- Σάβ, 19/01/2013 - 11:05
ΑΝΤΙΦΑ, σημαίνει αντ – επίθεση! (Για τις 19 Γενάρη και κάθε μέρα. Για την Αθήνα και κάθε γωνιά της χώρας) [του Κώστα Φουρίκου]
Του Κώστα Φουρίκου* Έχει περάσει πια, πολύς καιρός… Από τότε που πρωτο – εμφανίστηκαν στα γκάλοπ. Από τότε που κάνανε τις πρώτες πορείες στους δρόμους της Αθήνας. Από τότε που πρωτο- προκάλεσαν τηλεοπτικά με τα «εγέρθουτου», που πρωτο – σόκαραν και σηκώσανε κεφάλι, χτυπώντας πάγκους μεταναστών και κραδαίνοντας μαχαίρια στις πλατείες. Από τότε που πρωτο – απείλησαν αριστερούς, αναρχικούς και «ξένους», κάνοντας πογκρόμ σε υποβαθμισμένες περιοχές. Πέρασε πολύς καιρός κι από τότε ακόμη που μπήκαν στη Βουλή… Από τότε που τους συνηθίσαμε στα παράθυρα, που τους συνηθίσαμε να χαιρετάνε φασιστικά, που τους συνηθίσαμε να βρίζουν τους νεκρούς των Νοέμβρηδων και των Δεκέμβρηδων. Τους νεκρούς μας… Κυρίως έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που «εμείς», οι αριστεροί, οι κομμουνιστές, οι αναρχικοί, οι δημοκράτες -και όποιοι άλλοι θα θέλανε πραγματικά να συμπεριληφθούν στη λίστα-, μπορούσαμε να καθόμαστε αναπαυτικά πάνω στη συσσωρευμένη γνώση που (πιστεύαμε ότι) είχαμε και να κρίνουμε εκ του ασφαλούς, να υποτιμάμε, να εφησυχάζουμε, να σχεδιάζουμε θεωρητικά αλλά να μη «λερωνόμαστε» μαζί τους. Δεν έχουμε όλοι την ίδια ευθύνη, θα πουν πολλοί. Δεκτό. Άλλοι υποτιμήσαμε ιστορικά το όλο ζήτημα παλαιόθεν και κοιτάζαμε υποτιμητικά κάθε φορά που άνοιγε τέτοια συζήτηση. Εμμέναμε στις διαφωνίες που (πολλές από τις οποίες ορθώς) είχαμε και χρησιμοποιώντας τες ίσως και ως άλλοθι μέναμε «αμόλυντοι». Άλλοι οικοδομήσανε έναν αντιρατσισμό – αντιφασισμό τόσο εύπεπτο και αποκλειστικά ανθρωπιστικό (όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, τελεία και παύλα) που έγινε ξένο σώμα για τους πολλούς και -δυστυχώς- επιλογή εξιλέωσης για τους λίγους. Αυτούς τους λίγους, που στην ουσία προκαλούν το πρόβλημα. Άλλοι πήραν την ανάγκη για αντιπαράθεση με τα φασιστοειδή και την κάνανε φετίχ, αυτοσκοπό, μέσο αυτοπροσδιορισμού που κατέληγε να φοβίζει την κοινωνία και να βγαίνει απέναντί της, να βγάζει στην επιφάνεια τους «κακούς»… Σύντροφε – συντρόφισσα, συναγωνιστή – συναγωνίστρια, φίλε – φίλη, ένα είναι σίγουρο: Δεν τα πήγαμε καλά. Όλοι μας. Υπάρχουν δύο τρόποι, τώρα, μάλλον, να αναμετρηθούμε με τον καιρό που έχει περάσει, με τα λάθη και τα σωστά μας, με τις εμπειρίες και την ιστορία μας. Ο ένας είναι να αποτιμήσουμε με όρους δικαστηρίου. Να μοιράσουμε ευθύνες και παράσημα αναμεταξύ μας, να βρούμε ποιος ήταν ο καλύτερος ή μάλλον ποιος δεν ήταν ο χειρότερος. Ο άλλος είναι να προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε, να συντονιστούμε, να κατορθώσουμε να χτυπάμε μαζί πλέον, ακόμη κι αν βαδίζουμε χωριστα. Όσο τετριμμένο όμως κι αν ακουστεί το παρακάτω και οριακά βαρετό σε σχέση με τα προηγούμενα, πρέπει να καταλάβουμε ότι δε μπορούμε να συνεννοηθούμε ούτε στα ελάχιστα αν δεν οικοδομήσουμε μια βάση πάνω στην οποία θα γίνει αυτό. Με αφορμή λοιπόν τα βήματα κατ’ αρχήν που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα, αλλά και τη σημαντική διοργάνωση του μεγάλου αντιφασιστικού γεγονότος