• Κυρ, 28/02/2016 - 18:08
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι Τοπικές Συλογικότητες και το πρόβλημα της εξουσίας [του Μάρκου Δασκαλάκη]

Ένα από τα σημαντικά σημεία που αναδυκνείονται στις θέσεις για τη συνδιάσκεψη, αφορά το ζήτημα της εξουσίας και της αριστερής κυβέρνησης.

Διατυπώνεται η άποψη πως αποδείχθηκε από την πορεία και τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ το αδιέξοδο της εναλλακτικής διαχείρισης εντός του συστήματος, μέσω μια αριστερής κυβέρνησης . Πόσο όμως ισχύει αυτή η διαπίστωση έξώ από το δικό μας χώρο; Στα δικά μας μάτια, με τα δικά μας αναλυτικά εργαλεία και τη δικιά μας οπτική φαντάζει ως απαντημένο τελεσίδικα ερώτημα μια συζήτησης που κυρίαρχησε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα προηγούμενα χρόνια, όμως ένα τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε λίγο πολύ να επαναλάβει την ίδια στο πυρήνα της ιδέα. Και αντίστοιχα μάλλον δεν συμμερίζεται τις βεβαιότητές μας και η πλειονότητα του κόσμου. Αυτή η συζήτηση θα μπορούσε να καταλήξει με τον παραδοσιακό τρόπο, της ανάγκης για διαφώτιση από μέρους μας του λαού και αντιπαράθεσης - με το επιπλέον όπλο των πρόσφατων δεδομένων με τις άλλες πολιτικές οργανώσεις σε αυτό το ζήτημα. Είναι όμως αυτό αρκετό;

 

Σχετικά λοιπόν με τη μεθοδολογία που συζητάμε για τη συνδιάσκεψη, θεωρώ πως θα έπρεπε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε αυτό που εμείς θεωρούμε πως επιβεβαιώνεται και στο ποια είναι η ευρεία αντίληψη σε ένα δεδομένο σύνολο - αλλά και ποιά είναι τελικά η αξία της θεωρίας ως απομονωμένο αντικείμενο .

Για παράδειγμα, αρκεί κανείς να ανατρέξει στις ημέρες του 2012 ως σήμερα. Από το 2009 ως το 2012 υπήρχε μια πορεία ανόδου σε γενικές γραμμές του κινήματος, με εξαιρετικές στιγμές όπου φαίνονταν να γίνονται τεράστια βήματα στην οργάνωση, την πολιτικοποίηση και την πρωτοτυπία του. Και ξαφνικά, με το που διατυπώθηκε η υπόσχεση ενός νέου παλιού καλού ΠΑΣΟΚ τα πάντα εξαφανίστηκαν. Και σε αντίθεση με το '81, οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τόσο εξόφθαλμα ανεφάρμοστες, που δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος οτι δεν είχε συνείδηση της επιλογής του. Τι είναι λοιπόν αυτό που ώθησε πρωτοπόρους αγωνιστές (ας μη ξεχνάμε πως η πλειονότητα του χώρου απεύθυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και μέλη της τουλάχιστον σε κάποιες εκλογές ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ) να κλείσουν μύτη και μάτια και να κάνουν την επιλογή αυτή;

Φαίνεται μάλλον πως αυτή η στάση δεν οφείλεται σε έλλειψη κατανόησης, ή θεωρητική ανεπάρκεια, αλλά μια σχεδόν έμφυτη τάση να στραφεί προς μια λύση η οποία :

α) ήταν άμεση

β) ήταν όσο το δυνατόν ανόδυνη (απέκλειε ρητά τη ρήξη με ευρώ, ΕΕ, αλλά και σε μεγάλο βαθμό επικαλούνταν - έως και εγγυούνταν την κοινωνική ειρήνη)

γ) διεκδικούσε την εξουσία με ένα σαφή τρόπο

---και όλα αυτά παρόλο που ήταν εμφανώς ουτοπική.

 

Φαίνεται λοιπόν πως υπάρχουν ένα πλήθος παραγόντων (θυμικοί, πολιτισμικοί, ψυχολογικοί, οικονομικοί) που επηρεάζουν τον τρόπο λήψης αποφάσεων, πέρα από την αυστηρή λογική (και ιδιαίτερα τη δική μας), κάτι το οποίο καλό θα ήταν να λάβουμε υπόψιν στο μέλλον.

Εν κατακλείδι, οι "σωστές" διαπιστώσεις από μόνες τους έχουν αξία μόνο σαν ιστορικά ντοκουμέντα στο βαθμό που δεν κατορθώνουν να μετουσιώνονται με κάποιο τρόπο σε κοινωνική δυναμική. Η συνεκτική ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης, των αντιφάσεων και των δυνατοτήτων της, είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή προυπόθεση επαναστατική αλλαγής.

 

 

Από την άποψη αυτή, οι θέσεις για τη συνδιάσκεψη είναι ιδιαίτερα ελλιπεις, γιατί οτι όχι μόνο δεν διατυπώνουν με έναν ουσιαστικό τρόπο, αλλά ούτε προσπαθούν να σκιαγραφήσουν μια μέθοδο για την υλοποίηση των διακηρύξεών της. Ενώ στο κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και της μεθόδου κατάληψής της διατυπώνει (σωστά) τη διαφωνία της με την μέθοδο της υλοποίησης δια της αστικοδημοκραιτκής κυβερνητικής οδού, η επίκληση σε ένα πολιτικό εργατικό κίνημα από μόνη της δεν προσφέρει πολλά .

Καλώς ή κακώς, τα επαναστατικά υποκείμενα δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοια κυρίως επειδή διακηρύσσουν το δικαίωμα στην επανάσταση, αλλά επειδή αναπτύσσουν τα ιδεολογικά, κυβερνητικά και λαικά μέσα για τη διεξαγωγή της .

 

Το ερώτημα λοιπόν είναι, ποιά είναι τα μέσα που εμείς προτείνουμε και φυσικά με ποιό τρόπο τα καλλιεργούμε και τα αναπτύσσουμε ;

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω μια μεγάλη παρένθεση, όχι ιδιαίτερα άσχετη όμως με τη παραπάνω συζήτηση.

 

Σχετικά με την κινηματική περίοδο 2009/2012

 

Ενώ το κείμενο των θέσεων έχει αφιερώσει πάρα πολύ χώρο και σίγουρα συζήτηση και σκέψη γύρω από τα ζητήματα κριτικής στην παγκόσμια κατάσταση, τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας κλπ, έχει μάλλον ελάχιστη αναφορά στη κινηματική περίοδο 2009 - 2012 και σίγουρα καμία προσπάθεια κριτικής αποτίμισής της. Κάτι ιδιαίτερα άδικο και αναντίστοιχο αν σκεφτεί κανείς οτι και ως συλλογικότητα αλλά και ως άνθρωποι είχαμε μια σχετικά αξιόλογη παρουσία και διαθέσαμε το σύνολο σχεδόν των πόρων μας σε αυτές τις διαδικασίες. Μια τέτοια αποτίμηση, δεν είναι ο στόχος αυτού του κειμένου, θα έπρεπε όμως να αποτελεί ένα στόχο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στο κείμενο αυτό θα ήθελα να εξετάσουμε κάποια επιμέρους στοιχεία, ιδιαίτερα σε ότι αφορά το κίνημα των πλατειών και των λαικών συνελεύσεων, δυστυχώς περισσότερο με τη μορφή ερωτημάτων .

 

Οι πλατείες σαν πολιτικό φαινόμενο, εισέβαλαν στο πολιτικό γίγνεσθαι το 2011 ξεκινώντας από κάποια καλέσματα εμπνευσμένα από τους Ισπανούς Ιντιγνάδος και τις συγκεντρώσεις της Αραβικής Άνοιξης.

Μερικά ερωτήματα που μπορεί κανείς να εξετάσει είναι τα εξής :

Τι ήταν αυτό που έδωσε δυναμική σε μια μορφή η οποία ξεκίνησε από την κατάληψη της πλατεία συντάγματος και επεκτάθηκε σε συγκεντρώσεις και συνελεύσεις σε δεκάδες άλλες;

Γιατί πλατείες;

Σε ποια ανάγκη / ανάγκες απάντησαν ;

Τι ήταν αυτό που τους έδωσε τη χαρακτηριστική μαχητικότητα και διάρκεια;

Ποιος ήταν ο ρόλος και το εύρος των λαικών συνελεύσεων που έμειναν και μετά το καλοκαίρι του '11;

Που κατέληξαν και γιατί;

Πως μπορεί να εξηγηθεί ή διεθνική επικοινωνία και αλληλοτροφοδότηση, χωρίς κάποιο σχετικά ενιαίο πολιτικό φορέα να το επιδιώκει;

 

Θα μπορούσε κανείς να συνεκτιμήσει τα εξής στοιχεία :

Τα προηγούμενα χρόνια είχαν συμπυκνωθεί μια σειρά πολιτικές και κινηματικές εμπειρίες, όπως ενδεικτικά :

Ο Δεκέβρης του '08, με ένα πλήθος χωρικών κινηματικών μορφών (κέντρα αγώνα στα πανεπιστήμια του κέντρου, κατειλημένα δημαρχεία και χώροι, τοπικές διαδήλώσεις σε γειτονιές)

Η απονομιμοποίηση σε ένα βαθμό των παραδοσιακών αστικοδημοκρατικών μορφών διαμαρτυρίας (ο νόμος Γιαννίτση είχε πέσει μετά από μια μεγάλη διαδήλωση, το 2009-2011 είχαν προηγηθεί αρκετές μεγαλύτερες και σαφώς αγριότερες, χωρίς κάποια έστω αιτήματα να γίνουν δεκτά).

