- Πέμ, 18/05/2023 - 18:07
Γιατί ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ [του Ηλία Ιωακείμογλου]
«Η Ελλάδα του νεοφιλελευθερισμού αποτελεί περίπτωση θλιβερής ιστορικής παρακμής», λέει ο Ηλίας Ιωακείμογλου, υποψήφιος στο Β1 Βόρειο Τμήμα της Αθήνας.
>> Συνέντευξη στον Πάνο Κοσμά - Επί σειρά πολλών ετών, ανέλυες την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ως ένας εκ των κυριοτέρων συντακτών της ετήσιας έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και ερευνούσες τα φαινόμενα κρίσης του καπιταλισμού ως μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Θέσεις». Ποια είναι η εκτίμησή σου για τη σημερινή οικονομική συγκυρία; Ο νεοφιλελευθερισμός, δηλαδή ο καπιταλισμός της εποχής μας, είναι ήδη σαράντα ετών και, αν κοιτάξουμε τώρα πίσω στον χρόνο, είμαστε σε θέση να δούμε πολύ καθαρά ποια είναι η φύση του, ποια τα αδύναμα σημεία του και ποιες οι αντιφάσεις του. Θα δούμε, λοιπόν, πρώτο και καλύτερο, ότι από το 1980, τότε που η Μάργκαρετ Θάτσερ ανέλαβε την κυβέρνηση, ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται ως καθεστώς υπό διαρκή ριζοσπαστικοποίηση. Πρόκειται για διαδικασία αργόσυρτη, πολύ πιο αργή από τη γρήγορη ιστορία της πολιτικής σκηνής και της καθημερινής ζωής· γι’ αυτό και η ματιά μας πάνω στον νεοφιλελευθερισμό είναι τώρα πιο καθαρή από ποτέ. Μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε προς τα πίσω και αυτό που θα δούμε είναι ότι, από το 1995 έως σήμερα, η παραγωγικότητα της εργασίας επιβραδύνεται· εξακολουθεί δηλαδή να αυξάνεται αλλά με μειούμενο ρυθμό· όπως ένα αυτοκίνητο που κινείται προς τα εμπρός με όλο και μικρότερη ταχύτητα, με επιβράδυνση λοιπόν (διάγραμμα 1). Θα δούμε, επίσης, ότι ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός ασθμαίνει (διάγραμμα 2) και ότι χρειάζεται όλο και περισσότερο πάγιο κεφάλαιο για να παραχθεί μια μονάδα προϊόντος (διάγραμμα 3). Αυτά καταδεικνύουν ότι η τεχνολογική πρόοδος, η υποκατάσταση εργασίας από μηχανικές λειτουργίες, και η αύξηση της παραγωγικότητας συμβάλλουν πλέον στην αύξηση των κερδών σε μειωμένο και μειούμενο βαθμό, που τείνει μάλιστα τώρα στο μηδέν. Αυτή η μακροχρόνια επιδείνωση της παραγωγικότητας εξηγεί για ποιο λόγο ο νεοφιλελευθερισμός είναι καθεστώς το οποίο ριζοσπαστικοποιείται καθώς περνούν τα χρόνια, με την έννοια ότι επιζητεί με αυξανόμενο πάθος την υποτίμηση της εργασίας· και το πάθος του αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι καθεστώς που απαιτεί όχι μόνο υψηλά κέρδη αλλά και αυξανόμενα· έχει αναγάγει το αρνητικό πάθος της απληστίας σε ρυθμιστική αρχή της οικονομίας. Στρέφεται, λοιπόν, κατά της εργασίας, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των μισθών, επιτυγχάνει μειώσεις της φορολογικής επιβάρυνσης του κεφαλαίου, αποδιαρθρώνει το κράτος πρόνοιας και μετατρέπει τα δημόσια αγαθά σε εμπορεύματα που περιέχουν υψηλή υπεραξία, υφαρπάσσει, μέσω των πλειστηριασμών, τις εστίες των πιο αδύναμων μεταξύ μας και δεσμεύει, μέσω του δανεισμού, μέρος του μελλοντικού εισοδήματος της εργασίας. Επεκτείνει την ιδιωτική ιδιοκτησία του σε κοινά αγαθά, δηλαδή αγαθά που ανήκουν στο σύνολο της κοινωνίας (από σπόρους που είναι αναγκαίοι στη γεωργική παραγωγή έως επιστημονικές γνώσεις που παραδοσιακά ήταν κοινή ιδιοκτησία, κοινά αγαθά). Βεβαίως, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν ανακαλύπτει τώρα αυτούς τους τρόπους αύξησης των κερδών του (αλλά και των προσόδων του). Μετά το 2008, όμως, εντείνει τις προσπάθειές του σε αυτές τις κατευθύνσεις και μπορούμε να περιμένουμε ότι, καθώς τώρα η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται περαιτέρω, ο νεοφιλελευθερισμός θα ριζοσπαστικοποιηθεί περαιτέρω. Ηδη, η πραγματικότητα μας προσφέρει απλόχερα τα σημάδια της σκλήρυνσης του καθεστώτος σε όσες χώρες οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις διεκδικούν ακόμη και τα ελάχιστα. - Αυτά όμως αφορούν τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό γενικώς. Η ελληνική περίπτωση πώς τοποθετείται μέσα σε αυτό το περιβάλλον; Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ο πρωταθλητής στη γενικότερη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης του νεοφιλελευθερισμού, όχι μόνο για ιστορικούς λόγους αλλά και επειδή αντιμετωπίζει τις χειρότερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά το παραγωγικό σύστημα. Η παραγωγικότητα δεν παρουσιάζει απλώς επιβράδυνση, όπως στις άλλες χώρες, αλλά μειώνεται. Το ΑΕΠ βρίσκεται ακόμη σε επίπεδο κατά 20% χαμηλότερο από το 2008, το δε μέγιστο ΑΕΠ που μπορεί να παραχθεί στην Ελλάδα χωρίς να υπάρξουν σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες (δηλαδή το «δυνητικό προϊόν») έχει ήδη εξαντληθεί, σηματοδοτώντας την ανάγκη συγκράτησης της οικονομικής δραστηριότητας πολύ κοντά στο επίπεδο του 2023. Αλλιώς, δεν πρόκειται να ελεγχθεί το θηριώδες έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ούτε ο πληθωρισμός που τρέφεται πλέον από τις αδικαιολόγητες αυξήσεις των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων (εκτός εάν αποτελεί επαρκή δικαιολογία η βουλιμία). Υπάρχει και χειρότερο: το παραγωγικό σύστημα συρρικνώθηκε στη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών και όποιος προσπαθήσει να εντοπίσει στα στατιστικά στοιχεία του 20ού και του 21ου αιώνα παρόμοια επίδοση άλλης χώρας του αναπτυγμένου καπιταλισμού, πολύ εύκολα θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα του νεοφιλελευθερισμού αποτελεί περίπτωση θλιβερής ιστορικής παρακμής. Όσο για το ποσοστό ανεργίας, έχει μειωθεί στο 12,5% και οι υπηρεσίες της Ε.Ε. δεν προβλέπουν περαιτέρω μείωση. Το συμπέρασμα είναι καταθλιπτικό: Ενώ το παραγωγικό σύστημα λειτουργεί παράγοντας ολόκληρο το δυνητικό προϊόν, μέχρι δηλαδή το ανώτατο σημείο των αντοχών του, το ποσοστό ανεργίας παραμένει διψήφιο, χωρίς προοπτική περαιτέρω μείωσης. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία, αυτή τη στιγμή, είναι ανίκανη να απασχολήσει το ένα όγδοο όσων αναζητούν ενεργητικά εργασία και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, εάν δεν αλλάξουμε εμείς τα πράγματα. - Με ποιον τρόπο αυτές οι διαπιστώσεις σου αφορούν τις εκλογές; Οι διαπιστώσεις μου αυτές συνοψίζονται στο εξής συμπέρασμα: Εγκαθίσταται πλέον στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, ένα καθεστώς αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού που θα επιδοθεί σε όργιο επιθέσεων κατά των υποτελών κοινωνικών τάξεων, σε περαιτέρω μεγάλη αναδιανομή του προϊόντος σε βάρος της εργασίας, σε απαλλοτριώσεις της εστίας των πιο αδύναμων, σε μετατροπή δημόσιων αγαθών σε εμπορεύματα, σε επέκταση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί κοινών αγαθών για την απόκτηση προσόδων. Τα εργαλεία του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού θα είναι τα ρόπαλα των καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους και τα ρόπαλα της Ακροδεξιάς, διότι δεν θα είναι διατεθειμένος να υποχωρεί στο εξής στις απαιτήσεις των υποτελών κοινωνικών τάξεων, εκτός εάν πρόκειται για τις ευτελείς οριακές βελτιώσεις που υπόσχονται (με ποιαν αξιοπιστία άραγε;) ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει, εκτός από την ενίσχυση και τη συγκρότηση ανταγωνιστικών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζόμενων τάξεων, εκτός από τη διατύπωση προγράμματος στο οποίο οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις θα αναγνωρίζουν το βραχυπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους, όχι για να παραμείνουν κλεισμένες στο κάστρο τους, όπως κάνει το ΚΚΕ, αλλά για να συγκροτήσουν αντικαπιταλιστικό κοινωνικό συνασπισμό εξουσίας. Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών |