεν θα μπορούσε πλέον να νικηθεί. 
 
Η Άνοιξη της Πράγας
 
Το βράδυ της 20ης Αυγούστου του 1968 τα ρωσικά τανκς εισέβαλλαν στην Πράγα, την πρωτεύουσα της Τσεχοσλοβακίας. Η χώρα, που σήμερα είναι πια χωρισμένη στα δύο, ανήκε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου στο «Σύμφωνο της Βαρσοβίας», το σταλινικό, ρωσικό αντίστοιχο του ΝΑΤΟ. Η ρωσική εισβολή δεν είχε σαν στόχο την κατάληψη της χώρας αλλά την «αποκατάσταση της τάξης». Ο πρωθυπουργός της χώρας και οι υπουργοί του συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη Μόσχα. Αυτό που ανησυχούσε όμως τα επιτελεία της Μόσχας δεν ήταν η κυβέρνηση, αλλά το κύμα της αμφισβήτησης που είχε αρχίσει να φουντώνει από τα κάτω –στα πανεπιστήμια και τους χώρους δουλειάς. 
 
Αυτός ο «κίνδυνος» είχε φανεί ανάγλυφα την Πρωτομαγιά του 1968. Η κυβέρνηση -που ανέμιζε κόκκινες σημαίες και δήλωνε κομμουνιστική- είχε οργανώσει, όπως κάθε χρόνο την τυπική της φιέστα για τον γιορτασμό της «εργατικής πρωτομαγιάς». Αντί να συγκεντρωθούν, όμως, μερικές εκατοντάδες γραφειοκράτες οι δρόμοι της Πράγας γέμισαν από χιλιάδες εργάτες, που αντιμετώπισαν την γιορτή σαν μια ευκαιρία για να δείξουν την αντίθεσή τους στο καθεστώς. 
 
Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί επέστρεψαν ύστερα από λίγες ημέρες «νουθεσίας» στην Πράγα. Στο μεταξύ, όμως, η αντίσταση στη ρωσική εισβολή είχε πάρει διαστάσεις εξέγερσης στην Τσεχοσλοβακία. Οδοφράγματα στήθηκαν στους δρόμους, μερικά ρωσικά τανκ ανατράπηκαν από τα οργισμένα πλήθη ενώ μια τεράστια «ανθρώπινη αλυσίδα» στήθηκε γύρω από το κτίριο της ραδιοτηλεόρασης για να το προστατεύει από τους εισβολείς. Τουλάχιστον 100 διαδηλωτές σκοτώθηκαν εκείνες τις ημέρες από τα ρωσικά πυρά. 
 
Οι άρχουσες τάξεις σε ολόκληρο τον κόσμο κατάφεραν να αποκαταστήσουν την τάξη το 1968. Ο Ντε Γκωλ επέστρεψε στην εξουσία μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Στις ΗΠΑ ο ρεπουμπλικάνος Ρίτσαρντ Νίξον κέρδισε τις εκλογές μετά την «παραίτηση» του δημοκρατικού Τζόνσον και ο πόλεμος στο Βιετνάμ συνεχίστηκε για επτά ακόμα ολόκληρα χρόνια. Στην Τσεχοσλοβακία η «ομαλότητα» αποκαταστάθηκε οριστικά τον Απρίλιο του 1969 με τον διορισμό του Γκούσταβ Χούσακ, του ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος στη πρωθυπουργία. Αλλά το φάντασμα του 1968 συνέχισε να καταδιώκει το «σύστημα» σε ανατολή και δύση για πολλά χρόνια ακόμα. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου εδώ στην Ελλάδα, η επανάσταση ενάντια στην Χούντα στην Πορτογαλία και οι εκατοντάδες εξεγέρσεις που ξέσπασαν μέσα στα επόμενα χρόνια σε διάφορα σημεία του πλανήτη ανήκουν στην κληρονομιά του ταραγμένου 1968.
 
Μπορούσε να πάρει άλλη τροπή η έκρηξη του Μάη; Η απάντηση είναι ναι: αν υπήρχε στη Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Ιταλία, την Τσεχοσλοβακία μια δυνατή επαναστατική αριστερά -ένα κόμμα σαν τους Μπολσεβίκους της Ρωσίας του 1917- τα πράγματα θα είχαν πάρει σίγουρα πολύ διαφορετική τροπή. Αλλά δεν υπήρχε. Οι συμπληγάδες της σοσιαλδημοκρατίας από τη μια και του σταλινισμού από την άλλη είχαν καταφέρει να περιθωριοποιήσουν την επαναστατική αριστερά. Οι δυνάμεις της ήταν πολύ μικρές για να μπορέσουν να καθορίσουν τα γεγονότα.
 
Ο Μάης του 1968 δεν νίκησε. Αλλά έγινε η αφετηρία για τη δημιουργία μιας νέα επαναστατικής αριστεράς. Οι ιδέες του Μαρξ, του Λένιν, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Τρότσκι έγιναν ξανά «της μόδας» μέσα στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία. Η Εργατική Αλληλεγγύη είναι «παιδί» του Μάη του 1968. Και το ίδιο και οι εκατοντάδες επαναστατικές οργανώσεις που υπάρχουν σήμερα σε όλες σχεδόν τις χώρες του πλανήτη.
 
Η «επόμενη φορά» δεν θα είναι καθόλου ίδια. Και όπως όλα δείχνουν δεν θα αργήσει και πολύ να έρθει.