• Παρ, 27/10/2023 - 18:10
Επίκαιρος ο Λένιν κόντρα στον σεχταρισμό [του Γιώργου Ράγκου]
Επίκαιρος ο Λένιν κόντρα στον σεχταρισμό
Γιώργος Ράγκος, από την Εργατική Αλληλεγγύη, No 1594
 
Ο δεύτερος γύρος των τοπικών εκλογών ήταν μία πανωλεθρία για τη ΝΔ.  Έχασε τις 5 από τις 6 Περιφέρειες, με εμβληματική την ήττα στη Θεσσαλία, και τους 3 μεγάλους Δήμους σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα. Αυτή η πανωλεθρία, που θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν ο Νόμος Βορίδη δεν "κατέβαζε" στο 43% την εκλογή από τον πρώτο γύρο, ήταν αποτέλεσμα δύο ταυτόχρονων παραγόντων. Της αποσυσπείρωσης των ψηφοφόρων της ΝΔ και της αντικυβερνητικής εκλογικής συσπείρωσης στον αντίπαλο της ΝΔ. 
 
Η αποσυσπείρωση της ΝΔ, σε αυτή την ποσοτική και γεωγραφική έκταση, ήταν πρωτόγνωρη για δεύτερο γύρο τοπικών εκλογών. Ο Μπακογιάννης στην Αθήνα έπεσε από τις 57.800 ψήφους του πρώτου γύρου στις 50.403, ο Ζέρβας στη Θεσσαλονίκη από τις 26.092 στις 24.351, ο Αγοραστός στη Θεσσαλία από τις 155.704 στις 105.072. Αν μάλιστα συγκρίνουμε αυτά τα νούμερα με τα αντίστοιχα των τοπικών εκλογών του 2019, η πτώση των εκλεκτών της ΝΔ, σε ψήφους, ξεπερνάει το 50%. Είναι και αυτό ένα κρατούμενο για το πόσο «κάλπικο» και «χορηγούμενο από την αντιπολίτευση» ήταν το 41% του Ιούνη. 
 
Αξίζει, όμως, να σταθούμε στον δεύτερο παράγοντα, στην αντικυβερνητική εκλογική συσπείρωση στους αντιπάλους της ΝΔ. Η ήττα των υποψηφίων της ΝΔ δεν ήρθε γιατί βρήκαν απέναντι τους κάποιους «καταξιωμένους αυτοδιοικητικούς παράγοντες» ή κάποια «προοδευτική συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ». Δεν ήταν η «προσωπικότητα» ή το «πρόγραμμα», π.χ. του Δούκα, που κινητοποίησε τον κόσμο για να πάει να τον ψηφίσει. Ο κόσμος έχει εμπειρία για το τι σήμαινε η θητεία του Καμίνη και γι' αυτό ο Δούκας πήρε μόλις 14% στο πρώτο γύρο. Η νίκη του κάθε Δούκα ήρθε από τους αγώνες, την οργή και το μίσος του κόσμου απέναντι στην κυβέρνηση της καταστροφής, απέναντι στα σύμβολα αυτής της κυβέρνησης στις τοπικές εκλογές, στους Μπακογιάννηδες και στους Αγοραστούς.
 
Όπως γράφει ο Θάνος Καμήλαλης στο ThePressProject: «η Νέα Δημοκρατία έχει τα δύο εκατομμύρια που την ψήφισαν πριν από τρεις μήνες (το «41 τακατό») και ένα πολύ μεγάλο μέρος των υπολοίπων δεν θέλει να τη βλέπει ούτε ζωγραφιστή. Γι’ αυτό, όπου καταλήξαμε στο ερώτημα «ο Νεοδημοκράτης ή ο άλλος» οι πολίτες κινητοποιήθηκαν, τηρουμένων των αναλογιών της συμμετοχής, για να πουν «ο άλλος»... ας πάμε πίσω, στα τέλη Ιουνίου του 2023, στον θρίαμβο του Μητσοτάκη, όταν μία σημαντική μερίδα των πολιτών ένιωθε να πνίγεται, όταν “καληνυχτίζαμε τον Κεμάλ”. Φανταστείτε να ερχόταν κάποιος χρονοταξιδιώτης από το μέλλον και να σας έλεγε ότι ο Μπακογιάννης θα χάσει τη δημαρχία στην Αθήνα. Θα τον πιστεύατε; Καλώς ή κακώς, η Ιστορία δεν εξελίσσεται πάντα γραμμικά».  
 
Η δυνατότητα να μετατραπεί αυτό το αποτέλεσμα σε αντικυβερνητικές μάχες δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε στηρίζεται στο αυθόρμητο και στη χαρά του κόσμου από το αποτέλεσμα. Θα χρειαστεί η Αριστερά να μπει μπροστά και να τις οργανώσει αλλά, σε κάθε περίπτωση, αυτό το αποτέλεσμα δείχνει «και με τη βούλα» ότι απέναντι μας έχουμε μία αδύναμη κυβέρνηση που μπορούμε να την τσακίσουμε και όχι έναν «αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων».
 
Γι' αυτό αποδείχθηκε πολύ σωστό το κάλεσμα του ΣΕΚ για «μαύρο στη ΝΔ» και εκλογική στήριξη, χωρίς αυταπάτες, στο δεύτερο γύρο, στους υποψήφιους της Λαϊκής Συσπείρωσης αλλά και σε όλους τους αντιδεξιούς υποψήφιους. Μία στάση που θα έπρεπε να κρατήσει όλη η αριστερά αλλά, δυστυχώς, δεν κράτησε. 
 
Μετά το τέλος του πρώτου γύρου, η ηγεσία του ΚΚΕ κάλεσε «από θέση αρχής» σε «αποχή, άκυρο, λευκό» στο δεύτερο γύρο για όπου δεν υπήρχαν υποψήφιοι της Λαϊκής Συσπείρωσης (ΛΣ). Το επιχείρημα ήταν ότι είτε βγει δήμαρχος ο εκλεκτός της ΝΔ είτε κάποιος από ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ, είναι το ίδιο πράγμα γιατί όλοι ανήκουν στο «ίδιο αστικό μπλοκ δυνάμεων και θα εφαρμόσουν την ίδια πολιτική». Υπήρχαν και κομμάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που δεν καλούσαν ούτε για ψήφο στους υποψηφίους της Λαϊκής Συσπείρωσης στο δεύτερο γύρο. 
 
Αυτή η «γραμμή καθαρότητας», φυσικά, δεν «περπάτησε». Οι ψηφοφόροι της ΛΣ και των σχημάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς την αγνόησαν και καλά κάνανε. Σε αντίθεση με τους υποψηφίους της ΝΔ, οι αντίπαλοί της αύξησαν τους ψήφους τους ανάμεσα στους δύο γύρους. Ο Δούκας, π.χ., από μόλις 19.842 ψήφους στο πρώτο γύρο πήγε στους 64.055 στο δεύτερο. Ούτε αρκούσε μόνο η υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει αυτό το άλμα γιατί ο Ζαχαριάδης πήρε μόλις 18.668 ψήφους στον πρώτο γύρο. Τον Δούκα τον ψήφισαν και ψηφοφόροι του ΚΚΕ (18.002 ψ) και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς (8.516 ψ). Το ίδιο και στις υπόλοιπες περιοχές. Στο Χαλάνδρι, με τις απειλές του Γεωργιάδη ότι «θα κάνουμε δύσκολη τη ζωή του δημάρχου», ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ, Ρούσσος, αύξησε τις ψήφους του από 11.080 σε 14.038. Με αυτή την «κινητικότητα» βγήκαν δήμαρχοι όλοι οι υποψήφιοι του ΚΚΕ στο δεύτερο γύρο. 
 
Αλλά η γραμμή του «λευκού ή άκυρου» έχει και όνομα και ιστορία. Λέγεται «αριστερισμός» και έρχεται από την εποχή που άνοιξε η Ρώσικη Επανάσταση του 1917. Ήταν η (σεχταριστική) γραμμή που είχαν υιοθετήσει μία σειρά από νεαρά και άπειρα, αλλά ακόμα επαναστατικά, ΚΚ στη Δύση απέναντι στους ρεφορμιστές της σοσιαλδημοκρατίας που, παρά τις ιστορικές προδοσίες και συμβιβασμούς, εξακολουθούσαν να έχουν μαζική επιρροή μέσα στην οργανωμένη εργατική τάξη. 
 
Ο Λένιν, για να συγκρουστεί με αυτή τη γραμμή, τον Απρίλη του 1920, παραμονές του Δεύτερου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, γράφει το βιβλίο «Αριστερισμός – παιδική αρρώστια του Κομμουνισμού». Το Μπολσεβίκικο Κόμμα έδωσε τέτοια σημασία σ' αυτό το βιβλίο που το μετέφρασε και το μοίρασε σε όλους τους αντιπροσώπους του Συνεδρίου. Αποτελούσε την Βίβλο της τακτικής που έπρεπε να έχουν τα ΚΚ της Δύσης για να καταφέρουν να κερδίσουν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, που επηρεαζόταν από τους ρεφορμιστές, στα ΚΚ και στην προοπτική της επανάστασης.
 
Η «αριστερίστικη» γραμμή των ΚΚ, εκφρασμένη, κυρίως, από τους Γερμανούς και Βρετανούς, ήταν «να αποκρούσουμε κατηγορηματικότατα κάθε συμβιβασμό με άλλα κόμματα… κάθε πολιτική ελιγμών και συνεννοήσεων... το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πρέπει να κλείνει συμβιβασμούς… πρέπει να διατηρήσει τη θεωρία του καθαρή, την ανεξαρτησία του από το ρεφορμισμό άσπιλη. Η αποστολή του είναι να τραβά μπροστά, χωρίς να σταματά και χωρίς να ξεφεύγει από το δρόμο του, να τραβά ολόισια προς την κομμουνιστική επανάσταση». 
 
Η αλήθεια είναι ότι ο Λένιν δεν ήταν καθόλου ευγενικός στην κριτική του απέναντι σ' αυτές τις απόψεις. Τις θεωρούσε «παιδιάστικες ανοησίες» που οδηγούν στην απομόνωση των ΚΚ από την συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης και την «χαρίζουν» στον αντεπαναστατικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας. Για τον Λένιν ήταν καθαρό ότι για να αντέξει η Ρώσικη Επανάσταση θα έπρεπε να ξεσπάσουν νικηφόρες επαναστάσεις στη Δύση και για να γίνει αυτό απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να δημιουργηθούν μαζικά επαναστατικά κόμματα όπως ήταν οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία. Γι' αυτό, η σύγκρουση με τον «αριστερισμό» ξεκινούσε εξηγώντας την εμπειρία των Μπολσεβίκων, που ήταν «γεμάτη ελιγμούς, συνεννοήσεις και συμβιβασμούς», από το 1903 μέχρι το 1918. Εξηγούσε ότι αυτό που είναι ξεπερασμένο για τους επαναστάτες δε σημαίνει ότι είναι ξεπερασμένο για τις μάζες των εργατών και οι επαναστάτες πρέπει να βρίσκονται και να δίνουν μάχες μαζί με τις εργατικές μάζες, από τα συνδικάτα μέχρι τις εκλογές.
 
«Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το “καθαρό” προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους... αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις... και από όλα αυτά απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το Κομμουνιστικό του Κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων... όλο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτή την τακτική έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη... η νίκη των μπολσεβίκων ενάντια στους μενσεβίκους απαιτούσε όχι μόνο πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση του 1917, αλλά και ύστερα απ’ αυτή, την εφαρμογή μιας τακτικής ελιγμών, συμφωνιών και συμβιβασμών, εννοείται, τέτοιας εφαρμογής και τέτοιων ελιγμών, συμφωνιών και συμβιβασμών που θα διευκόλυναν, θα επιτάχυναν, θα σταθεροποιούσαν και θα ενίσχυαν τους μπολσεβίκους σε βάρος των μενσεβίκων... το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτής της σωστής τακτικής ήταν ότι ο μενσεβικισμός αποσυντίθεται όλο και περισσότερο στη χώρα μας με την απομόνωση των αρχηγών που επιμένουν στον οπορτουνισμό τους και το πέρασμα στο στρατόπεδο μας των καλύτερων εργατών, των καλύτερων στοιχείων από τη μικροαστική δημοκρατία. Αυτό είναι ένα μακρόχρονο προτσές και με τις εσπευσμένες “αποφάσεις”: “κανένας συμβιβασμός”, “κανένας ελιγμός” μπορεί μόνο να ζημιώσει το έργο της ενίσχυσης της επιρροής του επαναστατικού προλεταριάτου και της αύξησης των δυνάμεων του».
 
Όσοι πιστεύουν ότι αυτή η τακτική του Λένιν και των Μπολσεβίκων ήταν σωστή για 100 χρόνια πριν αλλά τώρα έχει αλλάξει είναι βαθιά νυχτωμένοι. Στην εποχή της μεγαλύτερης κρίσης του καπιταλισμού, οι «οδηγίες» που μας κληρονόμησε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι είναι πολύτιμος οδηγός για τους επανάστατες.