Ήδη είχε δεχθεί το πρώτο πλήγμα η κοινοβουλευτική διέξοδος, με το ΓΑΠ να κάνει στροφή 180 μοιρών λίγο μετά την εκλογή του.

Την εικόνα που ερχόταν από τις χώρες της Αραβικής Ανοιξης ιδιαίτερα, που τουλάχιστον εκείνη την εποχή έδειχναν ακόμα να ανατρέπουν νικηφόρα αυταρχικά καθεστώτα δεκαετιών.

 

Τα παραπάνω βέβαια, είναι αρκετά ημιτελή, καθώς δεν απαντάνε πχ στο γιατί πλατείες και όχι κάτι άλλο και επομένως είναι απολύτως ανοιχτά σε συζήτηση και εμπλουτισμό .Όπως και να χει, σύντομα διαπιστώθηκε πως οι συγκεντρώσεις στην πλατεία Συτάγματος χρειαζόταν να επεκταθούν σε κάθε γειτονιά και πόλη, πυροδοτώντας τη μορφή των λαικών συνελεύσεων σε πλατείες. Η λογική αυτή δεν ήταν απαραίτητα κοινός τόπος. Η πλατεία Συντάγματος σαν διαδικασία είχε αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις τοπικές συνελεύσεις, θα μπορούσε κανείς να πει οτι και σαν μοντέλα ίσως να κινούνταν σε αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Η μαζική, θεαματική πλατεία συντάγματος, ήταν σίγουρα εντυπωσιακή. Είναι όμως αμφισβητούμενο το κατά πόσο μπορούσε να είναι ουσιαστική μια συζήτηση με εξαιρετικα περιορισμένο χρόνο στους ομιλητές, προβληματικό τρόπο απόφασης και που τελικά πέρα από χώρος ζύμωσης δεν μπορούσε να θέσει και να υλοποιήσει στόχους (πέρα ίσως από τη διαχείριση και την υπεράσπιστη της ίδιας της πλατείας). Σε υπέρβαση αυτού του μοντέλου ξεκίνησε η λειτουργία των τοπικών Λαικών Συνελεύσεων, οι οποίες έχουν τελικά και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

 

Ενώ ξεκίνησαν ως ένας τρόπος να βελτιωθεί η συζήτηση της πλατεία Συντάγματος και ενδεχομένως να διαδοθούν τα αιτήματά της στις γειτονιές όλης της χώρας, πολύ γρήγορα απέκτησαν αυτόνομο χαρακτήρα και λειτουργία. Η διαφορετική ποιότητά τους, φαίνεται και από το γεγονός οτι ενώ η πλατεία δεν ξαναγέμισε ποτέ μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, οι ΛΣ συνέχισαν τη λειτουργία τους με σχετική ένταση και μαζικότητα τουλάχιστον ως το 2013, ενώ κάποιες λειτουργούν ακόμα. Έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο κίνημα πολιτικής ανυπακοής με την άρνηση πληρωμής του ΕΝΦΙΑ, τις επανασυνδέσεις ρεύματος κλπ ενώ έφτασαν να συνεργαστούν με εργασιακά σωματεία στηρίζοντας εργατικές διεκδικήσεις.

Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει οτι σε μια εποχή όπου η αντιπροσωπευτική πολιτική άρχιζε να χάνει την αξιοπιστία της σε ένα τμήμα της κοινωνίας, οι Λαικές Συνελεύσεις έδιναν θεωρητικά τη δυνατότητα για μια εναλλακτική οργάνωση της πολιτικής. Και την ίδια στιγμή που οι εκπρόσωποι αγνοούσαν επιδεικτικά τους εκλέκτορές τους (και τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις), έδειχναν να δίνουν τη δυνατότητα υπέρβασης αυτού του μοντέλου. Στην δημοκρατία των συνελεύσεων, ακόμα και η ανάθεση είχε άμεσο και προσωπικό χαρακτήρα, κάνοντας τον εκπρόσωπο υλικά υπόλογο στις δεσμεύσεις και τις πράξεις του .

Παρόλα άυτά, η συμμετοχή μας σε αυτές δεν συνοδεύτηκε από ένα ευρύτερο σχέδιο το οποίο θα αξιοποιούσε τις υπαρκτές αυτές μορφές, εντάσσοντάς τες σε μια στρατηγική οπτική που θα αναδύκνειε το ρόλο τους σε κάτι περισσότερο από μια αυθόρμητη και προσωρινή λύση ανάγκης.