που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο στις 19 Γενάρη στην Αθήνα, με τη μεγάλη διαδήλωση και συναυλία (μια αξιέπαινη πρωτοβουλία που ξεκίνησε η ΚΕΕΡΦΑ), μπορούμε μάλλον να σκεφτούμε λίγο παραπάνω στο αν μπορεί να υπάρξει και ποια μπορεί να είναι μια τέτοια βάση. Αντιφασισμός, το αναγκαίο στάδιο του αντικαπιταλισμού… Ποιους μπορεί να ενδιαφέρει μια τέτοια βάση; Και που αλλού μπορεί να αναζητηθεί κατ’ αρχήν αυτή, αν όχι στο ίδιο το επίπεδο της εξήγησης του «φαινομένου» και της διάστασης που έχει πάρει; Μας αρκεί πλέον να παρουσιάζουμε τη Χ.Α. και τέτοιου τύπου φασίστες ως τους «κακούς δράκους του παραμυθιού»; Ενάντια σε αυτούς τους «δράκους» μπορεί με τη στάση μας να υπονοείται ακόμη κι ότι μπορούν να ενωθούν όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί σχηματισμοί; Σήμερα που η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται κάποιες στιγμές ως φάρσα και άλλες ως τραγωδία, δεν είμαστε πλέον αλήθεια σε θέση να αντικρούσουμε την εξήγηση της ύπαρξης της φασιστικής απειλής, ως ένα «υπερφυσικό» και «μεταφυσικό», «απόλυτο κακό» που εμφανίζεται σα Νέμεσις και τιμωρία; Σα Νέμεσις για τους εργαζόμενους, από τη μία, και τις επαναστατικές, πολιτικές τους εκφράσεις, που δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν το καπιταλιστικό σύστημα που παρακμάζει και τους οδηγεί στην εξαθλίωση και σαν τιμωρία για τους αστούς και το πολιτικό τους προσωπικό, από την άλλη, που δεν κατόρθωσαν να ελέγξουν το σύστημα που τους εξυπηρετεί και να χαλιναγωγήσουν τις αντιδράσεις που προκαλεί η διαχείριση της κρίσης του. Την αλήθεια σήμερα μπορούμε να την αναζητήσουμε πιο βαθιά. Και να μην την κρατήσουμε άλλο για τον εαυτό μας. Σήμερα μπορούμε πλέον να πούμε καθαρά -και εκεί να αναζητήσουμε καταρχήν τη βάση της συνεννόησής μας- , ότι ο φασισμός, σε όλες του τις μορφές, αποτελεί επιλογή των καπιταλιστών στο σημείο εκείνο που δε μπορούν να κάνουν αλλιώς. Αποτελεί όπλο στη φαρέτρα τους. Πλευρά της ανάγκης και της δυνατότητας που φαίνονται να έχουν, να «βαδίσουν στα δύσκολα» χωρίς τα βαρίδια του φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτισμού που «τόσο αγαπάνε» και τις στοιχειώδεις ελευθερίες και δικαιώματα που αυτοί φέρουν ιστορικά ως φορτίο στον πυρήνα τους. Ο φασισμός είναι μια από τις πιο επιθετικές απαντήσεις που δίνουν -η πιο επικίνδυνη και ύπουλη γιατί επιδιώκει να έχει μαζί της μαζική λαϊκή στήριξη, σε αντίθεση με τις «συμβατικές» αστικές στρατιωτικές δικτατορίες που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα- για να απαλλαχθούν από το «ευνομούμενο κράτος» και τη συντεταγμένη πολιτεία που οι ίδιοι μας πρότειναν και μας υποχρεώσαν να υπηρετούμε. Ή καλύτερα αποτελεί μια απάντηση για μια άλλη «συντεταγμένη πολιτεία», ένα άλλο «ευνομούμενο κράτος», χωρίς βασικές αστικοδημοκρατικές αρχές αλλά με σιδερένια πυγμή και πειθαρχία. Ένα κράτος, που αστοί διανοητές μπήκαν στο κόπο να σκεφτούν και να σχεδιάσουν πολύ καιρό πριν το ξέσπασμα της παρούσας κρίσης… Είναι μια τέτοια εξήγηση θεωρητικό κατασκεύασμα; Στερείται ιστορικών παραδειγμάτων ή -πολύ περισσότερο- πλευρών της σημερινής, «φρέσκιας» εμπειρίας; Και τι θα σήμαινε άραγε αυτή, στο πεδίο της αντιφασιστικής δράσης; Ότι είναι μόνο «προνόμιο» και καθήκον των αντικαπιταλιστών, των ντούρων επαναστατών, των κομμουνιστών ή των αναρχικών, ο αντιφασισμός; Όχι και όχι, είναι η απάντηση που αντιστοιχεί. Από τη Βαϊμάρη του Μεσοπολέμου μέχρι την Αθήνα της εποχής των μνημονίων, ο αστικός λόγος εκθρέφει τους ναζί, τους επιλέγει ως λύση στον κίνδυνο της λαϊκής εξέγερσης ή πολύ περισσότερο μιας λαϊκής εξέγερσης – επανάστασης, με έναν κάποιο σκοπό όπως υπήρξαν οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Κανείς δε μπορεί να κλείσει τα μάτια του σε αυτή την αλήθεια. Είτε αυτή φαίνεται στην ταύτιση πάνω στην κυρίαρχη θεματολογία που βάζει η αστική πολιτική σήμερα (βλέπε στο νήμα ανάμεσα στον Πρετεντέρη, το Μιχαλολιάκο, το Σαμαρά, το Μανδραβέλη, το Δένδια, τον Ευαγγελάτο, το Βενιζέλο, το Γεωργιάδη και τον Κασισιάρη στα ζητήματα των μεταναστών, των επιθέσεων σε κατειλημμένους – αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, την αντίθεσή τους στις απεργίες και τις εργατικές κινητοποιήσεις), είτε φαίνεται στη στήριξη που ακόμη και στη Βρετανία μέχρι την τελευταία στιγμή έδιναν μεγάλες αστικές εφημερίδες, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όπως η Daily Mail και η Daily Mirror αλλά και εξέχουσες προσωπικότητες της αστικής πολιτικής σκηνής όπως ο Τσώρτιλ(!) (βλέπε στην επίσκεψή του στη φασιστική Ιταλία και τη δήλωσή του ότι «αν ζούσε στην Ιταλία θα υποστήριζε ολοκληρωτικά και εξ’ αρχής τη νικηφόρα εκστρατεία του Μουσολίνι ενάντια στις κτηνώδεις ορέξεις και τα πάθη του Λενινισμού»). Αυτή την αλήθεια, αυτοί που συνειδητά μάχονται ενάντια στον καπιταλισμό και το φασισμό, από τη σκοπιά και στο όνομα μιας νέας μεγάλης αφήγησης για την οργάνωση της κοινωνίας στη βάση των αρχών του σοσιαλισμού, της κοινοκτημοσύνης, της πραγματικής ισότητας όλων των ανθρώπων και της πραγματικής ελευθερίας – δημοκρατίας που απορρέει από αυτή, είναι υποχρεωμένοι κατ’ αρχήν να τη χωνέψουν, να την καταλάβουν πραγματικά και να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων που αυτή επιβάλλει. Να μπορέσουν δηλαδή κατ’ αρχήν να «την επικοινωνήσουν», να τη μεταδώσουν σε αυτούς που ακριβώς ο φασισμός στοχεύει, τους «από κάτω», τους άνεργους, τους εργαζόμενους, τους πρώην μικρούς επιχειρηματίες που η καπιταλιστική κρίση, βίαια, κατέστρεψε. Έτσι το «είμαστε όλοι οι άνθρωποι ίσοι», θα συμπληρώνεται και θα αποκτά πραγματικό νόημα από την εξήγηση και την αποκάλυψη με υλικούς όρους των μηχανισμών που από τη μία χρησιμοποιούν τους μετανάστες για παράδειγμα για να ρίξουν τα μεροκάματα και από την άλλη θέλουν να μας πείσουν ότι αντί να παλέψουμε ενάντια στα προβλήματα (είτε της ανεργίας, είτε της εγκληματικότητας) και αυτούς που τα δημιουργούν, είναι συμφερότερο να ανταγωνιζόμαστε για τη μιζέρια που όλους μας περιβάλλει, να σκίζουμε τα λιγοστά ιμάτια που μας απέμειναν, αναμεταξύ μας, τη στιγμή που οι λιγοστοί που μας εξουσιάζουν έχουν ξεπεράσει καιρό τώρα τα «δύο χιτώνια» και πάνε ολοταχώς για ντουζίνα ολάκερη, που θα έλεγαν και οι πατέρες της Εκκλησίας… Αντιφασιστική δράση: Να πάρουμε πίσω τους δρόμους από τους δολοφόνους του συστήματος! Μια τέτοια αλήθεια επίσης, παρόλο που μπορεί εξόφθαλμα να είναι πλειοψηφική στην κοινωνία (αφού αφορά με υλικούς όρους την πλειοψηφία της) είναι επίσης σαφές ότι δεν τη χωράει ολόκληρη. Δε χρειάζεται πλέον να καλλιεργούμε άλλες αυταπάτες «καλώντας τους πάντες» να παλέψουν το φασισμό. Οι αστοί πολιτικοί την ίδια στιγμή που χρησιμοποιούν τους φασίστες, συμμαχώντας μαζί τους, για να επιβάλλουν τον πυρήνα της πολιτικής τους, επιχειρούν και να αναβαπτιστούν ως δημοκράτες και προοδευτικοί, καταγγέλλοντας τη δράση τους και μαζί τη «βία από όπου κι αν προέρχεται». Έτσι όχι μόνο επιχειρούν να «βγουν λάδι» από την πολιτική που έχουν επιβάλλει, από τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, αλλά επιδιώκουν να ενοχοποιήσουν την αντι – βία της αριστεράς και του μαζικού λαϊκού κινήματος στις διάφορες μορφές που παίρνει αυτό. Είναι το ίδιο δηλαδή, μας λένε, τα οδοφράγματα που κάνουν απεργοί στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν το εργοστάσιο που έχουν καταλάβει από τις δυνάμεις καταστολής και τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς της εργοδοσίας και τα άνανδρα «ντου» των χρησαυγιτών σε πάγκους μικροπωλητών και λαικές. Είναι το ίδιο τα γιαούρτια σε εκπροσώπους της βάρβαρης αντεργατικής πολιτικής με τα μαχαιρώματα αριστερών, αναρχικών και μεταναστών. Και μάλιστα όχι απλά είναι το ίδιο αλλά μας λένε ότι με μαθηματική ακρίβεια, οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι διαμαρτυρίες είναι που φέρνουν το φασισμό στο προσκήνιο. Αυτό το πολιτικό σύστημα (πολιτικές δυνάμεις, τρικομματική κυβέρνηση, δημοσιογράφοι, ειδικοί κλπ.) που προωθεί ανεπιφύλακτα την αιματοβαμμένη πολιτική των μνημονίων και συνδράμει, ως όπλο του, τους ίδιους τους φασίστες, οι δυνάμεις που βρίσκονται στον αντίποδα και συνειδητά επιδιώκουν να αντιπαλέψουν και το φασισμό, δε μπορούν απλά να το καλούν να καταγγείλει τους φασίστες ή και να συμμετέχει / διευκολύνει τις όποιες αντιφασιστικές δράσεις. Αντίθετα πρέπει να το κατακεραυνώνουν και να το καταγγέλλουν μαζί με τους φασίστες. Γιατί τη μια στιγμή εμφανίζεται ο Μιχαλολιάκος να σκούζει για τους μετανάστες και την άλλη ο Δένδιας εξαπολύει «Ξένιους Δίες». Γιατί την ίδια στιγμή που γεμίζουν οι φυλακές αναρχικούς, που οι συλλήψεις και οι μηνύσεις αριστερών και αγωνιζόμενων εργαζόμενων πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο, οι φασίστες επιτίθενται κάτω από τα μάτια της αστυνομίας και με την πλήρη συνδρομή της και μετά σουλατσάρουν ανενόχλητοι. Όσα ψηφίσματα και να βγάλουν οι αστοί πολιτικοί, όσες φορές κι αν δήθεν απειλήσουν τα σκυλιά τους, με τιμωρία ή ακόμη και με παρανομία, όσες κυριλέ βόλτες – βουβές πορείες κι αν κάνουν τα κουστουμαρισμένα στελέχη τους από τη Βουλή ως το Κολωνάκι, δεν πρέπει να μπορούν να κοροϊδέψουν κανένα και η Αριστερά δεν πρέπει να συνδράμει καμία τέτοια πρωτοβουλία τους, αλλά να την υπερβαίνει, αποδεικνύοντας τον ψεύτικο χαρακτήρα της. Κυρίαρχα αυτό που πρέπει να κάνει η Αριστερά είναι να προωθήσει τις δικές της πρωτοβουλίες. Που κύριο στόχο θα έχουν να ξαναπάρουν πίσω τους δρόμους, τις πλατείες και τις γειτονιές από τα χέρια των φασιστών, του φόβου και της κρατικής τρομοκρατίας. Κι εδώ πρέπει να είμαστε καθαροί. Από