• Παρ, 04/03/2016 - 17:04
Δεν υπάρχει ΤΙΝΑ στην αριστερή πολιτική ... [των Ε.Γαϊτάνου, Δ.Έξαρχου, Α.Μανδέλη, Γ.Μάντζαρη]

Δεν υπάρχει ΤΙΝΑ στην αριστερή πολιτική

... σκέψεις μπροστά στη συνδιάσκεψη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.

 

από Ειρήνη Γαϊτάνου, Δήμος Έξαρχος, Αποστόλης Μανδέλης, Γιάννης Μάντζαρης

 

«Ήταν τα καλύτερα χρόνια, ήταν τα χειρότερα χρόνια, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ηλιθιότητας, ήταν ο καιρός της πίστης, ήταν ο καιρός της δυσπιστίας, ήταν η περίοδος του φωτός, ήταν η περίοδος του σκοταδιού, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα στη διάθεση μας, δεν είχαμε τίποτα στη διάθεση μας, όλοι μας πηγαίναμε κατευθείαν στον παράδεισο, όλοι μας πηγαίναμε εντελώς αντίθετα»

 

Αυτή είναι η διάσημη έναρξη της Ιστορίας των δύο πόλεων, του Τσαρλς Ντίκενς. Θα μπορούσε βέβαια να χαρακτηρίζει εξ' ολοκλήρου την εποχή μας, και τις διαρκείς εναλλαγές της – αρκεί μόνο να σκεφτούμε τη σύγκριση μεταξύ της βδομάδας του δημοψηφίσματος και μιας βδομάδας μετά που υπογραφόταν το μνημόνιο, ή δύο μηνών μετά, στις πρόσφατες εκλογές – ή του σήμερα. Αυτό όμως είναι προφανές. Το ερώτημα που τριγυρίζει στα μυαλά μας τους τελευταίους μήνες, είναι αν μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε να ήταν η έναρξη και της δικής μας ιστορίας, ή αν αποτελεί βασικά τίτλους τέλους. Στην εποχή του Ντίκενς, αυτό που θα ακολουθούσε ήταν η Γαλλική Επανάσταση. Για μας εδώ;

Η 3η συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διεξάγεται πράγματι σε μια οριακή περίοδο για την ελληνική Αριστερά. Τοποθετείται εντός ενός ιδιόμορφου ιστορικά πλαισίου, την επαύριο της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο και της πλατιάς λαϊκής απογοήτευσης. Συνυπάρχουν λοιπόν πολύ αντιφατικές δυναμικές εντός της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Στο κοινωνικό επίπεδο η εξαθλίωση μεγάλων μερίδων της ελληνικής κοινωνίας εντείνεται, η κρίση εξακολουθεί να βαθαίνει, ενώ ειδικά το προσφυγικό ζήτημα, με την ένταση που τίθεται (τόσο ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα όσο και με όρους άμεσης αλληλεγγύης -στα νησιά, στα χερσαία σύνορα, στον Έβρο και την Ειδομένη, στον Πειραιά και στις διάφορες περιοχές της Αθήνας), δημιουργεί νέους όρους και καθήκοντα, που ξεπερνούν την παραδοσιακή συζήτηση εντός της Αριστεράς. Κάθε άλλο παρά εκλείπουν λοιπόν οι λόγοι που κινητοποίησαν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους/ες, νέους/ες, ανέργους/ες τα προηγούμενα χρόνια, με όρους μαζικής, δυναμικής, αποφασιστικής στράτευσης και αγώνα.

Στο πολιτικό επίπεδο αποτυπώνεται μια εμφανής αναντιστοιχία ανάμεσα στο βάθος και την ένταση της κρίσης και στην ανταπόκριση των διαφορετικών εκδοχών της Αριστεράς. Η περίοδος επικαθορίζεται από την προσπάθεια να επιβληθεί ένα νέο και ιδιότυπο TINA1, το οποίο πλέον, μετά την κυβερνητική μνημονιακή στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, απειλεί να συμπεριλάβει και την Αριστερά ως τέτοια. Η αναντιστοιχία αυτή, αφορά επίσης το βαθμό και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και τα διακυβεύματα της περιόδου η οργανωμένη Αριστερά, σε σχέση με τις προσλήψεις αυτού που καλείται «κοινωνική Αριστερά»: το πλατύ εκείνο δυναμικό που χωρίς συγκεκριμένη οργανωτική σχέση με τις υπάρχουσες δομές, συμμετέχει και κινητοποιείται συστηματικά σε διάφορα μέτωπα την τελευταία επταετία, στο πλάι, παράλληλα, ή κατά καιρούς ακόμα και σε σύγκρουση με την υπάρχουσα Αριστερά. Μάλιστα, συχνά βλέπουμε με μεγάλη ένταση την αντίθεση ανάμεσα στην ηπιότητα ενός περίπου business as usual της οργανωμένης Αριστεράς, και την αγανακτισμένη ασφυξία των ανθρώπων αυτής της ευρύτερης Αριστεράς.

Ως πρώτο βήμα για την κατάθεση κάποιων σκέψεων λοιπόν. θεωρούμε ως αναγκαίο βήμα τον ορισμό του πλαισίου και των κριτηρίων μέσα στα οποία διεξάγεται η εκάστοτε συζήτηση, επιδιώκοντας κυρίως να απεγκλωβιστούμε από τα όρια ενός μικροκόσμου, που συχνά έχει τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά χάνει τη μεγάλη εικόνα, και κυρίως, δεν έχει πραγματική πολιτική φιλοδοξία παρέμβασης στις εξελίξεις.

 

Για την ήττα και τις διάφορες διαστάσεις της

Η παραπάνω πραγματικότητα επαναφέρει λοιπόν το ζήτημα της διπλής ήττας, όπως συζητιέται πολύ το τελευταίο διάστημα. Η πρώτη όψη αφορά φυσικά τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση το 2015, σε μια στιγμή που επικαθορίστηκε από την έλλειψη άλλων αναγκαίων διεργασιών (σε ότι αφορά την οργάνωση του λαού, τη δημοκρατία και την πολιτική συμμετοχή, στο υλικό και στο ιδεολογικό επίπεδο, με αναγνώριση των διαφορετικών επιπέδων συνειδητότητας και του βάθους της σύγκρουσης) ακολουθήθηκε από μια γρήγορη και βίαιη κατάρρευση της κεντρικής πολιτικής του στρατηγικής (που συμβολοποιήθηκε ως «ούτε ρήξη ούτε υποταγή», και εμπεριείχε τη συμμαχία με την αστική τάξη, τη συνέχεια του κράτους κλπ) αλλά και του εμμονικού ευρωπαϊσμού του («η Ευρώπη αλλάζει»). Η προσχώρηση του στο μνημονιακό στρατόπεδο το καλοκαίρι (με εμφανή τα δείγματα από πολύ νωρίτερα) σήμανε αυτή τη στρατηγική ήττα του σχεδίου του. Η αναγνώριση και ανάδειξη της παραπάνω πραγματικότητας για το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ είναι κρίσιμη για τον απεγκλωβισμό ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων από τη στρατηγική αυτή, σε μια πολλαπλά αντιφατική περίοδο που μετατρέπει τον απεγκλωβισμό αυτό σε όχι αναγκαία αυτονόητο.

Παράλληλα όμως, καταγράφεται και η ήττα συνολικά της Αριστεράς να ανταποκριθεί στρατηγικά στις αναγκαιότητες και τις προκλήσεις της συγκυρίας. Φυσικά, οι ευθύνες των διαφορετικών κομματιών της Αριστεράς δεν είναι ταυτόσημες. Και βέβαια, τα σχέδια εκείνα που δοκιμάστηκαν και απέτυχαν φέρουν σαφώς ισχυρότερο μερίδιο ευθύνης. Μια τέτοια διαπίστωση ωστόσο δεν αρκεί, ειδικά στο βαθμό που η πολιτική δε λειτουργεί με όρους σταδίων ή εξ' αποκαλύψεως αλήθειας, ως εάν η αποτυχία ενός ρεφορμιστικού σχεδίου να ξεκαθαρίζει συνειδήσεις και να ανοίγει αντικειμενικά το δρόμο για μια επαναστατική στρατηγική. Αντίθετα πολλές φορές, η καταγραφή μιας ήττας τέτοιου βεληνεκούς μπορεί να σηματοδοτήσει μια σημαντική οπισθοχώρηση, στο έδαφος της απουσίας πειστικών εναλλακτικών στρατηγικών που να έχουν συγκροτήσει πραγματικούς υλικούς δεσμούς με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και να έχουν δοκιμάσει τη χάραξη ενός συγκεκριμένου άλλου δρόμου, με διαφορετικές κοινωνικές ιεραρχήσεις και έμφαση στην ατομική και συλλογική χειραφέτηση. Εξάλλου, και το ποια ακριβώς σχέδια θα δοκιμαστούν, αποτελεί εσωτερικό δείγμα της ίδιας τους της δυναμικής.

Έτσι, σε ένα διάστημα όπου αντικειμενικά υπήρχε η δυνατότητα ρήξεων και η έμπρακτη στροφή πλατιών κομματιών της κοινωνίας προς την Αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φάνηκε αδύναμη να εμπλακεί σε βάθος, να διαλεχθεί και να εμπλουτιστεί από αυτή την κοινωνική δυναμική. Μείζονες αλλαγές στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, τεράστιες και μεγάλης διάρκειας κινητοποιήσεις, δεν έφεραν την αντικαπιταλιστική Αριστερά στο τέλος αυτού του κύκλου σε μια ποιοτικά αναβαθμισμένη πολιτικά ή οργανωτικά θέση. Αντίθετα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστη μια σοβαρή διάσπαση, δεν κατάφερε να εμβαθύνει στην πολιτική και οργανωτική συγκρότηση, δεν υπερέβη τα χαρακτηριστικά ομοσπονδίας οργανώσεων και βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα νέο γύρο αντιπαράθεσης στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, το οποίο είναι πλέον σαφώς πιο ναρκοθετημένο σε σχέση με πριν τρία χρόνια. Η εκτίμηση αυτή, αν και είναι αντικειμενικά δυσάρεστη (και γι' αυτό έχει συχνά δεχθεί κριτική ή/και απαξίωση) είναι απολύτως αναγκαία ώστε να μην αναπαραχθούν οι ίδιες προβληματικές και λάθη. Είναι σε ένα βαθμό σωστή η κριτική, ότι η υπερβολική ανάδειξη της ήττας μπορεί να οδηγήσει σε παραίτηση, αγνωστικισμό ή αίσθηση ανικανότητας. Ωστόσο το αγωνιστικό δυναμικό των τελευταίων χρόνων, οργανωμένο και μη, έχει εκπλήξει επανειλημμένα με την εμμένεια του παρά τις δυσκολίες των καιρών, και δεν αντιστοιχεί η ελιτίστικη υποτίμησή του, που συχνά παίρνει τη μορφή της απόκρυψης της αλήθειας ακόμα και από τον ίδιο μας τον εαυτό, Αντίθετα, το ειλικρινές ξεδίπλωμα της συζήτησης είναι το μόνο που μπορεί να εμπνεύσει και να ξανακερδίσει εμπιστοσύνη.

Στο έδαφος της παραπάνω ήττας, που αντικειμενικά δυσχεραίνει την κατάσταση, και απέναντι στο ενδεχόμενο μιας γενικότερης απαξίωσης της Αριστεράς (είτε μέσω της απαρέγκλιτης ένταξης της στο «μονόδρομο της ενσωμάτωσης» κατά ΣΥΡΙΖΑ, είτε μέσω της γενικευμένης έλλειψης εμπιστοσύνης απέναντι στη δυνατότητα της να αποτελέσει φορέα της ανατροπής), γεννιέται το ερώτημα: Ποια Αριστερά είναι πραγματικά αναγκαία σήμερα, σε επίπεδο περιεχομένου, μορφής, φυσιογνωμίας και στρατηγικής; Το ερώτημα αυτό απασχολεί ένα πολύ ευρύτερο δυναμικό από αυτό που συμμετέχει συστηματικά στην οργανωμένη Αριστερά, ιδιαίτερα των νεότερων ηλικιών. Σήμερα δε πολύ περισσότερο, καθώς οι ευρύτερες πολιτικές ανακατατάξεις αναμορφώνουν τις πολιτικές εντάξεις και δημιουργούν όρους βαθύτερης ριζοσπαστικοποίησης, ενώ ταυτόχρονα τα υπάρχοντα μορφώματα δεν κατορθώνουν να στρατεύσουν θετικά και ενεργά, συχνά ούτε το στενό δυναμικό τους.

Αυτή η αντιφατικότητα που επιδιώκουμε να περιγράψουμε αποτυπώνεται και στη σύνθεση των δικών μας υπογραφών, σε αυτό το κείμενο: άνθρωποι που ξεκινήσαμε πολλά χρόνια πριν από την ίδια συλλογικότητα, ακολουθήσαμε σε ένα βαθμό διαφορετικές πορείες – αν και ποτέ ανταγωνιστικές, και πάντα εμμενείς στο πολιτικό σχέδιο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, και συγκεκριμένα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – και σήμερα μοιραζόμαστε και πάλι τον κοινό προβληματισμό. Δε θεωρούμε ότι η σύγκλιση αυτή (που εξάλλου στη δική μας περίπτωση έχει σφυρηλατηθεί εδώ και πολλά χρόνια) αποτυπώνει τίποτα περισσότερο από τις μικρές ή μεγαλύτερες συγκλίσεις που βλέπουμε καθημερινά γύρω μας, με οριζόντιο τρόπο διατρέχοντας τις διάφορες συλλογικότητες, μεταξύ ανθρώπων που γνωρίζονται χρόνια και άλλων που δεν γνωρίζονται καν. Με ματιά σε αυτή την πραγματικότητα, και θεωρώντας ως πρώτο αναγκαίο βήμα τη διαπίστωση της αναγκαιότητας της εποχής και την αναμέτρηση με τα ερωτήματα που αυτή θέτει, το ζήτημα που τίθεται είναι κατά τη γνώμη μας αν και πώς η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να πρωταγωνιστήσει και εν δυνάμει να ηγεμονεύσει σε μια αναγκαία διαδικασία θετικής υπέρβασης. Στη βάση αυτή ακολουθούν μερικές ακόμα σκέψεις για το διάλογο αυτό.

 

Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις αρχές της κρίσης ανέδειξε τους βασικούς προγραμματικούς αναγκαίους όρους για μια φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση. Επέδειξε ωστόσο αδυναμία στα χρόνια που ακολούθησαν να εμβαθύνει σε αυτή τη λογική. Κατά τη γνώμη μας το ζήτημα του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος είναι πρώτ' απ' όλα ένα μάχιμο ζήτημα. Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι το σταθερό όριο που συναντά το κοινωνικό κίνημα και η λαϊκή διεκδικητικότητα στην μνημονιακή εποχή. Η νέα περίοδος θα έχει στην ατζέντα ακόμα πιο σκληρά τα διλήμματα της επόμενης μέρας και ο αναχωρητισμός από τις αναγκαίες απαντήσεις δεν αντιστοιχεί. Παρότι εδώ και καιρό είναι προφανές ότι υπάρχουν σοβαρά ελλείμματα στην επεξεργασία αυτή, προσπερνιούνται διαμέσου εύκολων σχημάτων και απλοποιήσεων. Επιπλέον, ακόμα κι όταν γίνεται αποδεκτή ως αναγκαιότητα, είναι με έναν αφηρημένο τρόπο: χωρίς οργάνωση της δουλειάς, δημιουργία σχετικών επιτροπών, ενεργοποίηση ανθρώπων που μπορούν να συμβάλλουν – ενώ ταυτόχρονα, διάφορες ωραίες σχετικές επεξεργασίες που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς μένουν θαμμένες ή χάνονται.

Ένα από τα βασικά θέματα είναι η εμβάθυνση του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος: η τεκμηρίωση και η συγκρότηση ενός σχεδίου το οποίο θα διερευνά συγκεκριμένα μια αντικαπιταλιστική πρόταση για την οργάνωση της κοινωνίας και της παραγωγής στην προοπτική της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ, σε ένα πλαίσιο διαφοροποιημένων σχέσεων στην παραγωγή, τερματίζοντας την κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας; μια απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο μια τέτοια προοπτική μπορεί να είναι υλοποιήσιμη (ειδικά σε συνθήκες σχετικής αποκοπής από τις παγκόσμιες αγορές); η ανάδειξη των τρόπων που μπορεί να επωφεληθεί η πλατιά κοινωνική πλειοψηφία από μια τέτοια προοπτική. Αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε αυτό που σχηματικά κωδικοποιείται στο «αν υπάρχει ζωή εκτός ΕΕ», αν αυτή δηλαδή μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του λαού.

Μια τέτοια προσέγγιση, ενώ συμπεριλαμβάνει συγκεκριμένες επεξεργασίες, οφείλει ταυτόχρονα να επιμένει στο διαχωρισμό της από μια απλή παραγωγίστικη, κοινωνικά ουδέτερη και στείρα τεχνοκρατική προσέγγιση. Είναι αντίθετα ενεργά συνδεδεμένη με το ερώτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού, κι έτσι αποτελεί την αναγκαία αφετηρία για ένα συνολικά διαφορετικό δρόμο, που δεν βλέπει ως «τέλος» την αντικαπιταλιστική επανάσταση, αλλά συνδέεται διαλεκτικά διαρκώς με αυτήν. Και άρα θα επιμένει στην οργάνωση του λαού, τον πλούτο της λαϊκής αυτενέργειας, την εμπιστοσύνη στον κοινωνικό πειραματισμό, μια διαδικασία που θα περιλαμβάνει διαρκείς ρήξεις, και θα επιμένει σε νέες κοινωνικές θεσμίσεις, στις πρακτικές, τις δομές και τις μορφές οργάνωσης των εργαζομένων, της νεολαίας και του λαού. Με άλλα λόγια, προγραμματικός επανεξοπλισμός δε σημαίνει απλά ένα άθροισμα προτάσεων (ή ακόμα χειρότερα, μπούλετς) σε ένα χαρτί. Αποτελεί κυρίως μια συλλογική προσπάθεια να συλλάβουμε και υλοποιήσουμε μια πραγματική ρήξη: μόνο αυτή η εμμένεια στη ρήξη μέχρι τέλους μπορεί να αποτελέσει εγγύηση και για την παραγωγή ενός συνεκτικού μεταβατικού πολιτικού προγράμματος, μεταβατικού με την έννοια όχι του σταδίου, αλλά της ταυτόχρονης πιθανότητας και α-πιθανότητας της υλοποίησης του, της συμπερίληψης της άρνησής του στα πλαίσια μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής2.

Η θέση αυτή γεννά το ερώτημα υπό ποιες συνθήκες, όρους και βήματα μπορούν να υλοποιηθούν. Στις θέσεις της συνδιάσκεψης το ερώτημα αυτό σχετικά προσπερνάται λέγοντας ότι το πρόγραμμα είναι ένα πλαίσιο «πολιτικών στόχων που απευθύνονται στο εργατικό και λαϊκό κίνημα [...], το οποίο μπορεί να επιβληθεί μέσα από την δράση του κινήματος κάτω από έναν ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων»3. Η έξοδος από την ΕΕ, την ΟΝΕ, το ΝΑΤΟ, η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση συγκροτούν όμως μια μείζονα ρήξη τόσο με το διεθνή καπιταλισμό, όσο και με τα εγχώρια κέντρα εξουσίας μια ανατροπή των βασικών πυλώνων που συγκροτούν τον αστισμό τα τελευταία 60 χρόνια. Όσο προφανές είναι ότι δεν μπορεί να υλοποιηθεί με μια απλή εναλλαγή του κυβερνητικού κέντρου, με την λογική της συνέχειας του κράτους και της συμμαχίας με τα εγχώρια αστικά κέντρα, και ότι κάτι τέτοιο απαιτεί αναβαθμισμένο επίπεδο συνείδησης, οργάνωσης και πάλης του λαού εκτός του κοινοβουλευτικού επιπέδου, άλλο τόσο προφανές είναι ότι αυτό απαιτεί συγκεκριμένες μορφές στο πολιτικό επίπεδο, που θα αναμετρώνται με τις υφιστάμενες μορφές οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας. Ασαφή σχήματα και αναφορές (οργανωμένος λαός, κίνημα), στο βαθμό που δεν συγκεκριμενοποιούνται και δεν περιγράφουν μια μεθοδολογία, προσπερνούν και κλείνουν ένα κομβικό ερώτημα. Πρέπει λοιπόν να αναμετρηθούμε βαθύτερα και συγκεκριμένα με τη συζήτηση για τους διάφορους κόμβους της πολιτικής εξουσίας, τη σχέση κυβέρνησης-κράτους-εξουσίας, αξιοποιώντας θεωρητικές επεξεργασίες, ιστορικές εμπειρίες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, και τη συγκεκριμένη ελληνική εμπειρία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς υποταγή στον υπάρχοντα συσχετισμό, ούτε όμως εύκολες σχηματοποιήσεις.

 

Περί κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών (και πάλι)

Η γνωστή αυτή συζήτηση αυτή σχετίζεται με την πολιτική εκτίμηση για την συγκυρία, που επικαθορίζει τις συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις και τακτικές. Στην Αριστερά θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε δύο βασικές τέτοιες γραμμές. Με βάση την πρώτη, δεν υπάρχουν οι πολιτικοί και κοινωνικοί όροι για φιλολαϊκές ανατροπές και μείζονες αλλαγές του συσχετισμού και συνεπώς το πολιτικό καθήκον των κομμουνιστών είναι η οικοδόμηση ή ενδυνάμωση του κόμματος προκειμένου σε επόμενο χρόνο να διαμορφωθούν οι επαναστατικές συνθήκες. Οι ενδεχόμενες οξύνσεις του κινήματος θεωρείται ότι θα επιφέρουν αντικειμενικά την ήττα και συνεπώς θα πρέπει να αποφεύγονται. Στόχος είναι η συγκέντρωση δυνάμεων στην λογική της αποκάλυψης, της αποδόμησης του αντιπάλου, της ιδεολογικής ζύμωσης και της λαϊκής αντιπολίτευσης διαμαρτυρίας. Προφανώς, μια τέτοια κατεύθυνση υποστηρίζεται σήμερα κατεξοχήν από το ΚΚΕ. Η γραμμή που αποτυπώνεται στις πολιτικές αποφάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται θεωρητικά στον αντίποδα. Παρά τη σαφώς μικρότερη εμβέλεια της (σε σχέση με το ΚΚΕ), η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα κείμενά της αναγνωρίζει μια ρωγμή ιστορικού βεληνεκούς που άνοιξε η κρίση συνολικά στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Αυτή η ρωγμή εκτιμάται ότι μπορεί να αποτελέσει την θρυαλλίδα για ευρύτερες ανατροπές όχι στο απώτερο, αλλά στο άμεσο μέλλον.

