- Κυρ, 28/02/2016 - 21:21
Ο ιμπεριαλισμός και το ουκρανικό ζήτημα: συμβολή στον διάλογο μπροστά στην 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ [των Κ.Κούσιαντα, Π.Αυθίνου]
Ο ιμπεριαλισμός και το ουκρανικό ζήτημα: συμβολή στον διάλογο μπροστά στην 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η λειτουργία και ο ρόλος του ιμπεριαλισμού της σύγχρονης εποχής είναι να καθορίζει τους κανόνες ένταξης και τη θέση των εθνικών καπιταλισμών στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, να στηρίζει τους εθνικούς καπιταλισμούς στους ανταγωνισμούς τους με καπιταλισμούς αντίπαλων ιμπεριαλιστικών συνασπισμών, να ρυθμίζει τους ανταγωνισμούς μεταξύ των εθνικών καπιταλισμών που εντάσσονται στον ίδιο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό (με γνώμονα τα συνολικά συμφέροντα του ιμπεριαλιστικού συνασπισμού), να διασφαλίζει τα συμφέροντα των εθνικών αστικών τάξεων απέναντι στις υποτελείς τους τάξεις και να αναδιοργανώνει την κλονισμένη τους κυριαρχία στο εσωτερικό τού κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, στα πλαίσια της γενικής ιμπεριαλιστικής στρατηγικής. Ο κάθε ιμπεριαλιστικός συνασπισμός δομείται ως ένα ιεραρχικό σύστημα, που αντανακλά τον συσχετισμό οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης μεταξύ των κρίκων της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, ηγεμονική δύναμη της οποίας είναι ο ισχυρότερος καπιταλισμός. Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αποτελούν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, προσπάθειες να εντάξουν στους δικούς τους, αντικρουόμενους στρατηγικούς σχεδιασμούς, τους περιφερειακούς εθνικούς καπιταλισμούς. Αυτές οι προσπάθειες, οι οποίες πολλές φορές παίρνουν μορφές οικονομικού ή στρατιωτικού εκβιασμού, ακόμα και ανοιχτού πολέμου ενάντια σε εθνικές αστικές τάξεις, αποτελούν ταυτόχρονα και μια προσφορά προς τις εθνικές αστικές τάξεις, αναδιοργάνωσης της κυριαρχίας τους επί των υποτελών τους τάξεων, υπό την αιγίδα της ηγεμονικής ιμπεριαλιστικής δύναμης. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις οι οποίες σήμερα φιλοδοξούν να παίξουν ένα ηγεμονικό ρόλο σε παγκόσμιο ή περιφερειακό επίπεδο, προσπαθούν να εμφανιστούν στον μεταξύ τους ανταγωνισμό για την εξάπλωση της επιρροής τους, ως οι ικανότερες να βοηθήσουν τους εθνικούς καπιταλισμούς να βγουν από την οικονομική κρίση, στην οποία βρίσκονται και οι ίδιες. Εντούτοις, το οικονομικοκοινωνικό μοντέλο που παρουσιάζουν για την έξοδο από την κρίση είναι το ίδιο: εμβάθυνση και εξάπλωση του νεοφιλελευθερισμού εναντίον των λαϊκών τάξεων, και μεθόδους καπιταλιστικής συγκεντροποίησης εναντίον τμημάτων του κεφαλαίου τα οποία δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις πιέσεις της έκθεσής τους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Οι λαϊκές αντιστάσεις και οι κινητοποιήσεις που εκδηλώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο εναντίον του νεοφιλελευθερισμού ως μοντέλου εξόδου από την οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την παράταση της κρίσης και της πολιτικής αστάθειας, οδηγούν σε χρεοκοπία τους στρατηγικούς σχεδιασμούς και τα παραδοσιακά πολιτικά εργαλεία (κόμματα εξουσίας) των αστικών τάξεων, διασπούν την ενότητά τους και προκαλούν μετατοπίσεις της θέσης τους στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα ή ακόμα και επαναπροσανατολισμό των σχέσεών τους με τις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στις περισσότερες απ’ αυτές τις λαϊκές κινητοποιήσεις (οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις κορυφώθηκαν σε εξέγερση και επανάσταση) κυριάρχησαν αστικές ή και ρεφορμιστικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις, οι οποίες επιχείρησαν να γίνουν φορείς ενός μερικού ή και ριζικού επαναπροσανατολισμού των σχέσεων του εθνικού τους καπιταλισμού με τις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες μια λαϊκή αντιιμπεριαλιστική διάθεση, η οποία στρεφόταν κυρίως εναντίον της ιμπεριαλιστικής ηγεμονικής δύναμης με την οποία συνδέονταν η αστική τους τάξη ή τα ηγεμονικά της στρώματα. Οι ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επιχείρησαν να εμπλακούν σ’ αυτές τις καταστάσεις πολιτικών κρίσεων, υποστηρίζοντας, η κάθε μία ανάλογα με τα συμφέροντά της, εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες προσπαθούσαν να διατηρήσουν ή να επαναπροσανατολίσουν τις συμμαχίες του εθνικού τους καπιταλισμού. Έτσι, σε αρκετές περιπτώσεις, η σύνδεση με εκείνον τον ιμπεριαλισμό ο οποίος είναι ο αντίπαλος του ιμπεριαλιστικού συνασπισμού στον οποίο εντάσσεται η κυβερνώσα ομάδα της εθνικής αστικής τάξης, εμφανίστηκε σαν να ήταν πραγματικό αίτημα των λαϊκών τάξεων που κινητοποιούνταν. Φυσικά η βασική αιτία αυτού του φαινομένου είναι η απουσία δυνατής και ριζωμένης στην εργατική τάξη αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η οποία να προβάλει ένα συνεπή αντιιμπεριαλιστικό λόγο, σε άμεση συνάφεια με την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και την αλληλεγγύη των καταπιεσμένων μαζών, πέρα από τα εθνικά τους σύνορα.
Η περίπτωση της Ουκρανίας Η κρίση της Ουκρανίας αποτελεί μια χαρακτηριστική και σοβαρή περίπτωση του τρόπου με τον οποίο οι αντίπαλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εμπλέκονται στις διαιρέσεις και τις συγκρούσεις μεταξύ τμημάτων του αστικού πολιτικοοικονομικού συστήματος, αλλά και για τα πολιτικά αδιέξοδα των κινητοποιήσεων των λαϊκών στρωμάτων. Η πολιτική ηγεσία η οποία εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των πιο ισχυρών τμημάτων της ουκρανικής αστικής τάξης («ολιγάρχες») επέλεξε, ύστερα από μια περίοδο ταλάντευσης και διατήρησης μιας «ανεξαρτησίας» απέναντι στον ρώσικο και στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, να στραφεί αποφασιστικά προς τον πρώτο, με τον οποίο πάντοτε διατηρούσε στενότερες σχέσεις. Για τον ρώσικο ιμπεριαλισμό η Ουκρανία ήταν η βασικότερη χώρα στο «μαλακό του υπογάστριο», η στρατιωτική ουδετερότητα της οποίας (ανάμεσα στον νατοϊκό και ρωσικό ιμπεριαλισμό) αποτελούσε στρατηγική επιδίωξη της Ρωσίας, αλλά ταυτόχρονα ήταν και ένα σημαντικό οικονομικό πεδίο δράσης του ρωσικού καπιταλισμού, μέσω του οποίου συγκροτούσε τις οικονομικές του σχέσεις με τους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς (κυρίως τον γερμανικό). Η στρατιωτική «ουδετερότητα» και η διατήρηση της Ουκρανίας στην οικονομικοπολιτική σφαίρα επιρροής της Ρωσίας ήταν επίσης για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό βασικοί όροι για την ανασυγκρότηση μιας περιφέρειας (κυρίως από τις χώρες που απάρτιζαν την ΕΣΣΔ), που θα του επέτρεπε να διεκδικήσει για τη Ρωσία την αναβάθμιση του ρόλου της ως παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής δύναμης. Προκειμένου να εξασφαλίζει η Ρωσία την παραμονή της Ουκρανίας στην σφαίρα επιρροής της, χρησιμοποίησε διαχρονικά σαν μέσο πίεσης την απόλυτη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από το ρώσικο φυσικό αέριο. Για τον ευρωπαϊκό/αμερικάνικο ιμπεριαλισμό η Ουκρανία αποτελούσε την βασικότερη χώρα για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας ένταξης ολόκληρης της ανατολικής Ευρώπης στις ιμπεριαλιστικές οικονομικοπολιτικές και στρατιωτικές συμμαχίες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ο βασικός στόχος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ήταν η στρατιωτική επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα ρωσικά σύνορα, αλλά και ο έλεγχος των οικονομικοπολιτικών σχέσεων του γερμανικού καπιταλισμού με τον ρωσικό. Για την ΕΕ και κυρίως για την Γερμανία, ο βασικός στόχος ήταν η επέκταση της οικονομικοπολιτικής επιρροής της προς τα ανατολικά (η Ουκρανία αποτελεί μια τεράστια αγορά) και η αναχαίτιση της ρωσικής οικονομικοπολιτικής επιρροής στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Και οι δύο αντίπαλοι ιμπεριαλισμοί συνδέθηκαν πολιτικά και οικονομικά με διαφορετικά τμήματα της ουκρανικής αστικής τάξης, προσφέροντάς τους την δυνατότητα εφαρμογής ενός οικονομικού σχεδίου αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν: η ένταξη του ουκρανικού καπιταλισμού στην παγκόσμια αγορά μέσα από τα αντίστοιχα παγκόσμια οικονομικά δίκτυα τού κάθε ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, ο «εκσυγχρονισμός» της οικονομίας σε βάρος των αντίπαλων μερίδων της ουκρανικής αστικής τάξης και, βέβαια, η στήριξη για την εφαρμογή των κανόνων του νεοφιλελευθερισμού, ως απαραίτητου όρου για την κερδοφορία του κεφαλαίου μέσα από την αύξηση της εκμετάλλευσης της ουκρανικής εργατικής τάξης. Τα πολιτικά κόμματα της Ουκρανίας διχάστηκαν πάνω σ’ αυτές τις αντίπαλες στρατηγικές του ουκρανικού καπιταλισμού. Τα κόμματα της αριστεράς δεν αποτέλεσαν εξαίρεση: Η παραδοσιακή ουκρανική αριστερά ήταν η μεγαλύτερη οργανωμένη πολιτική δύναμη στη χώρα και τα εκλογικά της ποσοστά έφτασαν το 1998 στο 38.4% (το Κομουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας 25,4%, τα δύο κόμματα που προέρχονταν απ’ αυτό, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ουκρανίας και το Αγροτικό Κόμμα Ουκρανίας μαζί 8,8% και το Προοδευτικό Κόμμα Ουκρανίας [διάσπαση του ΣΚΟυ] 4,2%). Δεκαπέντε χρόνια αργότερα τα ποσοστά της είχαν συρρικνωθεί σε λιγότερο από 14% (ΚΚΟυ 13,18% και ΣΚΟυ 0,46%). Οι βασικές αιτίες αυτής της συντριβής ήταν η υποστήριξη αυτών των αριστερών κομμάτων σε αυταρχικές κυβερνήσεις που προωθούσαν τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις, η σύνδεσή τους με συγκεκριμένα τμήματα της ολιγαρχίας και η έντονη υποστήριξή τους στην στενότερη σύνδεση του ουκρανικού καπιταλισμού με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Η νέα ουκρανική αριστερά (μαζί και η αντικαπιταλιστική αριστερά) ήταν πάντα αριθμητικά και οργανωτικά περιθωριακό πολιτικό ρεύμα και διχάστηκε επίσης ανάμεσα στους διαφορετικούς προσανατολισμούς των μερίδων της ολιγαρχίας. Η απόφαση της αυταρχικής κυβέρνησης Γιανουκόβιτς να προωθήσει τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, απορρίπτοντας την ένταξη του ουκρανικού καπιταλισμού στη σφαίρα οικονομικοπολιτικής επιρροής της ΕΕ και προσδένοντάς τον με ακόμα στενότερους δεσμούς με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό, προκάλεσε μαζικές κινητοποιήσεις, οι οποίες μετά την αιματηρή αστυνομική καταστολή κορυφώθηκαν σε εξέγερση που ανέτρεψε την κυβέρνηση. Στις διαδηλώσεις της εξέγερσης του Μαϊντάν, στις οποίες συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες, τα βασικά αιτήματα ήταν ο εκδημοκρατισμός, η ρήξη με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό αλλά και οι αυταπάτες ότι η ένταξη στην ΕΕ θα είχε σαν συνέπεια την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών. Η απουσία ενός δυνατού εργατικού κινήματος, η υποστήριξη που παρείχε το ΚΚΟυ στην κυβέρνηση του Γιανουκόβιτς και η αδυναμίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, επέτρεψαν να ηγεμονεύσουν οι φιλοΕΕ αστικές πολιτικές δυνάμεις και έδωσαν τη δυνατότητα στη φασιστική ακροδεξιά να αποκτήσει μειοψηφικό αλλά διακριτό ρόλο στα γεγονότα, χωρίς όμως να καθορίσει τα αιτήματα και τους στόχους του κινήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να διαδεχτεί την κυβέρνηση Γιανουκόβιτς μια φιλοΕΕ, δεξιά, εθνικιστική νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Ακολούθησε η ιμπεριαλιστική προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και στην συνέχεια ξεκίνησε ο πόλεμος στο Ντονμπάς, στον οποίο η κυβέρνηση του Κιέβου κάνει ευρεία χρήση των φασιστικών οργανώσεων. Η κατάληψη της εξουσίας από τις φιλοΕΕ εθνικιστικές δυνάμεις στο Κίεβο προκάλεσε την εκδήλωση ενός κινήματος στην Ανατολική Ουκρανία με κέντρο το Ντονμπάς. Οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις και ο φόβος απέναντι στον ουκρανικό εθνικισμό υπήρξαν αρχικά βασικά χαρακτηριστικά αυτών των κινητοποιήσεων. Η κυριαρχία της ρωσικής ακροδεξιάς και των φιλορώσων ολιγαρχών, καθώς και ο έλεγχος που απέκτησε η Μόσχα πάνω στο κίνημα δεν επέτρεψαν να αναπτυχθούν αυτά τα χαρακτηριστικά και να πάρουν διαστάσεις ενός πανουκρανικού κινήματος ενάντια στην κυβέρνηση του Κιέβου. Αντίθετα το κίνημα στο Ντονμπάς εξετράπη στην κατεύθυνση της απόσχισης και της ένωσης με τη Ρωσία, μετατράπηκε σε εργαλείο πίεσης του ρώσικου ιμπεριαλισμού πάνω στον ουκρανικό καπιταλισμό (όπως αντίστοιχα το χρέος προς το ΔΝΤ είναι το μέσο ελέγχου του δυτικού ιμπεριαλισμού πάνω στην Ουκρανία) και τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά καταστάλθηκαν. Τα κινήματα των λαϊκών μαζών στην Ουκρανία (Μαϊντάν και αντι-Μαϊντάν) και η αριστερά εγκλωβίστηκαν στις αντιφάσεις που παράγει και αναπαράγει το αστικό πολιτικό σύστημα της Ουκρανίας και η πολιτική του θέση ανάμεσα στον δυτικό και ανατολικό ιμπεριαλισμό. Στην πραγματικότητα τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών στην Ουκρανία είναι κοινά και εξαρτώνται από την ανάδειξη μιας ταξικής πολιτικής που θα ενοποιεί τους αγώνες των λαϊκών μαζών στη Δυτική και στην Ανατολική Ουκρανία στην κατεύθυνση μιας εργατικής απάντησης στην κρίση και θα συγκρούεται με τον ουκρανικό και τον ρώσικο εθνικισμό καθώς και με τον ευρωατλαντικό και τον ρώσικο ιμπεριαλισμό. Καθήκον της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα είναι να στηρίξει κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση και να συγκρουστεί με τις λογικές υποστήριξης του “ποιό αδύναμου” ιμπεριαλισμού. Κώστας Κούσιαντας ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Καλλιθέας– Μοσχάτου - Ταύρου Παντελής Αυθίνος ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Καλλιθέας– Μοσχάτου - Ταύρου |