τη μία οι συνολικότερες πρωτοβουλίες της αριστεράς που στοχεύουν στην αντικαπιταλιστική ανατροπή, στην ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, την καταπολέμηση των συνεπειών της κρίσης, της φτώχειας, της ανεργίας, τη δημιουργία εργατικών λεσχών, εγχειρημάτων άλλου πολιτιστικού και αξιακού φορτίου αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας είναι καθοριστικής σημασίας γιατί έχουν άμεσο υλικό αντίκρυσμα για την κοινωνική πλειοψηφία που δοκιμάζεται, δίνουν ελπίδα και δείχνουν έναν άλλο δρόμο για το πως μπορεί να οργανωθεί η κοινωνία. Δυναμώνουν την επιρροή της αριστεράς και τους εργατικούς αγώνες και αποκόπτουν από το φασισμό ζωτικούς χώρους και τρόπους παρέμβασης που σήμερα -και ιστορικά- διεκδικεί. Οι αντισυγκεντρώσεις στις φασιστικές δράσεις από την άλλη και εν γένει οι αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, σήμερα, οφείλουμε να δούμε ότι δεν είναι αυτό που ήταν κάποια χρόνια πριν. Όσοι διαφωνούσαμε ή ήμασταν επιφυλακτικοί ένα προηγούμενο διάστημα, σήμερα πρέπει να καταλάβουμε τη διαφορετικότητα της χρονικής συγκυρίας. Να αντιληφθούμε ότι οι αντισυγκεντρώσεις, οι αμυντικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες απέναντι σε επιθετικές ενέργειες που σχεδιάζουν, ανακοινώνουν και υλοποιούν οι φασίστες, μπορούν να έχουν πολλαπλά οφέλη. Μπορούν να λειτουργούν ανασχετικά όσων αφορά τις επιτελικές δυνατότητες του φασιστικού συρφετού που απειλούν άμεσα πολιτικούς χώρους και κινηματικές διαδικασίες. Να λειτουργούν απομονωτικά και να ανακόπτουν τη δυνατότητα που έχουν οι φασίστες να εισέλθουν σε μαζικά ακροατήρια, και συνολικά και όσον αφορά τις τοπικές κοινωνίες, όπου οι όποιες φασιστικές δράσεις λαμβάνουν χώρα. Να κατοχυρώσουν στη συνείδηση του κόσμου, ότι η συμμετοχή σε τέτοιες ενέργειες περικλείει κινδύνους. Ότι βρίσκουν και θα βρίσκουν πάντα απέναντί τους, τέτοιες δράσεις, αποφασισμένες μαζικές κινήσεις περιφρούρησης, προστασίας και αποτροπής. Να ξαναδώσουν θάρρος στις συλλογικότητες μεταναστών, στις αριστερές και ευρύτερες αντι – συστημικές κινήσεις και πρωτοβουλίες και να μεταφέρουν το φόβο στο στρατόπεδο του αντιπάλου, στο στρατόπεδο της κρατικής και παρακρατικής φασιστικής τρομοκρατίας. Πως όμως τέτοιες αντιφασιστικού χαρακτήρα ενέργειες είτε όσον αφορά την προπαγάνδα, τον πολιτικό λόγο, την ανάδειξη της ιστορικής εμπειρίας αλλά και το ίδιο το επίπεδο του δρόμου θα μπορέσουν να είναι πραγματικά μαζικές και άρα αποτελεσματικές; Εδώ πρέπει επίσης να ξεκαθαρίσουμε ότι όσο σημαντικό είναι να γιγαντωθεί η δράση των ήδη δεδομένων πολιτικών πρωτοποριών (συλλογικοτήτων, οργανώσεων, κομμάτων πρωτοβουλιών) της καθεμίας για τον εαυτό της, της μεταξύ τους συνεργασίας, της κοινής δράσης και του συντονισμού τους, άλλο τόσο και περισσότερο σημαντικό είναι αυτή δράση να μετασχηματιστεί και να επανοηματοδοτηθεί με τη συμμετοχή του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας σε αυτή. Όπως έχει και πάλι δείξει η ιστορική εμπειρία από την εποχή του Μεσοπολέμου, ακόμη και οι μεγάλες μάχες στους δρόμους της Ρώμης και του Λονδίνου απέναντι στους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι και τους Blackshirts