Αν θέλουμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και να μην βλέπουμε «αριστερές κυβερνήσεις» εκεί που δεν υπάρχουν, αλλά ούτε και κλιμάκωση των κινητοποιήσεων και των απεργιών εκεί που κυριαρχεί η αδυναμία ή/και απελπισία, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το ερώτημα πώς η ανατροπή αυτή είναι εφικτή δεδομένων των πολιτικών μεγεθών της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι υπάρχουν εν δυνάμει οι όροι διευρυμένα κοινωνικά στρώματα, αλλά και οργανωμένα κομμάτια που δεν τοποθετούνται εξαρχής στην επαναστατική Αριστερά να ριζοσπαστικοποιηθούν κάτω από το βάρος της δομικής καπιταλιστικής κρίσης και των ευρύτερων αδιεξόδων των στρατηγικών που περιγράψαμε παραπάνω, και να πολωθούν προς ένα τέτοιο ρεύμα. Συνεπώς η συζήτηση για τις συνεργασίες δεν είναι φετίχ, ιδεολογική εμμονή, ή «δεξιά απόκλιση», αλλά επακόλουθο της συγκεκριμένης πολιτικής εκτίμησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι σε μας προφανές ότι η συζήτηση για την μορφή που μπορεί να έχει μια συνεργασία πολιτική ή εκλογική, από τα «πάνω» ή από τα «κάτω», με ποιο πολιτικό πλαίσιο, σε ποιο επίπεδο (κοινωνικό, πολιτικό) κλπ., είναι πραγματικά ουσιαστική. Συνεπώς όμως, οφείλουμε να κάνουμε εδώ μια βασική αρχική παραδοχή: το ζήτημα είναι πράγματι το πώς θα προωθηθεί μια μετωπική λογική σε όλα τα επίπεδα (κίνημα, πολιτικό επίπεδο) και όχι το αν αποτελεί πολιτική επιδίωξη.

Εδώ αναδύεται και το ερώτημα για την περίφημη σχέση κοινωνικού/πολιτικού, παράλληλα με την ανάγκη θεμελίωσης κινηματικών πρακτικών στο δρόμο, απέναντι στην επιθετική αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αναμφισβήτητα, η συγκρότηση των μετώπων αυτών αποτελεί πρωτεύον ζήτημα και η συμβολή ενός μεγάλου κομματιού της Αριστεράς σε αυτές, ειδικά της αντικαπιταλιστικής, έχει υπάρξει καθοριστική. Ωστόσο, κινδυνεύει να αποτελεί φυγή στο κοινωνικό να μείνουμε σε μια τέτοια διαπίστωση, ή και να επιδοθούμε σε έναν αγώνα δρόμου χωρίς πολιτική τακτική και σχέδιο. Η διαρκής αναφορά στην αναγκαιότητα της αντεπίθεσης και στα καθήκοντα στο κίνημα, δεν αρκεί, όταν μάλιστα δεν αναμετράται σε βάθος με τις πραγματικές δυσκολίες συγκρότησης ενός μαζικού αγωνιστικού ρεύματος αντιπολίτευσης στα εξοντωτικά μέτρα της κυβέρνησης. Αλλιώς υπάρχει η πιθανότητα, που εμφανίζεται συχνά στην πολιτική και κοινωνική πάλη, να νομίζεις ότι τρέχεις και κάνεις βήματα προς τα μπρος, ενώ στην καλύτερη πηγαίνεις σημειωτόν και στη χειρότερη κάνεις βήματα προς τα πίσω. Ένα μαχητικό πολιτικό σχέδιο με φιλοδοξία να αναμετρηθεί με την υπόθεση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής οφείλει να επανακατοχυρώνει τη σχέση του με την ολότητα. Η διοργάνωση κινητοποιήσεων είναι μια αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι ικανή για το μετασχηματισμό των διάσπαρτων καθημερινών παρεμβάσεων ή διαδηλώσεων σε μαζικό κίνημα με συνολικό πολιτικό ανατρεπτικό ρόλο και αντίστοιχες εκπροσωπήσεις, ικανές να αποσταθεροποιήσουν τη νέα μνημονιακή πολιτική τάξη πραγμάτων.

Επιπλέον, το ίδιο το «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής», που αποτέλεσε προωθητικό κομμάτι της πολιτικής κατεύθυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το προηγούμενο διάστημα, αποτελεί μια πολιτική πρόταση που επιδιώκει να συνέχει το κοινωνικό με το πολιτικό επίπεδο, και όχι να υποβαθμίζεται σε μια κινηματίστικη πρόσληψη του κοινωνικού. Εξάλλου, η εμπειρία έχει αποδείξει την αδυναμία συγκρότησης τέτοιων συσπειρώσεων στο κοινωνικό χωρίς διαλεκτική σύνδεση με το πολιτικό επίπεδο (αδυναμία συγκρότησης ευρύτερης πραγματικής συσπείρωσης πρωτοβάθμιων σωματείων μετά τη διάλυση του Συντονισμού, αδυναμία επεξεργασίας μιας μαζικής πολιτικής γραμμής για την παρέμβαση στα βίαια προλεταριοποιούμενα, ή στα στρώματα της ελαστικής εργασίας, της ανεργίας κλπ., αδυναμία ακόμα και της ενοποίησης της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη στάση στο δρόμο, τις απεργίες κλπ – με χαρακτηριστική την τελευταία απεργία για το ασφαλιστικό).

Από την άλλη πλευρά, καταρρέει φυσικά σήμερα, μαζί με την εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ και η «αυταπάτη του πολιτικού» που χωρίς σχέδιο και προσανατολισμό στο κίνημα και τη συγκρότηση του κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου της ανατροπής, χωρίς με άλλα λόγια οργανωμένο λαό στο προσκήνιο, καταντάει αναπαραγωγή ενός φαύλου κύκλου αυτονόμησης – ανάθεσης – διαχείρισης, και όχι πολιτική διαμεσολάβηση της ταξικής πάλης. Σε κάθε περίπτωση, διαχωρισμοί που τείνουν να αναπαράγονται μεταξύ όσων επικεντρώνουν στην κοινωνική αναμέτρηση και το κίνημα και όσων επαναπαύονται δήθεν στα μεγάλα κόλπα και την υψηλή πολιτική, δε συμβάλλουν. Αντίθετα, το θέμα είναι πώς θα βρούμε δρόμους και μεθοδολογίες, που θα μπορούν να θεμελιώνουν μια νέα διαλεκτική μεταξύ του κοινωνικού και του πολιτικού επιπέδου. Διάφορες πρωτοβουλίες του τελευταίου διαστήματος, με πρωταγωνίστριες της δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κινούνται σε τέτοια κατεύθυνση (κοινές συσκέψεις και διεργασίες για το ασφαλιστικό, το προσφυγικό κλπ, κοινή έκφραση στους μισθωτούς τεχνικούς στη Θεσσαλονίκη και τους γιατρούς κλπ.). Φωτεινό παράδειγμα αποτελεί η νεοσυσταθείσα «Πρωτοβουλία νέων ενάντια στο ασφαλιστικό», ως κοινωνικοπολιτική συσπείρωση νεολαίας που μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στο να ανοιχτούν δρόμοι σε αυτή την κατεύθυνση, και μάλιστα εμπλέκοντας τη νεολαία ως το πιο ζωντανό δυναμικό αυτής της ευρύτερης συζήτησης.

 

Ποια Αριστερά λοιπόν;

Στο πολιτικό επίπεδο τώρα, είναι κατά τη γνώμη μας αυταπόδεικτη η αποτύπωση της αδυναμίας των υπαρχόντων μορφωμάτων της Αριστεράς να αποτελέσουν ως έχουν το αναγκαίο πολιτικό υποκείμενο της εποχής. Είναι σήμερα αναγκαία μια θαρραλέα υπέρβαση. Το διακύβευμα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αν θα μπορέσει να βρεθεί στον πυρήνα μιας τέτοιας διαδικασίας, διεκδικώντας την ηγεμονία της πολιτικής της κατεύθυνσης. Φυσικά, η ηγεμονία αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως εκ των προτέρων δεδομένη, και μάλιστα με χιλιάδες δικλείδες ασφαλείας, ώστε να «δεχτεί» ένα πολιτικό μόρφωμα έστω και να εμπλακεί στη συζήτηση. Η ηγεμονία είναι αντίθετα διακύβευμα, ενώ προφανώς πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι για την έναρξη μιας οποιασδήποτε συζήτησης. Οι όροι αυτοί όμως ούτε μπορεί να αφορούν το σύνολο του αντικαπιταλιστικού προγράμματος (αλλά τους κρίσιμους κρίκους που δημιουργούν όρους και δυνατότητες), ούτε είναι αυτιστικά ανελαστικοί ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκυρίας, τα όρια, τα καθήκοντα και τις δυνατότητες που τη συνέχουν. Πολύ δε περισσότερο σήμερα, που όπως σημειώσαμε, η ριζοσπαστικοποίηση μαζικών πολιτικών δυναμικών είναι βαθιά, και οι συγκλίσεις σε επίπεδο περιεχομένου είναι μεγαλύτερες από ποτέ.

Θεωρούμε ότι μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί και δεν αρκεί να εξαντλείται στο ερώτημα των εκλογικών συνεργασιών (χωρίς φυσικά να τις απαξιώνει, ή να αναιρεί το χαρακτήρα τους ως, συχνά αναγκαίο, βήμα). Αυτό που απαιτείται είναι κάτι βαθύτερο και πιο δομικό κατά τη γνώμη μας – μια ουσιαστικότερη ανακατασκευή των δυνάμεων της ρήξης, με τομή και αναγέννηση σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο. Φυσικά, τίποτα δεν παράγεται από τις στάχτες – αντίθετα το νέο κυοφορείται ήδη στο παλιό. Η διαδικασία όμως αυτή, όπως καμία ιστορική διαδικασία, δεν μπορεί να συνεχής – απαιτεί τομές και υπερβάσεις, και την τόλμη να τις αναγνωρίσουμε και να εμπλακούμε με αυτές. Το καλοκαίρι, στο έδαφος των πλούσιων διεργασιών του δημοψηφίσματος, το έδαφος ήταν αναμφισβήτητα πολύ πιο πρόσφορο για μια τέτοια διεργασία: πλατιά κομμάτια του λαού και της νεολαίας ήταν στο δρόμο, κινητοποιούνταν βίαια ριζοσπαστικοποιούμενα από τις εξελίξεις και προσέβλεπαν σε νέες δυνατότητες, η Αριστερά ανασκευαζόταν με το ΣΥΡΙΖΑ να υφίσταται μια πολύ σημαντική διάσπαση από τα αριστερά, τα πολιτικά μορφώματα ήταν πολύ πιο ρευστά.