 

Εδώ κλείνει η προηγούμενη παρένθεση .

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται να επεξεργαστεί και να προωθήσει ένα σχέδιο μέσω του οποίου θα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν οι πολιτικοί στόχοι που θέτει. Επομένως, καλείται να σχεδιάσει και να πρωτοστατήσει στην υλοποίηση των μορφών εκείνων οι οποίες θα έχουν και την ικανότητα και τη θέληση να υλοποιήσουν ένα αντικαπιταλιστιτικό πρόγραμμα.

Άποψη μου είναι πως σε αυτό το πεδίο καθοριστικό ρόλο μπορούν να έχουν οι τοπικές συλλογικότητες, με διαφορετικό τρόπο και ρόλο η καθεμία.

Ως τοπικές συλλογικότητες μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τα αριστερά αντικαπιταλιστικά σχήματα, τις εργατικές λέσχες, τις λαικές συνελεύσεις, τις τοπικές οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων συλλογικοτήτων καθώς και ένα πλήθος άλλων πρωτοβουλιών και ομάδων.

 

Εμείς καλούμαστε να προτείνουμε μια μεθοδολογία για το πως όλος αυτός ο πλούτος, μπορεί να συμμετέχει σε μια ενιαία σχετικά δομή, ικανή να ανταγωνιστεί, να ανατρέψει και τελικά να αντικαταστήσει την αστική εξουσία.

Ταυτόχρονα θα πρέπει να υπάρξει μια συγκεκριμένη επεξεργασία για την τοπική δράση, ξεκαθαρίζοντας κυρίως πως όταν αναφερόμαστε σε τοπικές συλλογικότητες, δεν αναφερόμαστε απαραίτητα σε συλλογικότητες που ασχολούνται με τα του τοπικού χώρου, αλλά και για συλλογικότητες που οργανώνονται στη βάση του τόπου για να διεκδικήσουν την κεντρική εξουσία .

 

Επομένως, οι Λαικές Συνελεύσεις μπορούν να τοποθετηθούν σε ένα ανατρεπτικό σχέδιο ως ο θεσμός που πραγματώνει το βασικό κύτταρο λαικής δημοκρατίας. Με ένα σχετικά αυτόνομο τρόπο αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τα τοπικά ζητήματα, και με ένα συλλογικό τρόπο στα πλαίσια της εργατικής δημοκρατίας για τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.

Αντίστοιχα οι εργατικές λέσχες θα πρέπει να ενταχθούν και αυτές στο σχεδιασμό μας με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο. Για το σκοπό αυτό, μπορεί κανείς να αξιοποιήσει τόσο την εμπειρία των εργατικών λεσχών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, όσο και την πλούσια εμπειρία από τις αντίστοιχες μορφές που έχουν εμφανιστεί στο εργατικό κίνημα κατά περιόδους, πχ τα Σπίτια του Λαού στην Ιταλία και την κεντρική Ευρώπη κλπ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μπορεί να έχει και μια συζήτηση για το ρόλο που έπαιζαν αυτές οι μορφές ως συντονιστικό κέντρο (άμεσα και έμμεσα) των κλαδικών συνδικάτων σε διάφορες πόλεις αλλά και τον υποστηρικτικό (υλικά και πολιτικά) ρόλο τους προκειμένου οι απεργίες να αποκτούν διάρκεια και πολιτικό βάθος.

Στο πλαίσιο αυτό, αποκτούν προφανώς έναν αναβαθμισμένο ρόλο και τα σχήματα πόλης και γειτονιάς. Η αλήθεια είναι πως τουλάχιστον διακηρυκτικά τα σχήματα της αντικαπιταλιστικης αριστεράς δεν ήταν προσανατολισμένα σε μια περιοριστική λογική ενασχόλησης αποκλειστικά με ζητήματα τοπικού χαρακτήρα. Χωρίς να είναι απόλυτος κανόνας, τόσο η πολιτική παράδοση που ήθελε τα σχήματα να έχουν άποψη και παρουσία και για την συνολική πολιτική πραγματικότητα, όσο και η αντιμετώπιση των δήμων ως τοπικό κράτος, έχει παράγει συλλογικότητες οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν τη κινητήρια δύναμη σε ένα τέτοιο σχέδιο. Ενδεχομένως, ένας τέτοιος στρατηγικός προσανατολισμός να τους δώσει ακόμα μεγαλύτερο χώρο δράσης και δυνατότητες ανάπτυξης.

 

(ΤΕ Ανατολικής Αττικής)