του Μόσλυ, αντίστοιχα δόθηκαν με τη συμμετοχή τόσο πολιτικών οργανώσεων, όσο και συγκροτημένων αντιφασιστικών «διακομματικών» πρωτοβουλιών όπως οι Arditi del Popolo στην Ιταλία όσο όμως και από σωματεία, εργατικά κέντρα, τα «σπίτια του λαού» στην Ιταλία κλπ. Δε μπορεί λοιπόν πραγματικά να μη θεωρήσουμε ως πρωταρχική την ανάγκη της ανάπτυξης της αντιφασιστικής δράσης των πολιτικών συλλογικοτήτων και ως καθοριστική την εμπλοκή ευρύτερων κομματιών του λαού μέσα από μαζικές συλλογικές διαδικασίες σωματείων συλλόγων, κινήσεων γειτονίας κλπ. Η δυσκολία που εμπεριέχεται σε αυτή την εμπλοκή βέβαια, δεν πρέπει ούτε να μας οδηγεί να πιστεύουμε ότι «η κοινωνία δε μπορεί» και ότι οι όποιοι εμείς, μπορούμε αυτόκλητα να περιοριστούμε στις δικές μας δυνάμεις και να τη σώσουμε. Ούτε όμως πρέπει να οδηγούμαστε στην κωλυσιεργία, στην απουσία από τις μάχες που δίνονται, μέχρι αυτές οι μάχες να δίνονται από το ίδιο το μαζικό, λαϊκό και εργατικό κίνημα. Πολύ απλά γιατί έτσι θα χάνεται σημαντικός χρόνος και δυνάμεις αλλά και γιατί με μια τέτοια τακτική δεν θα κατορθωθεί ποτέ ούτε καν αυτός ο στόχος της συμμετοχής του οργανωμένου κινήματος στις αντιφασιστικές κινηματικές διαδικασίες. Τα πράγματα στη χώρα μας και διεθνώς, έχουν πάρει μια τροπή που δεν μπορεί εύκολα να αλλάξει αλλά δε μπορεί ταυτόχρονα να μας επιτρέψει να προκαταλάβουμε την κατάληξή της. Το βασικό της στοιχείο είναι η ένταση της σύγκρουσης, του πολέμου των λίγων που ευημερούν και των πολλών που καταδυναστεύονται. Και αυτή η σύγκρουση παίρνει πολλές μορφές. Τελευταία πήρε τη μορφή από την πλευρά των κυρίαρχων της «θεωρίας των άκρων». Αυτό που πρέπει να πούμε σε αυτούς που μας κουνάνε το δάχτυλο προκλητικά και προσπαθούν να μας ταυτίσουν με τους νεοναζί που πιστά τους υπηρετούν, είναι ότι το πραγματικό άκρο που πλήττει ακραία την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός και το πολιτικό του σύστημα. Νόμιμα και συνταγματικά, κατοχυρωμένα: με την ανεργία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση που τα προϋποθέτει και τα θεωρεί φυσιολογικά δομικά του χαρακτηριστικά. Με τη νόμιμη κατάργηση ακόμη κι αυτής της κουτσουρεμένης δημοκρατίας του. Με τη νόμιμη παραβίαση των στοιχειωδών δικαιωμάτων των πολιτών. Με το νόμιμο και βίαιο ρατσισμό του. Οι «κάθε λογής φασισμοί» είναι το ακρότατο σημείο, που αυτό το άκρο μπορεί να φτάσει για να διασωθεί. Όταν οι καπιταλιστές κινδυνολογούν ότι η άνοδος της αριστεράς κα του εργατικού κινήματος, δε μπορεί παρά να επιφέρει και άνοδο της ακροδεξιάς, χάος και εν συνεχεία καθεστώτα έκτακτης ανάγκης, δεν κάνουν κάτι άλλο από το να παραδέχονται τους σκοπούς τους. Η σύγκρουση μαζί τους όπως και με το φασισμό είναι αναπόφευκτη. Όπως έλεγε ο Μαξ Χορκχάιμερ, διανοητής και ιδρυτής της σχολής της Φρανκφούρτης, : «Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, καλά θα κάνει να σωπαίνει και για τον φασισμό». Αυτή τη φορά ας μην είμαστε διστακτικοί. Ας μιλήσουμε για αυτά που πρέπει και ας πράξουμε ανάλογα. Η ιστορία δεν θα μας περιμένει. *μέλος του Κ.Σ. της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση και της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. |