Τότε, ενώ υπήρχαν πολιτικοί και οργανωτικοί όροι, αποδειχθήκαμε ανεπαρκείς στην υπέρβαση κατεστημένων αντιλήψεων και νοοτροπιών. Η στάση αυτή δεν ήρθε από το πουθενά: είναι επακόλουθο μιας γενικότερης ατολμίας μπροστά σε πολιτικές πρωτοβουλίες, που δυστυχώς χαρακτηρίζει ένα χώρο που θέλει να είναι επαναστατικός (με χαρακτηριστική την εξαιρετικά πιο κρίσιμη περίοδο του 2010-2012). Σήμερα, η πραγματικότητα είναι διαφορετική: οι κοινωνικοπολιτικές διεργασίες είναι σαφώς πιο υποτονικές, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστη μια σημαντική διάσπαση και η ΛΑΕ, ως το μόρφωμα που συσπειρώνει ένα σημαντικό κομμάτι των αποχωρησάντων από το ΣΥΡΙΖΑ και ορισμένων οργανώσεων του χώρου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, και στο έδαφος της έλλειψης ευρύτερων διαδικασιών και πιέσεων, τείνει να σταθεροποιεί ιδιαίτερα αρνητικά πολιτικά χαρακτηριστικά, σε ότι αφορά τόσο το πολιτικό της πρόγραμμα όσο και τη λειτουργία, με σημαντικά αντιδημοκρατικά και γραφειοκρατικά δείγματα4. Στο σημείο αυτό, πρέπει να κάνουμε μια σημαντική διαπίστωση: σε πλήρη αντίθεση με σχήματα «καθαρότητας» που χαίρονται με τις διασπάσεις καθώς «ξεμπερδεύουν με τον οπορτουνισμό» (σχήματα που έχουν πληγώσει βαθιά το κομμουνιστικό κίνημα και θα όφειλαν να αποσυρθούν από τις πρακτικές του), η αποχώρηση συγκεκριμένων οργανώσεων και αγωνιστών/στριών της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτύπωνε πολύ λιγότερο την ενεργητική στράτευση σε ένα άλλο σχέδιο (της ΛΑΕ), και πολύ περισσότερο τα στενα ορια που έθετε στη λογική της η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και αυτό αφορά και ένα πολύ υπαρκτό δυναμικό εντός ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα).

Η δε παραπάνω εκτίμηση για τη ΛΑΕ είναι κατά τη γνώμη μας καταστροφικό να καταλήγει σε μια εκ των υστέρων «δικαίωση» ως προς τα σεχταριστικά αντανακλαστικά που επέδειξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το καλοκαίρι. Σε κάθε στροφή της ιστορίας η εξέλιξη είναι διακύβευμα, και το ελάχιστο για τις επαναστατικές δυνάμεις είναι να παρεμβαίνουν σε αυτή με πραγματική φιλοδοξία να επικαθορίσουν τις εξελίξεις. Η παρέμβαση αυτή οφείλει να γίνεται σε αναμέτρηση με το ενδεχόμενο παγίωσης εκπροσωπήσεων σε μια επόμενη στροφή: αντί για αναμονή της διάψευσης, η διαπίστωση αυτή οφείλει να είναι παράγοντας που μας κατευθύνει στις συμμαχίες. Συνεπώς μια επανακατοχύρωση ρεφορμιστικών ή διαχειριστικών στρατηγικών, σε οποιοδήποτε μόρφωμα, ειδικά μετά τις σημαντικές δυνατότητες του καλοκαιριού, δεν μπορεί παρά να νοηθεί σαν μια δεύτερη ήττα των δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονται ως επαναστατικές και φιλοδοξούν πράγματι σε επαναστατικές εξελίξεις – πόσο μάλλον όταν το τίμημα, της εξαθλίωσης και αποπτώχευσης πλατιών κομματιών του λαού, του κινδύνου της κυριολεκτικής επικράτησης του θανάτου πάνω στη ζωή, είναι τεράστιο.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και σε συνθήκες χειρότερες και μικρότερης ρευστότητας σε σχέση με το καλοκαίρι, το ερώτημα μιας υπέρβασης και ανακατασκευής παραμένει ανοικτό. Υπάρχει ένα πραγματικό ερώτημα που οφείλουμε να αναμετρηθούμε: που είναι, 6 μήνες μετά ο κόσμος του ΟΧΙ; Οι χιλιάδες υπογραφές αγωνιστών/στριών, οι διάφορες πρωτοβουλίες οργανώσεων που συγκροτήθηκαν τότε; Αυτές οι διεργασίες ήταν η συγκεκριμένη πρώτη ύλη μιας διαφορετικής σύλληψης του πολιτικού: αυτές εξακολουθούν να σκιαγραφούν τον άμεσο πολιτικό στόχο και μεθοδολογία και για τη σημερινή περίοδο, και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση. Οφείλουμε σήμερα να θέσουμε το διπλό στόχο του μετασχηματισμού της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παράλληλα με τον ευρύτερο μετασχηματισμό της Αριστεράς της ρήξης, που συμπεριλαμβάνει το πλατύ φάσμα των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που δε συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μέρος του αντιεξουσιαστικού/αυτόνομου χώρου, τη ΛΑΕ ή ένα σημαντικό τμήμα της (η οποία εμπλέκει ένα αντικαπιταλιστικό δυναμικό στο εσωτερικό της, ενώ παράλληλα δεν έχει συγκροτημένο συστημικό πολιτικό προσανατολισμό παρότι κομμάτια της έχουν άκρως διαχειριστικές λογικές), το ΚΚΕ ή πρωτοπόρα τμήματά του. Συμπεριλαμβάνει εκ των ων ουκ άνευ φυσικά δυνάμεις που έφυγαν από το ΣΥΡΙΖΑ και δε συμμετέχουν στη ΛΑΕ, αλλά συμβάλλουν σημαντικά στην ευρύτερη αυτή συζήτηση (κατεξοχήν συλλογικότητες όπως η νεοσύστατη Ανασύνθεση ΟΝΡΑ από τα πρώην μέλη της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, και η Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά - ζωή μετά). Στην λογική της οικοδόμησης όρων για αυτή την νέα Αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να απευθύνει συγκεκριμένη και συνολική πολιτική πρόταση. Η απουσία της, απλά διευκολύνει δεξιές μετατοπίσεις και εγκλωβισμούς δυνάμεων, ενώ, και κυρίως, αδυνατεί να παρέμβει πραγματικά στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Το στοίχημα που τίθεται σήμερα είναι ανώτερο κάθε εκχυδαϊσμένης συζήτησης αποθέωσης είτε μόνο του πολιτικού, είτε μόνο του κοινωνικού επιπέδου: είναι η ενοποίηση απέναντι στο σημερινό κοινωνικό και πολιτικό κατακερματισμό των δυνάμεων της εργασίας και του κινήματος, κατακερματισμό που αποτελεί βασικό όπλο του νεοφιλελευθερισμού στην επίθεση που εξαπολύει. Με στόχο την οικοδόμηση ενός πλατιού κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ της ρήξης με βάση το κριτήριο της πράξης, με αναγνώριση των διαφορετικών επιπέδων συνειδητότητας, και με στόχο την βαθύτερη ριζοσπαστικοποίηση πλατιών κομματιών της κοινωνίας και της Αριστεράς.

 

Επίλογος... για μια πραγματικά νέα αρχή

Η σημερινή πραγματικότητα βρίσκει το σύνολο της Αριστεράς, και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια οριακή συνθήκη. Από την μια πλευρά, το ρήγμα που άνοιξε το 2010 βαθαίνει. Τα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται στον πυρήνα αυτής της διαδικασίας εξακολουθούν να διερευνούν τρόπους ενεργοποίησης, αντίστασης και αλληλεγγύης: είναι χαρακτηριστική η πλατιά ενεργοποίηση της κοινωνίας σε κρίσιμα μέτωπα, με προμετωπίδα το προσφυγικό και την αμεση συνδρομή εκατομμυρίων ανθρώπων με κάθε τρόπο. Το ιστορικό παράθυρο παραμένει λοιπόν ανοιχτό. Θεωρούμε ότι αυτό θέτει την ανάγκη και ευθύνη ενός βαθύτερου στρατηγικού επανεξοπλισμού. Μιας προγραμματικής και στρατηγικής επεξεργασίας, που θα αναμετράται όχι απλά με τα λάθη, αλλά με τα δομικά όρια των υπαρχουσών στρατηγικών στην Αριστερά, και τα προβλήματα τακτικής. Απαιτείται σήμερα μια ευρύτερη υπέρβαση στον ίδιο τον τρόπο που κάνουμε πολιτική, έτσι ώστε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μπορέσει να αποτελέσει τον πυροδότη ανασύνθεσης της Αριστεράς με πρωταγωνιστικό τον ρόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Πέραν των διατυπώσεων και των κειμένων (και χωρίς σε καμία περίπτωση να υποτιμάται η σημασία τους) απαιτείται υπέρβαση στον τρόπο οργάνωσης και διαλόγου της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της συγκρότησης και του τρόπου δράσης στο κίνημα, της αντίληψης των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών. Απαιτείται σαφές και συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο και όχι ασαφείς και γενικόλογες διατυπώσεις. Το επίδικο για την τρίτη συνδιάσκεψη είναι κατά τη γνώμη μας να γίνει με το βλέμμα στην κοινωνία, με το βλέμμα στην εποχή, με κριτήριο τα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι μας στους χώρους που κινούμαστε, παρεμβαίνουμε και ζούμε, σε επικοινωνία με τα πραγματικά, καθημερινά και βαθύτερα, ερωτήματα και αγωνίες του πιο ζωντανού δυναμικού μας. Για να μην παρατηρείται πλέον το αδιανόητο σχήμα όπου ο πολιτικός προβληματισμός εξωθείται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και οι γόνιμες πολιτικές συζητήσεις μεταξύ αγωνιστών/στριών να μην μεταφέρονται στο εσωτερικό των πολιτικών μορφωμάτων στα οποία συμμετέχουν. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αποτελέσει η συνδιάσκεψη πραγματικά ζωντανή διαδικασία, και να μας φέρει, μπροστά σε δύσκολες αλλά ενδιαφέρουσες μάχες, από καλύτερες θέσεις.

Και η ελπίδα, για την οποία πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία; «Η ελπίδα είναι κάτι πάρα πολύ. Κατά τη γνώμη μου είναι μια μεγάλη επαναστατική δύναμη, η ιδέα δηλαδή ότι μπορείς να φτάσεις κάτι.», έγραφε ο Σαρτρ5. Η «ελπίδα που ερχόταν» κατέρρευσε πράγματι λοιπόν μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ; Και όμως, αν η ελπίδα είναι πράγματι απαραίτητη ακριβώς όταν κάποιος είναι σε θέση να ομολογήσει ακριβώς πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση6 μπορούμε σήμερα να δούμε με νέα ματιά μια δυναμική της πραγματικής ελπίδας, στο έδαφος της ανάγνωσης, αντιμετώπισης και υπέρβασης της ήττας. «Δεν υπάρχει λόγος να απελπιζόμαστε, ακόμα και κάτω από τις πιο απελπιστικές καταστάσεις»7, γράφτηκε για τον σύντομο 20ο αιώνα. Όσο για τον 21ο; Τα δείγματα της πρώτης δεκαετίας του, τόσο λίγο μετά την υποτιθέμενη διακήρυξη του τέλους της ιστορίας, με όλα τα προβλήματα και τα όρια που αυτά έφεραν, δεν μπορούν παρά να ανανεώνουν την ελπίδα μας.

1